Το Μάη του 2006, στο 3ο τεύχος του Κιβωτίου που τότε βγάζαμε άλλοι σύντροφοι και εγώ, είχε γραφτεί ένα κείμενο το οποίο έθετε κάποια ερωτήματα σε σχέση με τους σεκιουρητάδες στα σούπερ μάρκετ. Αυτό το κείμενο υπάρχει εδώ. Αυτό το κείμενο, είχε ένα βασικό στόχο: να μας φέρει μπροστά στο ερώτημα ηθική και εργασία. Μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα λάβαμε την απάντηση μας από το κεντρικό θεωρητικό όργανο της θεαματικής αυτονομίας στην Ελλάδα, το Midnight Rebel. To οποίο και επιδόθηκε σε ένα πλήθος διαστρεβλώσεων, προσωπικών αναφορών (ποιοι από μας κάνουνε ή δεν κάνουνε αρνήσεις... -Δεν κοιτάνε τα δικά τους τα χάλια...), ψεμμάτων και συμπερασμάτων σομπρέρο σαν αυτά που φόραγε ο Ζαπάτα. Τότε απαντήσαμε με το κείμενο που ακολουθεί. Κείμενο με το οποίο ξεκαθαρίζουμε αρκετά καλά μία στάση.

Επειδή τον τελευταίο καιρό, η επιμονή ορισμένων δοκιμάστηκε σκληρά, για να αποδειχτεί μαλακή σαν λιωμένη σοκολάτα στον ήλιο του Αυγούστου, και επειδή τα επιχειρήματα που ακούστηκαν στο ποστ του Herman Goering, μου θυμίζουν τραγικά όλα τα παραπάνω (με αυτό δε θέλω να υπονοήσω κάποια σχέση απλά είναι εντυπωσιακή η ομοιότητα). Δυστυχώς, εμείς δεν έχουμε επαναστατικό υποκείμενο, ούτε άθλιους αντικειμενισμούς τραβηγμένους στα μέτρα μας. Μόνο η αθλιότητα και η ηλιθιότητα, μπορούν να πάρουν μία θέση που λέει: είμαστε με τους εκμεταλλευομένους και τους κυριαρχούμενους επειδή είμαστε οι ίδιοι και εκμεταλλευόμενοι και κυριαρχούμενοι και αν θα γίνει επανάσταση θα την κάνουν αυτοί, γιατί όλοι οι υπόλοιποι δεν έχουν κανένα λόγο, και να αρχίσει να μιλάει για "εργάτες" βασανιστές και μπάτσους. Για αυτούς τους λόγους προχωράω στην αναδημοσίευση του συγκεκριμένου κειμένου. Και με ύφος καρδινάλιου Ρισελιέ θα πω:

ΟΣΑ ΕΙΠΑΜΕ ΙΣΧΥΟΥΝ!


«…Για τους ανθρώπους που δεν ξέρουν, ή δεν θέλουν να διαβάζουν, οι οποίοι στον πρώτο κιόλας τόμο κατέβαλαν περισσότερη προσπάθεια να τον καταλάβουν λανθασμένα, από την προσπάθεια που ήταν απαραίτητη για να τον καταλάβουν σωστά, γι’ αυτούς τους ανθρώπους θα ήταν εντελώς άσκοπο να κοπιάσει κανείς (προκειμένου να τους εξηγήσει), έστω και ελάχιστα...»

Φρ. Ένγκελς, Συμπλήρωμα και επίλογος στο βιβλίο ΙΙΙ του Κεφαλαίου

Στο τεύχος 14 της επιθεώρησης θέσεων μάχης «Midnight Rebel» δημοσιεύτηκε ένα άρθρο με τίτλο «Εξ οικείων τα βέλη»i, ένα άρθρο «ανταπόδοσης» (έτσι αυτοσυστήνεται) στο κείμενο «Μερικά απλά ερωτήματα και απλά μερικές απαντήσεις», που είχαμε δημοσιεύσει στο προηγούμενο τεύχος του Κιβωτίου. Το άρθρο αυτό (θα ήθελε να) κάνει κριτική σε ορισμένες απόψεις που είχαμε καταθέσει σχετικά με ένα κόμικ ενός εντύπου της «Συνέλευσης ενάντια στην Ειρήνη».
Είμαστε ανάμεσα σε αυτούς που εδώ και κάμποσα χρόνια, μέσα από έντυπα, σε στέκια και σε συνελεύσεις, έχουμε τονίσει και συνεχίζουμε να τονίζουμε την ανάγκη άσκησης κριτικής (και αυτοκριτικής) ως βασικής συνιστώσας αυτών των διαδικασιών. Μιας κριτικής προσδιορισμένης αυστηρά ως τεκμηριωμένης αντιπαράθεσης θέσεων και επιχειρημάτων, ως ανοίγματος οριζόντων επιλογής (αυτό σημαίνει κρίνω: τέμνω/διαχωρίζω/μοιράζω και τελικά: επιλέγω), ως δοκιμασίας και πάλης των απόψεων στο φως του δημόσιου χώρου. Άρα, μιας πράξης διαλόγου και συζήτησης, απαλλαγμένης από υστεροβουλία και δόλο. Όχι για το καλό του διαλόγου και της συζήτησης γενικά και αόριστα, αλλά για το προχώρημα προς τα μπρος της ανταγωνιστικής σκέψης και πράξης, ειδικά και συγκεκριμένα.
Είμαστε ανάμεσα σε αυτούς που είχαμε γράψει κάποτε ότι «κάθε κείμενο έχει και την κριτική που του αξίζει». Διαβάζοντας το εν λόγω άρθρο μας ήρθε στο μυαλό μία σκέψη του είδους: «τι μαλακίες καθόμασταν και λέγαμε». Για ποιο λόγο; Επειδή την άποψη σου και τις πολιτικές της συνέπειες, όπως εξάλλου και τους συντρόφους σου, τους διαλέγεις ο ίδιος. Την ποιότητα της κριτικής των κειμένων σου και τους κριτές σου, ποτέ.
Το εν λόγω άρθρο δύσκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κριτική, επειδή δεν έχει κανένα από τα χαρακτηριστικά που εμείς εννοούμε ορίζοντας αυτό το πράγμα. Και δεν τα έχει επειδή τονίζει ρητά ότι δεν το ενδιαφέρει να «ανοίξει κουβέντα» με τις απόψεις μας (αλήθεια γιατί τότε σπαταλάει δύο ολόκληρες σελίδες «ανταπόδοσης»;)· επειδή τις διαστρεβλώνει ασύστολα σε όλο σχεδόν το εύρος τους εξάγοντας μετά τα a-priori συμπεράσματα που αντιστοιχούν σε αυτές τις διαστρεβλώσεις· επειδή βρίθει ειρωνιών, αξιολογικών κρίσεων και προσωπικών υπονοουμένων απέναντι σε συντρόφους μας· επειδή χρησιμοποιεί ένα λόγο, που η έπαρση του συναγωνίζεται τον συναισθηματισμό του, υφαίνοντας μαζί το πέπλο της ιδεολογίας που το καλύπτει.
Παρόλο που το άρθρο στο οποίο αναφερόμαστε, πάσχει από όλα αυτά και παραβλέποντας για την ώρα το καθήκον να ξεδιπλώσουμε την ακριβή (μικρο)πολιτική σημασία του, θα προσπαθήσουμε να συζητήσουμε κάποιες πολιτικές απόψεις που αποκαλύπτονται σε όποιον μπορέσει να διαρρήξει τους ιστούς αυτού του πέπλου. Και οφείλουμε να το κάνουμε όπως ξέρουμε εμείς: δηλαδή με τον απαραίτητο σεβασμό στην πολιτική κουλτούρα από την οποία προερχόμαστε, στις πολιτικές μας σχέσεις, όχι μόνο αυτές που ήδη έχουμε αλλά κυρίως αυτές που πρόκειται να δημιουργήσουμε, και στους αναγνώστες μας. Και με την διαυγή συνείδηση ότι εχθρός μας παραμένει πάντα ο ίδιος: το κάθε είδους αφεντικό και οι σύμμαχοι του, η κάθε εξουσιαστική συμπεριφορά και οι φορείς της. Όπως και με την υπενθύμιση ότι είμαστε πάντα ανοιχτοί σε οποιαδήποτε κριτική και διάλογο, που θα διαθέτει αυτά τα χαρακτηριστικά που ήδη αναφέραμε.
Υπάρχει πρώτα από όλα ένα θεμελιώδες ζήτημαii που διατρέχει ρητά ή υπόρρητα το συγκεκριμένο άρθρο, είτε το επιθυμούν οι συγγραφείς του, είτε όχι. Εν πολλοίς, είναι το ίδιο ζήτημα που διατρέχει το συγκεκριμένο (και όχι μόνο) κείμενο του Κιβωτίου. Το ότι όμως ένα ζήτημα διατρέχει δύο κείμενα δεν σημαίνει ότι ξεκαθαρίζεται κιόλας. Αυτό το ζήτημα είναι το ζήτημα της τάξης, που στο Κιβώτιο, το έχουμε θίξει ακροθιγώς μόνο. Και αυτό είναι ένα πρόβλημα δικό μας, ένα πρόβλημα ωστόσο που οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι το έχουμε συνειδητοποιήσει και είμαστε εδώ και καιρό σε φάση διερεύνησης του. Σε κάθε περίπτωση όμως τους τελευταίους που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κάποιος ως εργατιστές, είναι αυτούς που έχουν γράψει ότι «η τάξη είναι διαδικασία συγκρότησης και γίγνεσθαι» ( Κιβώτιο νο 2, «Χίλιες και μία μέρες και νύχτες κοινωνικών και ταξικών ανταγωνισμών»). Όμως δεν είναι αυτό το θέμα μας. Απλά όταν κάτι τόσο κεντρικό δεν έχει απαντηθεί με κάποιο τρόπο, προκύπτουν διάφορα προβλήματα. Είτε το θέλουμε, είτε όχι κάποια από αυτά που θα συζητήσουμε παρακάτω βγαίνουν απευθείας από την μήτρα αυτού του ζητήματος.
Πριν ξεκινήσουμε ας υπενθυμίσουμε κατ’ αρχήν δύο τρία πράγματα για το κείμενο «Μερικά απλά ερωτήματα…». Καταρχήν το κείμενο ούτε στα πιο τρελλά του όνειρα δεν σκόπευε να είναι μία συνολική και τελευταία τοποθέτηση επί του ζήτηματος (επί του όποιου ζητήματος σεκιουριτάδες, αίτημα για ασφάλεια κλπ), παρά μόνο να δώσει μερικές (δηλαδή επί μέρους) απαντήσεις. Και όντως ούτε σε ένα σημείο η ανάλυση μας δεν λέει ότι αφορά όλους τους σεκιουριτάδες, και βέβαια ούτε κατά διάνοια, όπως με σκοπιμότητα λένε οι συγγραφείς της Midnight Rebel, δεν αφορά ούτε νταβατζήδες, ούτε βασανιστές… Το «Μερικά απλά ερωτήματα…» ήθελε να πει τρία πράγματα: Πρώτον τι είδους εργασία κάνουν οι σεκιουριτάδες στα σουπερμάρκετ (και μόνο εκεί) –μιας και έχουμε προσωπική εμπειρία λογω εργασίας, δεύτερον ότι θα πρέπει να αναλυθεί αυτή η εργασία (αλλά και η εργασία γενικότερα) υπό το πρίσμα μιας κοινωνικό-ιστορικής συνθήκης στην οποία αναδύεται το αίτημα για ασφάλεια, και τρίτο, ότι συνιστά πολιτικό λάθος να κρίνονται οι επαγγελματικές επιλογές (και οι όποιες άλλες επιλογές) σε ατομικό επίπεδο με ηθικούς όρους.
Προχωρούμε.
Γράφει το άρθρο (η αναδημοσίευση επί λέξει, με τους τονισμούς και το συντακτικό του πρωτότυπου): «Η αφετηρία των βασικών επιλογών καθενός και κάθε μιας δεν είναι «πολιτική», με τον τρόπο που αυτό νοείται συνήθως. Είναι ηθική (αυτό την κάνει πολιτική, μόνο που τώρα η λέξη έχει πλατύτερο νόημα). Το αν θα δουλέψει κάποιος μπάτσος, σεκιουριτάς, νταβάς, πορτιέρης, ελεγκτής, επιστάτης, μισθοφόρος, φονιάς, κλπ, κλπ, ή όχι, ΔΕΝ το αποφασίζει επειδή φύτρωσε στο «κλαράκι της καπιταλιστικής ζωής», που λέγεται δεξιά, αριστερά, αναρχία, κουκουέ. Το αν θα δουλέψει κάποιος μπάτσος, σεκιουριτάς, νταβάς, πορτιέρης, ελεγκτής, επιστάτης κλπ ή χαμάλης [ας πούμε] στην κρεαταγορά [ας πούμε], εργάτης γης ακόμα και κλέφτης [ας πούμε], το αποφασίζει επειδή οι βασικές αρχές της ζωής του/της (όπως τις έχει φτιάξει έως την στιγμή που πρόκειται να πάρει τέτοια απόφαση και οπωσδήποτε ως τα 18 του χρόνια) τον/την προσανατολίζουν εδώ, ή εκεί. Μάλιστα συμβαίνει τέτοιου είδους επιλογές (και άρα την ανάλογη ηθική στάση) να τις έχουν μόνο, ή κυρίως οι προλετάριοι και οι μικροαστοί».
Καταρχήν, αν μέχρι τα 18 κάποιος είχε διαμορφώσει ήδη τις βασικές αρχές της ζωής του, τότε το ανταγωνιστικό κίνημα, θα αποτελούνταν το πολύ από μαθητές του γυμνασίου (η οπισθοφυλακή του), ενώ η πρωτοπορία του θα ήταν τα παιδάκια του νηπιαγωγείου.
Στην ουσία τώρα. Βασική αρχή: Με όρους ηθικής αυτό τον κόσμο τον κρίνουν οι θρησκείες. Με αυτή την έννοια κάθε λέξη αυτής της παραγράφου, και κυρίως η κεντρική της ιδέα, ότι δηλαδή η εργασιακή επιλογή είναι ηθική επιλογή, είναι μεταφυσική.
Κάθε ηθική είναι μεταφυσική, ανεξάρτητα πως αντιλαμβάνεται η ίδια τον εαυτό της. Και είναι μεταφυσική επειδή ανάγει μια αυθαίρετη παράμετρο σε αξιολογικό μέτρο μιας συμπεριφοράς και μιας πράξης και με βάση αυτή ορίζει τι είναι καλό, και τι είναι κακό. Ας πάρουμε το παράδειγμα ενός χριστιανού που πάει μάρτυρας σε μια δίκη που εμπλέκει δύο φίλους του, που έκαναν ένα έγκλημα… Πως πρέπει να φερθεί αυτός ο χριστιανός (που ασπάζεται ως «καλή» την αρχή -ως χριστιανός- «ου ψευδομαρτυρήσεις»), κατά την ανάκριση; Οπωσδήποτε να τους καρφώσει αφού αυτό είναι «το καλό» για την ηθική του.
Η ίδια η διαδικασία του διαχωρισμού και της επιλογής μεταξύ καλού και κακού είναι εξ ορισμού μεταφυσική, γιατί δεν συνειδητοποιεί την υποκειμενική (και ιδεολογική) της βάση. Δηλαδή για τον συγκεκριμένο χριστιανό δεν μπαίνει καν ζήτημα διερώτησης για την ηθική του, αφού εξορισμού αυτή είναι «η σωστή ηθική». Αντίθετα: η πολιτική επιλογή της κοινωνικής αυτονομίας, αναγνωρίζει την υποκειμενική βάση των μέτρων που χρησιμοποιεί για να ορίσει το καλό και το κακό. Αναγνωρίζει ότι αυτή η υποκειμενική βάση είναι η επιθυμία, η βούληση. Αυτή είναι η τεράστια διαφορά της πολιτικής επιλογής της αυτονομίας από οποιαδήποτε ηθική επιλογή, δηλαδή από οποιαδήποτε μεταφυσική. Πάντως ας το τονίσουμε: η χρήση της ηθικής ως αναλυτικού εργαλείου δεν αφορά μόνο το συγκεκριμένο άρθρο, ούτε αποκλειστικά την Midnight Rebel: αφορά ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του αναρχικού χώρου, πράγμα βέβαια που δεν είναι άσχετο με την κοινωνική καταγωγή αυτών των ανθρώπων.
Κάτι ακόμα. Η λέξη ηθική βγαίνει από την ομηρική λέξη ήθος, που θα πει κλουβί. Κάθε ηθική είναι αναγκαστικά ιδιωτική/ατομική υπόθεση, γιατί εκφράζει την επιθυμία του ατόμου να περιοριστεί στο κλουβί της ατομικής του προστασίας -δηλαδή να ορίσει ατομικά τα όρια της ελευθερίας του-, με όρους οντολογικούς. Γι’ αυτό άλλωστε κάθε ηθική βγαίνει κατευθείαν από το σεντούκι του ιδεολογικού οπλοστασίου των αφεντικών: επειδή σε τελευταία ανάλυση μια συνθήκη που ορίζεται από ένα σύνολο ατομικών κλουβιών -και από τον φόβο που τα φυλάει ως έχουν- είναι η καλύτερη εγγύηση για την διαιώνιση της ύπαρξης τους. Μέσα από αυτό το πρίσμα αν κάποιος δει χωρίς ρηχούς συναισθηματισμούς την προσωπική στάση του πιτσιρικά, «κλεφτρονιού, αρχηγού συμμορίας ανηλίκων, αλητάμπουρα» (από το ίδιο άρθρο), που παρόλο που βασανίζεται δεν καρφώνει τους συνενόχους του σε αυτό που κάνανε μαζί, θα δει την αντικειμενική σημασία της ηθικής του: είναι η ηθική της ομερτά, η ηθική του «δεν καρφώνω τους φίλους μου γιατί με συνδέουν όρκοι πίστης μαζί τους». Και όχι μόνο: κυρίως με συνδέει η κοινή ανάγκη να επιβεβαιώσω την συμμορία μου, που είναι και ο απαραίτητος όρος για να συνεχίσω να ζω, όπως ζω. Με γεια του και με χαρά του πιτσιρικά, όμως αυτή η στάση διαφέρει τόσο εκκωφαντικά από την πολιτική επιλογή της αυτονομίας (μια επιλογή δημόσια/συλλογική), όσο η ληστεία τράπεζας από δύο-τρεις ανθρώπους για την πάρτη τους, από την απαλλοτρίωση των τραπεζών, που έκανε η ομάδα Ντουρούτι στον Ισπανικό εμφύλιο,για τους σκοπούς της κοινωνικής απελευθέρωσης.
Την ενασχόληση με την μεταφυσική των εργασιακών επιλογών, δηλαδή την πολυτέλεια της επαγγελματικής επιλογής πράγματι δεν την έχουν όλοι: την έχουν κυρίως αυτοί που βρίσκονται σε κάποια στιγμή της ζωής τους στην θέση είτε να αναλάβουν τον ρόλο για τον οποίο τους έχει προετοιμάσει το σύστημα, είτε να το αρνηθούν: δηλαδή οι γόνοι των αφεντικών/εξουσιαστών, και οι φοιτητές. Τονίζοντας ότι και αυτή η επιλογή είναι σήμερα όλο και λιγότερο πια δυνατή για κάποιον -για αντικειμενικούς λόγους, εφόσον το σύστημα, δείχνει όλο και λιγότερο να χρειάζεται ένα μεγάλο μέρος αυτών που προετοιμάζει για να στελεχώσουν τους μηχανισμούς του, με τους όρους που το έκανε παλιότερα-, σε κάθε περίπτωση αυτή η επιλογή είναι πολιτική, πολιτικότατη μάλιστα. Και σαν τέτοια αξίζει κάθε σεβασμό εφόσον εμπεριέχει πολιτική συνείδηση, αναγνωρίζει τα όρια της και δεν γίνεται υπό το βάρος ενοχοψυχιακών συμπλεγμάτων.
Ας πάει όμως κάποιος άγγελος της επανάστασης να μιλήσει για ηθική στα παιδιά των αγροτών των ορεινών περιοχών της Ελλάδας, ή στα παιδιά των εργατογειτονιών στο Περιστέρι, ή στα Καμίνια, που η ζωή τους -από την στιγμή που γεννιούνται- είναι σε μεγάλο βαθμό καθορισμένη να είναι στα χωράφια και στα βοσκοτόπια, ή στην οικοδομή και στα εργοστάσια αντίστοιχα, για να μη μιλήσουμε επουδενί για τις δυνατότητες επιλογών στις βραζιλιάνικες φαβέλες, ή στις παραγκουπόλεις των αραβικών μητροπόλεων. Εκεί ηθική είναι το όνομα της ανάγκης. Σημαίνει τώρα ότι αυτά τα άτομα και οι επιλογές τους είναι υπεράνω κριτικής; Σημαίνει μήπως πως η στάση μας απέναντι τους θα είναι διαφορετική όταν βρεθούμε σε απέναντι χαρακώματα; Όχι βέβαια. Σημαίνει όμως σίγουρα ότι πρέπει να προσέχουμε τι λέμε και τι κάνουμε. Σημαίνει ότι τα συνθήματα (π.χ. Ήσουνα που ήσουνα μαλάκας μια ζωή/ τώρα πήγες κι έγινες μαλάκας με στολή), μπορεί να ‘χουν το φαινομενικό «καλό» ότι «μιλάνε κατευθείαν στην καρδιά» (των πιτσιρικάδων, των «άγριων» νεολαίων, κλπ), αλλά σπάνια μπορούν να περικλείσουν έστω και το ελάχιστο της πραγματικότητας αυτού του κόσμου.
Όχι μόνο στο ζήτημα των επιλογών, αλλά γενικότερα. Πριν μερικά χρόνια έγινε μια απεργία σε μια εταιρία ταχυμεταφορών, στην Θεσσαλονίκη. Η απεργία ήταν έξω από συνδικαλιστική ή άλλη κάλυψη, και σε ένα βαθμό οργανώθηκε από άτομα του ευρύτερου χώρου της αμφισβήτησης, που είχαν ένα καλό συσχετισμό εργαζομένων στην εταιρεία. Ανάμεσα στους απεργούς όμως υπήρχαν και άνθρωποι, που διάβολε, είχαν και άλλα πράγματα στα μυαλό τους, πέρα από το την επανάσταση και την πτώση του κράτους. Είχαν ας πούμε μικρά παιδιά, άρρωστη γυναίκα, κτλ. Ε την πρώτη μέρα ένας τέτοιος άνθρωπος συμμετείχε στην απεργία, την δεύτερη επίσης, την τρίτη επίσης, οι μέρες περνούσαν όμως και όπως ήταν φυσικό η απεργία (παρά την τεράστια σημασία της σαν κίνηση) έμενε απομονωμένη και ο άνθρωπος αυτός, είπε στους συναδέλφους του με λύπη ότι δεν γίνεται να συνεχίσει. Ο σύντροφος που μας διηγήθηκε αυτό το περιστατικό είχε την ευφυΐα και την σεμνότητα να αναρωτηθεί : τι μπορούσαμε να του πούμε; Ας μας πει αυτός που κρίνει με βάση την ηθική, πως θα έκρινε αυτή την στάση; Ανήθικη γιατί πούλησε την απεργία. Ηθική επειδή σκέφτηκε την οικογένεια του; Ούτε ηθική, ούτε ανήθικη; Τελικά το ζήτημα είναι αυτό; Ή το ζήτημα είναι ότι τόσες χιλιάδες εργάτες της Θεσσαλονίκης (και όχι μόνο), άφησαν μερικούς απεργούς μόνους τους, ή αρκέσθηκαν στην διαμεσολάβηση του επίσημου κράτους (Εργατικό Κέντρο, κλπ).
Όσον αφορά τώρα την κουβέντα περί ηθικής και μπάτσων ας έχουμε γενικά στο μυαλό μας ότι ο ιδεαλισμός (οι «κακοί μπάτσοι», οι «σκατόψυχοι φασίστες», κλπ) είναι δομικό χαρακτηριστικό ενός υποβόσκοντος μικροαστισμού.
Πάντως ας το ξεκαθαρίσουμε από την πλευρά μας: Τους μπάτσους δεν τους βλέπουμε σαν εχθρούς μας επειδή έκαναν μια «ανήθική» επιλογή στα 18 τους χρόνια, πράγμα που άλλωστε δεν ισχύει αφού η επιλογή τους υπήρξε «ηθικότατη», με τους δικούς τους όρους πάντα. Τους βλέπουμε σαν εχθρούς μας επειδή τους συναντάμε απέναντι μας κάθε φορά που κατεβαίνουμε στο δρόμο, με διάθεση να αμφισβητήσουμε αυτόν τον κόσμο. Δηλαδή τους βλέπουμε σαν εχθρούς μας επειδή συγκροτούν την εμπροσθοφυλακή του νόμιμου μονοπωλίου της βίας (αν και στην πραγματικότητα δεν αντιπροσωπεύουν παρά ένα μικρό μόνο κλάσμα της).
Πάμε παρακάτω, να μιλήσουμε για την εργασία και την «ηθική» της. Η εργασία είναι η βασική πηγή πλούτου στον καπιταλισμό. Δεν χρειάζεται να χει διαβάσει κάποιος την «Κριτική του προγράμματος της Γκότα» του Κάρολου για να το γνωρίζει. Έχει ηθική η εργασία; Δηλαδή υπάρχει καλή εργασία και κακή εργασία; Αυτά τα μυστηριώδη ερωτήματα αντιμετωπίζουν μόνο όσοι έχουν επιλέξει να περπατάνε στο νεκρό δάσος των νοημάτων της μεταφυσικής. Όχι όμως και τα αφεντικά. Αυτά ξέρουν καλά που περπατάνε (και τι πατάνε).
Κάθε εργασία που εκτελείται στον καπιταλισμό, έχει σαν άμεσο ή έμμεσο στόχο την αναπαραγωγή του συστήματος. Είτε μέσω της άμεσης απόσπασης υπεραξίας από αυτήν. Είτε μέσω της αναπαραγωγής, της διεύθυνσης, της οργάνωσης, αυτών που παράγουν υπεραξία. Είτε μέσω της καταστολής αυτών που θα επιθυμήσουν με οποιονδήποτε τρόπο να ξεφύγουν από τις νόρμες αυτού του βασικού κανόνα. Υπάρχει μήπως εργασία μέσα στο σύστημα που μπορεί να ξεφύγει από αυτό τον κανόνα και την οποία να αμείβουν τα αφεντικά; Ας γελάσουμε. Θα σε πλήρωνε κανείς ποτέ για να απεργάζεσαι την καταστροφή του;
Τι είναι αυτό που υπάρχει και μπορεί να κάνει μια εργασιακή επιλογή, ηθική και μια άλλη ανήθική; Η μεσολάβηση της ιδεολογίαςiii. Μιας ιδεολογίας που μπορεί να λέει για παράδειγμα ότι «ο δάσκαλος είναι μπάτσος μυαλών». Ενώ ο κούριερ, για παράδειγμα, «εργάτης-δυνάμει επαναστατικό υποκείμενο». Μιας ιδεολογίας γι’ αυτό πραγματικά ιδεαλιστικής, σεκταριστικής κα πολιτικά καθυστερημένης.
Ιδεαλιστικής γιατί χρησιμοποιεί ηθικούς δηλαδή μεταφυσικούς όρους για να αντιληφθεί τις ανταγωνιστικές σχέσεις, χωρίς να μπαίνει στον κόπο να ερευνά, να εξετάζει και να αναλύει. Να αναλύσει για παράδειγμα το γεγονός της πιθανής συνειδητοποίησης από τον δάσκαλο του ρόλου του και της έμπρακτης προσπάθειας του να τον αρνηθεί, παραμένοντας όμως δάσκαλος. Να αισθάνεται για παράδειγμα ότι τρώει χαστούκια όταν ο κούριερ συνάδελφος του βρίζει τους αλβανούς, ή γλείφει το αφεντικό, και να τον θεωρεί προδότη της τάξης του, λες και επειδή είναι κούριερ είναι αντικειμενικά επιφορτισμένος από τον θεό της επανάστασης, να αντεπεξέλθει στην επαναστατική του αποστολή. Και εδώ είτε το θέλουμε είτε όχι μπαίνουμε στο ζήτημα για το οποίο μιλήσαμε στην αρχή: δηλαδή το ζήτημα της τάξης. Αν αντιλαμβάνεσαι αντικειμενικά την τάξη, όπως δηλαδή την αντιλαμβάνονται οι κοινωνιολόγοι, π.χ. ανάλογα με το εισόδημα του κάθε υποκειμένου, ή ανάλογα με την δυνατότητα του να ικανοποιεί τις αναπαραγωγικές του ανάγκες, τότε θεωρείς ότι επαναστατικό υποκείμενο είναι οι μετανάστες και μάλιστα τα πιο χαμηλά οικονομικά τμήματα τους, ή αυτοί που ξημεροβραδιάζονται στα γήπεδα επειδή δεν έχουν καταλάβει ακόμα την ιστορική τους αποστολή. Και σε αυτ’η την περίπτωση βέβαια, αν διατηρείς κάποια ψήγματα διανοητικής εντιμότητας δεν πρέπει να κάνεις τίποτα άλλο από το να αναζητάς μάταια τιε αιτίες του ξυλοδαρμού σου από την πραγματικότητα
Σεκταριστικής επειδή αρνείται την δυνατότητα της συνείδησης. Και όντως όταν στα 18 έχεις πάρεις μία απόφαση once in a lifetime από εκεί και πέρα τι μένει; Τίποτα. Καμία επιλογή, καμία δυνατότητα αλλαγής. Τα πάντα παγώνουν την στιγμή εκείνη της απόφασης και ύστερα όλα παίρνουν τον σωστό ή τον λάθος δρόμο τους. Πρακτικά όμως τι σημαίνει αυτό; Πολιτικά ποιες είναι οι συνέπειες του; Ας μας απαντήσουν οι ίδιοι οι συγγραφείς της Midnight Rebel. Αντιγράφουμε: «Γιατί να κολακεύουμε τις αργοπορημένες συνειδήσεις αν έτσι προσβάλλουμε εκείνες που που είναι ακριβείς στα ραντεβού τους, και το πληρώνουν; Αν πρόκειται να μιλάμε σοβαρά για συνείδηση, δεν πρέπει να πετάμε στα σκυλιά το κλειδί της: την επιλογή. Αν (…) αξίζει τιμών και αναγνώρισης κάποιος που έγινε λεγεωνάριος και μετά το μετάνιωσε πόση άραγε τιμή και αναγνώριση αξίζει σε όλους εκείνους που ΔΕΝ έγιναν –αν και θα μπορούσαν; Ποια η τιμή για όσους επιλέγουν να μην γίνουν «επαγγελματίες οπλίτες». (τχ.9).
Ποια είναι -τώρα- η στάση των συγγραφέων της Midnight Rebel απέναντι σε όσους κάνοντας αυτοκριτική αρνούνται έμπρακτα τις προηγούμενες επιλογές τους; Έκανες μια ανήθικη επιλογή στα 18 σου χρόνια, είσαι κάθαρμα... Αλλιώς: καθυστερημένη συνείδηση… Τς… τς… τς… Χάσατε το ραντεβού σας…
Αν πάρουμε αυτή την θέση και την προβάλλουμε στο παρελθόν, καμία επανάσταση δεν έπρεπε να γίνει… Η συνείδηση ήρθε πάντα πολύ αργά. Άργησε το ’17 στη Ρωσία, άργησε το ’18 στην Γερμανία, άργησε το ’36 στην Ισπανία. Κάτι ύποπτο συμβαίνει εδώ για να είναι μονίμως καθυστερημένη η άτιμη και παρά την καθυστέρηση της η ιστορία να συνεχίζεται. Τελικά που είναι το ύποπτο και που υπάρχει; Μάλλον μόνο στο μυαλό των συγγραφέων της Midnight Rebel. Είναι πολιτικά απαράδεκτο να αρνηθούμε την δυνατότητα στους ανθρώπους να αλλάζουν τα μυαλά τους… Το πρόβλημα δεν είναι πότε θα έρθει η συνείδηση, το θέμα είναι αν θα έρθει κάποτε, και όταν θα έρθει να μην της κλείσουμε την πόρτα στα μούτρα, επειδή εμείς είμασταν συνεπείς. («Εμείς, εμείς/οι μόνοι συνεπείς», φώναζαν τα μπλοκ των σταλινικών του ΚΚΕμ-λ, στις διαδηλώσεις της μεταπολίτευσης).
Τέλος, πολιτικά καθυστερημένης ιδεολογίας γιατί πέφτει στην λούμπα του ψυχολογισμού, δηλαδή του συναισθηματισμού, που σαν τέτοια αποτελεί πολιτική κληρονομιά των χρόνων του ’60. Όμως από αυτή την λούμπα, δεν μπορείς να αντικρίζεις με ανταγωνιστικό τρόπο αυτόν τον κόσμο, παρά μόνο (ή κυρίως) με ψυχολογικούς όρους. Αυτοί που σκέφτονται ανταγωνιστικά δεν εξετάζουν ψυχολογικά κίνητρα και προθέσεις επιλογών (τις αφήνουν πεταμένες κάτω σαν τα φθινοπωρινά φύλλα, να στρώνουν το δρόμο για την κόλαση). Εξετάζουν στάσεις, θέσεις, πράξεις και συμπεριφορές. Αυτές κρίνουν, με βάση αυτές καθορίζουν την πολιτική τους θέση και στάση απέναντι σε υποκείμενα και σε κοινωνικές σχέσεις.
Οι συναισθηματισμοί και οι ενοχές δεν είναι γι’ αυτούς που έχουν επιλέξει το δρόμο της κοινωνικής αυτονομίας. Είναι γι’ αυτούς που θέλουν να προκαλέσουν οίκτο, λύπη, ενοχή, τελικά μιλιταντισμό, και ότι αυτός συνεπάγεται. Τέλος.

4 Comments:

  1. Ανώνυμος said...
    Αγαπητέ Herman Goering,

    Γενικά το σκεπτικό πίσω από την απάντηση μου είναι ότι μου αρέσουν τα άκυρα που γράφεις, γενικά μου αρέσουν τα άκυρα, τα χαζά. Απαντώ στα σοβαρά μόνο σε αυτά. Όχι επειδή είσαι εύκολος στόχος, κοτζάμ Γκέρινγκ, αλλά επειδή είσαι μάλλον ολόκληρη δημοσκοπική κατηγορία αν ποτέ γινόταν γκάλοπ στο «χώρο» και τους συμπαθούντες.

    [Απαντώ εδώ στο σχόλιο του, στο οποιο και αναφέρεται και ο Βααλ, Βάαλ, σόρυ, καταχρώμαι, αλλά εθίχθηκαν και δικά μου γραφόμενα. Γενικά συμφωνώ με όσα λες, δεν με ενδιαφέρει ωστόσο να κρίνω εδώ το rebel]

    Α) Όποιος δηλαδή δεν υποστηρίζει όπως όπως και όποιον όποιον δε δουλεύει είναι και σταχανοβίτης; [εγώ προσωπικά έχω εκφράσει εδώ μέσα απόψεις πολύ της λεπτής απόχρωσης]. Όταν εγώ προσωπικά και διακριτά μιλάω για άρνηση της εργασίας, μιλάω για όσους επιχειρούν να αρνηθούν τη συνολική συνθήκη της μισθωτής σκλαβιάς. Η άρνηση μιας κατάστασης προϋποθέτει πραγματικά την ύπαρξη αυτής της κατάστασης και την κατάφαση σε αυτή, στην πράξη, όχι στην αφηρημένη λογική. Η άρνηση της εργασίας ως επαναστατική/κινηματική αλλά και αναπόδραστα ως η θ ι κ ή πράξη αφορά για εμένα τουλάχιστον εκείνους που πράγματι δεν έχουν άλλο τι να πουλήσουν παρά την εργατική τους δύναμη, γιατί αυτοί είναι οι κολασμένοι της γης, αυτοί αρνούνται, κι αυτωνών οι αρνήσεις (και όχι Η ΑΡΝΗΣΗ) ε ί τ ε ε ρ γ ά ζ ο ν τ α ι (αρνήσεις = λούφα, κοπανες, επιδόματα, απεργίες, ακόμα και περιορισμός δαπανών ώστε να μην χρειάζεται να εξοντώνονται, απόκρουση της ηθικής και ηθικολογίας περι εργασίας) ε ί τ ε τ η β γ ά ζ ο υ ν ό π ω ς ό π ω ς (με απάτες, με το στοίχημα, με ληστείες, με δανεικά, με αφαίμαξη πλούσιων συμβίων/ών - κι εγώ δεν ξέρω πως – αλλά κι αυτά δουλειά είναι) έχουν ριζοσπαστική διάσταση. Σε αυτήν την άρνηση, τη συνείδηση και πράξη, υπάρχουν και ρίζες αλληλεγγύης, συλλογικοποίησης της άρνησης, ρίζες όμως. Είναι δηλαδή ζήτημα συνείδησης και πράξης των δικαιούχων στην τεμπελιά και όχι των προνομιούχων στην τεμπελιά. Και πάλι δεν είναι θέμα φόρμουλας η άρνηση της εργασίας, ούτε άσπρο μαύρο, και απαιτείται να σκεφτόμαστε πολύ αυτό το θέμα, κι όχι να ικανοποιούμαστε με την κρυστάλλινη διάγνωσή μας, όπως εσύ κάνεις και κατηγορείς άλλους για αυτό,. Όσοι αρνούνται την εργασία, με ή χωρίς κινηματικές εμπλοκές, επειδή απλά μπορούν να το κάνουν, λόγω του ότι έχουν εξασφαλισμένη οικονομική κατάσταση, ή εκμεταλλευόμενοι πρόσκαιρα καταστάσεις και ανθρώπους, καταφασκελώνοντάς τους εργαζομένους, δεν με αφορούν. Δεν αρνούμαι ότι οι άεργοι ή χομπίστες εργαζόμενοι φωτισμένοι (μικρό/μεσαιο/μεγαλο)αστόπαιδες μπορούν να έχουν σε λίγες περιπτώσεις και θετική επίδραση σε εργατικές διεκδικήσεις, και ειδικά στην προλείανση τους, αλλά η κινηματική πείρα και η προσωπική δείχνει ότι συνήθως είναι διαλυτική η επίδρασή τους και αποπροσανατολιστική – διώχνει κόσμο ρε φίλε, πώς να το κάνουμε, εκλαμβάνονται οι παρεμβάσεις τους είτε ως διανοουμενισμός είτε ως πρωτοπορεία, είτε ως απλή ελαφρότητα και υποκρισία. Τόσο η ηθική της εργασίας, όσο και η ηθική της αεργίας με αηδιάζει.

    Β) Αλλά άλλο ηθική της εργασίας, και άλλο ηθική του επαγγέλματος. Καμία σχέση.

    Περί Της Ηθικής Των Επαγγελμάτων.

    Εσύ αυτό κατάλαβες;
    Δε συμβάλει κάθε εργασία στη συντήρηση/αναπαραγωγή του Καπιταλισμού; Δεν είναι ο καπιταλισμός που εργοδοτεί τους δολοφόνους και βασανιστές και ρουφιάνους κάθε είδους αυτού το κόσμου; Δεν είναι αυτό που πρέπει να τονιστεί από όποιον παλεύει ενάντια σε αυτό το σύστημα; Τι να τονιστεί δηλαδή ότι ο καπιταλισμός εργοδοτεί και τους ασκόντες «λειτουργήματα», που κάνουν την κοινωνική αναπαραγωγή εφικτή και ανεκτή; Ότι εργοδοτεί και τους τίμιους (χωρίς καμιά δόση ειρωνείας) εργαζόμενους ανεξαρτήτως αντικειμένου Δηλαδή τι βγαίνει από όσους τονίζουν την ηθικότητα κάποιων εργασιών έναντι άλλων;

    (και γιατί στο τέλος θα κουφαθούμε, πόσο πρέπει να τονιστεί ότι δεν υπάρχει ριζοσπαστική εργασία, ούτε ρεφορμιστική. Ύπάρχουν
    - απάνθρωπες και δολοφονικές εργασίες

    - και εργασίες που δεν είναι άμεσα τέτοιες – εμμέσως δυστυχώς όλες είναι, αλλά αυτή η εμμεσότητα αν δε συλληφθεί πολιτικά, είναι μεταφυσική (είναι, ξέρω γω, η «τραγωδία του πολιτισμού», η «διαλεκτική του διαφωτισμού», και γω δεν ξέρω τι), άλλωστε και όλες όλες οι εργασίες ως περιεχόμενα εμπεριέχουν την άρνησή τους σε μιαν άλλη κοινωνική συνθήκη.

    - και εργασίες που απαιτούν διάθεση προσφοράς στο κοινωνικό σύνολο, ή και δόσεις αυταπάρνησης για να γίνουν αποδοτικά και σωστά, επειδή ακριβώς αν δε γίνουν έτσι, κινδυνεύουν ζωές και αξιοπρέπειες σε τέτοιο βαθμό ώστε να κινδυνεύει η κοινωνική συνοχή/ειρήνη– του καπιταλισμού).

    Δεν είναι αυτονόητα αυτά, ότι υπάρχουν λογής λογής επαγγέλματα και ότι άλλα είναι πιο εξαχρειωμένα από άλλα; Για μένα είναι. Αλλά για όλους, για όσους δεν είναι πλήρως εξαχρειωμένοι, είναι αυτονόητα. Αλλά είναι και ιδεολογία αυτά. Αστική ιδεολογία. Ειρηνευτική/εξημερωτική ιδεολογία. Πόσο πια να συζητήσεις ποιο είναι το φεγγάρι, ποιο είναι το δάχτυλο;; Πόσο πια θα πρέπει να φέρεσαι με τακτ σε όσους αυτοϊκανοποιούνται με τις επαγγελματικές τους επιλογές; Δεν είναι επίσης αυτονόητο ότι υπάρχουν και οι απολύτως μαλάκες και σκατόψυχοι (ιδιοσυγκρασιακά, από ανατροφή, ελέω ιδεολογίας, ελέω Θεού) που χωρίς να εξαναγκάζονται, όπως και οι κατά συνθήκη ή/και κατά φύση (ιδιοσυγκρασικά, από ανατροφή, ελέω ιδεολογίας, ελέω Θεού) μαλάκες και σκατόψυχοι που από τη βία των υλικών και ιδεολογικών εξαναγκασμών, επιλέγουν να κάνουν ανήθικα και απεχθή επαγγέλματα; Δεν είπα/με νομίζω "ε και", είπαμε ότι αυτό δεν είναι πολιτική ανάλυση, αλλά στοιχειώδης αντίληψη για την κοινωνία. Το λιβάνισμα των ταυτοτήτων, των δεοντολόγων, των ευαίσθητων, των δημιουργικών, είναι πλέον το παλιό, που πρέπει να ξεπεραστεί, αλλά από μέσα, από κάτω. Με άλλα λόγια, θα πρέπει επειγόντως να στραφεί όποιος εν πάση περιπτώσει δε γουστάρει την υπάρχουσα κοινωνική συνθήκη στο να καταδεικνύτει τα όρια αυτού του λόγου και αυτού του προτάγματος. Πάντα σάπιο ήτανε, αλλά ήταν και είναι ένα σαπιοκάραβο με το οποίο συμπασύρονται και ριζοσπαστικά προτάγματα και ριζοσπαστικές πορείες ζωής. Αλλά αυτά τα ξέρεις.

    Και δεν έχει να κάνει με τον ελιτισμό του δεν υπάρχει άλλο θέμα πέραν του εργατικού, αλλά ότι όντως δεν υπάρχει άλλο θέμα από τον καπιταλισμό. Και αυτό ακριβώς αποκρύπτεται και από τους απολογητές του καπιταλισμού και από τους κατ’ επάγγελμα «ριζοσπάστες» καταπέλτες ενάντια στον ιστορικό Ολοκληρωτισμό. Το δίλημμα «μπάτσος ή τίμιος γιατρός χωρίς σύνορα" (η ότι άλλο εσύ θέλεις) είναι για μένα το ίδιο βαλτό με το «Δημοκρατία ή Ολοκληρωτισμός». Δεν είναι ψευδές, με την έννοια του ανύπαρκτου, ή του ανεδαφικού, απεναντίας, βασανίζει όλες τις συνειδήσεις που δεν έχουν εξαχρειωθεί. Αλλά είναι ψευδές με την έννοια ότι συντηρεί, όπως και κάθε ιδεολογία, τη σύγχρονη ολοκληρωτική συνθήκη με τις διακριτικές εκατόμβες της βιολογικών και ψυχολογικών θανάτων.

    Τώρα, από μιαν άλλη σκοπιά, αν εσένα σε χαλάει να κάνει και ο μπάτσος απεργία ή ακόμα καλύτερα λούφα, θα ήθελες φαντάζομαι να πέσεις και σε κάνενα που να κάνει απεργία ζήλου ή έστω σε επαγγελματία; Πέρα από την πλάκα, και η λούφα του μπάτσου είναι μια πρωτόλεια άρνηση εργασίας και το εννοώ. Δείχνει και ότι ο μπάτσος δεν το γουστάρει αυτό που κάνει, όχι του είναι απεχθές αλλά πάντως ότι του είναι επαχθές. Αυτό δε σημαίνει ότι ο μπάτσος δεν είναι ταξικός εχθρός, είτε λουφάρει είτε δε λουφάρει, επειδή ακριβώς η εργασία του είναι ακριβώς η καταστολή της άρνησης της εργασίας των άλλων – στο βάθος της. Ο κοινωνικός ανταγωνισμός γιαυτό λέγεται κοινωνικός και γιαυτό λέγεται ανταγωνισμός, γιατί υπάρχουν δυνάμεις και υποκείμενα των οποίων οι προθέσεις, οι επιθυμίες και τα συμφέροντα συγκρούονται, και είναι αμείλικτος. Τώρα αν ο μπάτσος είναι μαλάκας, αυτό όντως είναι από ένα σημείο και μετά αποπροσανατολιστικό και παιδαριώδες. Χρήζει εξήγησης, ερμηνείας, κατανόησης, αλλά δυστυχώς ως πρόταγμα είναι φτηνό, αδιέξοδο, όσο και να είναι πραγματικό, γιαυτο και δεν ιδρώνει το αυτί κανενός με αυτό το σύνθημα. ΝΑΙ, ΕΙΝΑΙ ΜΑΛΑΚΑΣ. Μαλάκες ήταν και οι εργάτες του Τρίτου Ράιχ. Όλοι. Πώς γίνεται να χωράει τόση μαλακία σε έναν τόσο μικρό πλανήτη;

    Γ) Περί των Χρήσεων Γης. Καλά, πρέπει να είσαι βλάκας ή άσχετος για να πιστεύεις ότι εννοώ πως παραχωρεί το κράτος χωράφια. Άνθρωποι τα παραχωρούν. Άνθρωποι που προφανώς δεν τα καλλιεργούν από πολυτέλεια ή από επιλογή. Σε κάθε περίπτωση, το να βρεις κάποιον να σου παραχωρήσει ένα χωράφι [που συνήθως βέβαια δεν είναι χωράφι, αλλά ελαιώνας, περβόλι, αγροικία, αμπέλι, ή και όλ’ αυτά μαζί] περιλαμβάνει πολλή νεκρή εργασία. Προϋποθέτει την εργασία του να βρεις και να ψήσεις στα καφενεία ή αλλού κάποιον που να του περισσεύει ένα χωράφι, την εκτεταμένη και ειδικευμένη κοινωνικότητα [σύγχρονη μορφή εργασίας ασφαλώς] που χρειάζεται ώστε να τον γνωρίσεις, και καμιά φορά περιλαμβάνει και την νεκρή εργασία εκείνου που δουλεύει για κάποιον, ώστε να μην χρειάζεται αυτός ο κάποιος να καλλιεργεί το χωράφι, καθώς και την εργασία εκείνου που εργάζεται ώστε ο ψήστης να έχει την ευχέρεια να ψήνει τον κτηματία. Αλλά και ψηστήρι να μη χρειάζεται, άλλα ισχύουν.
    Και ναι, έχω μια ευαισθησία σε όσους παραχωρείται γη προς καλλιέργεια και την κακοποιούν. Δεν εννοώ να την αφήνουν χέρσα, ούτε να την καταστρέφουν με λιπάσματα, μιλάω να μην ξέρεις να ραβδίζεις την ελιά και να σπάς το δέντρο, μιλάω για σπατάλη φυσικών πόρων, ενώ υπάρχουν και άνθρωποι (στα χωριά αλλά και στις πολεις) που πολύ θα ήθελαν να έχουν κτήματα για να ζήσουν ή να συμπληρώσουν εισόδημα, αλλά στις παρέες τους δεν υπάρχουν κτηματίες, ούτε παραχωρητές κτημάτων – και σίγουρα όχι κτηματίες με κτήματα σε ψιλοειδυλιακές περιοχές. Σόρυ ρε φίλε, έχω ευαισθησία και αν θες και ζήλια. Αλλά να σου πω την αλήθεια, μιας και ανέφερες τους μετανάστες - μια βλακείς είπες, άκυρη τελειώς -, γιατί δεν έχω ακούσει αυτούς τους κτηματίες να τα παραχωρούν σε μετανάστες; Μήπως επειδή υπάρχει ένα life styliko αλίσβερίσι; Μήπως επειδή οι μετανάστες δεν θα κάνουν πάρτυ; Είναι και θέμα αντίληψης ρε φίλε. Όπως το να γίνεται μια πλατεία εμπορικό κέντρο είναι βιασμός του αστικού τοπίου, έτσι και η διάθεση πάω στην ύπαιθρο και κάνω ότι γουστάρω, είναι βιασμός της φύσης. ΝΑΙ ΓΙΑ ΤΑ ΚΟΤΣΙΦΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΕΡΔΙΚΙΑ. Αυτά που δεν πρέπει να τρώμε, κατά τα άλλα.

    Αυτά, βαρέθηκα να επιχειρηματολογώ
    Ανώνυμος said...
    κάνω και εγώ κατάχρηση και λέω επειδή το θέμα ξέφυγε....
    όποιο αφεντικό χρησιμοποιεί μαύρη εργασία είναι απαράδεκτο και κατακριτέο είτε είναι αριστερό είτε δεξιό και για να καταλήξουμε το μπαρ με το τυχαίο όνομα "μανιφέστο" πρέπει να κολλήσει τα ένσημα._

    κτήνος
    Ανώνυμος said...
    Το κείμενο θίγει κάποια ζητήματα, που τα έχω επανειλημμένως σκεφτεί.

    Τα έχω σκεφτεί ζυγιάζοντας στο μυαλό μου ένα είδος λόγου που απαντάται επανειλημμένα σε έντυπα και αφίσες κυρίως του "αυτόνομου" χώρου ή ενός κομματιού του στας Αθήνας (χωρίς να εξαιρούνται και άλλοι). Ένα είδος λόγου, σύμφωνα με το οποίο όλοι οι σεκιουριτάδες, δημοτόμπατσοι, μπάτσοι, δικαστές, εισαγγελείς, δικηγόροι, παπάδες, φασίστες, πατριώτες, εποπ και αξιωματικοί του στρατού κτλ δεν είναι άνθρωποι αλλά ένα είδος υπανθρώπου, που οφείλουμε να το εξαφανίσουμε. Ένα είδος λόγου που λέει "σκατά στην κοινωνία", "φτήνουμε στη μάπα σας μικροαστοί" κτλ.

    Το είδος λόγου που περιγράφω πιο πάνω είναι προβληματικό σε όλα τα στοιχεία και τις προεκτάσεις του. Εκτός του ότι δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, στη φύση των ανθρώπων, στη διαλεκτική της ιστορίας και των επαναστάσεων ή σε ο,τιδήποτε τελοσπάντων, είναι και βαθιά αντιανθρώπινο, πραγματικά εκτός τόπου και χρόνου.

    Σίγουρα το κείμενο του κιβωτίου δεν μιλά για τέτοια θέματα, όμως εμένα αυτά μου έφερε στο μυαλό. Όσο για το κείμενο δε μπορώ να πω ότι συμφωνώ εξ ολοκλήρου με το ζήτημα της ηθικής, όπως το θίγει. Ήθική υπάρχει και δεν είναι καθόλου μεταφυσική αλλά απόλυτα φυσική έννοια. Υπάρχει σε κάθε άνθρωπο η δική του ηθική και το δήθεν "μεταφυσικό" που αποδίδεται σε αυτή είναι το πως προκύπτει, δηλαδή οι συνθήκες που επηρεάζουν τη δημιουργία της.
    Ανώνυμος said...
    καταρχήν τι στον πέο θα πει "θεαματική αυτονομία"; αμαν με την αργκό και τους νεολογισμούς του χώρου..

    κατα συνέχεια, δεν είναι μεταφυσικό το ζήτημα για μενα είναι καθαρά πρακτικό.
    για να δώσω ένα παραδειγματάκι, εγώ που στα σ/μ βρίσκομαι ως σοπλίφτερ ενδέχεται να βρω απέναντί μου ακόμα και τον εργαζόμενο/την εργαζόμενη, αλλά αυτό θα είναι υπέρβαση των καθηκόντων τους, ενώ του σεκιουριτά είναι ακριβώς το αντικείμενο της εργασίας του, δηλαδή μπορεί συνολικά και οι 2 πλευρές να προσφέρουν τηνε ργασία τους στο καπιταλιστικό σύστημα, όμως η

Post a Comment



Νεότερη ανάρτηση Παλαιότερη Ανάρτηση Αρχική σελίδα