Μια μικρή προλεταριακή ιστορία Prequel...




Καλοκαίρι του 2004. Μόλις έχω πιάσει δουλειά. Το φθινόπωρο που ακολούθησε, είχαμε βγάλει το πρώτο τεύχος του Κιβωτίου. Τότε είχαμε πει να έχουμε και μία σελίδα με εμπειρίες από τους χώρους δουλειάς, δικές μας ή και άλλων... Κάθομαι εγώ να γράψω ένα κειμενάκι αλλά μου βγαίνει πολύ λογοτεχνία. Κάπως έτσι γεννήθηκε η τελευταία σελίδα του περιοδικού με τον τίτλο No tears for the creatures of the night... Είναι σε λίγες γραμμές λογοτεχνικές εκδοχές συμβάντων στη δουλειά. Τα ξαναδιάβασα μετά από πολλά χρόνια τώρα και ένιωσα κάπως περίεργα. Τέλος πάντων. Ορίστε:

Τα αφιερώνω στο Θάνο, που μου τα θύμησε και που τα θυμότανε...
Και που θέλει δε θέλει, θέλω δε θέλω στο ίδιο καζάνι βράζουμε...

Από το πρώτο τεύχος:

Κλείνω την πόρτα πίσω μου, βγάζω τον καπνό από την τσέπη και στρίβω ένα τσιγάρο. Παχύ και απολαυστικό, το ανάβω, τραβάω την πρώτη τζούρα, κρατάω τον καπνό λίγο και ξεφυσάω με απόλαυση... Καρκίνος... Βρογχίτιδα... Χρόνια αναπνευστικά προβλήματα... Υπογονιμότητα... ΟΚ. Βλάπτει σοβαρά την υγεία... Τι δεν την βλάπτει; Το μεταλλικό νερό και τα βιολογικά; Μην πω τίποτα τώρα... Τι δηλαδή να μπούμε σε μια θερμοκοιτίδα και να βγούμε νεκροί; Καλύτερα στην φωτιά παρά στον πάγο... Ξεφυσάω άλλη μία τζούρα και την στέλνω έξω. Έξω... Σε πράσσινα λειβάδια με δροσερά ρυάκια και πλούσιες σκιές, σε έναν ήλιο που ζεσταίνει το πρωί και δροσίζει το απόγευμα, σε βροχές που πέφτουν με φόντο το ουράνιο τόξο και σε λουλουδια που χορεύουν με τις σταγόνες... Το Νόμπελ μου παρακαλώ... Έξω. Πλεονασμός. Καταρχήν είμαι κάτω. Ισόγειο. Άρα μόνο πάνω υπάρχει (και αυτό όχι εξαιτίας της κοινωνικής μου θέσης έτσι;). Πάνω λοιπόν υπάρχουν πολυκατοικίες δύο για την ακρίβεια, μία δεξία μία αριστερά... Στην μέση ένα κομμάτι του ουρανού, γκριζομπλε, κάτι σύννεφα, υποτίθεται ότι υπάρχουν πίσω από αυτό το γκριζομπλέ. Υποτίθεται.
Λοιπόν, που λέτε το έξω είναι πλεονασμός, καθότι έξω δεν υπάρχει. Με αυτή την έννοια δεν υπάρχει και απόδραση. Να αποδράσεις να πας που; Και να αποδράσεις πως; Είμαστε καλά κλεισμένοι μέσα. Είμαστε χωμένοι και όλη σχεδόν η διαφορά είναι η συνείδηση αυτού του χωσίματος. Ακόμα και να καταφέρεις να αποδράσεις αργά η γρήγορα, σκληρά ή απαλά πάλι μέσα θα γυρίσεις. Λέει, το 8ωρο είναι κόλαση αλλά μετά πάω και ζω στον κόσμο μου και στην φάση μου... ΟΚ. Αλλά το 8ωρο είναι το 1/3 της μέρας σου. Αν βγάλουμε και τον ύπνο (όπου και αυτός κόλαση μπορεί να είναι), σου μένει άλλο ένα τρίτο. Χωρίς πολλά πολλά (αν αφαιρέσουμε και τον υπόλοιπο νεκρό χρόνο) αν σου μείνουν 4 ώρες στο 24ωρο είναι ΟΚ; Πάς μακρία αυτές τις 4 ώρες, να ‘ρθω μαζί σου. Ή δεν θέλεις να βλέπεις κανέναν;
Γαμώτη μου. Έχω κάνει ήδη το μισό τσιγάρο. Καμία απολύτως μελαγχολία. Αλλάζω σκέψεις. Αλλά είναι κάπως δύσκολο. Κάνει ζέστη, είναι Αύγουστος και η πόλη είναι γεμάτη μπάτσους, εθελοντές και τουρίστες λες και ξέβρασε η θάλασσα όλα τα σκατά της, η άμπωτη της ταξικής πάλης. Σε αυτή την λαμπρή σκέψη μου χαμογελάω.
Το τσιγάρο κοντεύει να τελειώσει. Τρεις τέσσερεις τζούρες ακόμη... Καθώς ξεφυσάω τον καπνό κοιτάω προς τα πάνω... καλέ το Ζέπελιν (προσέξτε σας παρακαλώ το κεφαλαίο Ζ). Λοιπόν είναι αστείο. Μου θυμίζει κάτι φουσκωμένες καπότες στις ιστορίες του Edika, και έχει πλάκα έτσι όπως επιπλέει στον ουρανό. Η αλήθεια είναι ότι με κομπλαξάρει όμως. Νιώθω ότι πρέπει συνεχώς να είμαι όμορφος και ατσαλάκωτος, και βέβαια cool, σαν τον Καραμανλή όμως. Το απόλυτο cool. Όμως χτες το μεσημέρι που σχόλαγα και περπατούσα κάτω από τον ήλιο, ξαφνικά ο ουρανός σκοτεινιάζει, περιμένωντας να δω κάνα σύννεφο σηκώνω το κεφάλι μου. Αλλά ήταν αυτή η μαλακία... Τότε ήθελα να φάω όλες τις πινέζες του κόσμου, όλα τα καρφιά και όλες τις βελόνες και να τα φτύσω κατα πάνω του μήπως και σκάσει.
Το τσιγάρο τέλειωσε το πετάω στην λεκάνη και πατάω το καζανάκι. Βγαίνω έξω και πάω να συνεχίσω την δουλειά μου.
«Άργησες» λέει αυτή. «Έ, τι να κάνουμε...» απαντάω εγώ. «Κάπνισες;» ρωτάει αυτή. «Δεν βγαίναν αλλιώς» της λέω εγώ, μπροστά στους πελάτες. Και αυτή μένει να απορεί… Κάθομαι στην θέση μου και σκέφτομαι τα καρφιά και τις βελόνες. Χωρίς απολύτως καμία μελαγχολία. No tears for the creatures of the night…

Από το δεύτερο:

Η ώρα είναι 7:30 και μόλις έχω μπει στο τραίνο. Το βαγόνι γεμάτο, αλλά όχι ασφυκτικά. Από την αρχή που είχα έρθει σε αυτή την πόλη το πρώτο πράγμα που μου έκανε εντύπωση είναι ότι κανένας δεν κοιτάει κανέναν στο δρόμο, ή στα «μέσα μαζικής μεταφοράς». Βάζουν όλοι το κεφάλι κάτω και πάνε… Το που πάνε είναι άλλη κουβέντα. Το μισό θέμα είναι που πάνε, το άλλο μισό θέμα είναι πως πάνε και το όλο θέμα είναι γιατί πάνε. Εγώ μεγάλωσα σε μία μικρή πόλη, στην περιβόητη ελληνική επαρχία, εκεί τουλάχιστον οι άνθρωποι κοιτάνε άλλους ανθρώπους στο δρόμο. Αυτό το αντανακλαστικό μου έχει μείνει λοιπόν, και κοιτάω τον κόσμο…
Οι άνθρωποι στα τραίνα στις 7:30 είναι οι πιο θλιμμένοι άνθρωποι που έχω δει ποτέ στην ζωή μου. Δεν είναι η θλίψη ή συντριβή ενός απότομου τραγικού γεγονότος που αλλάζει τον μικρόκοσμο σου. Είναι η θλίψη και η συντριβή μίας τραγικής καθημερινότητας. Φρεσκοβαμμένα γυναικεία πρόσωπα, με τα μάτια ήδη τόσο κουρασμένα, αξύριστα μελαμψά πρόσωπα με τα ρούχα και τα χέρια να λένε τη δουλειά κάνουν, τύποι στα κουστούμια τους και στους δερμάτινους φακέλους τους, φοιτητές με κάτι ανακατεμένα βιβλία στην τσάντα και ανακατεμένα μαλλιά… Όλοι με κάτι μούτρα μέχρι κάτω να λένε από μέσα τους: «Γαμώ την παναγία μου, που στο διάολο πάω;» Ορισμένα πρωινά αυτές οι σκέψεις μου φέρνουν ένα χαμόγελο. Άλλα δεν έχω την δύναμη καν να χαμογελάσω. Θα πω μόνο: «Τι σκατόφατσες είναι αυτοί;», αλλά θα δω την φάτσα μου στο γυαλί της πόρτας και θα ξαναπώ: «Σιγά ρε μαλάκα, μήπως η δικιά σου είναι καλύτερη;»
Τα τραίνα το πρωί είναι πολύ πακέτο. Ακόμα και στην σπάνια περίπτωση που θα σηκωθώ με λίγο καλή διάθεση, μόλις μπω εκεί μέσα με πιάνει μία θλίψη μία μελαγχολία, μία μαυρίλα στην ψυχή ρε παιδί μου άλλο πράγμα. Ώσπου ένα πρωί που είχα πραγματικά καλή διάθεση, και επειδή ήθελα να την κρατήσω αυτή την γαμημένη, στο πρώτο βλέμμα που έριξα γύρω μου σταμάτησα. Κατέβασα το κεφάλι μου κάτω. Δεν κοίταζα κανέναν, κοίταζα πάνω τους αρμούς σύνδεσης της κολώνας με την οροφή του βαγονιού, και το πλαστικό του τζαμιού, και διάβασα άλλη μία φορά όλα τα προειδοποιητικά σηματάκια. Κράτησα την καλή μου διάθεση, αλλά κατέβασα και απέστρεψα το βλέμμα μου.
Αυτό είναι ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζω τα πρωινά στα τραίνα. Να κρατήσω την καλή μου διάθεση, ή να κρατήσω το βλέμμα μου. Το πρόβλημα δεν είναι ακαδημαικό, είναι ένα καθημερινό μου πρόβλημα: θα συνεχίσω να κοιτάω τους ανθρώπους άσχετα με την ψυχική μου φθορά; Ή θα σκύβω το βλέμμα μου μπροστά τους; Διάλεξα να πολεμήσω το βλέμμα μου και να συνεχίσω να κοιτάω τους ανθρώπους. Διάλεξα η ψυχική μου κατάσταση να μπορεί να αντέξει, αν δεν μπορέσει υπάρχουν ένα σωρό ιδρύματα.
Όταν μπαίνω στο τραίνο στις 7:30 πια δεν κοιτάω ούτε τους αρμούς της κολώνας ούτε τα τζάμια. Έχω τα μάτια μου στο ύψος όλων των υπόλοιπων ματιών. Δεν κέρδισα ούτε έχασα κάτι μέχρι στιγμής, ίσως μόνο να κέρδισα λίγο θάρρος και μία διαπίστωση, κανένα δάκρυ για τα πλάσματα της νύχτας. Γιατί πλάσμα της νύχτας είναι όποιος σηκώνεται στις 6:30 να πάει για δουλειά.

Από το τρίτο:

Μπιπ, μπιπ, μπιιπ, μπιουπ, μπιαπ. Armed. You may exit now. Καλά... θα την έκανα και νωρίτερα αν γινόταν, αλλά δεν... ακόμα... Τέλος πάντων. Αναφορά: 8:32, «οπλίζω» τον συνεγερμό του καταστήματος 073, και σχολάω. Στέκομαι έξω από το μαγαζί, φτιάχνω ένα τσιγάρο, αποχαιρετώ την συνάδελφο, ανάβω το τσιγάρο. Τραβάω μία τζούρα και τραβάω προς τα κάτω. Όπως στις ταινίες.
Είμαι μία ακούραστη σάρκινη μηχανή. Κάθε μέρα περνάν από τα χέρια μου 200 κιβώτια και εγώ τα βάζω στην θέση τους. Πιο γρήγορος και από την σκιά μου. Όσο χαμηλό ή όσο ψηλό και αν είναι το ράφι για μένα δεν έχει σημασία: με ακρίβεια χειρουργικού χτυπήματος θα μπει το κάθε κιβώτιο στην σωστή του θέση. Θα έρθει μία μέρα, όπου θα μπω στο μαγαζί, θα με περιμένουν 80 καρότσια γεμάτα ως πάνω με μακαρόνια, ρύζια, τοματοπολτούς, απορρυπάντικα για κάθε λεκέ και κάθε ενοχή, γάλατα, κόλες και κόκες, και εγώ πια, με κάτι μπράτσα σαν του Χουλκ, θα πιάνω τα κιβώτια με το ένα χέρι το καθένα και ένα με τα δόντια μου και θα τα βάζω στην θέση τους. Θα βγάζω άναρθρες κραυγές και όλοι οι πελάτες θα με φοβούνται και δεν θα με ρωτάνε ηλίθιες ερωτήσεις, που διασαλεύουν την πνευματική μου ηρεμία. Και όταν θα θυμώνω δεν θα χρειάζεται να συζητάω τίποτα. Θα εκτοξέυω ψηλά στον ουρανό ένα κιβώτιο (γάλατα εννοείται έτσι;) το οποίο θα εντοπίζει και θα πετυχαίνει right between the eyes τον πιο ηλίθιο κάθε φορά μάνατζερ. Ένα είδος κοινωνικού ελέγχου. Ακριβώς όπως στις ταινίες.
Αλλά τώρα που το σκέφτομαι, μάλλον δεν θα μ’ άρεσε κάτι τέτοιο, -πάντα μου άρεσαν οι πιο εκλεπτυσμένοι ήρωες. Θα αναπτύξω λοιπόν την τέχνη του κοπιδιού. Έτσι δεν ξεκίνησαν και οι μεγάλες παραδόσεις των πολεμικών τεχνικών των σαμουράι; Θα κόβω λοιπόν με ολοένα μεγαλύτερη ταχύτητα τα χαρτοκιβώτια, στα κατάλληλα σημεία χωρίς να καταστρέφω το εμπόρευμα. Σωστό μήκος λάμας ανάλογα με την σκληρότητα του χαρτονιού, σωστά σημεία... Τρεις κινήσεις, και το κιβώτιο είναι έτοιμο. Κομμένο, να δείχνει το λαμπερό περιεχόμενο του σαν ξεκοιλιασμένη γάτα στην άσφαλτο μέσα Αυγούστου. Κάποια στιγμή θα κόβω και με τα δύο χέρια, ένα κοπίδι στο κάθε χέρι. Θα επιτίθεμαι στα καρότσια και χωρίς να μετακινώ τα κιβώτια θα τα κόβω εκεί που χρειάζεται να κοπούν. Αναγκαστικά και λόγο της φυσικής επιλογής θα μου φυτρώσουν και άλλα χέρια, θα γίνω ο Εκατόγχειρας Με Τους Χαρτοκόπτες. Θα είμαι κίνδυνος θάνατος για οποιαδήποτε επιφάνεια χαρτονιού. Και όταν θα θυμώνω θα επιτίθεμαι με μανία στους μάνατζερ και θα φτιάχνω θαυμάσιες μπριζόλες από αυτά τα γουρούνια. Just like the movies.
Είμαι ο ακούραστος μαχητής, είμαι μία μηχανή θανάτου, είμαι ο μάγος των κιβωτίων και ο μύστης των πτυχών των διπλώσεων τους. Είμαι μία απρόσωπη διεκπαραίωση ενός υψηλού καθήκοντος, είμαι μία σιωπηλή μηχανή ανεφοδιασμού των ραφιών.
Είμαι ο σοφός δάσκαλος του ζεν, που με την πείρα αιώνων γνωρίζω κάθε μυστικό και απόκρυφο σημείο του μαγαζιού, που με την απέραντη υπομονή μου μπορώ να καθοδηγώ ανθρώπους –κάθε νοητικής ηλικίας- να βρουν το αντικείμενο του πόθου τους, που είμαι ένα μικρό πανοπτικόν που όλα τα βλέπει και όλα τα ξέρει: πόσες ντομάτες α’ και β’ διαλογής έχει το βασίλειο μου, πόσα μακαρόνια και πόσες άμμους για γάτες, είμαι ο δίκαιος με τους ευγενικούς «Συγγνώμη θα μπορούσατε να μου πείτε που είναι το αποσκληρυντικό πλυντηρίου; Στα απορρυπαντικά κυρία μου», και σκληρός με τους αδίκους «Μα που είναι το ζαχαρούχο γάλα; Μα φυσικά στα γάλατα». Είμαι ένας σοφός δάσκαλος καθότι ξέρω ότι όλα θα τελειώσουν είτε στον βρυχηθμό που κάνει το καζανάκι, είτε στο ουρλιαχτό του απορριματοφόρου στις πεντέμιση το πρωί.
Είμαι ένα πλάσμα του σκοταδιού. Κινούμαι αθόρυβα, όταν όλοι κοιμούνται, δουλεύω ακατάπαυστα, όταν όλοι ξεκουράζονται. Κατέχω τις τέχνες του φωτός και τις τέχνες του σκότους. Ξέρω άδυτα μυστικά. Είμαι ένα πλάσμα της νύχτας και δεν γουστάρω να κλαίει κανένας για μένα.
Είμαι ένας πολύ τσαντισμένος πωλητής ταμίας super market.

Από το τέταρτο:

Πρωί. 10 πάει 11 είμαι στην δουλειά, γεμίζω ράφια με μαρμελάδες και βαριέμαι την ζωή μου, αυτή, την επόμενη και την προηγούμενη μαζί. Νομίζω ότι ο χρόνος έχει παγώσει, μέχρι να πιάσω το κάθε βάζο νομίζω ότι περνάνε 576 χρόνια, σε κάθε κίνηση αντιστοιχεί και από μία δεκαετία. Βαριέμαι, βαριέμαι, βαριέμαι… Η προοπτική του να γεμίσω το ράφι μου φαίνεται σαν να πρέπει να ανέβω το Έβερεστ με το ένα πόδι… Έχω ακόμα 7 δίσκους βάζα, κεράσι, βερίκοκο, ροδάκινο, φράουλα… έχω βάλει τα 2 εδώ και 10 λεπτά… Στο τέλος με βλέπω με καμπούρα, μπαστούνι, και μία γενειάδα 4 μέτρα να βάζω το τελευταίο βάζο στο ράφι, να μπαίνω στο βιβλίο Γκίνες σαν ο άνθρωπος που έκανε 3 εκατομμύρια χρόνια να βάλει 9 δίσκους βάζα στο ράφι… Κάτι τέτοιες στιγμές νιώθω πραγματικά τον χρόνο να περνάει από πάνω μου, να γλύφει με μία γλώσσα γεμάτη αγκάθια κάθε μυ του κορμιού μου, να αγκαλιάζει με τα καυτά του μπράτσα κάθε μου σκέψη και να τρυπάει τα πόδια μου με ξύλινα σουβλιά.
Θέλω να σταματήσω, να παγώσει ο χρόνος 5 λεπτά, τα βάζα να μην πρέπει να μπουν στην θέση τους, και εγώ να μην πρέπει να τα βάλω. Να μην χρειάζεται κανένα βάζο να μπει στο ράφι του… Αλλά όλα αυτά είναι μόνο και σκέτα μαλακισμένες σκέψεις. Ο χρόνος δεν παγώνει, τα βάζα είναι εκεί, εγώ είμαι εκεί, και η όμορφη και εφήμερη σχέση μας αναμένεται να κρατήσει 23 δευτερόλεπτα είναι επίσης εκεί, ακόμα πιο ακλόνητη και από μένα και από τα βάζα. Ξαφνικά όμως σταματάω, και κοιτάω τους δίσκους με τα βάζα, τα κοιτάζω και στέκομαι νικημένος μπροστά τους… Νικήσατε γαμημένα, θα σας βάλω στο ράφι… Να ησυχάσω και εγώ, να βρείτε και εσείς επιτέλους τον προορισμό μας σε αυτή την ζωή.
Συνεχίζω με τις ίδιες αργές κινήσεις να γεμίζω το ράφι και σκέφτομαι από πού μπορεί να έχει έρθει αυτό το βάζω με μαρμελάδα, πόσο δρόμο έχει κάνει, πόσοι άνθρωποι έχουν κουραστεί και έχουν σιχτιρίσει για να το βάζω εγώ εδώ σε αυτό το ράφι; Πόσο πήρε ο καθένας μας σε αυτή την τεράστια αλυσίδα από το 1.43 που θα πληρώσει ο πελάτης για αυτό το βάζο; Αλίμονο ούτε 0.01 στον καθένα δεν πρέπει να βγαίνει… Αλλοτρίωση και μαλακίες…
Ξαφνικά τσαντίζομαι, αλλά είμαι πολύ τσαντισμένος, νιώθω να βράζω, κάνω μία έτσι και πλαφτς να σου ένα βάζο με μέλι σκάει στο πάτωμα… Σημασία δεν έχει η πτώση αλλά η πρόσκρουση και τέτοια… Το μέλι ανακατεμένο με γυαλιά απλώνεται μεγαλειωδώς στο πάτωμα. Είμαι πια έτοιμος να σπάσω ένα ακόμα ρεκόρ… Ο άνθρωπος που έκανε 679 χρόνια να μαζέψει ένα σπασμένο βάζο με μέλι… Σήμερα προβλέπω να γίνομαι διάσημος…
Αρχίζει η επιχείρηση… Νερά, χλωρίνες, χαρτιά, σφουγγαρίστρες, φωνές στους πελάτες να μην πλησιάζουν γιατί θα χτυπήσουν!!! (και καλά… η αλήθεια είναι ότι έτσι όπως πάνε μαστουρωμένοι από ράφι σε ράφι δεν βλέπουν ούτε που πατούν ούτε που πηγαίνουν θα πατήσουν τα μέλια και θα κάνουν το μαγαζί μπουρδέλο)… Πήγε καλές 11 μέχρι να μαζέψω το μέλι… Μία ώρα για 9 δίσκους μαρμελάδες νομίζω ότι είναι και γαμώ τις παραγωγικότητες… Σταχανοβίτης σκέτος…
Εκείνη την μέρα, έδωσα ρεσιτάλ, έκανα το μαγαζί μπουρδέλο, έκοψα ένα μπουκάλι αραβοσιτέλαιο που έτρεξε από τα ράφι τρία ράφια πιο κάτω και τα έκανε όλα χάλια (τρία τέταρτα να τα καθαρίσεις), μου «πέσανε» 2 κιβώτια κρασί, έσπασα και ένα κιβώτιο αυγά… τα γάμησα όλα…
Τέλος πάντων 4 ώρες φόρτωνα, 4 καθάριζα… Στο τέλος βρώμαγα και εγώ τα πάντα… Αλλά μία ικανοποίηση όταν σχόλασα την ένιωθα. Δεν έγινε και τίποτα βέβαια, αύριο πάλι εδώ θα ‘μαι, με τα βάζα να περιμένουν. Αλλά μαθαίνω, από τότε όλο και πιο συχνά διάφορα εμπορεύματα υποκύπτουν στους νόμους της βαρύτητας και οι φίλες μου οι κατσαρίδες κάνουν τρελά τσιμπούσια.
Κάτι τέτοιες στιγμές νιώθω παντοδύναμος, νιώθω από τα χέρια μου να ρέει η μαγική δύναμη της βαρύτητας, αγγίζω ράφια και αυτά πέφτουν στο πάτωμα. Παλφτς οι μαγιονέζες, στρατκς τα αυγά, ζμουφ τα γιαούρτια, γκλουκτς τα κρασιά, πφςςςς τα αναψυκτικά (τα αγαπημένα μου, το ανθρακικό εκτινάζεται και πετυχαίνεις και πελάτη μαζί…). Μπουρδέλο ρε θα το κάνω το κωλομάγαζο σας άμα θέλω…
Χαμογελάω, ξέρω ότι δεν έγινε και τίποτα τρομερό, αλλά τι θα την η ζωή χωρίς αυτές τις μικρές τις απολαύσεις; Πως θα έβγαινε το οχτάωρο; Πως θα πέφτανε τα φράγκα στο τέλος του μήνα; Πως θα μπορούσαν οι αγαπημένοι μου πελάτες να ψωνίζουν αφειδώς χαρτομάντιλα για τα μαύρα δάκρυα που χύνουν για τα πλάσματα της νύχτας;

Υ.Γ.: Η στήλη θέλει να εκφράσει την ταξική της αλληλεγγύη στην συνάδελφο, η οποία δέχτηκε την αήθη επίθεση δημοσιογραφίσκων επειδή δήλωσε «ότι δεν ξέρει» όταν δημοσιογράφος με πολιτικά την ρώτησε για την προέλευση του τυποποιημένου ψωμιού. Να πάτε μαλάκες να ρωτήσετε τον Καραμολέγκο και τον Κατσέλη.

Από το πέμπτο:

Ήταν μία μέρα όπως όλες οι άλλες στην δουλειά. Ήμουν απογευματινή βάρδια και έβαζα κοκα κόλες στο ράφι. Ξέρετε εκείνα τα πακέτα με 6 μέσα που μία σε κάθε χέρι μετατρέπει ακόμα και τον τελευταίο υπάλληλο σε φονική μηχανή. Δεν θα σας πω όμως τώρα την ιστορία με τους 8 νεκρούς πελάτες που φυλάω στην κατάψυξη…
Τέλος πάντων, εκεί που με σχετικά χαρούμενη διάθεση τραγουδούσα το “No doves fly here”, καθώς σήκωνα κάτι 6αδες από το ράφι παρατήρησα κίνηση εντός τους. Και ως γνωστόν κίνηση σημαίνει ζωή. Γρήγορα αφυπνίστηκε το επιστημονικό μου ενδιαφέρον. «Ζωή στις 6άδες της κόκα κόλα!!!». Αφού πήρα όλα τα προστατευτικά μέτρα για αυτή την στενή επαφή τρίτου τύπου, τοποθέτησα μία 6αδα στο έδαφος και την κλώτσησα… Ξαφνικά καμία 20αριά κατσαριδόπουλα άρχισαν να απομακρύνονται προς πάσα κατεύθυνση. Η αλήθεια είναι ότι απογοητεύτηκα. Θα θελα κάτι σε πιο θρίλερ και σε πιο σπλάτερ. Ξανάβαλα την 6αδα στο ράφι, και βρήκα ευκαιρία να ειδοποιήσω τους ανωτέρους μου για το μεγάλο πρόβλημα που ενέσκηψε στην φυσιολογική λειτουργία του καταστήματος. Αφού ακολούθησα πιστά τους κανόνες της ιεραρχίας, πήρα δηλ. 3 τηλέφωνα πριν πάρω εκεί που ήξερα ότι έπρεπε να πάρω από την αρχή, έχω ανοιχτή γραμμή με την τεχνική υπηρεσία της εταιρείας.
«Ναι καλησπέρα, τηλεφωνώ από το τάδε κατάστημα. Πήρα να σας πω ότι έχουμε μεγάλο πρόβλημα με τις κατσαρίδες.»
«Ωραία και ‘γω τι θέλετε να κάνω;» λέει ο τεχνικός της εταιρείας…
«Κάποιος πρέπει να κάνει κάτι…» απαντάω εγώ ο πανέξυπνος.
«Κοιτάξτε κύριε, δεν είναι τεχνικό το πρόβλημα.» ανταπαντά ο τεχνοκράτης από την άλλη γραμμή. «Και συνεχίζει «είναι πρόβλημα καθαριότητας του καταστήματος, ρίξτε κατσαριδοκτόνο και να καθαρίζετε καλύτερα…»
Μάλιστα, ένα νέο καθήκον μου ανατίθεται στον κόσμο της θαυμαστής εταιρείας μου. Αυτό του απολυμαντή. Πάω να κάνω ένα τσιγάρο να το σκεφτώ το πράγμα. Καθώς κάνω το τσιγάρο καταλήγω στο αποφασιστικό και τελικά πολιτικό μου συμπέρασμα: Ο ρόλος του απολυμαντή είναι αντιδραστικός εφόσον λειτουργεί σαν πυκνωτής του κυρίαρχου αισθήματος της αποστείρωσης και επικωδικώνει τον κυρίαρχο λόγο για το σώμα και το φύλο. Ε λοιπόν όχι, ως εδώ! Ξαναπήγα στο ράφι να έρθω σε μία δεύτερη επαφή με το πρόβλημα. Καθώς κοίταζα τα κατσαριδόπουλα να κάνουν βόλτες γύρω-γύρω από τις 6άδες, συνειδητοποίησα τους πραγματικούς λόγους για τους οποίους δεν θα μπω στο ρόλο του απολυμαντή: θα ήταν σαν να σκότωνα την μόνη έκφραση της φύσης σε αυτό το γκέτο της αλλοτρίωσης και του εμπορεύματος. Σε σχέση με ότι άλλο ζωντανό κινούνταν σε αυτό τον χώρο, εργαζόμενοι και καταναλωτές, οι κατσαρίδες ήταν εκ του μακρόθεν το πιο ζωντανό πλάσμα.
Ξαφνικά όμως χτυπάει ο τηλέφωνο και με διακόπτει από αυτές μου τις σκέψεις. Ήταν η προϊσταμένη μου, και πήρε για να μου εξειδικεύσει το καθήκον της εξολόθρευσης των κατσαρίδων, η οποία βέβαια συνάντησε την σθεναρή μου αντίσταση.
Ναι μωρή, ανάμεσα στα άλλα θα γίνω και ο Δαμαστής Των Κατσαρίδων. Τη μέρα δεν θα τις αφήνω να κυκλοφορούν, και το βράδυ θα κυκλοφορούν σε ειδικά ελεγχόμενους χώρους. Θα με υπακούν και εγώ θα τις σέβομαι. Τι λέτε ρε;
Ταυτόχρονα όμως και μέσα από την άρνηση αυτή μου βγήκε η θετικότητα. Γιατί όχι όλα τα ζωντανά πλάσματα να μην ενωθούν εναντίον του κοινού εχθρού. Οι κατσαρίδες να γίνουν λίγο άνθρωποι, και εγώ λίγο σαν τις κατσαρίδες. Οι κατσαρίδες να μιλάνε στους πελάτες και να τους λένε: «Μην αγοράζετε το σπίτι μου, έχω μέσα τα 236 νεογέννητα κατσαριδόπουλα μου, μην είστε κακός άνθρωπος.» Ή «Μην ψωνίζετε αυτά τα μπισκότα είναι χάλια, τα έφαγαν οι διπλανοί που μένουν μέσα στα κουλούρια και ψόφησαν.» Ή «Όχι, μη αυτά τα μακαρόνια!!! Είναι ο οικογενειακός μας τάφος εκεί.»
Αργά ή γρήγορα όμως θα έρθει η στιγμή της τελικής σύγκρουσης, λόγω της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων κλπ. (ο Μαρξ τα λέει αυτά όχι εγώ έτσι;). Ξάφνου θα ανέβω πάνω σε μία ραφιέρα, ο δυνατός αέρας θα κυματίζει τα μακριά ξανθά μαλλιά μου και τις τεράστιες μαύρες κεραίες μου, θα ανοίξω τα 8 κατσαριδένια ποδια μου θα υψώσω και τα μαύρα μου φτερά και θα δώσω την εναρκτήρια κραυγή της σύγκρουσης. Αμέσως, χιλιάδες κατσαρίδες θα επιτεθούν στους τρομοκρατημένους πελάτες θα τους τρώνε τα μάτια και ότι ψώνια έχουν κάνει, και εγώ θα γυρνάω σαν Άγγελος του Ελέους να τους δίνω το χαριστικό χτύπημα, θα τους ξεσκίζω στα δύο για να γλιτώσουν από τον ατέλειωτο πόνο ενώ γιαούρτι, κωλόχαρτα, γατοτροφές και κρουασάν θα ξεχύνονται από τα σωθικά τους. Σύντομα το μαγαζί θα μετατραπεί σε σφαγείο. Οι πελάτες θα έχουν νικηθεί κατά κράτος. Τα σωριασμένα τους πτώματα θα τα κάνουμε σωρό να τα κάψουμε, ενώ από απέξω από το μαγαζί θα έχουν μαζευτεί τα κανάλια και πολύς κόσμος που θα κλαίνε απαρηγόρητοι.
Εμείς θα βάλουμε τέρμα το No tears for the creatures of the night, και θα κάνουμε πάρτι αλληλεγγύης.



Και από το τελευταίο τεύχος:

Έχουν αρχίσει οι πρώτες ζέστες και όλα έχουν αρχίσει να δουλεύουν λιγότερο στην δουλειά. Με πρώτους από όλους εμάς τους λαμπρούς και δοξασμένους υπαλλήλους της πολυχρονεμένης μας εταιρείας. Στην συνέχεια με γεωμετρική πρόοδο αρχίζουν να χαλάνε και τα μηχανήματα.
Η αρχή γίνεται με τα aircondition γύρω στη 1 το μεσημέρι, έξω 37 και εμείς μέσα να τρέχουμε και να κουβαλάμε –υποτίθεται έτσι; Στην συνέχεια αρχίζει να πέφτει συνέχεια μία ασφάλεια από την κατάψυξη με τα ψάρια –ο απόλυτος εφιάλτης: να πρέπει να μαζέψεις τα αποψυγμένα ψάρια μίας χαλασμένης κατάψυξης. Κάθε 10 λεπτά κλατς κάτω η ασφάλεια, και εγώ εννοείται από κοντά να την σηκώνω. Η ώρα έχει πάει 3 και η κατάψυξη δεν λέει να συνέλθει. Η εντολή από πάνω είναι σαφής: “Όπως μεταφέρεται το περιεχόμενον των προβληματικών καταψύξεων εις τας εναπομείνουσας λειτουργούσες καταψύξεις”. Και είμαστε τώρα 2 άτομα να πετάμε -κυριολεκτικά- τα ψάρια από το ένα ψυγείο στο άλλο. Μία πελάτισσα μας κάνει την παρατήρηση αν είναι σωστό αυτό που κάνουμε. Όχι της απαντάει η άλλη κοπέλα και εμείς συνεχίζουμε να παίζουμε με τα ψάρια νιώθοντας σαν ψαράδες πάνω σε ένα καΐκι στην δροσερή θάλασσα του Αιγαίου. Αφού τελειώνουμε πάμε να κάνουμε ένα δύο τσιγάρα να ξεπεράσουμε το σοκ της έντονης εργασίας…
Μπα! Που τέτοια τύχη! Στο δεύτερο τσιγάρο, γκλατς πέφτουν τα φώτα! Διακοπή ρεύματος! Εγώ και η άλλη κοπέλα (που έχουμε κάνει ένα θαυμάσιο ντουέτο) βγαίνουμε από τα αποδυτήρια και φωνάζουμε στους πελάτες να βγουν έξω με ένα προσποιητό ύφος πανικού λες και χτυπήσαμε πάνω σε παγόβουνο και θα βουλιάξουμε. Αφού βγάλουμε έξω τους πελάτες καθόμαστε να κάνουμε άλλο ένα τσιγάρο, και οι τρεις μας πια… Μπα! Η τύχη μας σήμερα είναι κυκλοθυμική! Γκλατστσα, έρχεται το ρεύμα… Ε ρε την τύχη μας σήμερα! Δεν γαμιέται λέμε, στα μουνιά μας και στον πούτσο μας. Σβήνουμε τα φώτα από τον πίνακα, και καθόμαστε και κάνα τέταρτο να κάνουμε με την ησυχία μας κάνα τσιγάρο… Τον καρκίνο θα βγάλουμε σήμερα…
Τέλος πάντων ανοίγουμε πάλι το μαγαζί, και ο Εκατόγχειρας Θεός Των Χαμάληδων μας χαρίζει κάνα 2ωρο ομαλής εργασιακής δραστηριότητας. Φυσικά έχουμε λιώσει από την ζέστη…
Η ώρα έχει πάει 6 και ξαφνικά διαπιστώνω ότι οι συντηρήσεις έχουν σταματήσει να δουλεύουν, 10 μέτρα φορτωμένα ψυγεία! Αν ήμουνα ρομπότ θα είχα κρεμάσει τα μηχανικά μου χέρια και το κεφάλι θα είχε γείρει προς τα πίσω βγάζοντας καπνούς.
Κάνω το μοιραίο και τραγικό λάθος, σε μία κρίση συνεπούς υπαλλήλου, να ενημερώσω την εταιρεία μου. Μεγάλη μαλακία. Γιατί φυσικά σιγά μην στέλνανε ψυκτικό στις 6 το απόγευμα… Ε, μου λέει ο επόπτης μου άδειασε την και βάλτην στην πάνω συντήρηση. Ε του λέω να τα αφήσουμε μήπως φτιάξει μόνο του το ψυγείο! (Μην γελάτε δεν είναι για γέλια! Έχει συμβεί και αυτό!) Όχι μου κάνει! Ευτυχώς είμαστε 3 άτομα και το απόγευμα, και έτσι μαζί με την άλλη κοπέλα αδειάζουμε τα ψυγεία, τα βάζουμε σε κιβώτια και στην συνέχεια και τα φορτώνουμε σε αυτό που ονομάζεται «ημιπαλέτα» (!!!) και δεν είναι κάτι άλλο από εκείνο το τετράγωνο σιδερένιο πράγμα με ρόδες.
Αφού λοιπόν τα αδειάζουμε και τελειώνουμε κατά τις 8 παρά, πάμε να τα βάλουμε στην πάνω συντήρηση, η οποία χωράει τρία τέτοια καρότσια. Παρένθεση: για να μπουν τα καρότσια στο θάλαμο της συντήρησης έχουν μία μικρή μπάρα με κλίση 30ο, και όπως πολύ σωστά παρατηρεί ο τεχνικός ασφαλείας εδώ και 2 χρόνια που έρχεται κάθε 1η του μήνα, οφείλει η εταιρεία να την αλλάξει γιατί οι προδιαγραφές δίνουν μέχρι 10ο το πολύ κλίση… Βάζουμε λοιπόν το πρώτο εύκολα, βάζουμε και το δεύτερο σχετικά πιο δύσκολα (ξέρει κανείς τι σημαίνει να κουμαντάρεις με όλο σου το σώμα 200-300 κιλά πάνω σε ρόδες;). Η άλλη κοπέλα κάνει τον οδηγό –γιατί και η πόρτα είναι στενή- και εγώ σπρώχνω. Έχω βάλει λοιπόν 2 καρότσια και έχω κλάσει μέντες, μου έχει βγει η κωλοτρυπίδα στο στόμα, έχουν χεστεί τα αυτιά μου και άλλα τέτοια ωραία. Πάω λοιπόν να σπρώξω και το τρίτο το οποίο όμως είναι κακοφορτωμένο, έχει χαμηλά ελαφριά πράγματα και τα βαριά από πάνω. Τέλος πάντων σπρώχνω μία, τίποτα, σπρώχνω δύο τίποτα, σπρώχνω τρεις, τέσσερις, πέντε… Τα έχω δει όλα, έχω κλάσει 3 στρέμματα λάχανα, έχω δει το Χριστό Βιετκόγκ και τον απόστολο Πάυλο Ερυθρό Χμερ. Σταματάω και κοιτάω το καρότσι, με ύφος σουπερμακετίστα Κλιντ Ίστγουντ -ο καλός ο κακός και το καρότσι… Έχω πάρει που λέτε τώρα φορά, έχω φορτώσει σε μία τελική αναμέτρηση εμού και του καροτσιού. Σπρώχνω, ξανασπρώχνω αλλά φυσικά τίποτα, από την άλλη το κέντρο βάρους είναι σχετικά ψηλά, εγώ αφήνω όλη την τεράστια μυϊκή μου δύναμη να εκλυθεί, βγάζω και την κραυγή του θανάτου και γκλατς σκάει το καρόιτσι κάτω. Σε ένα πανέμορφο θέαμα. Βούτυρα πολτοποιημένα, γιαούρτια χυμένα, γάρο από τις φέτες να απλώνεται στο πάτωμα, χυμοί ανανά, μπανάνας, και αγγουριού να δημιουργούν πολύπλοκα ψυχεδελικά σχέδια… Όλα αυτά σε συνδυασμό με την έκλυση τεραστίων ποσοτήτων αδρεναλίνης στο αίμα μου δημιούργησαν μία καθαρά θρησκευτική εμπειρία! Ο θεός υπάρχει και θα αναδυθεί μέσα από τα χυμένα και καταστρεμμένα τυριά, γιαούρτια και βούτυρα, όπως η Αφροδίτη του Μποτιτσέλι αναδύθηκε μέσα από τους αφρούς της θάλασσας.
Αφού ξενέρωσα έκατσα να συλλογιστώ την κατάσταση. Καθόλου ευοίωνη… Σε μία ώρα φεύγω, και φυσικά ούτε λόγος να κάτσω έστω και 1 λεπτό παραπάνω για να μαζεύω τις μαλακίες από το πάτωμα, από την άλλη είναι μεγάλη μαλακία να τα φορτωθεί η άλλη κοπέλα με το που θα σκάσει για δουλειά το πρωί.
Έτσι χιμάω στο σωρό των προϊόντων και αρχίζω να τα πετάω όπως βρω μέσα στην συντήρηση, όταν λέμε πετάω εννοώ πετάω. Έκανα κανονική προπόνηση στο γιαούρτωμα, όχι μαλακίες. Φέτες πετούσαν στον αέρα σφυρίζοντας, γιαούρτια έφτιαχναν έναν όμορφο άσπρο ουρανό, και το γάρο από τις φέτες έριχνε τις δροσερές σταγόνες του πάνω στο ιδρωμένο και σφιχτό προλεταριακό μου κορμί. Τα έχω βάλει σε ένα τέταρτο και έκανα ένα μήνα να ξενερώσω!!!
Από τότε τα γιαούρτια, οι φέτες και τα βούτυρα δεν είναι εμπορεύματα, δεν είναι δουλειά, δεν είναι σιχτίρισμα. Είναι ηδονή! Είναι δημιουργία! Είναι τα συνθετικά μέρη ενός κόσμου που ακόμα δεν έχει φτιαχτεί! Από τότε τα γιαούρτια τα βλέπω σχεδόν ερωτικά! Για αυτό να κοιτάτε πάντα καλά τους υπαλλήλους των super market στα μάτια, και αν δείτε καμία περίεργη γυαλάδα στο μάτι, από εκεί να αγοράσετε μόνο κονσέρβες!

6 Comments:

  1. Ανώνυμος said...
    Ιδιοφυή!
    Είσαι ο Άγις Στίνας της λογοτεχνίας φίλε μου. Όταν έφτασα στο τρίτο είπα, αυτό πρέπει να ναι το καλύτερο, μετά όμως διαβασα και τ' άλλα και δεν μπορώ τελικά να διαλέξω.
    Έχει κι άλλα τέτοια κρυμμένα αδημοσίευτα μαργαριτάρια το Κιβώτιο;
    Ανώνυμος said...
    Πολύ καλά και ιδιαίτερα όλα τα κείμενα. Άλλα βγάζουν συναίσθημα, άλλα χιούμορ, άλλα σε βάζουν σε σκέψεις...

    Πώς και γιατί σταματήσατε το κιβώτιο? Αλλά αυτό θα είναι μια άλλη ιστορία προλεταριακού και ιδεολογικού αγώνα ;)

    Απόλαυσε τις στιγμές ξεκούρασης μετά από τόσο καιρό και καλή τύχη σε όσα έπονται

    -Βασίλης
    Ανώνυμος said...
    Bre saxlampixla B.(l).a.(k).a.l ti ta ksanaanebazeis ta keimena ayta sto blog afou yparxoun anebasmena sto site tou kibotiou...

    P.S. To Kibotio stamatise giati dieyrin8ike o arxikos pyrinas kai i syn8esi ton atomon pou to apotelousan. Opote me neo kosmo empainan kai nea zitimata sta meli tou...
    βα.αλ. said...
    Καλά Μήτσο μου, πιες κανα καφέ και φτιάξε το μουσακά σου και άμα δεις κάνα no tears στο blog του Κιβωτίου τα ξαναλέμε. Δεν ξέρω αν το έχεις πάρει χαμπάρι αλλά τα σχόλια, τα λογοτεχνικά αποσπάσματα και το no tears δεν ανέβηκαν στο blog... (Άλλωστε το γράφει και πάνω πάνω: τα κατεξοχήν κείμενα ανάλυσης...)

    Οι παρατηριτικοί αναγνώστες σαν τον Αρσέν το διαπίστωσαν αυτό ρωτώντας για άλλα σδημοσίευτα μαργατάρια...

    (Για την ακρίβεια Αρσέν έχει και άλλα τέτοια αδημοσίευτα αλλά δεν ξέρω αν είναι ακριβώς μαργαριτάρια...)

    Αρσένιε με τιμούν τα εγκώμια σου.

    Βασίλη. Το Κιβώτιο σταμάτησε όχι επειδή όπως λέει ο ηλίθιος από πάνω μπήκαν καινούριοι άνθρωποι στη διαδικασία του περιοδικού (έχεις να φας κράξιμο εσύ γλυκέ μου...), αλλά επειδή μαζί με άλλους ανθρώπους αποφασίσαμε να πάμε λίγο παραπέρα τα πράγματα. Αυτό το παραπέρα όμως σε εκείνη τη φάση δεν χώραγε ταυτόχρονα και μία διαδικασία σαν αυτή της έκδοσης ενός εντύπου με τις (ας μου επιτραπεί να πω) υψηλές απαιτήσεις του περιοδικού. Υψηλές απαιτήσεις όχι με την έννοια της τεραστίου βάθους αναλυτικής μας σκέψεις φυσικά όπου οι άλλοι δεν μπορούσαν να παρακολουθήσουν αλλά με την έννοια της δουλειάς που απαιτούσε μία τέτοια έκδοση. Τέλος πάντων, Βασίλη, δεν σταματήσαμε ούτε επειδή τσακωθήκαμε, (αν και τσακωνόμαστε μονίμως), ούτε επειδή διαφωνήσαμε (αν και διαφωνούμε μονίμως). Σταματήσαμε επειδή κρίναμε ότι έπρεπε να ρίξουμε αλλού το βάρος μας. Αυτά.
    Ανώνυμος said...
    Les: "Το Κιβώτιο σταμάτησε όχι επειδή όπως λέει ο ηλίθιος από πάνω μπήκαν καινούριοι άνθρωποι στη διαδικασία του περιοδικού (έχεις να φας κράξιμο εσύ γλυκέ μου...), αλλά επειδή μαζί με άλλους ανθρώπους αποφασίσαμε να πάμε λίγο παραπέρα τα πράγματα".

    A re kakomoiri ki ego ti eipa tou paidiou????

    Episis epeidi akribos einai tou kibotiou ta keimena gia ayto kai de xreiazetai na ta baleis edo...
    Ανώνυμος said...
    απιστευτα καλα κειμενα...
    να σαι καλα..περναει η ωρα στη δουλεια σαββατο πρωι αφορητα αργα...

Post a Comment



Νεότερη ανάρτηση Παλαιότερη Ανάρτηση Αρχική σελίδα