Special αφιερώσεις...

Αφιερωμένη στους-ις οπαδούς του χυδαίου φεμινισμού.


Αφιερωμένο στους τριτοκοσμικούς αντιιμπεριαλιστές.




Η κυκλοφορία σα μηχανή. Η κυκλοφορία σαν οικονομία. Αφιερωμένο στους κλασσικούς μαρξιστές-λενινιστές, που έχουνε μείνει ακόμα στο 1889.


Αφιερωμένο στις όλων των ιδεολογικών αποχρώσεων πρωτοπορίες.


Αφιερωμένο στο Ζοζέ Μποβέ.


Αφιερωμένο στους αντικειμενιστές μαρξιστές, οπαδών της ωρίμανσης των συνθηκών.



Αφιερωμένες στη λύσσα για ζωή.

Υπάρχει ένα είδος μουσικής, το οποίο νιώθω να μην καταλαβαίνω καθόλου. Όχι, μουσικά ή στιχουργικά, αλλά μάλλον νιώθω ότι δεν μπορώ να συντονιστώ στο πως το εκλαμβάνει η μεγάλη πλειοψηφία των ακροατών στη χώρα μας. Το είδος αυτό είναι η reggae...

Δεν θα μπω στη διαδικασία να μιλήσω διεξοδικά για αυτό, αλλά το τρίπτυχο καλοκαίρι, reggae, παραλία δεν μου κάθεται καθόλου καλά. Μπορεί να είμαι και ψυχανώμαλος -δεν ξέρω. Για την ακρίβεια, μη μου βάλεις το καλοκαίρι να ακούσω reggae... Ξενερώνω... Μπορεί να φταίει το ότι θεωρείται καλοκαιρινή μουσική, και παντού ακούς τις πιο άθλιες εκδοχές της, μπορεί να φταίει το ότι θεωρείται χαλαρή μουσική και χαρούμενη, και πρέπει αυτομάτως να είσαι χαλαρός και χαρούμενος. Μπορεί να φταίει το ίδιο το καλοκαίρι, όπου όλοι πρέπει να είναι χαλαροί και χαρούμενοι, μονίμως. Γιατρέ μου, δεν ξέρω τι φταίει, αλλά εγώ στη ρέγκε βρίσκω μόνο θλίψη και οργή, θλίψη που μετατρέπεται σε οργή και οργή που μετατρέπεται σε θλίψη. Πάνω σε αυτό είχα κάνει μία τεράστια συζήτηση με ένα φίλο, που δεν τέλειωσε ποτέ, για το ότι εγώ θεωρώ τη reggae θλιμμένη και οργισμένη και όχι χαζοχαρούμενη ντάγκλα...

Τέλος πάντων, βίτσια είναι αυτά και ο καθένας καταλαβαίνει ότι θέλει. Φυσικά.

Γιατί τα λέω όλα αυτά; Πιθανά επειδή δεν μπορεί εδώ και χρόνια να φύγει από μία γωνία του μυαλού μου αυτό εδώ το τραγούδι. Οργισμένο, χαρούμενο, γιορτινό και θλιμμένο ταυτόχρονα.



Φυσικά, το απο πάνω, κάποιοι δε θα το έλεγαν reggae αλλά ska... Ντάξει, και το original από κάτω δεν είναι ούτε αυτό reggae, αλλά rocksteady...



Τέλος πάντων, δεν ξέρω για ποιον ουσιαστικό λόγο έχω βάλει τα παραπάνω (πέρα από το να πω τον καυμό μου...). Μπορεί να θέλω να ακούσω ότι υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι που βρίσκουν στη reggae (και σε ολα τα υποείδη, για τους σχολαστικούς) μία συγκεκριμένη θλίψη.

Μεγάλες στιγμές!

Ένα από τα πρώτα πράγματα που θα αλλάξουν, όταν με το καλό γίνει η επανάσταση καταλυθεί το ελληνικό κράτος και εγκαθιδρυθεί η εξουσία των εργατικών συμβουλίων, είναι να ενταχθούν οι εορτασμοί για την 28η Οκτωβρίου στην Παγκόσμια Ημέρα των Ζόμπι (εδώ έχουμε παγκόσμια μέρα για την πατάτα, για τα ζόμπι δε θα 'χουμε;). Για να μην νομίζετε ότι σας κάνω πλάκα δείτε εδώ ή κάντε ένα ψάξιμο.

Άλλωστε, όλα αυτά με τους νεκρούς του παρελθόντος, τα λάβαρα, τους μακεδονομάχους (τους ποιους; 100 χρόνια μετά αυτοί ακόμα ζούνε;), και άλλα διάφορα εμένα μόνο ζόμπι μου θυμίζουν... Άλλωστε το "προσδοκώ ανάσταση νεκρών" τι στο διάολο σημαίνει; Αγγελάκια από τα Jumbo;

Αν το κίνημα (ποιο;) είχε λίγο χιούμορ θα έπρεπε να ντυνόμασταν όλοι ζόμπι και να παρελαύνουμε αυτές τις μέρες!

Εκεί που έψαχνα λοιπόν, να βρω διάφορα για να σας διαφωτίσω,βρήκα μερικά καταπληκτικά βίντεο ξεκινάμε με ένα ηθικοπλαστικό και συνάμα ανεβαστικό βίντεο. Αθάνατη ελληνική ψυχή και μαλακία! Δείτε:



Αχ, ωραία ήταν. Έλα όμως που το διαολεμένο του youtube εχει και από δίπλα προτεινόμενα βιντεάκια, πατώντας λοιπόν πιο 'κει, είπα λίγο να δω κάτι και να θυμηθώ τις παλιές ένδοξες στιγμές της ανθρωπότητας. Μετά από αυτό, τι να κλάσωμεν και ημείς ως έθνος;



Θα πείτε αυτά πάνε τελειώσανε κλπ. κλπ. Ποια Σοβιετική Ένωση και μαλακίες; Για να αντικρούσω αυτό το αισχρό επιχείρημα και για να βουλώσω στόματα, πάρτε να γουστάρετε. Κινα, Λαικός Απελευθερωτικός Στρατός. (Προσέχτε, σας παρακαλώ το ντελικάτο και συγκρατημένα χαλαρό βηματισμό των Κινέζων, που πετάει υπονοούμενα του στυλ: Άμα θέλουμε περπατώντας σας κατακτάμε όλους.)



Τέλος πάντων, πολύ στρατοκαυλίαση έπεσε σήμερα, (μπορεί να φταίει και το ότι μένω κοντά σε σχολείο και από τις 12 και μετά ακούω όλη μέρα τύμπανα).

Δεν ξέρω για εσάς, αλλά εγώ ΕΙΜΑΙ ΜΕ ΑΥΤΟΥΣ ΕΔΩ:

Το Μάη του 2006, στο 3ο τεύχος του Κιβωτίου που τότε βγάζαμε άλλοι σύντροφοι και εγώ, είχε γραφτεί ένα κείμενο το οποίο έθετε κάποια ερωτήματα σε σχέση με τους σεκιουρητάδες στα σούπερ μάρκετ. Αυτό το κείμενο υπάρχει εδώ. Αυτό το κείμενο, είχε ένα βασικό στόχο: να μας φέρει μπροστά στο ερώτημα ηθική και εργασία. Μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα λάβαμε την απάντηση μας από το κεντρικό θεωρητικό όργανο της θεαματικής αυτονομίας στην Ελλάδα, το Midnight Rebel. To οποίο και επιδόθηκε σε ένα πλήθος διαστρεβλώσεων, προσωπικών αναφορών (ποιοι από μας κάνουνε ή δεν κάνουνε αρνήσεις... -Δεν κοιτάνε τα δικά τους τα χάλια...), ψεμμάτων και συμπερασμάτων σομπρέρο σαν αυτά που φόραγε ο Ζαπάτα. Τότε απαντήσαμε με το κείμενο που ακολουθεί. Κείμενο με το οποίο ξεκαθαρίζουμε αρκετά καλά μία στάση.

Επειδή τον τελευταίο καιρό, η επιμονή ορισμένων δοκιμάστηκε σκληρά, για να αποδειχτεί μαλακή σαν λιωμένη σοκολάτα στον ήλιο του Αυγούστου, και επειδή τα επιχειρήματα που ακούστηκαν στο ποστ του Herman Goering, μου θυμίζουν τραγικά όλα τα παραπάνω (με αυτό δε θέλω να υπονοήσω κάποια σχέση απλά είναι εντυπωσιακή η ομοιότητα). Δυστυχώς, εμείς δεν έχουμε επαναστατικό υποκείμενο, ούτε άθλιους αντικειμενισμούς τραβηγμένους στα μέτρα μας. Μόνο η αθλιότητα και η ηλιθιότητα, μπορούν να πάρουν μία θέση που λέει: είμαστε με τους εκμεταλλευομένους και τους κυριαρχούμενους επειδή είμαστε οι ίδιοι και εκμεταλλευόμενοι και κυριαρχούμενοι και αν θα γίνει επανάσταση θα την κάνουν αυτοί, γιατί όλοι οι υπόλοιποι δεν έχουν κανένα λόγο, και να αρχίσει να μιλάει για "εργάτες" βασανιστές και μπάτσους. Για αυτούς τους λόγους προχωράω στην αναδημοσίευση του συγκεκριμένου κειμένου. Και με ύφος καρδινάλιου Ρισελιέ θα πω:

ΟΣΑ ΕΙΠΑΜΕ ΙΣΧΥΟΥΝ!


«…Για τους ανθρώπους που δεν ξέρουν, ή δεν θέλουν να διαβάζουν, οι οποίοι στον πρώτο κιόλας τόμο κατέβαλαν περισσότερη προσπάθεια να τον καταλάβουν λανθασμένα, από την προσπάθεια που ήταν απαραίτητη για να τον καταλάβουν σωστά, γι’ αυτούς τους ανθρώπους θα ήταν εντελώς άσκοπο να κοπιάσει κανείς (προκειμένου να τους εξηγήσει), έστω και ελάχιστα...»

Φρ. Ένγκελς, Συμπλήρωμα και επίλογος στο βιβλίο ΙΙΙ του Κεφαλαίου

Στο τεύχος 14 της επιθεώρησης θέσεων μάχης «Midnight Rebel» δημοσιεύτηκε ένα άρθρο με τίτλο «Εξ οικείων τα βέλη»i, ένα άρθρο «ανταπόδοσης» (έτσι αυτοσυστήνεται) στο κείμενο «Μερικά απλά ερωτήματα και απλά μερικές απαντήσεις», που είχαμε δημοσιεύσει στο προηγούμενο τεύχος του Κιβωτίου. Το άρθρο αυτό (θα ήθελε να) κάνει κριτική σε ορισμένες απόψεις που είχαμε καταθέσει σχετικά με ένα κόμικ ενός εντύπου της «Συνέλευσης ενάντια στην Ειρήνη».
Είμαστε ανάμεσα σε αυτούς που εδώ και κάμποσα χρόνια, μέσα από έντυπα, σε στέκια και σε συνελεύσεις, έχουμε τονίσει και συνεχίζουμε να τονίζουμε την ανάγκη άσκησης κριτικής (και αυτοκριτικής) ως βασικής συνιστώσας αυτών των διαδικασιών. Μιας κριτικής προσδιορισμένης αυστηρά ως τεκμηριωμένης αντιπαράθεσης θέσεων και επιχειρημάτων, ως ανοίγματος οριζόντων επιλογής (αυτό σημαίνει κρίνω: τέμνω/διαχωρίζω/μοιράζω και τελικά: επιλέγω), ως δοκιμασίας και πάλης των απόψεων στο φως του δημόσιου χώρου. Άρα, μιας πράξης διαλόγου και συζήτησης, απαλλαγμένης από υστεροβουλία και δόλο. Όχι για το καλό του διαλόγου και της συζήτησης γενικά και αόριστα, αλλά για το προχώρημα προς τα μπρος της ανταγωνιστικής σκέψης και πράξης, ειδικά και συγκεκριμένα.
Είμαστε ανάμεσα σε αυτούς που είχαμε γράψει κάποτε ότι «κάθε κείμενο έχει και την κριτική που του αξίζει». Διαβάζοντας το εν λόγω άρθρο μας ήρθε στο μυαλό μία σκέψη του είδους: «τι μαλακίες καθόμασταν και λέγαμε». Για ποιο λόγο; Επειδή την άποψη σου και τις πολιτικές της συνέπειες, όπως εξάλλου και τους συντρόφους σου, τους διαλέγεις ο ίδιος. Την ποιότητα της κριτικής των κειμένων σου και τους κριτές σου, ποτέ.
Το εν λόγω άρθρο δύσκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κριτική, επειδή δεν έχει κανένα από τα χαρακτηριστικά που εμείς εννοούμε ορίζοντας αυτό το πράγμα. Και δεν τα έχει επειδή τονίζει ρητά ότι δεν το ενδιαφέρει να «ανοίξει κουβέντα» με τις απόψεις μας (αλήθεια γιατί τότε σπαταλάει δύο ολόκληρες σελίδες «ανταπόδοσης»;)· επειδή τις διαστρεβλώνει ασύστολα σε όλο σχεδόν το εύρος τους εξάγοντας μετά τα a-priori συμπεράσματα που αντιστοιχούν σε αυτές τις διαστρεβλώσεις· επειδή βρίθει ειρωνιών, αξιολογικών κρίσεων και προσωπικών υπονοουμένων απέναντι σε συντρόφους μας· επειδή χρησιμοποιεί ένα λόγο, που η έπαρση του συναγωνίζεται τον συναισθηματισμό του, υφαίνοντας μαζί το πέπλο της ιδεολογίας που το καλύπτει.
Παρόλο που το άρθρο στο οποίο αναφερόμαστε, πάσχει από όλα αυτά και παραβλέποντας για την ώρα το καθήκον να ξεδιπλώσουμε την ακριβή (μικρο)πολιτική σημασία του, θα προσπαθήσουμε να συζητήσουμε κάποιες πολιτικές απόψεις που αποκαλύπτονται σε όποιον μπορέσει να διαρρήξει τους ιστούς αυτού του πέπλου. Και οφείλουμε να το κάνουμε όπως ξέρουμε εμείς: δηλαδή με τον απαραίτητο σεβασμό στην πολιτική κουλτούρα από την οποία προερχόμαστε, στις πολιτικές μας σχέσεις, όχι μόνο αυτές που ήδη έχουμε αλλά κυρίως αυτές που πρόκειται να δημιουργήσουμε, και στους αναγνώστες μας. Και με την διαυγή συνείδηση ότι εχθρός μας παραμένει πάντα ο ίδιος: το κάθε είδους αφεντικό και οι σύμμαχοι του, η κάθε εξουσιαστική συμπεριφορά και οι φορείς της. Όπως και με την υπενθύμιση ότι είμαστε πάντα ανοιχτοί σε οποιαδήποτε κριτική και διάλογο, που θα διαθέτει αυτά τα χαρακτηριστικά που ήδη αναφέραμε.
Υπάρχει πρώτα από όλα ένα θεμελιώδες ζήτημαii που διατρέχει ρητά ή υπόρρητα το συγκεκριμένο άρθρο, είτε το επιθυμούν οι συγγραφείς του, είτε όχι. Εν πολλοίς, είναι το ίδιο ζήτημα που διατρέχει το συγκεκριμένο (και όχι μόνο) κείμενο του Κιβωτίου. Το ότι όμως ένα ζήτημα διατρέχει δύο κείμενα δεν σημαίνει ότι ξεκαθαρίζεται κιόλας. Αυτό το ζήτημα είναι το ζήτημα της τάξης, που στο Κιβώτιο, το έχουμε θίξει ακροθιγώς μόνο. Και αυτό είναι ένα πρόβλημα δικό μας, ένα πρόβλημα ωστόσο που οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι το έχουμε συνειδητοποιήσει και είμαστε εδώ και καιρό σε φάση διερεύνησης του. Σε κάθε περίπτωση όμως τους τελευταίους που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κάποιος ως εργατιστές, είναι αυτούς που έχουν γράψει ότι «η τάξη είναι διαδικασία συγκρότησης και γίγνεσθαι» ( Κιβώτιο νο 2, «Χίλιες και μία μέρες και νύχτες κοινωνικών και ταξικών ανταγωνισμών»). Όμως δεν είναι αυτό το θέμα μας. Απλά όταν κάτι τόσο κεντρικό δεν έχει απαντηθεί με κάποιο τρόπο, προκύπτουν διάφορα προβλήματα. Είτε το θέλουμε, είτε όχι κάποια από αυτά που θα συζητήσουμε παρακάτω βγαίνουν απευθείας από την μήτρα αυτού του ζητήματος.
Πριν ξεκινήσουμε ας υπενθυμίσουμε κατ’ αρχήν δύο τρία πράγματα για το κείμενο «Μερικά απλά ερωτήματα…». Καταρχήν το κείμενο ούτε στα πιο τρελλά του όνειρα δεν σκόπευε να είναι μία συνολική και τελευταία τοποθέτηση επί του ζήτηματος (επί του όποιου ζητήματος σεκιουριτάδες, αίτημα για ασφάλεια κλπ), παρά μόνο να δώσει μερικές (δηλαδή επί μέρους) απαντήσεις. Και όντως ούτε σε ένα σημείο η ανάλυση μας δεν λέει ότι αφορά όλους τους σεκιουριτάδες, και βέβαια ούτε κατά διάνοια, όπως με σκοπιμότητα λένε οι συγγραφείς της Midnight Rebel, δεν αφορά ούτε νταβατζήδες, ούτε βασανιστές… Το «Μερικά απλά ερωτήματα…» ήθελε να πει τρία πράγματα: Πρώτον τι είδους εργασία κάνουν οι σεκιουριτάδες στα σουπερμάρκετ (και μόνο εκεί) –μιας και έχουμε προσωπική εμπειρία λογω εργασίας, δεύτερον ότι θα πρέπει να αναλυθεί αυτή η εργασία (αλλά και η εργασία γενικότερα) υπό το πρίσμα μιας κοινωνικό-ιστορικής συνθήκης στην οποία αναδύεται το αίτημα για ασφάλεια, και τρίτο, ότι συνιστά πολιτικό λάθος να κρίνονται οι επαγγελματικές επιλογές (και οι όποιες άλλες επιλογές) σε ατομικό επίπεδο με ηθικούς όρους.
Προχωρούμε.
Γράφει το άρθρο (η αναδημοσίευση επί λέξει, με τους τονισμούς και το συντακτικό του πρωτότυπου): «Η αφετηρία των βασικών επιλογών καθενός και κάθε μιας δεν είναι «πολιτική», με τον τρόπο που αυτό νοείται συνήθως. Είναι ηθική (αυτό την κάνει πολιτική, μόνο που τώρα η λέξη έχει πλατύτερο νόημα). Το αν θα δουλέψει κάποιος μπάτσος, σεκιουριτάς, νταβάς, πορτιέρης, ελεγκτής, επιστάτης, μισθοφόρος, φονιάς, κλπ, κλπ, ή όχι, ΔΕΝ το αποφασίζει επειδή φύτρωσε στο «κλαράκι της καπιταλιστικής ζωής», που λέγεται δεξιά, αριστερά, αναρχία, κουκουέ. Το αν θα δουλέψει κάποιος μπάτσος, σεκιουριτάς, νταβάς, πορτιέρης, ελεγκτής, επιστάτης κλπ ή χαμάλης [ας πούμε] στην κρεαταγορά [ας πούμε], εργάτης γης ακόμα και κλέφτης [ας πούμε], το αποφασίζει επειδή οι βασικές αρχές της ζωής του/της (όπως τις έχει φτιάξει έως την στιγμή που πρόκειται να πάρει τέτοια απόφαση και οπωσδήποτε ως τα 18 του χρόνια) τον/την προσανατολίζουν εδώ, ή εκεί. Μάλιστα συμβαίνει τέτοιου είδους επιλογές (και άρα την ανάλογη ηθική στάση) να τις έχουν μόνο, ή κυρίως οι προλετάριοι και οι μικροαστοί».
Καταρχήν, αν μέχρι τα 18 κάποιος είχε διαμορφώσει ήδη τις βασικές αρχές της ζωής του, τότε το ανταγωνιστικό κίνημα, θα αποτελούνταν το πολύ από μαθητές του γυμνασίου (η οπισθοφυλακή του), ενώ η πρωτοπορία του θα ήταν τα παιδάκια του νηπιαγωγείου.
Στην ουσία τώρα. Βασική αρχή: Με όρους ηθικής αυτό τον κόσμο τον κρίνουν οι θρησκείες. Με αυτή την έννοια κάθε λέξη αυτής της παραγράφου, και κυρίως η κεντρική της ιδέα, ότι δηλαδή η εργασιακή επιλογή είναι ηθική επιλογή, είναι μεταφυσική.
Κάθε ηθική είναι μεταφυσική, ανεξάρτητα πως αντιλαμβάνεται η ίδια τον εαυτό της. Και είναι μεταφυσική επειδή ανάγει μια αυθαίρετη παράμετρο σε αξιολογικό μέτρο μιας συμπεριφοράς και μιας πράξης και με βάση αυτή ορίζει τι είναι καλό, και τι είναι κακό. Ας πάρουμε το παράδειγμα ενός χριστιανού που πάει μάρτυρας σε μια δίκη που εμπλέκει δύο φίλους του, που έκαναν ένα έγκλημα… Πως πρέπει να φερθεί αυτός ο χριστιανός (που ασπάζεται ως «καλή» την αρχή -ως χριστιανός- «ου ψευδομαρτυρήσεις»), κατά την ανάκριση; Οπωσδήποτε να τους καρφώσει αφού αυτό είναι «το καλό» για την ηθική του.
Η ίδια η διαδικασία του διαχωρισμού και της επιλογής μεταξύ καλού και κακού είναι εξ ορισμού μεταφυσική, γιατί δεν συνειδητοποιεί την υποκειμενική (και ιδεολογική) της βάση. Δηλαδή για τον συγκεκριμένο χριστιανό δεν μπαίνει καν ζήτημα διερώτησης για την ηθική του, αφού εξορισμού αυτή είναι «η σωστή ηθική». Αντίθετα: η πολιτική επιλογή της κοινωνικής αυτονομίας, αναγνωρίζει την υποκειμενική βάση των μέτρων που χρησιμοποιεί για να ορίσει το καλό και το κακό. Αναγνωρίζει ότι αυτή η υποκειμενική βάση είναι η επιθυμία, η βούληση. Αυτή είναι η τεράστια διαφορά της πολιτικής επιλογής της αυτονομίας από οποιαδήποτε ηθική επιλογή, δηλαδή από οποιαδήποτε μεταφυσική. Πάντως ας το τονίσουμε: η χρήση της ηθικής ως αναλυτικού εργαλείου δεν αφορά μόνο το συγκεκριμένο άρθρο, ούτε αποκλειστικά την Midnight Rebel: αφορά ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του αναρχικού χώρου, πράγμα βέβαια που δεν είναι άσχετο με την κοινωνική καταγωγή αυτών των ανθρώπων.
Κάτι ακόμα. Η λέξη ηθική βγαίνει από την ομηρική λέξη ήθος, που θα πει κλουβί. Κάθε ηθική είναι αναγκαστικά ιδιωτική/ατομική υπόθεση, γιατί εκφράζει την επιθυμία του ατόμου να περιοριστεί στο κλουβί της ατομικής του προστασίας -δηλαδή να ορίσει ατομικά τα όρια της ελευθερίας του-, με όρους οντολογικούς. Γι’ αυτό άλλωστε κάθε ηθική βγαίνει κατευθείαν από το σεντούκι του ιδεολογικού οπλοστασίου των αφεντικών: επειδή σε τελευταία ανάλυση μια συνθήκη που ορίζεται από ένα σύνολο ατομικών κλουβιών -και από τον φόβο που τα φυλάει ως έχουν- είναι η καλύτερη εγγύηση για την διαιώνιση της ύπαρξης τους. Μέσα από αυτό το πρίσμα αν κάποιος δει χωρίς ρηχούς συναισθηματισμούς την προσωπική στάση του πιτσιρικά, «κλεφτρονιού, αρχηγού συμμορίας ανηλίκων, αλητάμπουρα» (από το ίδιο άρθρο), που παρόλο που βασανίζεται δεν καρφώνει τους συνενόχους του σε αυτό που κάνανε μαζί, θα δει την αντικειμενική σημασία της ηθικής του: είναι η ηθική της ομερτά, η ηθική του «δεν καρφώνω τους φίλους μου γιατί με συνδέουν όρκοι πίστης μαζί τους». Και όχι μόνο: κυρίως με συνδέει η κοινή ανάγκη να επιβεβαιώσω την συμμορία μου, που είναι και ο απαραίτητος όρος για να συνεχίσω να ζω, όπως ζω. Με γεια του και με χαρά του πιτσιρικά, όμως αυτή η στάση διαφέρει τόσο εκκωφαντικά από την πολιτική επιλογή της αυτονομίας (μια επιλογή δημόσια/συλλογική), όσο η ληστεία τράπεζας από δύο-τρεις ανθρώπους για την πάρτη τους, από την απαλλοτρίωση των τραπεζών, που έκανε η ομάδα Ντουρούτι στον Ισπανικό εμφύλιο,για τους σκοπούς της κοινωνικής απελευθέρωσης.
Την ενασχόληση με την μεταφυσική των εργασιακών επιλογών, δηλαδή την πολυτέλεια της επαγγελματικής επιλογής πράγματι δεν την έχουν όλοι: την έχουν κυρίως αυτοί που βρίσκονται σε κάποια στιγμή της ζωής τους στην θέση είτε να αναλάβουν τον ρόλο για τον οποίο τους έχει προετοιμάσει το σύστημα, είτε να το αρνηθούν: δηλαδή οι γόνοι των αφεντικών/εξουσιαστών, και οι φοιτητές. Τονίζοντας ότι και αυτή η επιλογή είναι σήμερα όλο και λιγότερο πια δυνατή για κάποιον -για αντικειμενικούς λόγους, εφόσον το σύστημα, δείχνει όλο και λιγότερο να χρειάζεται ένα μεγάλο μέρος αυτών που προετοιμάζει για να στελεχώσουν τους μηχανισμούς του, με τους όρους που το έκανε παλιότερα-, σε κάθε περίπτωση αυτή η επιλογή είναι πολιτική, πολιτικότατη μάλιστα. Και σαν τέτοια αξίζει κάθε σεβασμό εφόσον εμπεριέχει πολιτική συνείδηση, αναγνωρίζει τα όρια της και δεν γίνεται υπό το βάρος ενοχοψυχιακών συμπλεγμάτων.
Ας πάει όμως κάποιος άγγελος της επανάστασης να μιλήσει για ηθική στα παιδιά των αγροτών των ορεινών περιοχών της Ελλάδας, ή στα παιδιά των εργατογειτονιών στο Περιστέρι, ή στα Καμίνια, που η ζωή τους -από την στιγμή που γεννιούνται- είναι σε μεγάλο βαθμό καθορισμένη να είναι στα χωράφια και στα βοσκοτόπια, ή στην οικοδομή και στα εργοστάσια αντίστοιχα, για να μη μιλήσουμε επουδενί για τις δυνατότητες επιλογών στις βραζιλιάνικες φαβέλες, ή στις παραγκουπόλεις των αραβικών μητροπόλεων. Εκεί ηθική είναι το όνομα της ανάγκης. Σημαίνει τώρα ότι αυτά τα άτομα και οι επιλογές τους είναι υπεράνω κριτικής; Σημαίνει μήπως πως η στάση μας απέναντι τους θα είναι διαφορετική όταν βρεθούμε σε απέναντι χαρακώματα; Όχι βέβαια. Σημαίνει όμως σίγουρα ότι πρέπει να προσέχουμε τι λέμε και τι κάνουμε. Σημαίνει ότι τα συνθήματα (π.χ. Ήσουνα που ήσουνα μαλάκας μια ζωή/ τώρα πήγες κι έγινες μαλάκας με στολή), μπορεί να ‘χουν το φαινομενικό «καλό» ότι «μιλάνε κατευθείαν στην καρδιά» (των πιτσιρικάδων, των «άγριων» νεολαίων, κλπ), αλλά σπάνια μπορούν να περικλείσουν έστω και το ελάχιστο της πραγματικότητας αυτού του κόσμου.
Όχι μόνο στο ζήτημα των επιλογών, αλλά γενικότερα. Πριν μερικά χρόνια έγινε μια απεργία σε μια εταιρία ταχυμεταφορών, στην Θεσσαλονίκη. Η απεργία ήταν έξω από συνδικαλιστική ή άλλη κάλυψη, και σε ένα βαθμό οργανώθηκε από άτομα του ευρύτερου χώρου της αμφισβήτησης, που είχαν ένα καλό συσχετισμό εργαζομένων στην εταιρεία. Ανάμεσα στους απεργούς όμως υπήρχαν και άνθρωποι, που διάβολε, είχαν και άλλα πράγματα στα μυαλό τους, πέρα από το την επανάσταση και την πτώση του κράτους. Είχαν ας πούμε μικρά παιδιά, άρρωστη γυναίκα, κτλ. Ε την πρώτη μέρα ένας τέτοιος άνθρωπος συμμετείχε στην απεργία, την δεύτερη επίσης, την τρίτη επίσης, οι μέρες περνούσαν όμως και όπως ήταν φυσικό η απεργία (παρά την τεράστια σημασία της σαν κίνηση) έμενε απομονωμένη και ο άνθρωπος αυτός, είπε στους συναδέλφους του με λύπη ότι δεν γίνεται να συνεχίσει. Ο σύντροφος που μας διηγήθηκε αυτό το περιστατικό είχε την ευφυΐα και την σεμνότητα να αναρωτηθεί : τι μπορούσαμε να του πούμε; Ας μας πει αυτός που κρίνει με βάση την ηθική, πως θα έκρινε αυτή την στάση; Ανήθικη γιατί πούλησε την απεργία. Ηθική επειδή σκέφτηκε την οικογένεια του; Ούτε ηθική, ούτε ανήθικη; Τελικά το ζήτημα είναι αυτό; Ή το ζήτημα είναι ότι τόσες χιλιάδες εργάτες της Θεσσαλονίκης (και όχι μόνο), άφησαν μερικούς απεργούς μόνους τους, ή αρκέσθηκαν στην διαμεσολάβηση του επίσημου κράτους (Εργατικό Κέντρο, κλπ).
Όσον αφορά τώρα την κουβέντα περί ηθικής και μπάτσων ας έχουμε γενικά στο μυαλό μας ότι ο ιδεαλισμός (οι «κακοί μπάτσοι», οι «σκατόψυχοι φασίστες», κλπ) είναι δομικό χαρακτηριστικό ενός υποβόσκοντος μικροαστισμού.
Πάντως ας το ξεκαθαρίσουμε από την πλευρά μας: Τους μπάτσους δεν τους βλέπουμε σαν εχθρούς μας επειδή έκαναν μια «ανήθική» επιλογή στα 18 τους χρόνια, πράγμα που άλλωστε δεν ισχύει αφού η επιλογή τους υπήρξε «ηθικότατη», με τους δικούς τους όρους πάντα. Τους βλέπουμε σαν εχθρούς μας επειδή τους συναντάμε απέναντι μας κάθε φορά που κατεβαίνουμε στο δρόμο, με διάθεση να αμφισβητήσουμε αυτόν τον κόσμο. Δηλαδή τους βλέπουμε σαν εχθρούς μας επειδή συγκροτούν την εμπροσθοφυλακή του νόμιμου μονοπωλίου της βίας (αν και στην πραγματικότητα δεν αντιπροσωπεύουν παρά ένα μικρό μόνο κλάσμα της).
Πάμε παρακάτω, να μιλήσουμε για την εργασία και την «ηθική» της. Η εργασία είναι η βασική πηγή πλούτου στον καπιταλισμό. Δεν χρειάζεται να χει διαβάσει κάποιος την «Κριτική του προγράμματος της Γκότα» του Κάρολου για να το γνωρίζει. Έχει ηθική η εργασία; Δηλαδή υπάρχει καλή εργασία και κακή εργασία; Αυτά τα μυστηριώδη ερωτήματα αντιμετωπίζουν μόνο όσοι έχουν επιλέξει να περπατάνε στο νεκρό δάσος των νοημάτων της μεταφυσικής. Όχι όμως και τα αφεντικά. Αυτά ξέρουν καλά που περπατάνε (και τι πατάνε).
Κάθε εργασία που εκτελείται στον καπιταλισμό, έχει σαν άμεσο ή έμμεσο στόχο την αναπαραγωγή του συστήματος. Είτε μέσω της άμεσης απόσπασης υπεραξίας από αυτήν. Είτε μέσω της αναπαραγωγής, της διεύθυνσης, της οργάνωσης, αυτών που παράγουν υπεραξία. Είτε μέσω της καταστολής αυτών που θα επιθυμήσουν με οποιονδήποτε τρόπο να ξεφύγουν από τις νόρμες αυτού του βασικού κανόνα. Υπάρχει μήπως εργασία μέσα στο σύστημα που μπορεί να ξεφύγει από αυτό τον κανόνα και την οποία να αμείβουν τα αφεντικά; Ας γελάσουμε. Θα σε πλήρωνε κανείς ποτέ για να απεργάζεσαι την καταστροφή του;
Τι είναι αυτό που υπάρχει και μπορεί να κάνει μια εργασιακή επιλογή, ηθική και μια άλλη ανήθική; Η μεσολάβηση της ιδεολογίαςiii. Μιας ιδεολογίας που μπορεί να λέει για παράδειγμα ότι «ο δάσκαλος είναι μπάτσος μυαλών». Ενώ ο κούριερ, για παράδειγμα, «εργάτης-δυνάμει επαναστατικό υποκείμενο». Μιας ιδεολογίας γι’ αυτό πραγματικά ιδεαλιστικής, σεκταριστικής κα πολιτικά καθυστερημένης.
Ιδεαλιστικής γιατί χρησιμοποιεί ηθικούς δηλαδή μεταφυσικούς όρους για να αντιληφθεί τις ανταγωνιστικές σχέσεις, χωρίς να μπαίνει στον κόπο να ερευνά, να εξετάζει και να αναλύει. Να αναλύσει για παράδειγμα το γεγονός της πιθανής συνειδητοποίησης από τον δάσκαλο του ρόλου του και της έμπρακτης προσπάθειας του να τον αρνηθεί, παραμένοντας όμως δάσκαλος. Να αισθάνεται για παράδειγμα ότι τρώει χαστούκια όταν ο κούριερ συνάδελφος του βρίζει τους αλβανούς, ή γλείφει το αφεντικό, και να τον θεωρεί προδότη της τάξης του, λες και επειδή είναι κούριερ είναι αντικειμενικά επιφορτισμένος από τον θεό της επανάστασης, να αντεπεξέλθει στην επαναστατική του αποστολή. Και εδώ είτε το θέλουμε είτε όχι μπαίνουμε στο ζήτημα για το οποίο μιλήσαμε στην αρχή: δηλαδή το ζήτημα της τάξης. Αν αντιλαμβάνεσαι αντικειμενικά την τάξη, όπως δηλαδή την αντιλαμβάνονται οι κοινωνιολόγοι, π.χ. ανάλογα με το εισόδημα του κάθε υποκειμένου, ή ανάλογα με την δυνατότητα του να ικανοποιεί τις αναπαραγωγικές του ανάγκες, τότε θεωρείς ότι επαναστατικό υποκείμενο είναι οι μετανάστες και μάλιστα τα πιο χαμηλά οικονομικά τμήματα τους, ή αυτοί που ξημεροβραδιάζονται στα γήπεδα επειδή δεν έχουν καταλάβει ακόμα την ιστορική τους αποστολή. Και σε αυτ’η την περίπτωση βέβαια, αν διατηρείς κάποια ψήγματα διανοητικής εντιμότητας δεν πρέπει να κάνεις τίποτα άλλο από το να αναζητάς μάταια τιε αιτίες του ξυλοδαρμού σου από την πραγματικότητα
Σεκταριστικής επειδή αρνείται την δυνατότητα της συνείδησης. Και όντως όταν στα 18 έχεις πάρεις μία απόφαση once in a lifetime από εκεί και πέρα τι μένει; Τίποτα. Καμία επιλογή, καμία δυνατότητα αλλαγής. Τα πάντα παγώνουν την στιγμή εκείνη της απόφασης και ύστερα όλα παίρνουν τον σωστό ή τον λάθος δρόμο τους. Πρακτικά όμως τι σημαίνει αυτό; Πολιτικά ποιες είναι οι συνέπειες του; Ας μας απαντήσουν οι ίδιοι οι συγγραφείς της Midnight Rebel. Αντιγράφουμε: «Γιατί να κολακεύουμε τις αργοπορημένες συνειδήσεις αν έτσι προσβάλλουμε εκείνες που που είναι ακριβείς στα ραντεβού τους, και το πληρώνουν; Αν πρόκειται να μιλάμε σοβαρά για συνείδηση, δεν πρέπει να πετάμε στα σκυλιά το κλειδί της: την επιλογή. Αν (…) αξίζει τιμών και αναγνώρισης κάποιος που έγινε λεγεωνάριος και μετά το μετάνιωσε πόση άραγε τιμή και αναγνώριση αξίζει σε όλους εκείνους που ΔΕΝ έγιναν –αν και θα μπορούσαν; Ποια η τιμή για όσους επιλέγουν να μην γίνουν «επαγγελματίες οπλίτες». (τχ.9).
Ποια είναι -τώρα- η στάση των συγγραφέων της Midnight Rebel απέναντι σε όσους κάνοντας αυτοκριτική αρνούνται έμπρακτα τις προηγούμενες επιλογές τους; Έκανες μια ανήθικη επιλογή στα 18 σου χρόνια, είσαι κάθαρμα... Αλλιώς: καθυστερημένη συνείδηση… Τς… τς… τς… Χάσατε το ραντεβού σας…
Αν πάρουμε αυτή την θέση και την προβάλλουμε στο παρελθόν, καμία επανάσταση δεν έπρεπε να γίνει… Η συνείδηση ήρθε πάντα πολύ αργά. Άργησε το ’17 στη Ρωσία, άργησε το ’18 στην Γερμανία, άργησε το ’36 στην Ισπανία. Κάτι ύποπτο συμβαίνει εδώ για να είναι μονίμως καθυστερημένη η άτιμη και παρά την καθυστέρηση της η ιστορία να συνεχίζεται. Τελικά που είναι το ύποπτο και που υπάρχει; Μάλλον μόνο στο μυαλό των συγγραφέων της Midnight Rebel. Είναι πολιτικά απαράδεκτο να αρνηθούμε την δυνατότητα στους ανθρώπους να αλλάζουν τα μυαλά τους… Το πρόβλημα δεν είναι πότε θα έρθει η συνείδηση, το θέμα είναι αν θα έρθει κάποτε, και όταν θα έρθει να μην της κλείσουμε την πόρτα στα μούτρα, επειδή εμείς είμασταν συνεπείς. («Εμείς, εμείς/οι μόνοι συνεπείς», φώναζαν τα μπλοκ των σταλινικών του ΚΚΕμ-λ, στις διαδηλώσεις της μεταπολίτευσης).
Τέλος, πολιτικά καθυστερημένης ιδεολογίας γιατί πέφτει στην λούμπα του ψυχολογισμού, δηλαδή του συναισθηματισμού, που σαν τέτοια αποτελεί πολιτική κληρονομιά των χρόνων του ’60. Όμως από αυτή την λούμπα, δεν μπορείς να αντικρίζεις με ανταγωνιστικό τρόπο αυτόν τον κόσμο, παρά μόνο (ή κυρίως) με ψυχολογικούς όρους. Αυτοί που σκέφτονται ανταγωνιστικά δεν εξετάζουν ψυχολογικά κίνητρα και προθέσεις επιλογών (τις αφήνουν πεταμένες κάτω σαν τα φθινοπωρινά φύλλα, να στρώνουν το δρόμο για την κόλαση). Εξετάζουν στάσεις, θέσεις, πράξεις και συμπεριφορές. Αυτές κρίνουν, με βάση αυτές καθορίζουν την πολιτική τους θέση και στάση απέναντι σε υποκείμενα και σε κοινωνικές σχέσεις.
Οι συναισθηματισμοί και οι ενοχές δεν είναι γι’ αυτούς που έχουν επιλέξει το δρόμο της κοινωνικής αυτονομίας. Είναι γι’ αυτούς που θέλουν να προκαλέσουν οίκτο, λύπη, ενοχή, τελικά μιλιταντισμό, και ότι αυτός συνεπάγεται. Τέλος.

Know your rights!

Κάθε φορά που βλέπω τηλεόραση, γράφω και μία ανάρτηση. Να ένας καλός λόγος, ακόμα να μην βλέπω τηλεόραση, λοιπόν. Ωστόσο, αυτό από μόνο του δεν ήταν αρκετό, αν δεν ερχόταν και ο φίλος μας ο Αρσέν με την τελευταία του ανάρτηση να θίξει αυτό το ζήτημα.

Χάζευα τις προάλλες ένα σίριαλ, δε θυμάμαι ποιο να σας πω, όπου έχει πάει τώρα μία ραδιοφωνική παραγωγός (διάσημη φυσικά) σε ένα νοσοκομείο, όπου εκεί βρίσκεται και μία γυναίκα, στην οποία χωρίς να το ξέρει της έχουν κάνει τεστ εγκυμοσύνης σε ένα κέντρο που την έχει στείλει η εταιρία να κάνει ιατρικές εξετάσεις, με αποτέλεσμα να την απολύσουν. Κλαίγεται τέλος πάντων στη ραδιοφωνική παραγωγό, για να το βγάλει στη φόρα, και η παραγωγός της λέει ότι κάτι θα κάνει. Τέλος πάντων, γίνεται μία ολόκληρη ιστορία, μιας και ο γιατρός που της έκανε την εξέταση είχε κάτι διαφορές με τη ραδιοφωνική παραγωγό. Κάπου εκεί δεν άντεξα την ηλιθιότητα και άλλαξα κανάλι (για να μην αντέξω συνολικά την ηλιθιότητα και να κλείσω τελικά την τηλεόραση).

Δε θα έδινα σημασία σε κάτι τέτοιο. Αν δεν είχε προηγηθεί και κάτι άλλο σχετικό. Δε θυμάμαι που και πως συζητούσαμε για το τι γίνεται στην επαρχία, σε διάφορους εργασιακούς χώρους, και κάποιος συνομιλητής ανέφερε για κάτι κοπέλες στο Hondos, στη Χαλκίδα συγκεκριμένα, που ενώ ήταν έγκυες, τις τρέχανε, και τους κάνανε τη ζωή δύσκολη. Η κουβέντα συνεχίστηκε και προσπαθούσα να πείσω το συνομιλητή μου, για μερικά στοιχειώδη πράγματα σε σχέση με την εργατική νομοθεσία, όπου ας πούμε, απογορεύεται η απόλυση εγκύου κλπ κλπ. Τέλος, πάντων η κουβέντα σταμάτησε στην άγνοια και στο φόβο των εργαζομένων. Φόβος που σε μερικές περιπτώσεις δεν είναι απλώς φόβος, και ο οποίος ειδικά στην επαρχία μπορεί να λάβει πολλές διαστάσεις (που θα βρω δουλειά μετά, και θα είμαι μαύρο πρόβατο και κανένας δε θα με πάρει στη δουλειά του και άλλα διάφορα λιγότερο ή περισσότερο ανεδαφικά).

Έχοντας προηγηθεί αυτή η κουβέντα, (που εγώ εξεπλάγην που μία έγκυος γυναίκα δεν γνώριζε μερικά στοιχειώδη δικαιώματα), όταν είδα αυτό το κομμάτι από το σίριαλ, όπου ούτε καν το να πας σε δικηγόρο δεν αναφέρθηκε από την παντογνώστρια ραδιοφωνική παραγωγό, και φυσικά ούτε λόγος για την Επιθεώρηση Εργασίας, (λες και οι εταιρείες είναι παντοδύναμοι θεοί!), σκέφτηκα: με κάτι τέτοια λογικό είναι να μην έχουμε ιδέα για τίποτα! Και μετά ολοκλήρωσα τη σκέψη μου: αν αυτό το γυρνάγανε αλλιώς και λέγανε τι να κάνει σε μία τέτοια περίπτωση μία έγκυος γυναίκα θα ήταν προπαγάνδα.

Αυτό που είδαμε όμως δεν είναι προπαγάνδα, είναι στην χειρότερη ένα σίριαλ.

Ναι καλά!

Υπάρχει ένα ζήτημα που για εμένα είναι σημαντικό. Ένα πολιτικό ζήτημα. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει κουλτούρα διεκδικητικότητας στους χώρους δουλειάς. Όχι μόνο συλλογικής, αλλά ούτε καν και ατομικής. Όχι μόνο στο επίπεδο κάποιας μεγάλης διαφοράς με το αφεντικό, αλλά ακόμα και στο επίπεδο της καθημερινότητας. Μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση, όταν κάποιοι σύντροφοι στην Αθήνα, πριν πάρα πολλά χρόνια, μου είχαν πει ότι στις δουλειές τους δεν “μιλούσαν”, εγώ φυσικά δεν εννοούσα να ξέρει το αφεντικό ότι βγάζεις έντυπο και ότι κάθε Τετάρτη έχεις μάζεμα, όχι, τίποτα σιωπή και μουγκαμάρα, συμπληρώνοντας “αλλού είναι τα ζητήματα”. Πήγαιναν για δουλειά και φεύγανε (έτσι για να μην λέμε μόνο για την άγνοια των εργαζομένων)! Ειδικά στην επαρχία, αυτό σε μερικές περιπτώσεις λαμβάνει μεγάλη έκταση. Και εδώ δε μιλάω, καν για επαναστατικά και άλλα τέτοια. Μιλάω για στοιχειώδη γνώση της νομοθεσίας. Στοιχειώδη γνώση που κανένας τους δε θέλει να έχουμε, ούτε αφεντικά ούτε κράτος ούτε συνδικάτα.

Με αυτή την έννοια είναι πολύ σημαντικό οι εργαζόμενοι να δίνουν μάχες και να τις κερδίζουν, σε όλα τα επίπεδα.

Επίσης, ακόμα πιο εξαιρετικά σημαντικό είναι να τους κάνουμε τη ζωή δύσκολη.

Τέλος, το πιο σημαντικό όλων είναι όπου βρισκόμαστε να αγωνιζόμαστε.

Σήμερα στις εφημερίδες είδα αυτήν εδώ τη φωτογραφία του "ζωγράφου της ελληνικότητας" στη "βεράντα του ατελιέ του", (φράσεις από τη λεζάντα). Πρόκειται φυσικά για τον ένα μεγάλο και μοναδικό Φασιανό...

Και όχι τίποτα, πριν κάνα μήνα την έλεγα στο Μυταρά... Νιώθω, άσχημα.



Πάντως η θειά μου η Πόπη, έχει πολύ καλύτερη αισθητική από αυτόν τον ξεφτίλα.

ΥΓ. Από αύριο επιστρέφουμε στην συνηθισμένη μας ρουτίνα, με τα καυτά θέματα που έχει αναδείξει το αναγνωστικό κοινό αυτού του ιστολογίου. Εντωμεταξύ αν θέλετε να περάσετε όμορφα το βράδυ σας, μπορείτε να διαβάσετε τον Αρσένιο (όχι τον υπασπιστή του Εφραίμ βέβαια τον άλλον, τι ποιον άλλον; Δεν υπάρχει άλλος...) και το συγκλονιστικό θρίλερ του (είναι βέβαια ακόμα ανολοκλήρωτο όπως όλα τα μεγάλα έργα, βλ. Prison Break...).

Update: Βιλαρδουίνος was right! Για να μαθαίνετε και σεις πως ξεχωρίζει ένας πάνκης από έναν άνθρπο με βαθιά πολύπλευρη κουλτούρα. Φυσικά δεν είναι ο Φασιανός αυτός, (αν και είναι κορδωμένος σα φασιανός), είναι ο Τσαρούχης. Τα μπράβο στο Βιλαρδουίνο για την παρατηριτικότητα του και τη βαθιά παιδεία του.

Χτες Αλίκη είδα ένα όνειρο...
Ναι.. τι είδες θες να μου πεις;...
Είδα τον καθρέφτη να σπάει, μόνο ήμουνα πολύ κοντά και με κόψανε τα γυαλιά. Γέμισε ο τόπος αίματα.
Και τι έκανες μετά;
Δεν έκανα τίποτα, κοίταζα τα αίματα.

Jonathan Richman, Roadrunner


Θα προσπαθήσω να μαζέψω εδώ συνολικά κάποια πράγματα. Τρέχουνε παράλληλα 4 συζητήσεις σε αυτό εδώ το ιστολόγιο, που ποτέ δε θέλησε να είναι κάτι παραπάνω από ένα πεδίο προσωπικής και πολιτικής έκφρασης, και πολλά που θα έπρεπε να τα βάλω σε κάθε μία απάντηση, θα πρέπει να επαναληφθούν. Όχι επειδή δεν μπορείτε εσείς να διαβάσετε 4 συζητήσεις ταυτόχρονα, αλλά κυρίως επειδή είναι πιο βολικό για εμένα. Επίσης, θα ήθελα να σας πληροφορήσω εκτός από το “οι κομμουνιστές είναι ευγενικοί άνθρωποι” του γερό μπάρμπα μου κομμουνιστή, μεγάλωσα και με το “I'm cruel only to be kind”. Θα είμαι σκληρός με αυτόν τον κόσμο μόνο και μόνο για να είναι είμαι ευγενικός με τους συντρόφους και τις συντρόφισσες μου.

Θα ξεκινήσω από τον αφελή Johnny Q, ο οποίος μας παραπέμπει στα στατιστικά και πληθυσμιακά στοιχεία των συνεδρίων του ΚΚΕ για να μας αποδείξει ότι η πλειοψηφία του κόσμου που συμμετέχει είναι εργάτες. (Παρόλ' αυτά κρίνω ότι το ποσοστό των καλλιτεχνών είναι ιδιαίτερα αυξημένο καθότι το 1% είναι μεγάλο νούμερο, 10 καλλιτέχνες στους χίλιους; 100 στις 10.000; 1.000 στις 100.000; 10.000 στα 10.000.000; Δηλαδή ρε Johnny, πέραν του ότι έχουμε ήδη τουλάχιστον 10.000 καλλιτέχνες σε αυτή τη χώρα αν κάνουμε και την πληθυσμιακή αναλογία με βάση το εκλογικό ποσοστό του ΚΚΕ, ε τότε οι καλλιτέχνες πρέπει να είναι γύρω στο 1,5 εκατομμύριο. Φυσικά και δεν είναι έτσι, όμως απλά ως γνωστόν οι περισσότεροι καλλιτέχνες είναι προοδευτικοί. Αλλά και πάλι πολλοί είναι. Τέλος πάντων.) Καμία έκπληξη: είπε κανείς ότι η πλειοψηφία του κόσμου είναι τραπεζίτες, πετρελαιάδες, βιομήχανοι και μεγαλέμποροι; Όχι βέβαια. Από ότι θυμάμαι το ποσοστό σας πρέπει να είναι γύρω στο ποσοστό και του γενικού πληθυσμού. (Να θυμηθώ να τσεκάρω και αυτό με τους καλλιτέχνες για το γενικό πληθυσμό.) Επίσης, μπορεί να έχει ο χώρος τα χάλια του σε κάποια πράγματα. Αλλά τουλάχιστον, μπορείς να βγεις ελεύθερα να τα πεις. Όμορφα και ωραία. Και να σε ακούσουν και άλλοι σύντροφοι-ισσες να σε κρίνουν, να τους κρίνεις κλπ. Θες να μιλήσουμε για την εσωκομματική δημοκρατία του ΚΚΕ; Άστο καλύτερα. Επίσης, ας μη μιλήσουμε για τους οικοδόμους, που μόνο εργάτες δεν είναι. Τέλος πάντων.

Πάμε παρακάτω.

Για τον Φωνακλά και τον Reddove. Τη δέχομαι την κριτική σας. Σαν ακροατής και σαν ένα πολιτικό υποκείμενο. Δε με αφορά άμεσα, παρα μόνο έμμεσα. Άρα δε θα πάρω θέση πάνω σε αυτή τώρα. Επίσης, το ξαναλέω ουδεμία σχέση έχω με την ομάδα. Αυτό το οποίο υπερασπίστηκα, ήταν το δικαίωμα τους, και δικαίωμα μας, να βγαίνουμε να φωνάζουμε όποτε αδικούμαστε. Επίσης, αυτό που υπερασπίστηκα ήταν να μην έχουν κανένα λόγο για το τι κάνουν ή δεν κάνουν συνάδελφοι εργαζόμενοι, τα τσιράκια των αφεντικών και τα ίδια τα αφεντικά (μόνο και μόνο επειδή τους καρφώθηκε στο στήθος το παράσημο της Αναρχίας και του Ήρωα Στον Πόλεμο Ενάντια Στο Κράτος). Λυπάμαι, που η δημοκρατικότητα μου είναι τόσο περιορισμένη, αλλά πληρώνω με το ίδιο νόμισμα. Τα αφεντικά μου, όλα όσα είχα εγώ τουλάχιστον, ΠΟΤΕ δε με ρώτησαν πως να κάνουμε κουμάντο στην επιχείρηση “μας”. Για ποιον γαμημένο λόγο, λοιπόν, να έχουνε δικαίωμα να κρίνουνε στο πως θα κάνω εγώ τον εργατικό, συνδικαλιστικό και ταξικό μου αγώνα;

Ακόμα και για να κλείσω κάπως. Είμαι φανατικός της κριτικής. Έχω φτύσει αίμα 10 και πλέον χρόνια να υπερασπίζομαι το δικαίωμα και το δικό μου και του οποιουδήποτε να κρίνει, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες αλλά με σαφείς όρους προς μία απελευθερωτική κατεύθυνση. Ευτυχώς, που αυτή την πορεία πολύ λίγο την έκανα μόνος μου και βρέθηκα με συντρόφους και αν μη τι άλλο τουλάχιστον έχουμε μαζέψει κάμποσους κουβάδες από αυτό το αίμα συνεταιρικά. Εν ολίγοις καλώς λέτε ότι λέτε, αλλά σε αυτούς θα πρέπει να απευθυνθείτε, ούτε εδώ ούτε στο indymedia. Και να πάτε και να τους βρείτε και να τους τα πείτε και να μας πείτε και μας μετά τι έγινε.

Πάμε παρακάτω.

Γενικώς οι σύντροφοι Hobo και Κτήνος με καλύπτουν σχεδόν απόλυτα σε αυτά που λένε. Οπότε δε θα επαναλάβω τα ίδια πράγματα.

Πάμε παρακάτω.

Ξαφνικά έχει ανεγερθεί ένα ερώτημα. Αυτό περί του πως “κρίνουμε” ένα μικροαφεντικό. Δε θυμάμαι που και πως είχα διαβάσει σε ένα σημείο ότι ακόμα και αν απλά εμπορεύεσαι αποσπάς υπεραξία εμμέσως. Καταρχήν, δεν με ενδιαφέρει να κρίνω κανέναν ηθικά, ούτε παπάς είμαι, ούτε αρχηγός κόμματος, ούτε εκδότης lifestyle περιοδικού. Για μένα υπάρχει μία συνθήκη: ο εκβιασμός της μισθωτής σχέσης. Ο εκβιασμός του πρέπει να δουλέψεις για να ζήσεις. Σε αυτό το σημείο είναι που σταματάει για εμένα ο στείρος αντικειμενισμός. Από εκεί και πέρα τώρα ο καθένας μας, κάνει μία προσωπική επιλογή, να κάνει το ένα να κάνει το άλλο. Υπάρχει όμως ένα σημείο πέρα από το προσωπικό όπου βλέπεις να διαμορφώνονται κοινωνικές επιλογές με την έννοια της μαζικότητας, σε αυτό το θέμα. Υπάρχει το ερώτημα, γιατί και πως όλοι φυλάνε κατουρημένες ποδιές για να βρούνε μία θέση στο δημόσιο (αυτό φυσικά και δε σημαίνει ότι ΟΛΟΙ όσοι είναι στο δημόσιο φυλάνε κατουρημένες ποδιές, προφανώς), υπάρχει το ερώτημα γιατί τόσοι μα τόσοι πάνε και γίνονται σεκιουρητάδες, ερωτήματα που δεν αφορούν τον καθένα προσωπικά αλλά ερωτήματα που αφορούν την ιστορική κίνηση. Την σύνθεση της εργατικής δύναμης, τις στρατηγικές κινήσεις του κεφαλαίου, την αναδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων, την ανάπτυξη νέων τομέων όπου δραστηριοποιείται το κεφάλαιο. ΑΥΤΑ είναι τα πολιτικά ζητήματα, όχι αν είναι ηθική η στάση του τάδε ή του δείνα μικροαφεντικού, αν είναι εντάξει παιδί και ξηγημένος τύπος ή τύπισσα. Από εκεί και πέρα τώρα, υπάρχει ένα γεγονός: απλό απλούστατο. Κάποιος αν εκμεταλλεύεται εργατική δύναμη είναι αφεντικό. Δεν πα να έχει ένα 4ωρο κούριερ που τον βλέπει μία φορά το πρωί να του δώσει τις δουλειές και άλλη μία όταν σχολάει; Είναι αφεντικό τι να κάνουμε! Έτσι λένε οι λέξεις. Όμως η κατάσταση δεν είναι τόσο απλή φυσικά, γιατί ακόμα και οι καλύτερες προθέσεις πολύ λίγα μπορούν να κάνουν μόνες τους ενάντια σε αυτό τον κόσμο. Θα έρθει μία στιγμή, αργά ή γρήγορα όπου θα πρέπει ακόμα και αυτό το ελάχιστο του αφεντικού να αυξήσει το κέρδος του, όπου μία κατάσταση συντήρησης από τα κέρδη της προσωπικής του εργασίας δε θα φτάνουν (ανταγωνισμός κλπ, κλπ,), και όπου αναγκαστικά θα βρεθεί προ δύο επιλογών: ανοίγεται προσλαμβάνοντας εργαζομένους ή την κλείνει τη δουλειά, και πάει και γίνεται εργάτης. Για να το πω πιο χύμα, εκεί που ο αυτοαπασχολούμενος ή το μικροαφεντικό έχει σαν μόνο τρόπο για την καλυτέρευση των αποδοχών του τη δική του εργασία, ή την εργασία των άλλων. Ο εργάτης έχει μόνο ένα πράγμα που μπορεί να κάνει. Εργατικό αγώνα. Με λίγο χυδαίους όρους είναι το ίδιο πράγμα: προσπαθώ να καλυτερεύσω τους όρους μέσα στους οποίους ζω σε ένα σύστημα εκμετάλλευσης και κυριαρχίας. Αυτό που είναι όμως διαφορετικό, αυτό που είναι τραγικά διαφορετικό ανάμεσα στις δύο περιπτώσεις είναι ότι ο ένας δρόμος περνάει μέσα από την εκμετάλλευση των άλλων σε κάποια στιγμή αναγκαστικά, ενώ ο άλλος δρόμος περνάει μέσα από τον αγώνα, την αλληλεγγύη, την κοινότητα, την αντίσταση και την πάλη. Και επειδή εκτός από εργάτες είμαστε και κομμουνιστές και αναρχικοί μας ενδιαφέρει πολύ περισσότερο ο άλλος δρόμος. Μιας και ο άλλος δρόμος οδηγεί στον κομμουνισμό και των μέσων παραγωγής και της εξουσίας.

Και για να κλείσω: όλοι αυτοί που τόσες μέρες υπερασπίστηκαν με πάθος τις προσωπικές επιλογές συντρόφων τους και φίλων τους να έχουνε μαγαζιά και υπαλλήλους, μπορούν να δουν με την ίδια ματιά έναν άνθρωπο 50 χρονών, που η μόνη υπαρκτή λύση του είναι να κάνει το σεκιουρητά; Αλλά όχι βέβαια! Είναι αυτή η παντοδύναμη ηθική, που άλλους τους ανεβάζει και άλλους τους κατεβάζει. Έτσι οι φίλοι μας και τα καφενεία τους επειδή είναι σύντροφοι, (ή υπέροχα πλάσματα...) είναι ανώτεροι έντιμοι, ντάξει, ξηγημένοι, γαμάουα, ενάντια στο κράτος, τον ιμπεριαλισμό, τη ζωή, το σύμπαν και τα πάντα. Ο άλλος όμως που πενήντα χρονών δεν βρίσκει άλλη λύση και γίνεται σεκιουρητάς είναι μπάτσος, ξεφτιλισμένος, πουλημένος στο σύστημα και άλλα πολλά. Ο πιτσιρικάς από την Ημαθία, που γίνεται ΕΠΟΠ είναι στρατόκαυλος, φασίστας, τσιράκι του κράτους και άλλα πολλά. Εγώ να σκύψω με κατανόηση σε κάποιον που η πιο αξιοπρεπής λύση στη ζωή του μπορεί να ήτανε να δουλέψει το μπακάλικο του πατέρα του, ή τα χτήματα του ή της 30 ή 40 αγελάδες. Όλοι αυτοί θα σκύψουνε με κατανόηση πάνω απο την πιτσιρικά που γίνεται ΕΠΟΠ; Από τον 50άρη που γίνεται σεκιουριτάς; Σιγά!!! Η βασική, η κύρια και η μόνη επιλογή όπου όλοι αυτοί οι άνθρωποι αποδέχονται είναι μία. Αν είσαι αναρχικός ή αν είσαι αντιεξουσιαστής. Εκεί κρίνονται όλα. Και όλα πια κρίνονται με καθαρούς σαφείς ηθικούς όρους. Έχουμε γεμίσει παπάδες της επαναστατικής διαβίωσης.

Πάμε παρακάτω.

Πάω στον Όρα Μηδέν, ο οποίος σήμερα ήτανε η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι για την ψυχική μου ηρεμία. Αγαπητέ Όρα Μηδέν, έχεις την τιμή να είσαι ο πρώτος εδώ μέσα που θα του πω να πάει να γαμηθεί. Λοιπόν, άντε γαμήσου εσύ, το Κουκαράτσα σου, και οι φίλοι σου οι ιδιοκτήτες. Χέστηκα, αν εκμεταλλεύεται εργαζόμενους, όπως ρητώς είπα ο συγκεκριμένος σύντροφος έχει εκμεταλλευτεί ήδη άλλα πράγματα, δεν το έπιασες το υπονοούμενο, και το προσπέρασες έτσι. Αντιπαρέρχομαι το γεγονός ότι το κινηματικό σας καφενείο, όπως και όλα τα καφενεία ακόμα και να μην εκμεταλλεύονται την εργασία άμεσα την εκμεταλλεύονται έμμεσα, αντιπαρέρχομαι επίσης το γεγονός, το απλούστατο, για την σημασία και το ρόλο όλων αυτών των “κινηματικών στεκιών” για το ίδιο το κίνημα, και για την οποία θα συμφωνήσω με τα χίλια ευθύνη δεν έχει το Κουκαράτσα αλλά το ίδιο το κίνημα. Αντιπαρέρχομαι ακόμα το γεγονός, ότι αφού δεν εκμεταλλεύεται εργασία παρά μόνο σε πολύ περιορισμένο βαθμό (και πάντα επι πληρωμή), και άρα αυτό είναι κάτι τόσο προφανές στο Ηράκλειο που το ξέρουνε όλοι και άρα στην καλύτερη έλεγα μαλακίες. Οπότε θα πρέπει να αναρωτηθεί κανείς ότι γιατί αφού έλεγα κάτι το τόσο προφανές λάθος, απαίτησες την διάψευση μου. Επίμονα και 2-3 φορές. Δηλαδή αν έλεγα ότι ναι εκμεταλλεύεται εργασία και γω θα τον κρεμάσω μόλις τον βρω μπροστά μου τι θα σήμαινε; Ότι όντως εκμεταλλεύεται εργασία; Μήπως υπερβάλλεται στο ποιος είμαι; Μήπως όμως κάποιο λάκκο έχει φάβα (η ψητή); Η πετάω λάσπη στο αστιγμάτιστο πρόσωπό του; Δε χρειάζεται. Κυλιότανε στις λάσπες για πολλά χρόνια. Τόση λάσπη που μπορεί η δικιά μου να καθάριζε και λίγη.

Κάτω στο Ηράκλειο αγαπητέ, περάσαμε πολύ δύσκολες και πολύ ευχάριστες στιγμές. Και όπως λέει και ο σύντροφος Hobo, όλοι όσοι μας ασκούσαν κριτική (με τους πιο χυδαίους όρους, με προσωπικές επιθέσεις και άλλα τέτοια ωραία) είναι τώρα κάπου άλλου. Και όχι μόνο τώρα, ήδη από τότε, έξι ολόκληρα χρόνια πριν είχαν αρχίσει ένας ένας να πηγαίνουνε στα σπιτάκια τους. Ήμουνα 25 χρονών και ήμουνα από τους πιο μεγάλους (ηλικιακά) στο χώρο εκεί, και ένας από τους 2-3 που τρέχαμε ακόμα και είμασταν κάποτε στο Κοινωνικό Κέντρο Ηρακλείου. Ας μην μιλήσω για το Hobo, που πρόλαβε ακόμα και το στέκι εκεί κοντά στην Πεδιάδος. Εμείς είμασταν τότε ήδη εκεί, και είμαστε ακόμα εκεί που ήμασταν τότε. Αυτοί που είναι;

Αλλά το ζήτημα εδώ δεν είναι ούτε η μουτσουνάρα μου ούτε η ακόμα χειρότερη μουτσουνάρα του Hobo. Το ζήτημα μου εμένα εδώ, και το ζήτημα πολλών άλλων εδώ πέρα, είναι άλλο.

Είναι οι σύντροφοι και συντρόφισσες, οι συνάδελφοι και οι συναδέλφισσες, οι φίλοι και οι φίλες. Αυτοί οι άνθρωποι είναι το ζήτημα.

Άνθρωποι που τρέχουν, χτυπιούνται, τραβιούνται, συζητάνε, συμφωνούν, διαφωνούνε, πάνε σε συνελεύσεις να βγάλουνε άκρη, προσπαθούνε να στήσουνε εγχειρήματα, έντυπα, περιοδικά, τρέχουνε να μοιράσουνε προκυρήξεις από άκρη άκρη στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη και στις υπόλοιπες πόλεις. Στήνουνε φάσεις στις γειτονιές τους, στις συνοικίες τους, στα χωριά τους, εκεί που δουλεύουνε εκεί που ζούνε, και δίνουν χρόνο, λεφτά και άλλο χρόνο, και κόπο, και αγώνες.

Άνθρωποι, που δίνουνε μάχες μικρές καθημερινές συνεχείς, ώρα με την ώρα στιγμή στιγμή, λέξη στη λέξη, στη δουλειά, στο δρόμο, στο πεζοδρόμιο, στην κρεβατοκάμαρα τους.

Άνθρωποι που θα σηκωθούν στις 5 και 6 το πρωί να πάνε να μοιράσουνε μία γαμημένη προκύρηξη έξω από ενα εργασιακό χώρο, άνθρωποι που θα σχολάσουν από το 8ωρο τους και πάνε να κόψουν βόλτα όλοι την Ερμού για να μοιράσουν ένα έντυπο και να πάνε στις 8 στο σπίτι τους από το πρωί, άνθρωποι που έχουνε φάει μήνυση επειδή βρίσανε το αφεντικό τους (και τους ζητούσε εκατομμύρια), άνθρωποι που φάγανε μήνυση επειδή απλά μοιράζανε μία προκήρυξη αλληλεγγύης σε ένα απολυμένο. Άνθρωποι που τρέχουνε μετά τη δουλειά τους στα ντελιβεράδικα και στις πιτσαρίες να μοιράσουν μια προκήρυξη, να μιλήσουν με ένα συνάδελφο, κοπέλες που ακούνε στο αυτί τους από αυτά τα μικροαφεντικά που εκμεταλλεύονται λιιιιιγο την εργασία μας, το χρόνο μας τη ζωή μας “Θα σε γαμήσω μωρή πουτάνα αν ξαναπατήσεις εδώ.”

Ξέρετε όμως τι; Αυτούς τους ανθρώπους δε θα τους βρείτε εύκολα. Δε συχνάζουν και πολύ στα κινηματικά στέκια γιατί έχουνε άλλες γαμημένες δουλειές να κάνουν, και κυρίως δε θα τους δείτε να κορδώνονται σα γύφτικα σκεπάρνια επειδή πέταξαν μία μολότοφ στα 19 και μετά πήγαν σπίτι τους. Δε θα τους δείτε γιατί οι περισσότεροι από αυτούς έχουν πραγματικούς λόγους να αντιστέκονται με όποιον τρόπο μπορούν (με τις αντιφάσεις τους, τα προβλήματα τους, τα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα, τα 152.364 προβλήματα αντιφάσεις και συγκρούσεις), και οι περισσότεροι σε αυτούς τους πραγματικούς λόγους δεν έχουν κανένα που να λέει κάνω ότι το κάνω για μία καλή θέση στην άτυπη ιεραρχία του χώρου, και να ρίχνουν μετά τηλέφωνα να μας πούνε τι πρέπει ή τι δεν πρέπει να συζητάμε! Και ξέρετε τι; Πολλούς από αυτούς δεν τους ενδιαφέρει καν να δηλώσουν τίποτα πολιτικά, απλούστατα γιατί η πολιτική δήλωση ταυτότητας ως μόνο στόχο έχει την κατοχύρωση σε μία θέση στην άτυπη ιεραρχία. Και στον θαυμασμό των κινηματικών καφενείων.

Όμως είναι εκεί, δίπλα από το βιβλίο του Μπακούνιν, που μόλις αγοράσατε, πίσω από το ταμείο που σας χτύπησε τα βιολογικά σας προϊόντα, πίσω από το δίσκο στο “κινηματικό στέκι”, κάτω από το κράνος και το μουσαμά που σας έφερε το κινέζικο, μέσα στα ρουχάδικα, στα γραφεία, στα τηλεφωνικά κέντρα, στα σχολεία και στα πανεπιστήμια, στα νοσοκομεία και όπου αλλού υπάρχει το θαυμάσιο “φυσικό φαινόμενο” της μισθωτής εργασίας. Δηλαδή πίσω από ό,τι σκατά κάνουμε σε αυτό τον σκατένιο κόσμο.

Αν έχω μία ικανοποίηση στη ζωή μου, είναι ότι κάποιοι από όλους αυτούς είναι φίλοι και φίλες, σύντροφοι και συντρόφισσες. Και ότι ένας από όλους αυτούς είμαι και εγώ. Και αυτό αξίζει όλα τα σκατά του κόσμου να τα φας με κουταλάκι.

Μετά από όλα αυτά μου λες Όρα Μηδέν αν υπονοώ ότι ο φίλος σου εκμεταλλεύεται εργατική δύναμη; Τα αμαρτήματα του φίλου σου είναι πολλά και είναι άλλης τάξης, ομοίας τάξης με αυτά αυτών των ημερών. Και αυτό είναι το πλέον τραγικό όλων.

Προσπάθησα να σε προειδοποιήσω να μην ξύνεις παλιές πληγές. Σου είπα να πιείτε καμιά ρακί και να πείτε καμιά μαλακία. Δε με άκουσες. Ε άκουσε το τώρα.

Μην ξύνεις παλιές πληγές, γιατί δεν ξέρεις τι σκατά θα βρείς από κάτω.

Did I make myself clear?


Κάτω από τα κυπαρίσσια
όλα είναι ύσηχα και ίσια.

Λαικό δημώδες

Έτσι τέλειωσε και το 10ο έτος του πελοπονησιακού πολέμου. Μετά από μισή μέρα, η ΣΟ αποφάσισε να δώσει εξηγήσεις. Κάτι πήγε εκεί να μισοπεί. Κάτι έλατε να βοηθήσετε (γιατί να έρθουμε να βοηθήσουμε, άμα δεν την παλεύετε εκεί να το κλείσετε), κάτι δε θα μας πείτε εσείς τι να κάνουμε και δε συμμαζεύεται.

Αλλά αγαπητοί μου αυτά τα ξέρουμε, τα έχουμε ξανασυναντήσει όλα αυτά τα χρόνια. Αυτό που (εγώ προσωπικά) δεν είχα ξανασυνατήσει ήταν μία τέτοιου τύπου απάντηση:

οι ''συντροφοι απο θεσσαλονικη'' που ζητησαμε να κοπουν τα χθεσινα post ειμαστε αυτοι που, ρωτησαμε, μαθαμε, ειδαμε, τι ακριβως εγινε μεταξυ εργοδοσιας και εργαζομενων βγαλαμε τα συμπερασματα μας προσεχουμε με ποιους κανουμε παρεα και θελουμε να συνεχισουμε να συνδιαλεγομαστε πινοντας ενενοχλητοι τον καφε μας με ολους αυτους τους διαφορετικους ιδεολογικα αλλα καταπληκτικους συνομηλιτες που βρισκομαστε εδω και πολλα χρονια σε αυτους τους χωρους που καποιοι εκθεσαν εδω μεσα και οπως ειπε και ο πιο πανω φτανει ρεεεεε ελεος,

ΣΟ ληξτο το θεμα καπου με κομψο τροπο για να μην παραπονιουνται για να τελειωνουμε

Update: μόλις είδα ότι ξαναμπήκε. Παίζουν τα ματάκια μου; Επίσης είχα ξεχάσει την πιο γαμάτη πρόταση. Ο κομψός τρόπος. Αχ αυτοί οι τρόποι... αυτή η κομψότητα έχει κρατήσει τη δημοκρατία μας τόσα χρόνια, και αυτή η ακομψότητα έφαγε το Στάλιν... Α ρε ΣΟ.

Από ότι είδα μέχρι τώρα αυτή η απάντηση έμεινε για 2-3 ώρες τουλάχιστον και εντωμεταξύ να έχουν κοπεί 4-5 άλλα σχόλια. Από ότι φαίνεται δεν άντεξε τόση κριτική. Επίσης από ότι φαίνεται, μάλλον πήραν πάλι τηλ. από Θεσσαλονίκη. Στην αρχή όταν το είδα φαντάστηκα ότι μπορεί να ήταν τρολάρισμα. Αλλά μετά από πολύ ώρα που εντωμεταξύ είχαν κοπεί 5-6, συμπεραίνω ότι για να το αφήνουν μάλλον δεν ήταν τρολλάρισμα.

ΣΟ ληξτο το θεμα καπου με κομψο τροπο για να μην παραπονιουνται για να τελειωνουμε

Άρα δε ζήτησε ούτε το Γκαρσόν να κοπεί, ούτε το μπαρ. Μμμμ... ούτε το μπαρ...;

Τι μάθατε και τι είδατε και δε μας λέτε και εμάς να το ξέρουμε; Κρυφό είναι; Μάλιστα από ότι φαίνεται κρυφό είναι, γιατί δε μας λένε καν ποιο είναι το συμπέρασμα που βγάζουνε. Ή μάλλον το λένε αλλά με έμμεσο τρόπο. Το συμπέρασμα που έβγαλαν είναι "ότι θέλουνε να πίνουν ανενόχλητοι τον καφέ τους, με τους υπέροχους φίλους τους". Πολιτικό συμπέρασμα με αρχίδια έτσι; Όχι μαλακίες. Ντάξει σύντροφοι, αφού το λέτε εσείς να σας αφήσουμε ανενόχλητους να πιείτε το καφεδάκι σας, μη συγχύζεστε και σας ανέβει η πίεση. Μάλιστα. Πολιτικός χώρος λοιπόν, κινηματικές δομές (έτσι λένε ότι είναι δηλ.), με διαδικασίες, με σεβασμό στην αντίθετη γνώμη με... με... με... με όλα αυτά τα ωραία που είναι όμορφα να τα γράφουμε στις μπροσούρες, αλλά άμα πρέπει να τα εφαρμόσουμε κάπου κολλάει το όλο πράμα.

Πράγματα που τα έχω ξαναδεί, μιας και δεν είμαι κάνας πιτσιρικάς πια. Πράγματα που τα έχω ξαναζήσει. Πράγματα που με πιάνει μία θλίψη και μόνο που τα σκέφτομαι. Θλίψη όχι για αυτούς τους καμμένους που θέλουν να πίνουν το καφέ τους με την υσηχία τους. Αλλά θλίψη για τον κόσμο που αναλώνεται, κατανάλώνεται, αδειάζει από αυτά και πάει σπίτι του. Ή ανοίγει καφενείο. Όσο ήμουνα και δρούσα στο Ηράκλειο σαν σπουδαστής, οι σύντροφοι μου και εγώ είμασταν ρεφορμιστές. Μετά γίναμε μπολσεβίκοι, μετά πάλι ρεφορμιστές. Ε αυτό τον χαρακτηρισμό τη μια υπερεπαναστάτης την άλλη ρεφορμιστής έχω βαρεθεί να τον ακούω. Μπορεί κάποιος να μου εξηγήσει πως γίνεται τη μια όσοι ασχολούμαστε με τα εργασιακά να είμαστε ρεφορμιστές και την ίδια στιγμή, αν πούμε ποιος είναι αφεντικό και τι στο διάολο σημαίνει αφεντικό με όρους στοιχειώδους πολιτικής οικονομίας να γινόμαστε υπερεπαναστάτες; Γιατί από τους ίδιους ακριβώς προέρχεται αυτή η κριτική. Και μπορούν ακόμα να μας εξηγήσουν πως στο διάολο γίνεται το Γκαρσόν να κατηγορείται για τυχοδιωκτισμό και πολιτικαντισμό, και όλοι όσοι έχουνε πάει στα σπίτια τους ή στα καφενεία τους να μην κατηγορούνται για εφησυχασμό και μικραστικοποίηση; Πως γίνεται αυτό το πράγμα, μόνο η βαθιά γνώση των μυστηριών της αναρχικής ιδεολογίας (διαχωρισμένη από την πραγματικότητα και την πράξη θεωρία) μπορεί να εξηγήσει.

Εγώ αυτό είδα. Και αυτό το συμπέρασμα έβγαλα, από όλη αυτή την ιστορία.

Στο Indymedia, όταν είχε πρωτοανοίξει, είχε ασκηθεί μία κριτική από τα Μητροπολιτικά Συμβούλια. Τον καιρό εκείνο, αν και μακριά την αποδέχτηκα. Με κάποιες επιφυλάξεις. Με τον καιρό διαπίστωσα, ότι η κριτική των συντρόφων τότε ήταν λάθος σε κάποια σημεία. Το ιντυμήντια είχε γίνει ένα χώρος που ανταλλάσοταν ιδέες και απόψεις, γινόταν συζητήσεις πολλές και ενδιαφέρουσες. Ο κίνδυνος δεν ήταν τόσο, του ότι δεν ξέρεις ποιος είναι αυτός που μιλάει, ούτε και η διαμεσολάβηση. Ο κίνδυνος ήταν τελικά πολύ περισσότερος πολιτικός, από ότι μπορεί να φανταζόμαστε.

Δεν θέλω να κρίνω κανέναν ηθικά για το τι κάνει στη ζωή του, ούτε εργάτες ούτε αφεντικά, δεν με ενδιαφέρει αυτό και δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Το ζητούμενο είναι να κριθούν και στην πράξη και στο λόγο όλοι, όλες και όλα, πολιτικά.

Αρκετά όμως γιατί και έχω κουράσει και έχω κουραστεί. Θα παρακαλούσα τους πολλούς καινούριους αναγνώστες πριν με ρωτήσουν κάτι, να ρίξουν μία ματιά σε ότι έχω γράψει την τελευταία χρονιά. Πολλά εξηγούνται εκεί. Αν μπω στον κόπο να απαντήσω θα παραπέμψω εκεί. Όχι επειδή τα έχω πει όλα, αλλά επειδή εχω πει απλά κάποια πράγματα.

Ο διάλογος σε σχέση με το θέμα μας έχει πάρει την άγουσα των αποδυτηριών. Οπότε θα μπω στην διαδικασία να απαντήσω από εδώ επώνυμα σε ένα από αυτά που λέει ο Νίκος Καρανίκας. Σε ένα από αυτά γιατί τα πολλά υπόλοιπα θα πρέπει να τα απαντήσουν οι Γκαρσόν Λεκιάστικα.

Θα προσπεράσω το γεγονός, ότι από τη στιγμή που αφήνεις στο απυρόβλητο το αφεντικό σου σημαίνει ότι τον καλύπτεις. Δεν με ενδιαφέρει αυτό προς το παρόν. Επίσης θα προσπεράσω και το γεγονός, ότι δεν μας λύνεις την απορία, όταν κατηγορείς για τυχοδιωκτισμό και για συνδιαλλαγή κάποιους να μας πεις ποια συλλγική διεκδικητική διαδικασία παρέκαμψαν. Τέλος πάντων.

Θα σταθώ όμως στην τελευταία σου πρόταση, επειδή για μένα συντηρεί πάμπολλους μύθους των κινηματικών καφενείων, σαν αυτό που έχεις την τύχη ή την ατυχία να δουλεύεις.

Λες λοιπόν:

"Ειδάλλως η άρνηση στη δουλειά πρέπει να διατηρεί κάποια αξιοπρέπεια όπως αυτήν των ληστών τραπέζης των οποίων και είμαι αλληλέγγυος."

Καταρχήν, να συμβάλλω λίγο με τις ταπεινές μου ιστορικές γνώσεις. Το πολιτικό ζήτημα άρνησης της εργασίας είναι κοινωνικοιστορικό προιόν της δεκατίας του '60 και του '70. Και τότε καμία μα καμία σχέση δεν είχε με ληστείες τραπεζών. Ήταν ένα ευρύ ταξικό πράγμα που ξεκίναγε από τα εργοστάσια και έφτανε στις γειτονιές και στις κουζίνες (μέσω των ζητημάτων που έβαλε το φεμινιστικό κίνημα). Η πολιτική του σημασία ήταν μάλλον να χτυπήσει τις σταλινικές αντιλήψεις περι εργασίας, εργατικότητας και άλλα σταχανοβίτικα. Από την άλλη οι ληστείες τραπεζών, όποτε ήταν κινηματικές ή πολιτικές, γινόταν ξεκάθαρα για να ενισχύσουν οικονομικά το κίνημα και τις πολιτικές οργανώσεις. Δεν είχαν ποτέ το χαρακτήρα της άρνησης της εργασίας. Είχαν απλά το χαρακτήρα μαζεύουμε φράγκα για να ενισχύσουμε την οργάνωση.

Αυτή τη σύνδεση μεταξύ ληστείας τράπεζας και άρνησης της εργασίας, εγώ προσωπικά την έχω δει μόνο στην Ελλάδα να συμβαίνει τα τελευταία χρόνια. Όποιος μπορεί να μου αποδείξει που βασίζει ιστορικοκοινωνικοπολιτικά την άποψη του για σύνδεση ληστείας-άρνησης εργασίας ας το κάνει. Έχω όλη την καλή διάθεση.

Πέραν τούτου έχω και μερικές γενικότερες επιφυλάξεις για το πως "αρνείται κανείς την εργασία"; Άρνηση της εργασίας είναι άμα δεν έχεις δουλέψεις ποτέ σου; Άρνηση της εργασίας είναι άμα έχεις 3-4 διαμερίσματα και ζεις από τα νοίκια; Άρνηση της εργασίας είναι αν για τον α η β λόγο αποφασίσεις να μη δουλέψεις ποτέ σου;

Είναι προφανές ότι η απάντηση είναι όχι. 'Αρνηση της εργασίας δεν μπορεί να κάνει κάποιος που δεν εργάζεται, άρνηση της εργασίας μπορούν να κάνουν μόνο οι εργαζόμενοι. Και είναι απλό, η άρνηση της εργασίας δεν είναι ακριβώς το ίδιο με ένα γενικό πολιτικό αίτημα που λέει "κατάργηση της μισθωτής εργασίας", αλλά πολύ περισσότερο η υλικοποιημένη και η προσγειωμένη στην καθημερινότητα διάσταση αυτού του γενικού πολιτικού αιτήματος, η οποία λέει αρνούμαι τους συγκεκριμένους όρους εργασίας που μου επιβάλλονται καθημερινά και προσπαθώ να τους καταπολεμήσω.

Και για να το πάμε στη φιλοσοφία, δεν μπορεί να υπάρχει άρνηση σε κάτι εάν προηγουμένως δεν υπάρχει μία κατάφαση. Με αυτή την έννοια στους ληστές τραπεζών, δεν βλέπω καμία κατάφαση που να τους γεννάει την άρνηση της εργασίας. Μπορεί να υπάρχει μία γενικότερη άρνηση σε αυτό τον κόσμο (που είναι πολύ συζητίσιμη, φυσικά...), αλλά άρνηση της εργασίας δεν υπάρχει.


Θα μπορούσε να θυμίζει η όλη φάση εκείνη τη δουλειά που έκανε ο Winston Smith στο "1984", ξέρετε που έπιανε και έσβηνε και έραβε και έκοβε ό,τι δεν άρεσε στο κόμμα. Αλλά φυσικά δεν το θυμίζει, γιατί στον κόσμο του 1984 δεν υπάρχουν κρυμμένα, υπάρχει μόνο η λήθη.

Τι να ενόχλησε όμως τους αγαπητούς διευθύνοντες του μέσου; Οι δικαιολογίες είναι φυσικά σαθρές. Στοχοποιήσεις, και το ζήτησαν σύντροφοι από τη Θεσσαλονίκη. Καταρχήν, ποιες στοχοποιήσεις, ποιος στοχοποιήθηκε; Επειδή διάφορα αναρχοαφεντικά βγαίναν και μας κάναν υποδείξεις πως γίνεται ο σωστός συνδικαλιστικός αγώνας; Επειδή διάφοροι γελοίοι είδαν να λερώνεται η πεντακάθαρη συνείδηση τους ως αναρχικοί, κομμουνιστές, και επαναστάτες; Επειδή στραπατσαρίστηκε η μούρη του αναρχικού καφετζή; Ή επειδή η κουβέντα μπορεί να πήγαινε στο τι συμβαίνει στο κέντρο της επανάστασης τα Εξάρχεια; Και μετά που θα πίνει η ΣΟ τη μπύρα της; Στου Ψυρρή;

Και ποιοι σύντροφοι ζήτησαν να κοπεί η συζήτηση; Οι μόνοι που δικαιολογούνται να έχουν λόγο για το αν θα κοπεί ή όχι η συζήτηση, είναι το Γκαρσόν Λεκιάστικα. Αλλά ακόμα και αυτό να συμβαίνει, ας πρόσεχαν καταρχήν και ας μην έβαζαν την είδηση στο μέσο. Αν δεν το ζήτησαν αυτοί, ποιοι άλλοι το ζήτησαν; Και ποιοι είναι αυτοί οι "σύντροφοι" που η γνώμη τους μετράει περισσότερο από τη γνώμη όλων όσων έγραψαν; Αυτοί που έγραψαν δεν είναι "σύντροφοι"; Τι είναι; "Υποσύντροφοι";

Για εμένα τον ταπεινό, το ζήτημα είναι αρκετά απλό. Και αυτό είναι το εξαιρετικά ενδιαφέρον ζήτημα που έφερε στο φως αυτός ο διάλογος στο indymedia.

Έδειξε την ταξικότητα μέσα στους ίδιους τους αναρχικούς και τους αντιεξουσιαστές, μας έδειξε τελικά με έναν πολύ όμορφο τρόπο ότι η πολιτική ταυτότητα δεν μπορεί να είναι πάνω από την πραγματική κοινωνικοοικονομική θέση κάποιου.

Έδειξε την αθλιότητα ενός χώρου που θέλει να λέγεται επαναστατικός αλλά γεμίζει τα καφενεία των πρώην, νυν και αεί. Αντί να γεμίζει τους κοινωνικούς χώρους, τις πλατείες και τις γειτονιές.

Έδειξε ακόμα, ότι πολύς κόσμος βλέπει πολύ καλά τι γίνεται, και ματάκια έχει και αυτάκια. Και αυτό μάλλον ενόχλησε διάφορους με τις κλίκες τους και τις παρέες τους.

Και επειδή είναι κρίμα τέτοια πράγματα να πάνε χαμένα, μάζεψα από τα κρυμμένα όλα τα σχόλια που κόπηκαν και τα βάζω στο πρωτο σχόλιο.

With love from the dark side...


Το αριστερό μου αφεντικό πατίνι με έχει κάνει
και συ μου λες πως φταίν' οι αμερικάνοι.

Προλεταριακό άσμα
.

Χτες είδα στο Indymedia αυτήν εδώ την ανακοίνωση της ομάδας Γκαρσόν Λεκιάστηκα. Καθώς προχώρησα όμως πιο χαμηλά, στη "συζήτηση" έμεινα άφωνος. Από την αθλιότητα που μπορεί να επιστρατεύσει κανείς προκειμένου να "χτυπήσει" μία κινητοποίηση κάποιων εργαζομένων.

Εννοείται ότι δεν υπάρχει κανένα θέμα για μένα. Απέναντι στο κάθε αφεντικό, ο εργάτης έχει πάντα δίκιο. Απλά πράγματα. Και δεν πάει να δηλώνει το αφεντικό, αριστερός, κομμουνιστής, καταστασιακός και δε συμμαζεύεται; Χέστηκα.

Το ενδιαφέρον στην όλη υπόθεση είναι από ότι κατάλαβα, το εξής. Οι δύο εργαζόμενοι είχαν κάνει συμφωνία (;) [Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να μας περιγράψει κανείς τους όρους αυτής της συμφωνίας, καθώς και το ευρύτερο πλαίσιο, όπως και να μας εξηγήσει διεξοδικά το πόσο ισόρροπη είναι μία τέτοια συμφωνία], να "πληρώνονται" τα ένσημα, αντί να τους τα περνάει στο ΙΚΑ. Και τώρα, οι υπερασπιστές των αφεντικών, εγκαλούν τα "κωλόπαιδα" που ζητάνε τα ένσημα τους. Μάααααααλιστα...

Εμένα, μόνο ενδιαφέρουσα μου μοιάζει μία τέτοια προοπτική, γιατί αν μη τι άλλο, βλέπει κανείς πως μία συνθήκη, (αυτής της μάυρης εργασίας), μπορεί να λειτουργήσει και να χρησιμοποιηθεί από τους εκμεταλλευομένους υπέρ τους σε κάποιο βαθμό. (Είναι γεγονός, ότι η μαύρη εργασία έχει ως ένα βαθμό οφέλη για τους εκμεταλλευομένους, στο βαθμό εκείνο που αποτελεί μία κίνηση των ίδιων, πχ. είσαι στο επίδομα ανεργίας και δουλεύεις ταυτόχρονα). Και ταυτόχρονα θα μπορούσε να δει κανείς αυτή την κίνηση σαν μία ουσιαστική αντεπίθεση στο καθεστώς της μαύρης εργασίας. Θα ήταν ενδιαφέρον αν ερχόταν μία στιγμή, όπου τα αφεντικά θα απαιτούσαν να μη δουλεύουμε μάυρα. (Φυσικά αυτή η στιγμή δε θα έρθει ποτέ, γιατί ότι έχει να κάνει με την γενικευμένη συνθήκη της μισθωτής εργασίας είναι πάντα, υπέρ των αφεντικών.) Το ζήτημα, το πολιτικό ζήτημα εδώ πέρα, είναι το εξής: το ό,τι κάποιοι υπερασπίζονται πολιτικά τα αφεντικά. Ε, λοιπόν, άμα εγώ αυτούς τους θεωρήσω ανάλογο του Πρετεντέρη σε μια πιο αριστερή εκδοχή, θα έχω άδικο;

Δε θα μπω στην διαδικασία, να κρίνω της ηλιθιότητες που λέγονται, προς υπεράσπιση των αφεντικών του μπαρ. Είναι όλα δείγμα μιας άθλιας κατάστασης που επικρατεί στο "χώρο". Κατάσταση που συνοψίζεται από τη μια σε μία εντελώς αφηρημένη πολιτική δράση (το "κράτος", "ο ιμπεριαλισμός", οι "ζαπατίστας". κλπ κλπ), και από την άλλη σε μία πλήρη αδιαφορία για ό,τι αφορά την καθημερινότητα μας. Αδιαφορία που εκδηλώνεται πλήρως στις κινήσεις εργαζομένων στην Αθήνα, όπου οι εργατικές ομάδες προσπαθούν με νύχια και με δόντια να σταθούν κινηματικά. Και να ρωτήσω εγώ: Που είναι όλοι αυτοί οι "αναρχικοί" και οι "αντιεξουσιαστές" σε σχέση με τα εργασιακά εγχειρήματα (που στην βάση τους και αυτοοργανωμένα είναι και αντιιεραρχικά);. Πουθενά. Από ότι φαίνεται οι αναρχικοί δεν είναι ούτε κούριερ, ούτε σερβιτόροι, ούτε εμπορουπάλληλοι, ούτε βιβλιουπάλληλοι, ούτε οικοδόμοι. Από ότι φαίνεται οι περισσότεροι αναρχικοί ή είναι φοιτητές ή είναι μικροαφεντικά. Δεν εξηγείται αλλιώς.

Από την άλλη υπάρχει και μία άθλια κατάσταση, που την έχω δει να εκδιπλώνεται και στο Ηράκλειο της Κρήτης, που έζησα 6 χρόνια, και στην Αθήνα. Η κατάσταση αυτή έχει να κάνει με τους διάφορους πρώην, νυν και αεί, αντιεξουσιαστές, αναρχικούς, αριστερούς που με τον πλέον χειρότερο τρόπο εκμεταλλεύονται τις σχέσεις και τις γνωριμίες με το κίνημα, και πάνε και ανοίγουν καφενεία και μπαρ. Εξασφαλισμένη πελατεία, γιατί σιγά μην πάμε στο μικροαστό να δώσουμε τα λεφτά μας, εξασφαλισμένο εργατικό δυναμικό με κάλη διάθεση προς τον σύντροφο-αφεντικό, εξασφαλισμένη φήμη, μιας και είναι τόσα χρόνια στο κίνημα.

Το πλέον τραγικό αυτής της κατάστασης δεν είναι ότι ανοίγουν τέτοια μαγαζιά. Το τραγικό είναι να βλέπεις, το είδα ξεκάθαρα αυτό στο Ηράκλειο, και ως ένα βαθμό μπορώ να φανταστώ να συμβαίνει και αλλού. Να βλέπεις από μία ώρα και μετά να αδειάζουν τα στέκια και οι καταλήψεις για να γεμίζουν αυτά τα μπαράκια. Λες και δεν μπορούμε να μαζευτούμε στα στέκια και τις καταλήψεις, να βάλουμε λίγη μουσική, πέντε μπύρες στο ψυγείο και να ψήσουμε 2 λουκάνικα ή μία φάβα. Δηλ. έλεος. Και το νόημα φυσικά αυτού δεν είναι ότι δίνουμε λεφτά σε κάποιο αφεντικό. Το βασικό και κυριώς το πολιτικό νοήμα, είναι ότι χάνουν αυτοί οι χώροι το ουσιαστικό μέρος τους να αποτελούν κομμάτι της κοινωνικότητας μας.

Κανονικά θα έπρεπε να σχολιάσω με 3-4 χιλιάδες λέξεις το βιντεάκι που ακολουθεί. Δυστυχώς όμως ο οργανισμός μου βρίσκεται σε παρατεταμένη ύφεση, μιας και ανοιχτηκα σε μερικούς κρύους αέρηδες, χωρίς την απαραίτητη προφλαξη. Θέλω να ελπίσω ο ιός να μην περάσει στην πραγματική οικονομία, ουπς λάθος, εννοώ να μη μου το γυρίσει σε ιγμορίτιδα. Όχι τίποτα άλλο, αλλά τότε θα πρέπει να πάω να δω ένα γιατρό...

Απολαύστε λοιπόν το βιντεάκι. Ευχαριστίες στον Α. για την υπενθύμιση (όπως καταλβαίνετε, αφήστε που δεν το λέω τα μισά εδώ μέσα είναι ιδέες φίλων και συντρόφων.)


Η πιο τετριμμένη φράση εδώ μέσα έχει καταντήσει, το "δεν έχω τηλεόραση". Έτσι μου 'ρχεται να το βάλω στον υπότιτλο, αλλά θα φωνάζετε που πάλι τον άλλαξα. Τέλος πάντων.

Σήμερα το πρωί που λέτε σηκώθηκα, και επειδ ήμουνα μόνος σε ένα σπίτι ενός φίλου είπα να ανοίξω την τηλεόραση να δω τι γίνεται με την κρίση. Στην αρχή βλέπω όλα τα χρηματιστήρια να πάνε καταδιαόλου, -8% το ένα -10% το άλλο, κόλαση. Ένιωσα λίγο περίεργα αναλογιζόμενους όλους αυτούς τους γιάπηδες να τραβάνε τα μαλλιά τους, και γω να πίνω το καφεδάκι μου. Ήταν εκεί λοιπόν κάτι γραβατωμένοι και χτυπιόντουσαν. Με αγχώσανε, πρωί πρωί και είπα να αλλάξω κανάλι. Είδα λίγο Αρναούτογλου που είχε εκεί ένα πρόβλημα με τι φέτα ή κάτι τέτοιο, μετά είδα μία που κεράτωνε τον άντρα της και η μάνα της της βάζει χέρι και μετά το ξαναγύρισα στα ειδησεογραφικά.

Σήμερα λοιπόν, εγώ ο αμαθής έμαθα:

Ότι η ισλανδική τράπεζα που κρατικοποιήθηκε είναι και αγγλικών συμφερόντων, μιας και ένα μεγάλο μέρος των μετοχών το έχουνε κάτι εγγλέζοι που έχουν και μία ομάδα, και αυτή η ομάδα αντιμετωπίζει σοβαρό οικονομικό πρόβλημα.

Ότι η Fortis και αυτή κρατικοποιημένη διοργάνωσε ένα επιχειρησιακό γέυμα με 50 καλεσμένους και το κάθε πιάτο κόστιζε 3.000 ευρώ.

Ότι μία φτωχή γιαπωνέζα πια έχει κάτι προβλήματα στο να αγοράζει ότι θέλει. Και αυτό ήταν η εικόνα για την κρίση στην Ιαπωνία.

Ότι η Γαλλία εξετάζει το ενδεχόμενο να δώσει φορολογική αμνηστία στα επαναπατριζόμενα κεφάλαια (δεν αναφέρθηκε πουθενά αν πρόκειται για μαύρο off shore χρήμα).

Ότι το πετρέλαιο έπεσε στα 80 δολλάρια και εξετάζουν το ενδεχόμενο να μειώσουν την παραγωγή για να μην πέσει και άλλο. Και ότι αυτό δεν είναι αποτελεί λόγο για ανάκαμψη της οικονομίας. Όλως παραδόξως, όσο το βαρέλι ήταν στα 150 η οικονομία αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα. Ακόμα όλως παραδόξως το πετρέλαιο θέρμανσης παραμένει στα 80 λεπτά το λίτρο.

Ότι οι επενδυτές είναι πανικόβλητοι και δε λένε να ηρεμήσουν παρόλα τα μέτρα που λαμβάνονται. Το ποιοι είναι αυτοί οι επενδυτές δε μας είπε κανείς.

Ότι ένας από αυτούς (;!) βγήκε και είπε. "Είναι μία πυρκαγιά που καίει και όσο νερό και να ρίξουμε δεν θα σβήσει. Πρέπει να την αφήσουμε να κάψει τα πάντα ώστε μετά να αναδυθούν νέες ευκαιρίες."

Ότι ο Καραμανλής πήγε στη Μάλτα.

Ότι οι παπάδες πουλήσανε 5-6 φορές κάτι λίμνες, κάτι βουνά, δύο φορές τον ήλιο και 3-4 φορές την Ανταρκτική.

Ότι είμαι απίστευτα μαλάκας που δε τρώω το τάδε γιαούρτι, δεν οδηγό το δείνα αυτοκίνητο και δεν είμαι τόσο όμορφος όσο αυτοί.

Τέλος έμαθα, τι χαρά του να σηκώνομαι κάθε πρωί και να διαβάζω αυτό που εγώ θέλω, για να ενημερώνομαι.

Πιο μετά που ήρθε ο σύντροφος και συζητάγαμε εκεί για την κρίση, κατέληξα στο συμπέρασμα: Τι μας νοιάζει; Έχουμε τίποτα για να χάσουμε κάτι; Φτωχοί τώρα φτωχοί και μετά. Άμα πάει το ψωμί 20 ευρώ θα σου πω εγώ. Αντέτεινε ο σύντροφος. Ε λέω, και εγώ θα τρώμε παξιμάδια... Έτσι λοιπόν αγαπητοί.

Ή παξιμάδια Ή Αργεντινή

Κλοπή υπεραξίας και μισθωτή σκλαβιά,
η κρίση είναι εδώ και καθημερινά.

Το από πάνω είναι ένα graffiti του Banksy που το έκανε λέει στη Wall Street. Με αγάπη σε όσους νομίζουν ότι επειδή έχουν λεφτά έχουν και πλούτο.

Πάρτε και ένα τραγουδάκι που μου θύμισε ο Αρσένιος, να το γλεντήσουμε.


Mνήμη ελέφαντα

Θυμάμαι όταν είχα πάει στο Βερολίνο, μου έκαναν εντύπωση τα μνημεία, κυρίως αυτά του πρώην δυτικού Βερολίνου, όπου σε διάφορα άσχετα σημεία μέσα στην πόλη έβλεπες παντού σχεδόν αναμνηστικές πλάκες να μνημονεύουν και 'γω δεν ξέρω ποιοςν Είχα φάει ένα τέτοιο κόλλημα που δεν άφησα πλακέτα για πλακέτα που να μην προσπαθήσω με τα λίγα γερμανικά που ξέρω να τη μεταφράσω (ανάμεσα σε όλα τα άλλα έφαγα και μπόλικη ώρα σε διάφορες απλά ενημερωτικές πινακίδες, αλλά φυσικά είναι σκληρό το τίμημα της γνώσης).

Ένα όμως μνημείο μου έκανε τεράστια εντύπωση. Ήταν αυτό που βλέπεις στην Potzdamer Platz, αμέσως μόλις βγαίνεις από το σταθμό. Ένα μνημείο, όπου ήταν αφιερωμένο στον Καρλ Λημπνεχτ, που την Πρωτομαγιά του 1916, μίλησε στην πρώτη ανοιχτή συγκέντρωση διαμαρτυρίας στον Α' Παγκόσμιο πόλεμο. Το μνημείο, δεν έχει καμία προτομή ή άγαλμα πάνω και είναι μόνο το βάθρο. Από ότι διάβασα είχαν διάφορες διαφωνίες από πολύπαλιά, για το αν θα βάλουν ή όχι το μνημείο, το οποίο έμεινε ημιτελές. Τελικά το βάλανε.

Ως γνωστόν, η Potzdamer Platz ήταν το κέντρο του Βερολίνου, όπου μετά το '45, οι διοικητικές ζώνες την χώριζαν στη μέση. Μετά χτίστηκε και το τείχος και δεν έμεινε κωλομπυθρόξυλο στη γύρω περιοχή. Για να έρθει μετά η επανένωση και να αναδείξει την περιοχή ως ένα από τα πιο επικερδή φιλέτα της πόλης.

Το μνημείο για το οποίο μιλάω είναι αυτό εδώ:


Και πάνω γράφει αυτά εδώ:


Σαν καλοί διαλεχτικοί υλισταί, μαρξισταί και άλλα αντικειμενίστικα που είμαστε, θα πρέπει να παραδεχτώ ότι αυτό που με ενόχλησε τα μάλα, δεν είναι το μνημείο αυτό καθαυτό (αν και έχω πολλούς λόγους να μισώ τα μνημεία). Αυτό που με ενόχλησε ήταν το περιβάλλον. Όλα αυτά κτήρια μοντέρνας αρχιτεκτονικής που περιβάλλουν την πλατεία. Εκείνο το απόγευμα ήταν το πιο εφιαλτικό μου στην πόλη...

Γιατί τα λέω όλα αυτά;

Πέτυχα κάπου αυτό εδώ. Και ένιωσα ότι είναι πολύ λίγες οι φορές που η αλήθεια έχει ωραία γράμματα.



Συνεχίζοντας το μεγάλο μας αφιέρωμα στους τιτάνες του Μαρξισμού, θα προχωρήσουμε αναδημοσιεύοντας ποίηση του μεγάλου τιμονιέρη, άλλως πως chairman Mao, aka Mickey Mao...


Μερικά ιστορικά στοιχεία, για να μαθαίνετε, και να μη λέτε ότι χάνεται την ώρα σας διαβάζοντας βλακείες. Η γραφή στην Κίνα, ή μάλλον η καλλιγραφία θεωρείται μεγάλη τέχνη. Το να γράφεις δηλ. ένα ιδεόγραμμα είναι μεγάλη μαγκιά. (Λογικό νομίζω...). Για αυτό ας πούμε, από πολύ παλιά όσοι ήξεραν να γράφουν είχαν και μία καλλιτεχνική διάσταση. Ο φίλος μας ο Μαο που λέτε ήτο μεγάλος καλλιγράφος, έτσι λένε τώρα τι να σας πω και γω... Ακόμα, μετά τη νίκη του '49 υπήρχε η πρόταση τα κινέζικα να αντικατασταθούν από το λατινικό αλφάβητο, (όπως έκανε και ο Ατατούρκ με τα τούρκικα). Αλλά τελικά πέρασε η πρόταση του Μάο για απλοποιήση της γραφής των ιδεογραμμάτων (είναι αυτό που πιθανά να έχετε δει σαν simplified ή traditional chinese). Αυτά τα χρήσιμα για να κάνετε τον καμπόσο σε παρέες, ή να σπάτε τον πάγο όταν θέλετε να προσεγγίσετε το αγόρι ή το κορίτσι των ονείρων σας.

Και τώρα τέχνη.




Ο σύντροφος Hobo, μας έκανε την τιμή να μας στείλει τη μετάφραση του κειμένου του Caffentzis έχω αναφέρει παρακάτω. Ακολουθεί μία μικρή εισαγωγή του μεταφραστή.

Η παρακάτω μετάφραση έγινε πολύ γρήγορα, είναι σχετικά ελεύθερη, αλλά ακριβής στα νοήματα του πρωτότυπου (υπάρχει το αγγλικό κείμενο με το οποίο μπορεί να αντιπαρατεθεί και οι υποδείξεις για διορθώσεις είναι ευπρόσδεκτες). Μεταφράζω το food crisis ως «κρίση των τροφίμων» και όχι ως «επισιτιστική κρίση», ούτε ως «διατροφική κρίση». Ο πρώτος όρος παραπέμπει μάλλον σε μια κρίση πραγματικής έλλειψης τροφίμων (όπως π.χ. στο β- παγκόσμιο πόλεμο), ενώ ο δεύτερος σε κρίση στην ποιότητα των τροφίμων (π.χ. διοξίνες, μελανίνες, κλπ). Ενώ αυτό το οποίο μάλλον συμβαίνει είναι μία κρίση που αφορά το εμπόρευμα τρόφιμα σαν χρηματιστηριακή αξία. Οι υποσημειώσεις στο τέλος, οι τονισμοί και τα εισαγωγικά (αλλά όχι όλη η στίξη), είναι του Caffentzis. Οι ελάχιστες δικές μου, είναι ενσωματωμένες στο κείμενο, ως στμ.

Μετάφρασα το κείμενο γιατί αποτελεί πιθανόν το καλύτερο γραπτό που διάβασα φέτος, όχι μόνο σε σχέση με την κρίση. Αξίζει να διαβαστεί τουλάχιστον δύο φορές και να συζητηθεί αρκετά. Αξίζει επίσης να διανεμηθεί πλατιά. Δεν γράφονται συχνά τέτοια πράγματα σήμερα.

Κάποια πράγματα που αναφέρονται επίσης στο κείμενο, ή στις παραπομπές, και έχω την εντύπωση ότι δεν μας είναι γνωστά, όπως οι “clean clothes” campaigns (καμπάνιες «καθαρά ρούχα»), ή οι διαδηλώσεις σε Φιλιππίνες και Μεξικό σε κάποιες φάσεις αυτής της κρίσης, είναι σημαντικό να ερευνηθούν και να αναδειχτούν. Κατά την γνώμη μου, βεβαίως, βεβαίως…

Αυτά.

Ηobo

Ερμηνεύοντας την κρίση των τροφίμων


Μετά από τρεις δεκαετίες σχετικής σταθερότητας, οι τιμές των τροφίμων αυξάνονται δραματικά για πάνω από τρία χρόνια. Ανάμεσα στο Μάη του 2007 και του 2008 η τιμή του καλαμποκιού αυξήθηκε κατά 46%, του σιταριού κατά 80%, της σόγιας κατά 72%, του ρυζιού κατά 75%. Σαν αποτέλεσμα, σύμφωνα με το Παγκόσμιο πρόγραμμα την Ηνωμένων Εθνών για τα τρόφιμα (UN World Food Program), επιπλέον 130 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν προστεθεί στα εκατοντάδες εκατομμύρια των κιόλας λιμοκτονούντων, ή όσων υποφέρουν από υποσιτισμό.

Δεν αποτελεί έκπληξη, ότι σε μια ντουζίνα πόλεων σε όλο τον κόσμο, από το Πορτ- ο- Πρενς στο Κάιρο και στην Μανίλα, ότι οι άνθρωποι έχουν κατέβει σε διαμαρτυρίες ενάντια στην οικονομική ποινή θανάτου που τους έχει επιβληθεί, γνωρίζοντας ξεκάθαρα, πως οι διακυμάνσεις στις τιμές των εμπορευμάτων, δεν είναι «γεγονότα της φύσης». Πράγματι, τα ιερογλυφικά των τιμών των τροφίμων και κρύβουν και αποκαλύπτουν ένα κόσμο σχεδίων, πολιτικών και αγώνων που έχουμε ανάγκη να ξεκαθαρίσουμε, για να είμαστε ικανοί να ερμηνεύσουμε τις ρίζες της «κρίσης των τροφίμων».

Για τις τέλειες θύελλες και τις παράλογες φούσκες

Το πρώτο μας βήμα πρέπει να είναι η απόρριψη του χαρακτηρισμού αυτής της κρίσης, σαν «τέλειας θύελλας», δηλαδή σαν αποτέλεσμα ενός συνδυασμού παραγόντων που κανένας δεν θα ήταν δυνατό να προβλέψει. Τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι πιο μακριά από την αλήθεια. Όπως και με την «ενεργειακή κρίση», που έστειλε τις τιμές του πετρελαίου στον ουρανό, η άνοδος των τιμών στα τρόφιμα βασικής διατροφής, ήταν εύκολα προβλέψιμη και πραγματικά προβλέφτηκε από αναλυτές και ακτιβιστές σε όλο τον κόσμο. Για χρόνια, πράσινοι, οικο-φεμινίστριες, και πάνω από όλα, μέλη των κινημάτων ειρήνης, ισχυρίζονταν πως οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές που επιβάλλει η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στις χώρες του παγκόσμιου Νότου, στο όνομα της οικονομικής ανάκαμψης και της δομικής προσαρμογής, θα έχουν καταστροφικά αποτελέσματα στην παραγωγή τροφίμων και στην ικανότητα των ανθρώπων να αναπαράγουν τους εαυτούς τους.(1)

Παρόλα αυτά, η δομική προσαρμογή παρέμεινε η Βίβλος για την ρύθμιση των οικονομιών στην Αφρική, την Ασία και στην Λατινική Αμερική μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με αυτή, κυβερνήσεις σ’ αυτές τις περιοχές πιέστηκαν να ιδιωτικοποιήσουν το χρόνο μίσθωσης της γης, να κόψουν τις επιδοτήσεις στους αγρότες, αν ανακατευθύνουν των γεωργική παραγωγή προς εξαγόμενα αγαθά, ενώ άνοιγαν την πόρτα σε εισαγωγή τροφίμων (ειδικά από τις ΗΠΑ και τις χώρες της ΕΕ). Επιπρόσθετα, αναγκάζονταν να καταστρέψουν τα αποθέματα τροφίμων, με το επιχείρημα, ότι τέτοιοι προστατευτικοί μηχανισμοί δεν έχουν θέση στο ελεύθερο εμπόριο, στην παγκόσμια οικονομία, όπου τα τρόφιμα φτάνουν με ευκολία και φτηνά στα χέρια των καταναλωτών.

Ακόμα κι όταν συσσωρεύονταν οι ενδείξεις, πως αυτές οι πολιτικές δημιουργούσαν συνθήκες λιμού και μείζονες εξαρθρώσεις του κοινωνικού ιστού, κάνοντας εκατομμύρια ανθρώπους να εξαρτώνται από τις παραξενιές της διεθνούς αγοράς, οι ενστάσεις απορρίφθηκαν. «Ειδικοί» επικαλέστηκαν την αρχή του «συγκριτικού πλεονεκτήματος» και κρίθηκε «σκανδαλώδες» για τις χώρες του Νότου να απαιτούν «διατροφική ανεξαρτησία», δηλ. «το δικαίωμα κάθε πληθυσμού αν αποφασίζει τι θα φάει και πώς να το παράγει, έχοντας πρόσβαση σε γη και δάνεια με φτηνά επιτόκια», όταν τα τρόφιμα βασικής ανάγκης αυτών των χωρών μπορούν πιθανώς να παράγονται «πιο αποδοτικά» στις ΗΠΑ(2). Σαν αποτέλεσμα, σε διάστημα δύο δεκαετιών, πολλές χώρες που ήταν εντελώς αυτάρκεις στην παραγωγή τροφίμων, έγιναν ένα δίκτυο εισαγωγέων των τροφικών αποθεμάτων από την Ευρώπη, ή τις ΗΠΑ και εκατομμύρια μικρών γεωργών καταστράφηκαν, εξαναγκασμένοι να μεταναστεύσουν σε πόλεις ή στο εξωτερικό. Πολλοί στην Ινδία, συντριμμένοι από τα χρέη, οδηγήθηκαν στην αυτοκτονία (150.000 στα τελευταία χρόνια)(3).

Στην Ευρώπη επίσης, από την δημιουργία της Κοινής Αγοράς, η πιθανότητα της τροφικής αυτάρκειας υπονομεύθηκε, καθώς ο αντικειμενικός σχηματισμός της γεωργικής παραγωγής έχει γίνει η συντήρηση μιας κερδοφόρου δομής τιμών, ακόμα κι αν κατορθώνεται διαμέσου της καταστροφής του περισσότερου πλούτου. Χτίζοντας ένα υψηλά κερδοφόρο γεωργικό τομέα, στην πραγματικότητα, σημαίνει την θέσμιση αναλογιών ρύθμισης, τι ποσότητας κάθε προϊόντος ένα μέλος της χώρας επιτρέπεται να παράγει, και την επιβολή αυστηρών προστίμων σε εκείνους που υπερβαίνουν αυτές τις ποσότητες. Βασισμένη στην χώρα και ειδικά στην αναλογία που της αντιστοιχεί, αγρότες γαλακτοκομίας έχουν πληρωθεί να σκοτώνουν τις «παραπάνω» αγελάδες τους, ούτως ώστε η παραγωγή γάλακτος να μην υπερβεί τα όρια που έχουν προγραφεί, και έχουν φάει πρόστιμο όταν δεν συμμορφώνονται, ενώ άλλοι αγρότες έχουν αναγκαστεί να ξεπατώσουν οπωροφόρα δέντρα, να καταστρέψουν τις «παραπάνω» σοδειές, και πάει λέγοντας.

Συνοψίζοντας, ενώ η επίσημη ρητορική εκφρασμένη από τον οργανισμό για τα τρόφιμα και την γεωργία (FAO), έχει βάλει σαν στόχο την παγκόσμια «ασφάλεια τροφίμων», η παραγωγή τεχνητής «σπανιότητας» στην υπηρεσία των υψηλότερων κερδών και η απάλειψη των αυτοσυντηρούμενων αγροτών, έχουν γίνει η πραγματική κατευθυντήρια οδηγία της διεθνούς πολιτικής για τα τρόφιμα, εδώ κι αρκετό καιρό.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, να μιλήσεις για «κρίση τροφίμων» σαν ένα αποτέλεσμα, για το οποίο δεν υπήρχε πρόθεση, ή να την κατηγορήσεις για τις υψηλές τιμές του πετρελαίου, ή για την αλλαγή κατεύθυνσης της γης προς τα βιοκαύσιμα, ή την αυξημένη ζήτηση σόγιας στην Κίνα, είναι ένα προκάλυμμα. Πράγματι, αποτελεί άσκηση κυνισμού της Παγκόσμιας Τράπεζας να κουνάει το δάκτυλο στις κυβερνήσεις που προάγουν την παραγωγή βιοκαυσίμων, όπως έγινε πρόσφατα.(4) Η παραγωγή βιοκαυσίμων είναι τέλεια εναρμονισμένη με τις πολιτικές προτάσεις που έχουν συστηματικά προάγει την εμπορευματοποίηση της γεωργίας και την μεγιστοποίηση του κέρδους σε βάρος των υποκείμενων αναγκών.

«Τέλεια θύελλα», όμως, δεν είναι μόνο μια περιγραφή που θολώνει τους κοινωνικούς παράγοντες τους υπεύθυνους για την ξαφνική αύξηση των τιμών των τροφίμων. Επειδή, η κρίση απεικονίζεται επίσης συχνά σαν μια τιμή «φούσκα», που καθοδηγείται από μια παράλογη κερδοφόρα δραστηριότητα κοντόθωρων επενδυτών, οι οποίοι πλειοδοτούν στο μέλλον του σιταριού, του καλαμποκιού, του ρυζιού, μακράν από την «πραγματική αξία» τους με μια απελπισμένη επιθυμία να στίψουν κάθε τελευταία σταγόνα κέρδους πριν η φούσκα σκάσει και οι τιμές καταρρεύσουν. Υπονοείται έτσι, ότι αυτοί οι επενδυτές έχουν πιαστεί σ’ αυτή την διαδικασία, όπως οι άνθρωποι που δεν έχουν χρήματα για να πληρώσουν το καλαμποκάλευρο για να φτιάξουν τις τορτίγιες της μέρας! Έτσι, σύμφωνα με αυτή την λογική, αν μια αγοραστική φούσκα είναι υπεύθυνη για τον θάνατο από πείνα και υποσιτισμό εκατομμυρίων, τότε κανένας δεν είναι υπεύθυνος.

Η περιγραφή σαν «φούσκα» της ανόδου των τιμών είναι εύλογη, διότι όλο και περισσότερες όψεις του καπιταλισμού σ’ αυτή την νεοφιλελεύθερη περίοδο, έχουν «οικονομικοποιηθεί». Έτσι, οι μεγάλες εμπορικές ανταλλαγές για σπόρους, επενδύσεις τροφίμων και κερδοσκοπικού κεφαλαίου, έχουν συνδεθεί με αγροεπιχειρήσεις και με εταιρίες επεξεργασίας τροφίμων, σαν οι κύριοι αγοραστές και πωλητές. Αυτές οι εταιρίες, εμπλέκονται σ' αυτές τις αγορές, όχι με σκοπό να βγάλουν κέρδος πουλώντας εμπορεύματα, ή διαμέσου της χρήσης αυτού του κέρδους να παράγουν άλλα εμπορεύματα, αλλά στην πώληση του δικαιώματος να πουλάς εμπόρευμα σε κάποια καθορισμένη τιμή στο μέλλον. Αυτή η κίνηση δημιουργεί τις συνθήκες για την ανάπτυξη μιας φούσκας.

Η μέθοδος της «φούσκας», η οποία αύξησε δραματικά την τιμή των βασικών ειδών διατροφής είναι αρκετά διαφορετική από τον τρόπο που γινόταν στην τελευταία ιστορική αύξηση των τιμών αυτών, στα πρώιμα χρόνια των 70ς. Όπως περιγράφει εντυπωσιακά ο Harry Cleaver, η κυβέρνηση των ΗΠΑ δημιούργησε απελπιστικά μια έλλειψη σπόρων, βάζοντας όρια στις διανομές πολλών τετραγωνικών μέτρων γης για καλλιέργεια το 1970, το '71 και το '72, ακόμα και μετά που συμφώνησε μια μαζική αγοροπωλησία σπόρων με την Σοβιετική Ένωση (5). Αυτό οδήγησε σε μια σπανιότητα σπόρων στην παγκόσμια αγορά και μια δραματική αύξηση της τιμής τους. Αυτός ο τύπος του χειρισμού της αγοράς, έγινε κατά την διάρκεια της Κεϋνσιανής περιόδου, όταν το κράτος μπορούσε δικαιωματικά να ελέγξει την αγορά. Μετά από αυτό, υπήρξε η περίοδος του ελέγχου των μισθών από το Νίξον. Στην παρούσα νεοφιλελεύθερη περίοδο, αυτό το ανοιχτό σχέδιο θα ήταν ένα ιδεολογικό ανάθεμα, ειδικά για την διακυβέρνηση του προέδρου Μπους, και έτσι οι αυξήσεις στις τιμές των σπόρων πραγματοποιούνται διαμέσου της αγοράς.

Αλλά δεν πρέπει να εξαπατηθούμε με την σκέψη ότι οι «φούσκες» είναι διαστροφές χωρίς πρόθεση, που με τον καιρό θα διορθωθούν και τα πάντα θα επιστρέψουν στο «φυσιολογικό». Αν και οι «φούσκες» δεν είναι παράλογες, παρόλα αυτά οι επενδυτές που εμπλέκονται σ’ αυτές μπορεί να είναι. Οι φούσκες δομούνται, φουσκώνουν και σπάνε από τους οικονομικούς θεσμούς και το κράτος (για ένα κλασικό παράδειγμα δες το ρόλο του Ομοσπονδιακού αποθέματος (Federal Reserve) του Alan Greenspan στην φούσκα των «dot.com» στα τέλη των 90ς). Έχουν τους σκοπούς και τους τραπεζίτες τους, τους εκτελεστές επενδυτικού κεφαλαίου, και οι επίσημοι των κυβερνήσεων της ΕΕ και των ΗΠΑ, είναι υπεύθυνοι για την δημιουργία και για την κατάρρευση τους, συμπεριλαμβανομένου αυτής της «φούσκας» των τιμών των τροφίμων του 2008.

Το γιατί της κρίσης των τιμών των τροφίμων.

Εάν η «κρίση των τιμών των τροφίμων» είναι αποτέλεσμα όχι λάθους και παραλόγου, αλλά σχεδίου και καπιταλιστικής λογικής, ποιος είναι ο σκοπός της; Τι αντικειμενικότητες υποτίθεται ότι κατορθώνει; Πιο πλατιά, ποια είναι η σημαντικότητα από την σκοπιά των βράχυ- και μάκρο-πρόθεσμων τάσεων της καπιταλιστικής συσσώρευσης και των ταξικών σχέσεων;

Μια βέβαια απάντηση σ’ αυτά τα ζητήματα είναι ότι η παρούσα κρίση τιμών των τροφίμων είναι το τελευταίο βήμα στην διεθνή πορεία του κεφαλαίου προς την εγκατάσταση του ελέγχου του, πάνω στις κύριες πλανητικές πηγές ενέργειας και αξίας: η παραγωγή τροφίμων είναι το κλειδί για την ρύθμιση των οικονομικών δραστηριοτήτων, του επιπέδου των μισθών, και της παραγωγής της εργατικής δύναμης σε κάθε τμήμα του κόσμου. Είναι μια μακρά πορεία που πάει πίσω στην αποικιοκρατική περίοδο, όταν όχι μόνο η γη και άλλες φυσικές πηγές απαλλοτριώθηκαν από το κεφάλαιο, αλλά το προσανατολισμένο για εξαγωγή ρευστό από τις σοδειές και οι μονοκαλλιέργειες, είχαν εφαρμοστεί σε βάρος των αναγκών επιβίωσης των αποικιοκρατούμενων λαών. Από τότε, κάθε νέα πολιτική που αναφέρεται στην γεωργία και στην παραγωγή τροφίμων (κατά καιρούς εμπλέκοντας «φτηνά» και άλλες φορές «ακριβά» τρόφιμα), έχει διαμορφωθεί από της αρχή ότι εκείνος που ελέγχει την παραγωγή τροφίμων, ελέγχει επίσης την πολιτική οικονομία του πλανήτη.

Οι οδηγίες της ιδιωτικοποίησης των κοινοτικών γαιών και της βιομηχανοποίησης της γεωργίας διαμέσου του ριζώματος της χημικής βιομηχανίας και αργότερα της βιοτεχνολογίας, από την Πράσινη Επανάσταση στην επινόηση των Γενετικά Τροποποιημένων (GM) Σπόρων, ρυθμίστηκαν προς αυτό τον σκοπό. Έτσι ήταν η πολιτική των γεωργικών επιδομάτων και της «βοήθειας σε τρόφιμα», την οποία, οι ΗΠΑ (ο κύριος κινητήρας στην εμπορευματοποίηση και επιχειρηματικοποίηση της παγκόσμιας παραγωγής τροφίμων), έχει προωθήσει από τα 50ς. Ένα σημείο στροφής ήταν η Food for Peace Act (η δράση «Τρόφιμα για Ειρήνη»), που πολιτικοποίησε την βοήθεια σε τρόφιμα και άρχισε να κάνει τυπικά της αποικιακές χώρες να εξαρτώνται από τους σπόρους των ΗΠΑ. Το μεγαλύτερο κομμάτι από αυτά, κατορθώθηκε διαμέσου της πολιτικής των «φτηνών» τροφίμων, που, τότε, υποτίμησε τα προς το ζειν των αυτάρκων αγροτών στην Αφρική, την Ασία και τη Λατινική Αμερική, κάνοντας αδύνατο γι’ αυτές να ανταγωνιστούν με την καλά επιδοτούμενη και βιομηχανοποιημένη γεωργία των ΗΠΑ.

Είναι σημαντικό εδώ να τονίσουμε ότι η χρήση των τροφίμων σαν μέσο δημιουργίας εξάρτησης, έχει γίνει η καρδιά της ανόδου των αγροεπιχειρήσεων και η περιθωριοποίηση εκατομμυρίων μικρών αγροτών επίσης στις ΗΠΑ. Και είναι μια πολιτική που έχει συνεχιστεί μέχρι σήμερα, όπως αποδεικνύεται από την ισχυρή άρνηση της κυβέρνησης των ΗΠΑ να αποδεχτεί την πρόκληση πολλών ΜΚΟ, οι οποίες αγοράζουν τρόφιμα με τα χρήματα που «δωρίζει» στις τοπικές αγορές από των αγρότες των «φτωχών χωρών», παρά εισάγοντας τα από τις ΗΠΑ. Αυτή η άρνηση είναι τόσο σκανδαλώδης και τόσο ανοιχτά επιβλαβής στα κράτη που υποτίθεται ότι «βοηθούνται», που ακόμα και μια ημι- κυβερνητική ΜΚΟ σαν την CARE International, που είχε μια βαθιά υπακοή στην Ουάσιγκτον, έχοντας δουλέψει για δεκαετίες με το Πεντάγωνο σε καιρούς πολέμου, το 2007, «απέρριψε 46 δισεκατομμύρια $ βοήθειας σε τρόφιμα από την κυβέρνηση των ΗΠΑ, διότι η βοήθεια ήταν καταστροφική για τις ζωές πολλών ανθρώπων, των αγροτών, που υποτίθεται ότι θα βοηθούσε»(6).

Ποια είναι η λειτουργία μιας κρίσης της τιμής των τροφίμων τώρα;

Βάζοντας σε ένα πλαίσιο την σημερινή «κρίση τροφίμων» σε σχέση με αυτό το ιστορικό υπόβαθρο, αυτό θα μας υπενθυμίσει, πως ο καπιταλισμός παράγει σπανιότητα παρά πλούτο, τουλάχιστον για την πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού. Αλλά αυτή η εξήγηση ανεγείρει νέα ερωτήματα. Εάν η καπιταλιστική ανάπτυξη έχει για δεκαετίες δομηθεί από την ανάγκη ελέγχου των αποθεμάτων και χρήσης των τροφίμων σαν μέσα απολαβής κέρδους και σαν ένα όπλο στον ταξικό αγώνα, γιατί είναι ακόμα αναγκαίο, το 2008, να καταφεύγει σε μέτρα, όπως η δραματική αύξηση των τιμών των τροφίμων, τα οποία εγγυώνται να πυροδοτήσουν εξεγέρσεις σε πολλά μέρη του κόσμου; Γιατί οι Παγκόσμιοι Τραπεζίτες και άλλοι καπιταλιστικοί σχεδιαστές θέλουν να διατρέξουν αυτόν τον κίνδυνο; Γιατί δεν ήταν επαρκείς οι πολιτικές των δομικών προγραμμάτων; Και, είναι η κρίση των τροφίμων κομμάτι της κρίσης του νεοφιλελευθερισμού;

Αυτά τα ερωτήματα δεν είναι εύκολο να απαντηθούν, αλλά κάποιες υποθέσεις μπορούν να γίνουν. Οι δραματικές και εγκληματικές αυξήσεις των τιμών των τροφίμων έχουν πρόθεση να εξαναγκάσουν σε μια αποφασιστική μετατόπιση στον αστερισμό των ταξικών δυνάμεων σε όλο τον κόσμο υπέρ του κεφαλαίου.

Πρώτον, η κρίση των τροφίμων πρέπει να αναγνωστεί σαν μια απάντηση στην ευρέως εξαπλούμενη άρνηση της εμπορευματοποίησης της γης (που είναι ισχυρή ειδικά στην Αφρική) και του αγώνα, που οι κοινότητες κάνουν κατά μήκος της Λατινικής Αμερικής για να αναστρέψουν την ιδιωτικοποίηση της γης και των φυσικών πηγών και να ξαναδημιουργήσουν «νέα κοινά». Αυτό έχει λάβει την μορφή των ανοιχτών κινημάτων επανοικειοποίησης, όπως οι Ζαπατίστας, το κίνημα των ακτημόνων στην Βραζιλία (MST, στμ), το κίνημα των ακτημόνων λαών στη Νότια Αφρική, όπως και πολλές λιγότερο τυπικά οργανωμένες προσπάθειες σε όλο τον κόσμο(7). Σε πολλά μέρη της Αφρικής, οι αγρότες μεταναστεύουν στις πόλεις, ειδικά οι γυναίκες, συνεχίζοντας να καλλιεργούν αγροτοτεμάχια δημόσιας γης, μια κίνηση που τους κάνει ικανούς να κερδίζουν κάποια ανεξαρτησία, να αυξάνουν την οικογενειακή κατανάλωση και προϋπολογισμό και να μαζέψουν κάποια χρήματα από μόνοι τους, διαμέσου της μικρής κλίμακας πώλησης, ή με την ανταλλαγή του υπερπροϊόντος.

Και οι επίσημοι της Παγκόσμιας Τράπεζας και τα CEO των μεγαλύτερων πολυεθνικών επιχειρήσεων εμπορίου τροφίμων, αναμφίβολα σχεδιάζουν το, με ποιο τρόπο, οι αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων θα βάλουν ένα τέλος σ’ αυτή την αντίσταση, καθώς οι ανοδικές τιμές των τροφίμων παράγουν μια νέα «ορμή για γη», οδηγώντας σε μεγαλύτερη απαλλοτρίωση γης, σε μεγαλύτερη εμπορευματοποίηση της γεωργίας και σε νέες επιθέσεις στην βιώσιμη γεωργία, υπέρ της γεωργίας των σοδειών για εξαγωγή.

Δεύτερο, διαμέσου των αυξήσεων στα τρόφιμα και στις τιμές των καυσίμων, το κεφάλαιο προσπαθεί να εισάγει μια σειρά μεταρρυθμίσεων στην κοινωνική αναπαραγωγική διαδικασία, που ήταν για καιρό στη νεοφιλελεύθερη ατζέντα του, αλλά έτυχε επιτυχούς αντίστασης από εργάτες στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Παρά την εξάλειψη των οφελών λόγω του αυξημένου πληθωρισμού, δεν έχουν μειωθεί σημαντικά ούτε η κοινωνική ασφάλεια στις ΗΠΑ, ούτε οι συντάξεις σε πολλά μέρη της ΕΕ, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός. Σ’ αυτό το πλαίσιο, οι αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων είναι το ισοδύναμο της περικοπής των πραγματικών μισθών και μια μεταβίβαση ακόμα μεγαλύτερης αξίας στις γεωργικές πολυεθνικές εταιρίες. Αυτή η μεταβίβαση, διαθέτει εκείνες της «δυσκαμψίες του εισοδήματος», για να παραφράσουμε μια Κεϋνσιανή αντίληψη, που έχουν αποτρέψει αρκετά την από μακρού «μεταρρύθμιση του κράτους-πρόνοιας», την οποία το κεφάλαιο φιλοδοξεί να πετύχει εδώ και πολλά χρόνια. Όπως και με τον πληθωρισμό, ιστορικά οι αυξήσεις των τιμών των τροφίμων επιτίθενται στις κοινότητες της εργατικής τάξης στο πιο αδύναμο σημείο τους, σαν αγοραστές και καταναλωτές, παρά σαν μέλη εργατικών οργανώσεων.

Τρίτο, οι αυξήσεις των τιμών των τροφίμων, είναι στην υπηρεσία της υπερνίκησης της αντίστασης πολλών κυβερνήσεων, από την Ευρώπη στην Αφρική και την Λατινική Αμερική, ενάντια στην εισαγωγή Γενετικά Μεταλλαγμένων προϊόντων. Η απόρριψη των GM τροφίμων έχει προέλθει από κάθε κοινωνική πλευρά σ’ αυτές τις περιοχές, προς μεγάλο φόβο της αγροβιομηχανίας των ΗΠΑ. Είναι σημαντικό το γεγονός, ότι το επιχείρημα, ότι οι αυξήσεις των τιμών των τροφίμων θα διευκολύνουν την αποδοχή των αφρικανικών κυβερνήσεων, ήταν κιόλας καλά αρθρωμένο στην αναφορά για την παγκόσμια ανάπτυξη της Παγκόσμιας Τράπεζας, που δημοσιεύτηκε τον Οκτώβρη του 2007 (πριν τις πιο πρόσφατες αυξήσεις των τιμών). Πράγματι αυτή η αναφορά, παρουσίασε αρκετά προφητικά τις εξελίξεις που ήταν να έρθουν, εάν δεν αντιληφθούμε, ότι αυτές οι εξελίξεις επικράτησαν, σε μεγάλη έκταση, εξαιτίας των προσπαθειών της Παγκόσμιας Τράπεζας και των συμμάχων της στο σύστημα των Ηνωμένων Εθνών, του ΔΝΤ και της FAO, όντας «πρόβλεψη» να είναι συχνά ένας ευφημισμός για ένα στοχευμένο σχέδιο στο λόγο της Παγκόσμιας Τράπεζας(8).

Το μέλλον της παραγωγής τροφίμων

Είναι δύσκολο να προεξοφλήσουμε εάν η κρίση των τροφίμων θα κατορθώσει αυτούς τους τρεις στόχους της, ή θα προκαλέσει ένα παγκόσμιο ξεσήκωμα των κινημάτων για την επανοικειοποίηση της γης και την αποεμπορευματοποίηση της γεωργίας. Γιατί έτσι, και τα καλύτερα σχέδια τόσο των εκτελεστών της αγροβιομηχανίας, όσο και της σπείρας της Παγκόσμιας Τράπεζας, θα πάνε κατά διαόλου. Ένας καθοριστικός παράγοντας εδώ, θα είναι η συμπεριφορά των κυβερνήσεων του παγκόσμιου Νότου (ειδικά των μεγαλύτερων, της Κίνας, της Ινδίας και της Βραζιλίας), πολλές εκ των οποίων έχουν δείξει να είναι έτοιμες για μια πιο ανταγωνιστική στάση απέναντι στην πίεση που ασκείται πάνω τους από την «διεθνή κοινότητα». Η αποτυχία του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου στο γύρο της Doha, είναι ένα καλό σημάδι προς αυτή την κατεύθυνση. Αλλά η αντίσταση δεν περιορίζεται στα γιγάντια έθνη όπως η Κίνα, η Ινδία και η Βραζιλία. Είναι υποδειγματική, όπως και στις προηγούμενες, η περίπτωση του Μαλάουι, μια από τις μικρότερες αφρικάνικες χώρες. Παραδοσιακά αυτάρκης, και επίσης μια εξαγωγός προς τη Νότια Αφρική χώρα, οδηγήθηκε στα 1980 από την παγκόσμια Τράπεζα στο τέλος των επιδοτήσεων προς τους αγρότες και αργότερα, στα 2000, το ΔΝΤ επέμεινε να βάλει τα αποθέματα της σε τρόφιμα, στην αγορά. Αλλά μετά από χρόνια σε σχεδόν συνθήκες λιμού, πρόσφατα αυτές οι πολιτικές αναστράφηκαν, παρά την πίεση για το αντίθετο από την Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ. Έτσι έγινε μια σοφή κίνηση πράγματι, την οποία μία ή περισσότερες χώρες πιθανόν μιμηθούν, δεδομένου ότι για πρώτη φορά εδώ και χρόνια το Μαλάουι μπορεί να περηφανευθεί ξανά για απόθεμα στην παραγωγή τροφίμων. Τα κράτη όμως, είναι προβληματικοί σύμμαχοι στον αγώνα ενάντια στο δημιουργημένο από τις αυξήσεις των τροφίμων λιμό, επειδή σχεδόν πάντα ενδιαφέρονται για την ανάπτυξη του καπιταλιστικού γεωργικού τομέα, αλλά με τους δικούς τους όρους. Ότι θα συμβάλλει περισσότερο στην έκβαση του αποτελέσματος των κρίσης των τροφίμων, θα είναι η ικανότητα των κινημάτων, ενάντια στις διαιρέσεις που μας επιβάλλονται, να συντονίσουμε στρατηγικές αντίστασης ενάντια στους σχεδιαστές της πείνας και του λιμού. Ο αγώνας ενάντια στο λιμό και στην απαλλοτρίωσης της γης δεν μπορεί να δοθεί μόνο στην Αφρική, ή στα βουνά της Chiapas. Πρέπει να διεξαχθεί στα supermarket και στους δρόμους των ΗΠΑ και της Ευρώπης, όπως οι καμπάνιες των «καθαρών ρούχων» των 90ς, που μετασχημάτισαν το shopping σε πολιτική δράση, και με ενωμένους τους εργάτες στα κάτεργα της υφαντουργίας του παγκόσμιου Νότου, με τους εργάτες του Βορά. Το αίτημα τρόφιμα για όλους, που θα ισχυροποιεί και δε θα δηλητηριάζει τους παραγωγούς και τους καταναλωτές, δημιουργεί τη βάση μιας υλικής πολιτικής, που μπορεί να αναστατώσει τους σκοπούς εκείνων που σχεδίασαν την κρίση των τιμών των τροφίμων.

Αλλά σ’ αυτό το σημείο, ας μην κάνουμε λάθος: τα στοιχήματα σ’ αυτό τον αγώνα είναι υψηλά. Εάν η στρατηγική των αυξήσεων των τιμών των τροφίμων δουλέψει και η παραγωγή τροφίμων εμπορευματοποιηθεί πλήρως, εάν ο αγώνας για την επανακοινωνικοποίηση της γης ηττηθεί, με τρόφιμα και γη να πηγαίνουν σε εκείνους που έχουν πιο πολλά μετρητά στα χέρια, εκατομμύρια θα πεθάνουν, η αγροτιά σαν ιστορική τάξη θα εξαφανιστεί, οι λαοί σε όλο τον πλανήτη θα έχουν πρόσβαση στην γη μόνο δουλεύοντας σαν peons ( έτσι ονομάζονταν οι μεξικανοί ακτήμονες στην υπηρεσία των φεουδαρχών κατά την περίοδο της ισπανικής κατάκτησης του Μεξικού, στμ) στην υπηρεσία των γεωργικών πολυεθνικών και εμείς θα έχουμε χάσει την τελευταία μας ευκαιρία να έχουμε κάποιο έλεγχο πάνω στην ποιότητα της τροφής που τρώμε, που είναι κιόλας σε μεγάλο βαθμό παραπροϊόν της πετρο-χημικής βιομηχανίας. Ακόμα πιο σημαντικό, εάν οι αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων καταφέρουν τους σκοπούς τους, η πιθανότητα συγκρότησης ενός κόσμου, όπου παραφράζοντας το Jose Bove «Η ζωή δεν είναι για πούλημα», θα εξαλειφθεί για δεκαετίες.

______

1. Δες: Maria Mies, Women, Food and Global Trade: An Ecofeminist Analysis of the World Food Summit, Rome, 13-17 November 1996, Bielefeld: Institute fur Theorie und Praxis der Subsistenz e.V., and Karen Lehman & Al Krebs, 'Control of the World’s Food Supply', in Jerry Mander and Edward Goldsmith (eds.) The Case Against the Global Economy and For a Turn Toward the Local. San Francisco: Sierra Club books, 1996.
2. Mariarosa Dalla Costa, 'Food Sovereignty, Peasants and Women', The Commoner, 2008, accessed at www.thecommoner.org, July 2008
3. Walden Bello, 'Manufacturing a Food Crisis', The Nation, 2 June, 2008
4. World Bank, 'World Bank Development Report for 2008: Agriculture for Development'. Washington, D.C.: World Bank, 2007
5. Harry Cleaver, 'Food, Famine and the International Crisis', Zerowork II, 1977, pp.7-70.
6. Kwesi W. Obeng, 'Soaring food prices send shockwaves and protest across Africa', African Agenda. Vol. 11, No. 1, 2008, pp.5-9.
7. Sam Moyo and Paris Yeros (eds.), Reclaiming the Land: The Resurgence of Rural Movements in Africa, Asia and Latin America, London: Zed Books, 2005
8. World Bank, οπ. παρ.

Νεότερες αναρτήσεις Παλαιότερες αναρτήσεις Αρχική σελίδα