Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κίνα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κίνα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων


Τσαντίστηκε η Google από τυς συντρόφους κινέζους χακεράδες; Τόσα χρόνια που λογοκρίνει το ψαχτήρι ακόμα και εκτός Κίνας τώρα την έπιασαν οι ευαισθησίες της;

Υπερβάλλει πάλι ο αγαπητός σας ιστολόγος;

Υπερβάλλει...

Ορίστε και οι αποδείξεις της λογοκρισίας της Google ακόμα και εκτός Κίνας.

Βάζουμε στο ψαχτήρι το china labor watch και πατάμε το google search... Πουθενά στα πρώτα 10 αποτελέσματα δεν υπάρχει άμεσος σύνδεσμος στην πιο γνωστή ιστοσελίδα για τους εργατικους αγώνες στην Κίνα... Για πάμε στο yahoo για παράδειγμα, κάτι περίεργο συμβαίνει εδώ... Οι πρώτοι πέντε σύνδεσμοι είναι απευθείας σύνδεσμοι με την συγκεκριμένη ιστοσελίδα.

Μάλιστααα...

ΥΓ. Πιθανά να πει κανείς ότι διαφέρουν οι μηχανές αναζήτησης. Ναι εεε; Περίεργο να μοιάζουν τόσο πολύ τα αποτελέσματα για κάτι λιγότερο γνωστό... Εδώ η google και εδώ η yahoo...

Δεν ξέρω πόσοι το έχετε πάρει χαμπάρι (δεν έχω και τηλεόραση να βλέπω τι δείχνουν τα κανάλια) αλλά μας έχει επισκεφτεί ο φίλος μας ο Χου Ζιντάο για να κάνει μπίζνες με τον μπουχέσα. Ξέρετε τώρα, πάρε το λιμάνι του Πειραιά, πάρε και τη μισή Κρήτη, κανονίζουμε και ένα αυξημένο μερίδιο στην διακίνηση από τον θρυλικό εμπορικό στόλο μας για τα κινέζικα εμπορεύματα και όλα μία χαρά. Αυτό που δεν μπορώ να καταλάβω εγώ πάντως είναι γιατί φωνάζουν όλοι αυτοί οι αριστεροί; Κομμουνισμό δεν έχουν στην Κίνα; Δε χαίρονται για τα επιτεύγματα του; Εγώ πάντως στράβωσα πολύ που δε θα πάει στο επίσημο γεύμα του Κάρολου (όχι του Μαρξ του άλλου ρε...) προς τιμήν του κινέζου πρωθυπουργού ο Αλέκος. Είναι συμπεριφορά αυτή; Τι θα πουν οι σύντροφοι; Στην τελική ρε μεγάλε στείλε τον Αλέξη να κάνει τη βρωμοδουλειά... Αλλά σκέψου τις κινέζικες μάζες.

Επ' ευκαιρία. Εγώ βρίσκω πολύ σωστή αυτή την κίνηση του μπουχέσα. Γιατί όταν με το καλό θα έρθει ο 5ος παγκόσμιος πόλεμος εμάς οι Κινέζοι δε θα μας πειράξουν. Τι είμαστε μπροστά στην Κίνα; Χωριό είμαστε... Και έχω και μία καταπληκτική ιδέα, την οποία σα σωστός Έλλην την προτείνω στην ελληνική κυβέρνηση που μπορεί να την εφαρμόσει με μία ταπεινή προμήθεια της τάξεως του 15%: Γιατί αντί για το λιμάνι του Πειραιά και το Τυμπάκι δεν πουλάτε το Άγιον Όρος στους Κινέζους να το γαμήσουνε να ησυχάσουμε; Στα αρχίδια μας! Ελληνική επικράτεια είναι αυτό;

Και για να μην ακούσω ρατσισμούς για τους Κινέζους ορίστε ένα βιντεάκι που αποδεικνύει το μεγαλείο του Κινέζικου πολιτισμού. Εμείς ρε τι έχουμε να αντιπροτείνουμε; Το Σαραβάκο;



Σοβαρά τώρα: Διαβάζει κανείς τη συνέντευξη του δικού μας στη Λαική Ημερησία την εξής δήλωση:

«Η Κίνα διαδραματίζει έναν ολοένα αυξανόμενο ρόλο στα παγκόσμια οικονομικά ζητήματα. Στην παρούσα οικονομική ύφεση, ο ρόλος της Κίνας είναι ζωτικός. Περισσότερο από ποτέ, ο κόσμος προσδοκά από την Κίνα να αποτελέσει πυλώνα της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης» ανέφερε ο πρωθυπουργός προσθέτοντας ότι η Ελλάδα στηρίζει σθεναρά την αρχή της ενιαίας Κίνας.

Τι είναι αυτό το ενιαία Κίνα; Θα το πω με μία απλή πρόταση: Η Κίνα αντιμετωπίζει πολύ σοβαρά πρόβλημα διάσπασης. Η κρίση, αν αρχίζει να την επηρρεάζει σοβαρά, και αν οι εργατικοί αγώνες αρχίσουν να γίνονται ολοένα και πιο διεκδικητικοί και οργανωμένοι, για την Κίνα δύο λύσεις θα υπάρχουν: ή εμφύλιος πόλεμος ή διαμελισμός της. Υπάρχουν πολλές φωνές που ζητούν την "απελευθέρωση" των "καπιταλιστικών ζωνών" από την καθυστερημένη εσωτερική Κίνα και τον σφιχταγκαλισμό του κόμματος. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι δεν ξέρω κατα πόσο εντάσσεται σε κάτι τέτοιο η αποψάρα του μπουχέσα, ή αφορά την παλιά καλή έριδα της Κίνας με την Ταιβάν, όπου και εκεί υπάρχει η προσδοκία για ένωση της Ταιβάν με την μαμά Κίνα. Πάντως προς το παρόν μου φαίνεται λίγο απίθανο το πρώτο (αν και θα επιμείνω στην ύπαρξη τέτοιων φωνών).

ΔΙΟΡΘΩΣΗ:

Από πάνω υπερβάλλω όσον αφορά τη διάσπαση της Κίνας (ένας ακόμα καλός λόγος για την επόμενη φορά που θα βγω και θα πω την αποψάρα μου να ανατρέξω και σε καμιά πηγή). Το One China policy το οποίο δήλωσε ότι αποδέχεται ο Καραμανλής είναι η γραμμή του ΚΚΚ η οποία επιδιώκει την ενοποίηση όλης της Κίνας (Ταιβάν, Χονγκ Κονγκ, Μακάο). Περισσότερες πληροφορίες εδώ.

Η συζήτηση που περιγράφω παραπάνω είναι υπαρκτή αλλά είναι μεγάλο θέμα ποιος λέει τι... (Και σίγουρα σε μεγάλο βαθμό δεν είναι "συζήτηση" των εκμεταλλευομένων.) Μάλλον κακώς την άνοιξα γιατί είναι μία τεράστια συζήτηση. Δεν πειράζει.


Τόσο καιρό δεν έχω γράψει κουβέντα για το Θιβέτ. Ε, μάλλον φαντάζομαι ήρθε ο καιρός να γράψω.

Θα προσπεράσω εν συντομία όλους αυτούς που πρόσφατα ανακάλυψαν την Κίνα και το Θιβέτ. Να περιμένω ότι κάποια στιγμή θα ανακαλύψουν και τους Ουιγούρους (πληροφοριακά εκεί παίζεται το παιχνίδι μιας και αυτοί είναι μουσουλμάνοι και μπλα μπλα μπλα). Επίσης να αφήσω κατα μέρους ότι λίγο πολύ αυτοί που ξαφνικά ανακάλυψαν μετά από 50 χρόνια ας πούμε κινέζικης κατοχής (δεν εννοώ ότι δεν είναι κατοχή -αλλά η Κίνα δεν είναι ακριβώς κράτος όπως είναι το ελληνικό) τη Θιβετιανή ανεξαρτησία και που κόπτωνται περί αυτής είναι ακριβώς οι ίδιοι που καταράσσονται την ανεξάρτησία του Κοσόβου. Και αν η ανεξαρτησία του Κοσόβου είναι δάκτυλος του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, η ανεξαρτησία του Θιβέτ γιατί δεν είναι επίσης το ίδιο; Είναι προφανές νομίζω ποιος θέλει ένα προτεκτοράτο από την άλλη μεριά των Ιμαλαίων. Τέλος πάντων για μένα το θέμα δεν είναι ακριβώς ο ιμπεριαλισμός. Είναι πολύ περισσότερο τι κάνουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, οι εκμεταλλευόμενοι και οι κυριαρχούμενοι.

Πριν κάποια χρόνια είχαμε γράψει μαζί με έναν σύντροφο μία ανταγωνιστική ιστορία της Κίνας. Ήταν από τα πρώτα πράγματα που έβαλα στο ιστολόγιο, αν δεν την έχετε διαβάσει πηγαίνετε εδώ. Το πιο σημαντικό πράγμα που μάθαμε διαβάζοντας και ερευνώντας το ζήτημα αυτό ήταν να διακρίνουμε πίσω από τις γραμμές, όσων διαβάζαμε, δεδομένου ότι οι θέσεις όσων έπεφταν στα χέρια μας ήταν σαφείς μαοικοί από τη μία δοξάζοντες το έργο του Μάο και πράκτορες του ιμπεριαλισμού από την άλλη που κατακεραύνωναν την σοσιαλιστική Κίνα. Ειδικότερα, αυτό το είδαμε ιδιαιτέρως στο ψάξιμο για την εξέγερση της Τιεναμέν. Μία φοιτητική δημοκρατική εξέγερση; Ναι καλά. Για δείτε λίγο την πέμπτη ενότητα...

Με αυτή την έννοια έχω τις επιφυλάξεις μου όσον αφορά το τι έγινε στη Λάσα. Επιφυλάξεις που συνοπτικά και καίρια συμπυκνώνει εδώ το Μαύρο Πρόβατο. Διαβάσαμε πάντως τόσες μαλακίες τρεις τέσσερεις μέρες τώρα που μόνο να τις μαζέψεις βγάζεις βιβλίο. Όπως π.χ. ότι οι Κινέζοι δεν έχουν θρησκεία και για αυτό κάνουν ότι κάνουν στο Θιβέτ!!! Ναι εντάξει. Οι κινέζοι είναι άθρησκοι. Σε λίγο θα μας πείτε ότι η Κίνα είναι σοσιαλιστική...

Τέλος πάντων το πλέον τραγικό όλων είναι για μένα ότι ξαφνικά αρχίζουν να μιλάνε όλοι για τα ανθρώπινα δικαιώματα των Θιβετιανών. Να γίνω στα αλήθεια κακός; Να γίνω.

Όλοι όσοι κόπτωνται για τα ανθρώπινα δικαιώματα των Θιβετιανών παίζουν το παιχνίδι του κινέζικου κράτους το οποίο επιθυμεί διακαώς να μη μιλήσει κανείς για τα ανθρώπινα δικαιώμτα στην υπόλοιπη Κίνα. Έχει κανείς καμία ιδέα τι γίνεται στα ολυμπιακά έργα του Πεκίνου; Ξέρετε πόσοι άνθρωποι έχουν θαφτεί ζωντανοί στα μπετά και στα μπάζα; Ξέρετε σε τι συνθήκες ζουν και δουλεύουν όλοι αυτοί; Ξέρετε πόσοι ξεσπιτώθηκαν; Ξέρετε πόση καταστολή έχει πέσει; Ξέρετε ας πούμε ότι ενώ η Κίνα έχει το 1/3 της παγκόσμιας παραγωγής άνθρακα έχει τα 4/5 θανατηφόρων εργατικών ατυχημάτων στα ανθρακωρυχεία; Αλλά βέβαια οι Θιβετιανοί είναι cool βουδιστές και όχι ξενέρωτοι ανθρακωρύχοι.

Με απλά λόγια η ολυμπιάδα της Αθήνας ήτανε παιδική χαρά σε όλα όσα έχουνε γίνει στο Πεκίνο. Δεν υπάρχουνε νούμερα. Δεν μπορούνε να υπάρξουνε νούμερα. Υπάρχει η πιο άγρια και η πιο σκληρή εκμετάλλευση και καταστολή.

Ασχοληθείτε λοιπόν με τον αρχιεπίσκοπο του εναλλακτισμού Δαλάι Λάμα που πουλάει μια χαρά ψυχική ειρήνη σε σπινταρισμένους δυτικούς, τη δουλειά της Κίνας κάνετε όλοι σας...

Θα επανέλθω με περισσότερα...

ΥΓ. Εντωματαξύ βάλτε στο google (αν και θα πρότεινα για σιγουριά to yahoo) china olympics workers και διαβάστε κάνα άρθρο.


1.Η περίοδος του Γκουομιντάνγκ

Λέγεται πως τον Φλεβάρη του 1912 οι νικηφόρες δυνάμεις του Γκουομιντάνγκ διέταξαν την αφαίρεση της αυτοκρατορικής πλάκας από την είσοδο της Απαγορευμένης Πόλης στο Πεκίνο και την αντικατάστασή της με μια νέα πλάκα που έφερε τα σύμβολα τις νεο-ιδρυθείσας δημοκρατίας: «Zhong Gua Men». Όμως ο εργάτης που ανέλαβε τη δουλειά γνώριζε καλά πως ο καιρός έχει πολλά γυρίσματα, κι αντί να καταστρέψει την πλάκα θέλησε να την κρύψει σε μια από τις σοφίτες της αρχαίας Δυναστικής Πύλης. Όταν όμως ανέβηκε όλα τα σκονισμένα σκαλοπάτια του περάσματος που οδηγούσαν στην ξεχασμένη κρυψώνα, βρήκε κάτω από αράχνες και ποντικοκούραδα μια άλλη πλάκα που έφερε τα σύμβολα της δυναστείας των Μινγκ: «Da Ming Men». Προφανώς κάποιος άλλος εργάτης πριν τριακόσια χρόνια είχε διαταχθεί από τις νικηφόρες στρατιές των Μαντζού να περατώσει μια αντίστοιχη εργασία. Κι είχε και αυτός προνοήσει να κρύψει την παλιά πλάκα σε περίπτωση που η νίκη των βαρβάρων από το Ντονγκμπέι ήταν προσωρινή. Όμως αυτή τη φορά δεν θα ήταν μονάχα το όνομα στην πλάκα που θα άλλαζε, γιατί η επανάσταση που ξεκίνησε από μια τυχαία έκρηξη σε μια γιάφκα στο Γουχάν θα σάρωνε όχι μόνο την αυλή του Υιού του Ουρανού, αλλά ολόκληρη τη δομή της κινεζικής κοινωνίας. Στα επόμενα χρόνια νέες περίεργες ιδέες και πρακτικές θα κατακλύσουν το Κεντρικό Βασίλειο. Μια από αυτές ήταν ο πληθυσμός. Αν ο πλούτος και το σφρίγος της αυτοκρατορίας υπολογίζονταν σε ασήμι και ρύζι, οι νέοι αστοί διανοούμενοι, οι λεγόμενοι zhishi jieji, θεωρούσαν πως το σύγχρονο προοδευτικό τους κράτος μπορούσε να οικοδομήσει τον οικονομικό και κοινωνικό του πλούτο μόνο μέσω της διαχείρισης και της βελτίωσης των βιολογικών του πολιτών. Υπερβαίνοντας κάθε ταξικό, τοπικό, φατριακό ή θρησκευτικό προσδιορισμό, ο πληθυσμός ήταν κάτι που ένωνε όλους τους πολίτες σε μια οργανική μάζα της οποίας κεντρικά χαρακτηριστικά ήταν το μέγεθος κι η ανάπτυξη. Καμία αυτοκρατορική έννοια δεν αντιστοιχούσε σε αυτή τη νέα τρομερή και πεπερασμένη ύπαρξη. Η ποιητική αφαίρεση του «xia tien» (όλοι όσοι βρίσκονται κάτω από τον ουρανό) είχε δώσει τη θέση της σε μια νατουραλιστική ακρίβεια η οποία υπαγόρευε σαν αυτονόητη μια νέα έγνοια: την αναπαραγωγή. Η συνεχής κι αδιάλειπτη ανάλυση των σεξουαλικών συμπεριφορών, της ηλικίας του γάμου, του αριθμού των γεννήσεων, των φαινομένων βρεφοκτονίας κοκ γίνανε κεντρικά ζητήματα της δημόσιας μέριμνας. Επρόκειτο για μια νέα εξουσία-γνώση που παρήγαγε ένα νέο τύπο υποκειμένων υπό επιτήρηση. Η μελέτη του μέσου όρου ζωής, του λόγου θανάτων και γεννήσεων, της πυκνότητας και της κατανομής αυτών, έγινε στόχος της «επιστήμης του πληθυσμού», δηλαδή της δημογραφίας, ενώ η βιολογική βελτίωση τους αντικείμενο της «επιστήμης της ανώτερης γέννησης», δηλαδή της ευγονικής. Διανοούμενοι με αστικό προσανατολισμό είχαν ήδη εισάγει μια σειρά από ανάλογες έγνοιες κατά τα τελευταία χρόνια της δυναστείας των Μαντζού, και ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του μεταρρυθμιστικού κινήματος που είχε προσπαθήσει ανεπιτυχώς να υπονομεύσει τους αυτοκρατορικούς θεσμούς μετά τον ταπεινωτικό Σινο-Ιαπωνικό πόλεμο του 1885. Τα χρόνια εκείνα, η διαπραγμάτευση της Μαλθουσιανής ορθοδοξίας ήταν οξεία. Από τη μία, η σχολή του Μπάο Σι Τσεν υποστήριζε πως η αύξηση του αριθμού των υπηκόων σήμαινε αύξηση του αριθμού των παραγωγών και συνεπώς αύξηση του παραγόμενου πλούτου. Από την άλλη, ετερόδοξοι διανοούμενοι όπως ο Ουάνγκ Σιν Ντουό υποστήριζαν την μείωση των γεννήσεων και την συστηματική δολοφονία όλων των νεογέννητων κοριτσιών από φτωχές αγροτικές οικογένειες, ενώ ο περίφημος Κανγκ Γιού Ουέι φαντασιωνόταν την επιλεκτική γονιμοποίηση γενετικά κατάλληλων γυναικών μέσω μηχανών.

Η νίκη των δημοκρατικών δυνάμεων το 1911 σήμανε μια επιλεκτική συστηματικοποίηση αυτών των απόψεων υπό την αιγίδα του κράτους. «Προκειμένου να γίνει η χώρα ισχυρή πρέπει να ενισχύσουμε τη ράτσα, και για να ενισχύσουμε τη ράτσα μας πρέπει να βελτιώσουμε την σεξουαλική μας διαπαιδαγώγηση»: η αυτό-πειθαρχία και ο έλεγχος αποτελούσαν κατά τους αστούς τις βάσεις της εθνικής αναγέννησης, Κατά τα πρώτα χρόνια της δημοκρατίας τυπώθηκαν εκατομμύρια αντίτυπα δεκάδων λαϊκών εντύπων ευγονικής και σεξουαλικής πειθάρχησης. Απόψεις όπως η παρακάτω ήταν κοινός τόπος: «Αν θέλουμε να ενισχύσουμε τη ράτσα μας δεν έχουμε καιρό για χάσιμο, πρέπει να εφαρμόσουμε ένα πρόγραμμα ευγονικής. Και δεν πρέπει απλά να απαγορεύσουμε τον γάμο των σεξουαλικά άρρωστων, των ηλίθιων και των φρενοβλαβών. Για όσους καταχρούνται το σεξουαλικό ένστικτο και καταστρέφουν τις μελλοντικές γενεές δεν υπάρχει παρά ένας κατάλληλος νόμος: ο ευνουχισμός!».Παρότι η επίσημη ιδεολογία του Γκουομιντάνγκ βασισμένη στις «Τρεις Αρχές για τον Λαό» του Προέδρου Δρ Σουν Γιατ Σεν ήταν αντίθετη στον περιορισμό των γεννήσεων, το πρακτικό αποτέλεσμα αυτής της γραμμής είναι αρκούντως αμφίβολο δεδομένης της διάδοσης των καθημερινών αντισυλληπτικών παροτρύνσεων από τον τύπο και τους γιατρούς, καθώς και του νέου στίγματος που συνόδευε τα αφροδίσια νοσήματα ως ενδείξεις φυλετικής διαφθοράς. Η ιατρική ορθολογικοποίηση της αναπαραγωγής περιλάμβανε μια νέα κατασκευή των «ασθενειών» ως οντότητες με δική τους προσωπικότητα η οποία αποτελούταν από σημάδια και συμπτώματα, αιτίες, κλινική εικόνα, φυσική ιστορία, πρόγνωση και κατάλληλη αγωγή. Με την ίδρυση του Υπουργείου Υγείας το 1928, μια μιλιταριστική ορολογία περί επιθέσεων, εισβολών και αμυντικών μηχανισμών έγινε αναπόσπαστο μέρος του πολιτικού λόγου και της σχολικής εκπαίδευσης - «Από τη γέννηση μας μέχρι τον θάνατό μας δεν περνάει μια μέρα στη ζωή του ανθρώπου χωρίς μια μάχη με τα μικρόβια. Το σώμα είναι ένα πεδίο μάχης». Έτσι διαμορφώθηκε ένα συλλογικό φαντασιακό οπού μπορούσαν να προβληθούν χειραγωγικά διάφοροι λόγοι αλήθειας σχετικά με την κοινωνική αποσύνθεση και την ιδεολογική μόλυνση. Ένα σχολικό βιβλίο που εκδόθηκε κατά τη διάρκεια της Ιαπωνικής επέλασης το 1935 γράφει χαρακτηριστικά: «Μικρέ φίλε, η χώρα μας διάγει μια μάχη ζωής και θανάτου, κι αν θέλουμε να τη σώσουμε πρέπει πρώτα να οικοδομήσουμε υγιή σώματα. Όταν θα έχουμε όλοι μας υγιή σώματα, θα μπορέσουμε να εφαρμόσουμε τα υγιή μυαλά μας σε διάφορες εργασίες, να πάμε και να πολεμήσουμε τον εχθρό μας ώστε να σώσουμε την χώρα!».
Το bête noire αυτής της πολιτικής μικροβιολογίας ήταν η σύφιλη, η οποία αντιπροσώπευε την διαφθορά του έθνους από τους ξένους διάβολους και τα αστικά κέντρα. Όπως στην προ-επαναστατική Ρωσία, έτσι και στη δημοκρατική Κίνα, η ύπαιθρος θεωρούταν πηγή του ηθικού κι ενάρετου βίου, δεξαμενή της ελπίδας και της αγνότητας. Ήταν ο κατεξοχήν τόπος της υγείας και της αθωότητας. Οι αστοί ιδεολόγοι συνέδεσαν στενά την ύπαιθρο με μια άλλη νέα έννοια, τη γυναίκα (nuren), της οποίας η σεξουαλικότητα περιοριζόταν «καταβολικά» στο «μητρικό ένστικτο» και εκφραζόταν αποκλειστικά στην αναπαραγωγή. Μέσω του τρόμου των αφροδισίων, οι γυναίκες-ύπαιθρος καταστήθηκαν παθητικά θύματα δηλητηρίασης από τους άνδρες-πόλη: ένας άνδρας με ακόρεστες σεξουαλικές ορέξεις έφερνε στα κρυφά τη νόσο-δηλητήριο από τις διεφθαρμένες ξενότροπες πόλεις και μόλυνε όχι μόνο τη σύζυγο και τα παιδία του, αλλά την ίδια την βάση μια υγειούς ανοικοδόμησης του έθνους. Αυτός ο λόγος για τη σχέση των φύλων ήταν μέρος μιας πολύπλοκης πολιτικής τεχνολογίας η οποία έθετε για πρώτη φορά το σημείο γυναίκα έξω από τις σχέσεις συγγένειας (jia) και το επανατοποθετούσε ως μια ηγεμονική κατηγορία στο κέντρο της κοινωνικής διαδικασίας. Από το 1919, το κίνημα της 4ης Μαΐου θα συστηματικοποιήσει τον φυλετικό λόγο παρουσιάζοντας τη γυναίκα σαν ένα αθώο θύμα των εγκλημάτων που τελεί η κοινωνία ( sheshui) καθημερινά από γενιά σε γενιά, σαν μια σκλάβα των σκλάβων: «η ρίζα της δικής σου (γυναικείας) οδύνης βρίσκεται στην δική μου (ανδρική) ανικανότητα να διορθώσω τις αδικίες της κοινωνίας απέναντί μου». Παράλληλα η αστική διανόηση θα επανα-κατασκευάσει το φύλο σαν μια πατριωτική κατηγορία: σαν μια μορφή αφοσίωσης που μετατίθεται από τον οίκο και τον σύζυγο/ πατέρα στο έθνος. Ο πατριωτισμός αποτελούσε βασικό μοτίβο των μνημοτεχνικών που επιστράτευσε το Γκουομιντάνγκ από την αρχή της ηγεμονίας του, και ήταν άρρητα δεμένος με έναν ρατσιστικό βιο-λόγο. Ο ηγέτης της αστικής επανάστασης Δρ. Σουν Γιατ Σετ ήταν σπουδαγμένος στο Τόκιο. Εκεί είχε έρθει σε επαφή με την ιμπεριαλιστική ιδεολογία της Ιαπωνικής μπουρζουαζίας που λίγα χρόνια μετά θα κατασπάραζε την ανατολική Ασία. Μια από τις νέες ιδέες που συνάντησε εκεί ήταν το μινζοκου, η φυλετική εθνότητα. Έτσι άρχων πια της Κίνας, ο δόκτορας επέβαλε έναν εντελώς νέο όρο, μια ολοκαίνουργια κατανόηση της κοινωνικής διαδικασίας. Κατά τον Σουν, στην Κίνα υπήρχαν πέντε ανθρώπινες «ράτσες», γουτζου, εκ των οποίων οι Χαν (χαντζου) ήταν η πολιτισμικά ανώτερη. Ιστορική ευθύνη των Χαν ήταν να προασπίσουν την Δημοκρατία τόσο ενάντια στους εξωτερικούς όσο κι ενάντια στους εσωτερικούς βαρβάρους, δηλαδή τις άλλες τέσσερις «ράτσες» (Μαντζού, Θιβετιανοί Μογγόλοι, Μουσουλμάνοι). Η ιδεολογία των γουτζου είχε πράγματι δυο πεδία εφαρμογής, το ένα εσωτερικό και το άλλο εξωτερικό. Από την μια επισημοποιούσε ως κριτικό εργαλείο και ως μονάδα αυτό-αντίληψης την ιδέα της δια-φυλετικής αντιπαλότητας. Έτσι άμβλυνε τον ταξικό ανταγωνισμό θρέφοντας την ιδέα της ρατσιστικής ενότητας. Από την άλλη κατασκεύαζε έναν «ρατσιστικό φορμαλισμό» ισάξιο της «ρατσιστικής επιστήμης» των Γιαπωνέζων, ελπίζοντας ίσως σε μια ειρηνική συμβίωση των αστικών τάξεων των δυο χωρών, σε μια από κοινού εκμετάλλευση των προλεταριακών κι αγροτικών τους βαρβάρων. Κι αυτό γιατί μετά το 1924 και μετά, το αυταρχικό κράτος του ΚΜΤ χρειαζόταν την αμέριστη αφοσίωση και υποταγή κάθε του πολίτη όχι μόνο απέναντι στην Ιαπωνική απειλή αλλά κυρίως ενάντια στην κομμουνιστική αμφισβήτηση.

2. Το κομμουνιστικό μοντέλο
Γνωρίζουμε ελάχιστα για την διαμόρφωση των κοινωνικών σχέσεων στα κινεζικά σοβιέτ πριν την απελευθέρωση του 1949. Στην πραγματικότητα οι περιοχές που έλεγχαν οι κομμουνιστές δεν τελούν υπό ένα ενοποιημένο πολιτικό καθεστώς, μιας και σε αντίθεση με το Μπολσεβικικό κόμμα στη Ρωσία, το αντιπολιτευόμενο ΚΚΚ ( Γκονγκτσαντάνγκ, «κόμμα της κατανομής της παραγωγής») δεν είχε κάποιο αποτελεσματικό κεντρικό μηχανισμό ελέγχου των τοπικών του οργανώσεων. Επιπλέον, για πολλά χρόνια τα κινεζικά σοβιέτ βρισκόντουσαν υπό συνεχή κίνηση και διατηρούσαν πιο μόνιμες βάσεις κυρίως σε απομακρυσμένες φυλετικές περιοχές της χώρας, οπού η μη παρεμβατικότητα στην αυτόχθονα κοινωνική οργάνωση ήταν απαραίτητη για την λαϊκή τους αποδοχή. Ωστόσο, κάποιες έστω κι αποσπασματικές μαρτυρίες και ντοκουμέντα από αυτή την 25χρονη περίοδο μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε πως η βιοπολιτική στρατηγική των κομμουνιστών διέφερε σημαντικά από αυτή του Γκουομιντάνγκ, κι επέφερε ραγδαίες αλλαγές στη ζωή των αγροτών κι των εργατών που βρίσκονταν, έστω και προσωρινά, στη σφαίρα επιρροής τους. Αν και διατήρησαν αρκετές από τις αστικές έννοιες σχετικά με το εθνικό σφρίγος, οι κομμουνιστές διανοούμενοι θα μετατοπίσουν την προβληματοποίηση του φύλου από την παθητικότητα και την αφοσίωση στην ενεργό στράτευση. Το Σοβιέτ του Τζιάνγκσι (1927-1934) για παράδειγμα χρησιμοποίησε έναν νέο πολιτικό όρο ο οποίος θα εφαρμοστεί από το 1934 και στις τρεις κομμουνιστικές επαρχίες του καθεστώτος Γιενάν, και θα καθιερωθεί σε κρατικό επίπεδο μετά το 1949. Ο όρος «funu» θα αντικαταστήσει τον θεωρούμενο ως αντιδραστικό «nuren» για να περιγράψει ένα πολιτικό υποκείμενο ηλικίας άνω των 14, το οποίο έχει απελευθερωθεί από το νυφοπάζαρο, την πορνεία, και την δουλεία, δεν φέρει φεουδαρχικά σημάδια (σκουλαρίκια, δεμένα πόδια) και παίρνει μέρος σε πολιτικά απελευθερωτικές πράξεις. Το γυναικείο υποκείμενο θα τοποθετηθεί μέσα σε μια δομημένη πολιτική σφαίρα πέρα από το αγροτικό ημερολόγιο της σποράς και του θερισμού, και πέρα από τις κοινωνικές σχέσεις του χωριού. Το κόμμα θα δομήσει γραφειοκρατικά δίκτυα γύρω από αυτή τη νέα φυλετική πρακτική η οποία μέσα από τις διάφορες αναγνωρισμένες μορφές της θα θέσει την γυναικεία ταυτότητα από τη μια πέρα από την οικογένεια και την φεουδαρχική κοινωνική οργάνωση, κι από την άλλη πέρα από την αστική εικόνα της θύματος-τροφού. Η ενεργός γυναίκα έπρεπε να συστρατευτεί ώστε να μάθει τα φυσικά της δικαιώματα προκειμένου να μπορεί να τα εκπροσωπεί και να τα διαδώσει μέσω μαζικών οργανώσεων βάσης. Ο φυσικός τόπος δράσης μιας γυναίκας δεν ήταν πια η οικογένεια ή το έθνος, μα «η οργανωτική σφαίρα του κόμματος». Έτσι η εμπειρία του φύλου αποτελούσε μέρος ενός νέου λόγου αλήθειας σχετικά με τον πληθυσμό και τη σχέση του με το πρωτοποριακό κόμμα. Αν για τους αστούς ο πληθυσμός ήταν η οργανική βάση του έθνους-κράτους, για τους κομμουνιστές η μάζα ήταν η διαλεκτική πλατφόρμα της επαναστατικής διαδικασίας. Τουλάχιστον αυτή ήταν η άποψη της φράξιας των «επαγγελματιών επαναστατών» 1 (υπό την ηγεσία των Μάο Τσε Τουνγκ, Ζου Εν Λάι, και Τσου Τεχ), η οποία και θα επιχειρήσει να επικρατήσει των τεχνοκρατικών στοιχείων του κόμματος (υπό την ηγεσία των Λιού Σάο Τσι και Ντενγκ Σιάο Πινγκ) αμέσως μετά την απελευθέρωση. Πρέπει να θεωρήσουμε αυτονόητο πως αυτή η φράξια έδωσε περίσσια έμφαση στην αποτελεσματικότητα και την διάδοση των δικών της βιοπολιτικών στρατηγικών κατά τη διάρκεια του αντάρτικου. Η εξέτασή αυτών δεν είναι ωστόσο χωρίς σημασία, μιας και θα αποτελέσουν ιδεολογική αιχμή του ενδο-εξουσιαστικού αγώνα έως και το 1976. Ο Μάο είχε μια μαρξιστικά ετερόδοξη αντίληψη. Θεωρούσε πως ένας φτωχός και αμόρφωτος πληθυσμός αποτελεί επαναστατικό αβαντάζ: «πέρα απ’ όλα τους τα χαρακτηριστικά, το κύριο για τα 600 εκ. Κινέζων είναι πως είναι “φτωχοί και παρθένοι”. Αυτό μπορεί να φαίνεται κακό, αλλά είναι καλό. Η φτώχια γεννάει την επιθυμία της αλλαγής, την επιθυμία για δράση, την επιθυμία για επανάσταση. Πάνω σ’ ένα λευκό χαρτί μπορεί κανείς να γράψει τους πιο ζωηρούς κι ωραίους χαρακτήρες, και μπορεί να ζωγραφίσει τις πιο ωραίες εικόνες». Μέσα σε αυτή την αδιαμόρφωτη μα κι ενάρετη μάζα, οι κομμουνιστές έπρεπε να κολυμπάνε σαν το ψάρι στο νερό: «όλη η ορθή ηγεσία προέρχεται αναγκαστικά από τις μάζες και κατευθύνεται προς αυτές. Αυτό σημαίνει: πάρτε τις ιδέες από τις μάζες (σκορπισμένες και μη-συστηματικές) και συγκεντρώστε τις (μετατρέψτε τις με την μελέτη σε συγκροτημένες και συστηματικές), μετά πηγαίνετε στις μάζες και διαδώστε κι εξηγήστε αυτές τις ιδέες έως ότου οι μάζες τις αγκαλιάσουν σαν δικές τους, τις τηρήσουν και τις μετατρέψουν σε πράξη, εξετάζοντας έτσι έμπρακτα την ορθότητά τους. Τότε πάλι συγκεντρώστε τις ιδέες από τις μάζες και επιστρέψτε τις σε αυτές ώστε να βελτιωθούν. Και ούτω καθεξής σε μια αέναη σπείρα, όπου οι ιδέες θα γίνονται όλο και πιο ορθές, όλο και πιο ζωτικές, όλο και πιο πλούσιες. Αυτή είναι η μαρξιστική-λενινιστική θεωρία της γνώσης, η μεθοδολογία». Έτσι, κεντρική έγνοια του κράτους δεν είναι πια η υγεία του πληθυσμού, μα η δυνατότητα συσχέτισης με και κινητοποίησης των αρχέγονων και ζωτικών του δυνάμεων (η λεγόμενη γραμμή των μαζών, ή ο δρόμος του Γιενάν). Η μάζα είναι de facto υγιής, το ζήτημα είναι αν η πρωτοπορία είναι σε θέση να έρθει σε διαλεκτική σχέση μαζί της και να απελευθερώσει το εν υπνώσει δυναμικό της.

Με άλλα λόγια, για τους «επαγγελματίες επαναστάτες» οι βάσεις της κοινωνικής οργάνωσης και της οργάνωσης της παραγωγής, δηλαδή τα θεμέλια της χειραγώγησης και της υπερεκμετάλλευσης πρέπει να είναι βολονταριστικά και πειθαρχικά. Ο αγρότης κι ο εργάτης δεν πρέπει να εξαναγκάζονται να δουλέψουν για το κόμμα-κράτος, αλλά πρέπει να επιθυμούν να υποταχτούν σε αυτό και τους κώδικές του με όλο και πιο νέους τρόπους. Δεν πρέπει απλά να θέτουν εθελουσίως και όλο και πιο δωρεάν την εργατική τους δύναμη, τις σκέψεις τους, την μορφή οργάνωσής τους, τις σχέσεις τους και τα σώματά τους στη δούλεψη της «επανάστασης», αλλά να εφευρίσκουν συνεχώς και ευχαρίστως νέες μορφές αυτο-ελέγχου, αυτο-επιτήρησης, αυτο-κριτικής και ομολογίας. Η πάλη αυτού του μοντέλου χειραγώγησης και εκμετάλλευσης με το ορθόδοξο λενινιστικό-φορντικό θα είναι σφοδρή και τόσο η οικογένεια, όσο και ο ρόλος της γυναίκας ιδιαίτερα θα αποτελέσουν κόμβους σε αυτήν. Ήδη από το 1947 οι μαοϊκοί θα διαμορφώσουν ένα νέο αναλυτικό τόπο μεταξύ κράτους και οικογένειας. Κάθε οικογένεια όφειλε να μετατραπεί από αυταρχική (jaizhang zhuanzhi) σε δημοκρατική (minzhu jiating). Αυτό απαιτούσε μια μακρά διαδικασία αυτοκριτικής, και προσεκτική οργάνωση και σχεδιασμό της οικιακής παραγωγής. Το πρόβλημα, όπως θα πει ο Ζου Εν Λάι, δεν ήταν η απελευθέρωση της γυναίκας από την οικογένεια, μα η ισότιμη αφοσίωση των ανδρών στις οικογενειακές υποχρεώσεις. Παράλληλα θα εισαχθεί εκ νέου ένας αναπαραγωγικός επιστημονισμός: μια στρατιά από γυναίκες γραφειοκρατικά στελέχη, τα λεγόμενα αηδόνια, θα εισάγουν λόγους και πρακτικές αναπαραγωγικής υγιεινής στις οικογένειες και τις κολλεκτίβες. Έτσι, το jiating η δημοκρατική ή μάλλον κρατιστική οικογένεια θα εδαφοποιήσει την κοινωνική παραγωγή στις συντεταγμένες τις παραγωγικότητας: «προκειμένου να ανέβει το επίπεδο των οικογενειών, οι μάζες πρέπει να αναπτύξουν την βιομηχανία και την γεωργία του κράτους μας» και «η παραγωγικότητα στην οικογενειακή εργασία ενισχύει την παραγωγικότητα του έθνους». Την ίδια εποχή θα δημιουργηθεί η Γυναικεία Ομοσπονδία, Φουλιάν, της οποίας λειτουργία ήταν να κωδικώσει και να υποτάξει κάθε έννοια θηλυκότητας μέσα στον ηγεμονικό λόγο του κράτους. Κανένας άνθρωπος δεν μπορούσε να αναπαρασταθεί ή να εκπροσωπηθεί ως γυναίκα παρά μόνο μέσο του λόγου και της μεσολάβησης της Φουλιάν. Η ομογενοποίηση των διάφορων πολιτικών υποκειμένων και κινημάτων σε μια εκπροσωπίσιμη μάζα αποτέλεσε βασική μέριμνα του πρώιμου κομμουνιστικού κράτους. Η Φουλιάν ένταξε τις γυναίκες ως πολιτική κατηγορία σε μια σειρά μορφοποιητικών διαδικασιών του κράτους και προσέφερε σε μια σειρά ανθρώπων γραφειοκρατικές εξουσίες βάσει και λόγω του φύλου τους.

Σε ένα δεύτερο επίπεδο βασική μέριμνα της φυλετικής γραφειοκρατίας ήταν να «μετατρέψει τις γυναίκες από καταναλωτές σε παραγωγούς». Ας σημειώσουμε εδώ πως για αυτό τα στελέχη της Φουλιάν βασίστηκαν στην Καταγωγή της Οικογένειας του Ένγκελς όπου αναφέρεται πως «η απελευθέρωση της γυναίκας έχει σαν προϋπόθεση την είσοδο όλου του γυναικείου φύλου στην παραγωγή και…αυτή η προϋπόθεση απαιτεί με τη σειρά της την εξάλειψη της οικογένειας σαν οικονομικής μονάδας της κοινωνίας». Κατά τα χρόνια του Μεγάλου Άλματος προς τα Εμπρός αυτή η ενσωμάτωση των γυναικών στην παραγωγική διαδικασία θα εντατικοποιηθεί ραγδαία. Η παραγωγή και η αναπαραγωγή θα συγχυστούν ρητορικά στην προπαγάνδα, προσδίδοντας νέα έμφαση στον συνδυασμό βολονταρισμού και πειθάρχησης. Όταν ωστόσο ο παροξυσμός των μαζικών τελετών παραγωγής/ αναπαραγωγής καταρρεύσει το 1959, η ολότητα της μαοϊκής πολιτικής θα τεθεί υπό αμφισβήτηση. Η τάξη των τεχνοκρατών με ξεκάθαρα φορντικά σχέδια θα αντιτάξει ως μέθοδο «σοσιαλιστικής ανάπτυξης» την νέα οικονομική πολιτική του σανζιγιμπάο: επέκταση των ατομικών κλήρων των ελεύθερων αγορών, πολλαπλασιασμός των μικρών επιχειρήσεων οι οποίες αναλαμβάνουν πλήρη ευθύνη για τη ζημιά και τα κέρδη τους, καθορισμός νορμών παραγωγής με βάση την οικογένεια. Η εκμηχάνιση θα παραγκωνίσει τις μάζες ως κεντρικό σημείο αναφοράς της κυβερνητικής. Χαρακτηριστικό της βιοπολιτικής διάστασης της νέας στρατηγικής θα είναι η πολεοδομική επικέντρωση των τεχνοκρατών. Βασισμένοι στο σοβιετικό μοντέλο του Σάμπσοβιτς, οι τεχνοκράτες θα επιχειρήσουν την ορθολογικοποίηση και την συγκεντροποίηση της οργάνωσης της καθημερινής ζωής: θα επιχειρηθεί κατασκευή μεγάλων συγκροτημάτων των όποίων οι αποστάσεις θα είναι αυστηρά ελεγχόμενες από σώματα ειδικών βάσει χρονομετρικών και ανθρωπομετρικών καταγραφών (τεϊλορισμός). Αυτό ερχόταν σε αντίθεση με το μαοϊκό μοντέλο που προέβλεπε την κινητοποίηση των μαζών και την συλλογική οικοδόμηση απλών, εύκολων και πολυπληθών κατασκευών.

3. Η Πολιτιστική Επανάσταση
Ωστόσο την οικονομική κυριαρχία της τεχνοκρατικής τάξης την πενταετία 1959-1964 δεν ακολούθησε και η πολιτική της ηγεμονία. Η φράξια των «επαγγελματιών επαναστατών» θα χρησιμοποιήσει την ιδεολογία για ανακτήσει την εξουσία, κι αυτό θα οδηγήσει σε μια βίαια ρεβάνς του βολονταριστικού/ πειθαρχικού μοντέλου. Κεντρικό ρόλο σε αυτή θα παίξει η ριζική αναδιάρθρωση του ιατρικού συστήματος το οποίο θα φύγει από τα χέρια των ειδικών τεχνοκρατών της υγείας και θα περάσει στα χέρια των λεγόμενων «ξυπόλητων γιατρών». Αυτοί οι ελάχιστα εκπαιδευμένοι πολίτες ή στρατιώτες θα εγκατασταθούν σε κάθε μονάδα παραγωγής στον αγρό και τις πόλεις με σκοπό να διαγνώσουν και να θεραπεύσουν όλες τις κοινές αρρώστιες, μα κυρίως τις επαγγελματικές. Παράλληλα οι ξυπόλυτοι γιατροί θα συμμετέχουν άμεσα στην παραγωγή της μονάδας τους. Το 1970 ο αριθμός των ξυπόλητων γιατρών θα ξεπεράσει το ένα εκατομμύριο δημιουργώντας πρωτοφανείς συνθήκες επιτήρησης μέσα στους χώρους εργασίας και έναν εντελώς νέο δεσμό της εκμετάλλευσης με την βιοπολιτική. Το κυβερνητικό μοντέλο της Πολιτιστικής Επανάστασης θα κορυφωθεί από την Ομάδα της Σαγκάης. Οι «επαγγελματίες επαναστάτες» θα προσπαθήσουν μέχρι την οριστική τους ήττα το 1976 να φέρουν ξανά και ξανά την κινεζική κοινωνία σε κατάσταση εσωτερικού πολέμου προκειμένου να αποτρέψουν την εξάλειψή τους από την «νέα τάξη» των τεχνοκρατών. Πιστεύοντας πως «η καταστολή των ταραχών σε ένα ταραγμένο κράτος σημαίνει καινούργιες ταραχές…οι αναταραχές γεννιούνται στην προσπάθεια της τάξης σε μια χώρα παραδομένη στις ταραχές» θα επιχειρήσουν να αντιμετωπίσουν την κρίση της εξουσίας δημιουργώντας ένα ιδιότυπο καθεστώς εξουσίας της κρίσης: «πρέπει συνεχώς να καταστρέφουμε αυτό που έχουμε παράγει…κυβερνώ σημαίνει καταστρέφω, καταστρέφω τα παράσιτα, το εχθρό, τις ίδιες μου τις δυνάμεις». Θεωρούμενη αποσπασματικά η μέθοδος αυτή μοιάζει ανορθολογική, έως και παράλογη. Όμως η πολιτική επανεκπαίδευσης των στελεχών στους αγρούς, η απελευθέρωση του αντιγραφειοκρατικού μένους από τα κάτω, η πολιτική των ηθικών κινήτρων, η επίθεση σε κάθε είδους πολυτέλεια, η εκστρατεία εναντίον του Κομφούκιου και τόσα άλλα «ανορθολογικά» στιγμιότυπα που θα χαρακτηρίσουν τα δέκα χρόνια της Πολιτιστικής Επανάστασης αποτελούν απευθείας κληρονομιά μιας καθ’ όλα ορθολογικής και συγκεκριμένα Νομοκρατικής προβληματοποίησης του κοινωνικού. Βάσει των κινέζων Νομοκρατών, εξέχον παράδειγμα των οποίων υπήρξε ο Σιανγκ Γιανγκ (4ος Π.Χ. αιώνας), η διακυβέρνηση αποτελεί ένα είδος εκπαίδευσης: διδάσκει ασύνειδα στους ανθρώπους συμπεριφορές που υποκαθιστούν το ένστικτο ή μάλλον το επεκτείνουν. Με αυτό τον τρόπο, ο ηγεμόνας οδηγεί τους υπηκόους να κάνουν αυθόρμητα αυτό που απεχθάνονται, δηλαδή να καλλιεργούν τη γη και να πηγαίνουν χαρούμενα εκεί που φοβούνται, δηλαδή στον πόλεμο. Ο έλεγχος της εκτέλεσης εντολών πρέπει να πραγματοποιείται στο πιο χαμηλό επίπεδο εξουσίας, δηλαδή από την ίδια την κοινωνία. Με τη λήψη αποφάσεων σε επίπεδο οικογένειας, με την κατάδοση και τη συλλογική ευθύνη στα χωριά, ο νόμος διαπερνά όλους τους πόρους του κοινωνικού ιστού. Θα ήταν κάλο, λέει ο Σιανγκ Γιανγκ, μέσα στο μυαλό κάθε υπηκόου να υπάρχει ένας δικαστής. Πρόκειται για ένα ακραίο μοντέλο πειθάρχησης, για το αποκορύφωμα της εσωτερίκευσης της σχέσης-κράτος από τους εκμεταλλευόμενους. Οι «τρελοί ιδεολόγοι» της Σαγκάης έχοντας πλήρη γνώση των κυβερνητικών θέσεων των Νομοκρατών θα συμπεράνουν πως προκειμένου να ελέγχει μια τάξη το κράτος, θα πρέπει να ελέγχει τους «δύο μαστούς του»: την γεωργία και τον πόλεμο. Τόσο οι Νομοκράτες όσο και οι «επαγγελματίες επαναστάτες» θεωρούσαν την γεωργία τομέα-κλειδί για το κράτος, όχι επειδή είναι αποδοτική, αλλά επειδή μπορεί να διαφεύγει λιγότερο από τον έλεγχο από ό,τι το εμπόριο ή η βιομηχανία. Επιπλέον, βάσει της Νομοκρατικής σκέψης, η γεωργία προετοιμάζει τον πληθυσμό για τον πόλεμο, αφού δημιουργεί πειθήνιους στρατιώτες: στην πραγματικότητα ο πόλεμος είναι η άλλη πλευρά της γεωργίας, η συνέχειά της με άλλα μέσα. Κι αυτό γιατί ο πόλεμος καταστρέφει το περίσσευμα που παράγει η γεωργία, εμποδίζοντας έτσι την ανάπτυξη της τεμπελιάς από μεριά των εργατών και τον παρασιτισμό από μεριά των διευθυντικών/ τεχνοκρατικών στελεχών, τις δύο πληγές που καταστρέφουν το κράτος: «οι διεφθαρμένοι δημόσιοι υπάλληλοι δεν θα τολμούν πλέον να αισχροκερδούν και ο λαός θα γίνει εργατικός και οικονόμος». Ο πόλεμος των «επαγγελματιών επαναστατών» δεν ήταν εθνικός αλλά κοινωνικός. Ο αγώνας που θα εξαπολύσουν οι ερυθροφρουροί εναντίον τόσο των εργατικών αρνήσεων όσο και του τεχνοκρατικού παρασιτισμού θα έχει στην καρδιά του ένα σύνολο από ιδιότυπες σωματικές τελετουργίες οι οποίες κορυφώνονταν στις «συνεδρίες μαζικού αγώνα» κατά τις οποίες αντιπαραγωγικοί εργάτες και συντηρητικοί γραφειοκράτες υπέκυπταν σε δημόσια αυτοκριτική και διαπόμπευση. Αυτές οι μαζικές τελετουργίες συγκέντρωναν χιλιάδες ανθρώπους οι οποίοι συμμετείχαν σε αυτές αναπαράγοντας μια συγκεκριμένη γκάμα τυποποιημένων κινήσεων αποδοκιμασίας, κατηγορίας και αγανάκτησης, ενώ οι κατηγορούμενοι είχαν μεγαλύτερες πιθανότητες να επιβιώσουν εάν επαναλάμβαναν κι αυτοί με τη σειρά τους πειθήνια την άτυπη τελετουργία εξευτελισμού. Αυτή η τεχνολογία εξουσίας υποκειμενοποιούσε κατήγορους και κατηγορούμενους μέσα στα πλαίσια μιας πραγμοποιημένης, φετιχοποιημένης θα λέγαμε, ιστορίας. Μιας ιστορίας η οποία τυποποιείται στο δίπολο μαχητών και δαιμόνων, κι έτσι επαναλαμβάνεται συνεχώς έως ότου πραγματωθεί μέσα στην σοσιαλιστική ολοκλήρωση. Πρόκειται δηλαδή για μια σημειοτεχνική η οποία καθιστά τα κοινωνικά υποκείμενα ορατά και διαφανή στο πανοπτικό της εξουσίας-ιστορίας. Αυτή η κυκλοφορία των ιστορικών σημείων-ρόλων είχε ως αποτέλεσμα τον ορισμό της υποκειμενικότητας όχι υπό όρους της όποιας ατομικότητας, μα υπό τους όρους ταύτισης με ένα αρνητικό ή θετικό ηθικό μοντέλο. Κι έτσι σκοπός αυτών των βιοπολιτικών τεχνικών ήταν όχι τόσο η αφομοίωση του κάθε ενός στην νόρμα του ήδη υπάρχοντος κοινωνικού σώματος, όσο ο ριζικός επανορισμός του δεύτερου ως ενσάρκωση ενός ιστορικού πεπρωμένου. Η εξουσία-αυθεντία του κόμματος της πρωτοπορίας (και των «επαγγελματιών επαναστατών» ιδιαίτερα) αντί να είναι αόρατη, καθίσταται πανταχού ορατή και φωνάζει «Κοιτάξτε με! Σας αποκαλύπτομαι. Το δικό σας βλέμμα με ολοκληρώνει και πραγματοποιεί την εξουσία μου, δεν είμαι παρά η θέλησή σας και το πεπρωμένο σας». Ωστόσο, οι «επαγγελματίες επαναστάτες» ήταν ανίκανοι να συγκρατήσουν την δύναμη αυτής της τεχνικής, και γρήγορα αντίπαλες ομάδες ερυθροφρουρών θα πάρουν την ερμηνευτική βία στα χέρια τους. Αυτό θα οδηγήσει στην καταστολή και στην όλο και αυξανόμενη εξειδίκευση των εκστρατειών της μαοϊκής φράξιας. Έτσι, ιδιαίτερα μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του Σεπτέμβρη του 1971, οι μαζικές τελετουργίες θα χάσουν την αιχμή τους και θα μετατραπούν σε προβλέψιμες και εκ των άνω κατευθυνόμενες παράτες. Οι «τρελοί ιδεολόγοι» της Σαγκάης διστάζοντας να οδηγήσουν τον πόλεμό τους στο λογικό του συμπέρασμα (τον γενικευμένο ταξικό πόλεμο που θα τους κόστιζε βέβαια τα τομάρια τους) αφιερώθηκαν σε παλατιανές ίντριγκες οι οποίες θα αποξενώσουν τους «επαγγελματίες επαναστάτες» τόσο από την εξεγερμένη νεολαία, όσο και από τους αγρότες. Η οικιοποίηση αυτών των μεθόδων από την τεχνοκρατική φράξια σε συνεργασία με την τοπική στρατιωτική διοίκηση θα πραγματοποιηθεί αστραπιαία μετά τον θάνατο του Μάο, και η Τζιανγκ Τσίνγκ, ηγέτης των «επαγγελματιών επαναστατών», θα υποκύψει στην μέθοδο της δαιμονοποίησης που είχε με κόπο κατασκευάσει επί δώδεκα χρόνια.

4. Ντενγκισμός
Η αποκολλεκτιβοποίηση και η φιλελευθεροποίηση της οικονομίας από το 1980 και μετά συνοδεύτηκε όπως είναι γνωστό από μια πρωτοφανή βιοπολιτική νομοθεσία η οποία απαγόρευε την απόκτηση άνω του ενός παιδιού σε κάθε οικογένεια. Με μια μονοκοντυλιά, η τάξη των τεχνοκρατών αποφάσισε πως μόνο οι μισές κινέζικες οικογένειες θα διαιωνίζουν το όνομά τους, πως οι σχέσεις αδερφών και θείων-ανιψιών θα εξαφανιστούν και πως η όποια αποτυχία για αντισύλληψη θα αντιμετώπιζε σκληρότατες κυρώσεις. Ο κρατικός έλεγχος τόσο της γονιμότητας όσο και της οικογενειακής δομής τέθηκε στο επίκεντρο της κυβερνητικής πολιτικής του κόμματος. Αν και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980 τα μέτρα είχαν γίνει πιο ευέλικτα, επιτρέποντας παραπάνω παιδιά σε μια σειρά από μειονότητες, ο συνδυασμός της πολιτικής του ενός παιδιού καθώς και η αποκολλεκτιβοποίηση που έθετε το νοικοκυριό ως κύρια αγροτική οικονομική μονάδα θα εκσφενδονίσει στα ύψη την αξία της γέννας δημιουργώντας μια σειρά από εντελώς νέες κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις.

Πρώτον, θα παρατηρηθεί μια εκρηκτική αύξηση των συνολικών εξόδων που σχετίζονται με τον γάμο, θα επιτραπεί για πρώτη φορά μετά το 1950 η προίκα, ενώ η βρεφοκτονία κοριτσιών θα γίνει εθνικό φαινόμενο. Έτσι η γυναίκα θα αρχίσει να μετατρέπεται όλο και περισσότερο σε εμπόρευμα. Αυτό έχει οδηγήσει σε ένα τεράστιας κλίμακας παραεμπόριο γυναικών. Μονάχα το 1990 καταδικάστηκαν από κινέζικα δικαστήρια 2,530 συμμορίες απαγωγέων, ενώ κατά τη διάρκεια αστυνομικών επιχειρήσεων το 2000 απελευθερώθηκαν 110,000 γυναίκες και 13,000 παιδιά. Οι κινέζικες αρχές παραδέχονται πως αυτός ο αριθμός δεν αποτελεί παρά ένα ελάχιστο ποσοστό του φαινομένου απαγωγών γυναικών με σκοπό την πώλησή τους ως νύφες στις ανατολικές ριζοπαραγωγικές επαρχίες. Μια γυναίκα αξίζει στα αγροτικά νυφοπάζαρα 450-550 δολάρια, ενώ πολλές πωλούνται σε εργοστάσια για φτηνή εργασία ή σε μπορντέλα των μεγάλων πόλεων. Πολλές φορές οι τοπικές αρχές συνεργάζονται με τις συμμορίες, παρόλο που η ποινή για εμπλοκή σε αυτό το εμπόριο είναι η εκτέλεση.

Δεύτερον, η πολιτική του ενός παιδιού θα δυσχεράνει οικονομικά τις αγροτικές οικογένειες, ενώ θα ενισχύσει τους μικροϊδιοκτήτες των πόλεων (ας σημειωθεί πως οι μεγαλοϊδιοκτήτες συνήθως έχουν πάνω από ένα παιδιά μιας και μπορούν να πληρώσουν το πρόστιμο αλλά και δεν κινδυνεύουν να τους «πέσει η μούρη»). Από την μία οι περισσότερες μη-αγροτικές δουλείες στις αγροτικές περιοχές θα καταληφθούν από άνδρες, κι από την άλλη η πλειονότητα των εσωτερικών μεταναστών προς τα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα θα είναι άνδρες. Έτσι η πλειονότητα των αγροτικών εργασιών γίνεται σήμερα από γυναίκες, και γι’ αυτό πολλοί δυτικοί αναλυτές μιλάνε για την θηλυκοποίηση της αγροτικής παραγωγής στην Κίνα.

Όμως θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε πως το τεχνοκρατικό μοντέλο κατάφερε να επιβληθεί με ηγεμονικούς όρους στην ολότητα της κινεζικής κοινωνίας. Στην πραγματικότητα, η πρακτική εφαρμογή του συστήματος ελέγχου των γεννήσεων από το ΚΚΚ αποδείχτηκε πολύ δύσκολη. Οι αγρότες θα κατασκευάσουν πολύπλοκες συλλογικές στρατηγικές για την αποφυγή πληρωμής των προστίμων και την επιβολή των κυρώσεων σε περίπτωση παράβασης του γενετήσιου νόμου. Έτσι, για παράδειγμα, το 1983 μόνο 49% των παραβατών στην επαρχία του Σαανσί θα καταστεί αντικείμενο κυρώσεων. Το 1986 το σύστημα των προστίμων θα καταρρεύσει στις περισσότερες αγροτικές περιοχές υπό την γενικευμένη απείθεια των πολύτεκνων οικογενειών. Αν το μαοϊκό κράτος μπορούσε να ελέγξει και να κυρώσει ή να επιβραβεύσει κάθε πτυχή της καθημερινής ζωής των αγροτών και των εργατών, αυτή η δύναμη είχε χαθεί με την φιλελευθεροποίηση της οικονομίας Από τη στιγμή που η οικονομία δεν ήταν πλέον κολλεκτιβοποιημένη, η επιβολή της νομοθεσίας είχε καταστεί αδύνατη.

Στις δε πόλεις, αν και ο περιορισμός των γεννήσεων θα γίνει δεκτός με ευχαρίστηση από τους μικροϊδιοκτήτες, η εντατικοποίηση και η εκμηχάνιση της εργασίας υπό το νέο φορντικό μοντέλο των τεχνοκρατικών στοιχείων του ΚΚΚ, καθώς και η κατάρρευση του συστήματος ηθικών κινήτρων θα οδηγήσουν σε μια βαθιά κρίση αξιών κυρίως στα εργατικά στρώματα και τους φοιτητές. Αν το μαοϊκό μοντέλο χειραγώγησης και εκμετάλλευσης ήταν βολονταριστικό και πειθαρχικό, το τεχνοκρατικό αντίστοιχό του ήταν μάλλον καταναγκαστικό και κυριαρχικό. Καθώς οι εργάτες και οι φοιτητές έπαυαν να συμμετέχουν πνευματικά και σωματικά στην εξέλιξη της παραγωγικής διαδικασίας και της κοινωνικής οργάνωσης, και καθώς η πρωτοβουλία άρχισε να αποτελεί ατομικό κι όχι συλλογικό ζήτημα, άρχισε να εμφανίζεται το ρεύμα της αμφισβήτησης που θα οδηγήσει στην εξέγερση του 1989 και τη σφαγή των 5,000 στο Πεκίνο. Μετά την Τιαναμέν, και την κατάρρευση των πολιτικών κινημάτων στα μεγάλα αστικά κέντρα, η άρνηση του κυρίαρχου κυβερνητικού μοντέλου, θα αποκτήσει πιο έμμεσες μορφές οι οποίες θα αμφισβητήσουν ωστόσο το κομματικό σύστημα αξιών σε τέτοιο βαθμό, ώστε να καταστεί αναγκαία η αφομοίωση ή και η άγρια καταστολή τους.

Αμέσως μετά την εξέγερση του 1989, θα κάνει την εμφάνιση του στην Κίνα ένα σύστημα μακροζωίας το οποίο συνδυάζει κινήσεις από παραδοσιακές πολεμικές τέχνες (τάι τσι τσουάν, κονγκφού) και μιας ευρείας γκάμας θρύλων και λαϊκών δοξασιών τις οποίες το ΚΚΚ είχε απαγορεύσει ως φεουδαλικές προκαταλήψεις. Υπό την ηγεσία εκατοντάδων γκουρού, κατά τα τρία πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1990, εκατοντάδες χιλιάδες κινέζοι των μητροπόλεων θα συγκεντρώνονται πριν και μετά την δουλειά τους σε δημόσιους χώρους για να ασκήσουν την ενεργοποίηση του «Τσι» τους. Σε μαζικές τελετές τυποποιημένων κινήσεων, οι ασκούμενοι θα πέφτουν σε τρανς και έτσι θα διατείνονται πως θεραπεύονται ή κι ότι έχουν μαγικές δυνάμεις. Το κίνημα του τσι γκονγκ θα πάρει μαζικές διαστάσεις έως ότου το 1992 το κόμμα αποφασίσει να καταστείλει με αφορμή εκατοντάδες παράπονα ασκούμενων για νοητικές ενοχλήσεις. Χιλιάδες ασκούμενοι θα κλειστούν σε ψυχιατρεία, ενώ εκατοντάδες δάσκαλοι θα φυλακιστούν, πολλοί περισσότεροι δε θα αφομοιωθούν στο παραδοσιακό ιατρικό σύστημα. Είναι πιθανόν το ΚΚΚ απλά να θορυβήθηκε από την μαζική εκτός του ελέγχου κοινωνικοποίηση που προσέφερε αυτή η αντι-τεχνική, είναι όμως σίγουρο πως στους ιστορικούς του κόμματος δεν διέφυγαν οι σαφείς συνάφειες του κινήματος του τσι γκονγκ με τελετές μακροζωίας και ενδυνάμωσης του «Τσι» των Αϊχοτουάν στα τέλη του 19ου αιώνα, οι οποίες οδήγησαν στην εξέγερση των Μπόξερ. Είναι επίσης βέβαιο πως τόσο οι κοινωνικές σχέσεις που δομούνταν κατά την διάρκεια της άσκησης του τσι γκονγ, όσο και ορισμένα ιδιότυπα σωματικά χαρακτηριστικά αυτής της διαδικασίας, μεταφέρονταν στους χώρους εργασίας αναστατώνοντας την ιεραρχία και την μεσολαβημένη σχέση μεταξύ των εργατών (ας σημειωθεί πως σε φασονάδικα στη Μαλαισία, εργάτριες κατέφευγαν επί χρόνια σε μαζικές κρίσης πνευματοληψίας ως μοναδικό τρόπο άρνησης και σαμποτάζ της παραγωγικής διαδικασίας). Παρόλη την καταστολή και την αφομοίωση κάποιοι δάσκαλοι θα συνεχίσουν να ασκούνε τις μαζικές τελετές μακροζωίας μυστικά και κάποιοι από αυτούς θα δημιουργήσουν το κίνημα φάλουν γκονγκ υπό την ηγεσία του Λι Χονγκ Τζι. Όταν τον Απρίλιο του 2000 10,000 μέλη της μυστικιστικής οργάνωσης κάνουν καθιστική διαμαρτυρία στο κέντρο του Πεκίνου, η κυβέρνηση θα τα καταστείλει άγρια και θα στείλει χιλιάδες ασκούμενους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και φυλακές.

Από την άλλη, ανάμεσα στους διανοούμενους των αστικών στρωμάτων των μητροπόλεων θα αναπτυχθεί μια ριζική αμφισβήτηση του κομματικά και εμπορευματικά κωδικωμένου σώματος. Κατά την δεκαετία του ενενήντα έως και σήμερα αρχικά υπόγεια μα όλο και πιο φανερά, μια σειρά από καλλιτέχνες και συγγραφείς θα εγκαταλείψουν την σοσιαλιστική αισιοδοξία και θα βουτήξουν μέσα στο νοσηρό πεδίο της βαναυσότητας. Την αρχή θα την κάνει το 1991 μια ζωγράφος θα παριστάνει πως ακολουθεί τις κομματικές οδηγίες και θα περατώσει μια σειρά από συμβατικούς πίνακες. Το ΚΚΚ θα τους εγκρίνει και όταν στα εγκαίνια της έκθεσής της καταφτάσει η κομματική επιτροπή, η ζωγράφος θα τραβήξει όπλο και θα πυροβολήσει τους πίνακές της, κι ως αποτέλεσμα θα φυλακιστεί. Μέσα από καταλήψεις εγκαταλελειμμένων εργοστασίων και βιοτεχνιών στο Πεκίνο και στη Σαγκάη, το κίνημα της σωματικής βαναυσότητας θα καταλήξει το 2000 να οργανώσει μια αντι-Μπιενάλε. Εκεί ο Λι Λιάνγκ θα εκθέσει τις περιβόητες φωτογραφίες ενός άνδρα ο οποίος καταβροχθίζει ένα μωρό. Κατά την διάρκεια της αντι-Μπιενάλε θα εκτεθεί μια σειρά από έργα φτιαγμένα από ακρωτηριασμένα πτώματα και υβριδικά γλυπτά, ενώ ένας άνδρας θα αυτοκτονήσει ως μέρος μιας περφόρμανς. Η διαπραγμάτευση του γυναικείου σώματος θα αποτελέσει κεντρικό σημείο αναφοράς αυτού του ριζοσπαστικού κινήματος. Η καλλιτεχνική πρωτοπορία θα προσπαθήσει για πρώτη φορά να εξερευνήσει την γενεαλογία των αναπαραστάσεων της γυναίκας στην δημόσια εικονογραφία της σύγχρονης Κίνας, από τις οριενταλιστικές αναπαραστάσεις των εκχωρήσεων έως το Κόκκινο Τάγμα των Γυναικών της Τζιανγκ Τσινγκ οπού τίθεται για πρώτη φορά το ζήτημα του βιασμού και της πολιτικής συστράτευσης ως απάντηση στην αντρική φεουδαρχική βία: «αυτές οι εικόνες περιέχουν στοιχεία για το πώς το φύλο έχει δομήσει την κινεζική κοινωνία, καθώς και πώς τα κοινωνικά υποκείμενα έχουν χρησιμοποιήσει οπτικές αναπαραστάσεις για να δομήσουν το φαντασιακό τους σχετικά με το κοινωνικό». Κατά την πρωτοπορία αυτή, ο ντενγκισμός επέτρεψε την ανάδυση των καταπιεσμένων γκάμας φεουδαρχικών κοινωνικών-φυλικών σχέσεων. Αυτό μεταξύ άλλων οδήγησε στην εμπορευματοποίηση της εικόνας του γυναικείου σώματος, αλλά και σε μια όλο και μεγαλύτερη συνειδητοποίηση των βίαιων μεθόδων εγγραφής των ηγεμονικών βιοπολιτικών τόσο στο ανδρικό, όσο και στο γυναικείο σώμα. Το κίνημα αυτό θα προκαλέσει παγκόσμιο ενδιαφέρον κι αυτό θα οδηγήσει σε ένα βαθμό στην εμπορευματική του αφομοίωση, ενώ σε μεγαλύτερο βαθμό στην ώθηση ενός ιδιότυπου lifestyle των μητροπόλεων, το λεγόμενο λινγκλέι (όλο και περισσότεροι νεολαίοι στις κινεζικές μητροπόλεις αυτοχαρακτηρίζονται λινγκλέι, κάτι μεταξύ του εναλλακτικός και του περιθωριακός, αν και η παραβατικότητά τους περιορίζεται στον εκκεντρικό τους ρουχισμό στο κούρεμά τους και στα ταττού που κοσμούν το σώμα τους). Σήμερα η μεγαλύτερη κατάληψη της πρωτοπορίας, το παλιό εργοστάσιο πυρομαχικών 796 έξω από το Πεκίνο έχει μετατραπεί σε μια ημι-παράνομη ζώνη από ακριβές μπουτίκ και μπαράκια, ενώ οι πραγματικά παραβατικές ζώνες άγριων νεολαιών της μητρόπολης τελούν υπό μαζική κατεδάφιση/ ανάπλαση.

Σίγουρα μας διαφεύγουν πολλά εμπειρικά στοιχεία σχετικά με την βιοπολιτική στην σύγχρονη Κίνα και τις αρνήσεις της από τα κάτω. Αν μπορούμε να μιλάμε για μια βιοπολιτική στρατηγική του σύγχρονου κινεζικού κράτους-κόμματος, με την έννοια που θα μιλάγαμε για μια αντίστοιχη στρατηγική του Γκουομιντάνγκ ή των μαοϊκών, τότε δεσπόζοντα ρόλο κατά τα τελευταία χρόνια έπαιξε δίχως άλλο η υγειονομική κρίση του SARS (και η συχνή επανάληψή της στα κινεζικά ΜΜΕ σε μικροκλίμακα). Αν και τα στοιχεία για την κοινωνική ανταπόκριση στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης είναι λίγα, είναι χαρακτηριστικό πως στις κινέζικες εφημερίδες και την κρατική τηλεόραση, η αιτία για την εξάπλωση της επιδημίας ρίχτηκε κυρίως στην απειθαρχία μεγάλου αριθμού πολιτών να δεχτούν τους όρους περιορισμού μετακίνησης (ενώ παράλληλα κυκλοφόρησαν οι απαραίτητες συνομοσιολογικές φήμες περί βιολογικού πολέμου των αμερικάνων). Ο πολιτικός χαρακτήρας της κρίσης είναι άλλωστε εμφανής από το γεγονός ότι η νόσος αποκαλύφθηκε όχι από την κομματική υγειονομική υπηρεσία αλλά από έναν αξιωματικό του ΛΑΣ, ο οποίος και φυλακίσθηκε αμέσως μετά την αγιοποίησή του ως λαϊκός ήρωας, χωρίς να γίνει βέβαια καμιά αναφορά σε αυτή την εξέλιξη στους κινέζους πολίτες.

Δεν έχουμε τα απαραίτητα σκληρά δεδομένα ώστε να επιχειρήσουμε να αναλύσουμε μια από τις μεγαλύτερες υγειονομικές καταστάσεις έκτακτης ανάγκης στην πρόσφατη ιστορία. Τα λίγα εμπειρικά μας δεδομένα όμως δείχνουν πως σε αντίθεση με την δύση, στην Κίνα αυτή η κρίση δεν συνέβαλε (το σε τι αποσκοπούσε το προσπερνάμε αναγκαστικά) στη δόμηση ενός αιτήματος για ασφάλεια. Αυτή η έννοια είναι απλά εξωτική στα πλαίσια της καθημερινής ζωής στη ΛΔΚ και προϋποθέτει μια πραγματικά ριζική αλλαγή στην ολική κοσμοθεώρηση των εκμεταλλευόμενων. Είναι ωστόσο πολύ πιο πιθανό (και εδώ πάλι μιλάμε μονάχα με την βοήθεια της ελάχιστης εμπειρίας μας από την κινεζική κοινωνία) η υγειονομική κρίση να έριξε λάδι στην ευρέως διαδεδομένη έγνοια για πολιτική/ κρατική ενότητα (δεν λέμε εθνική γιατί η έννοια αυτή (min) δεν είναι τόσο ξεκάθαρη ή αυτονόητη στα κινέζικα). Το ΚΚΚ σήμερα θεωρείται από την πλειονότητα των κινέζων σαν ένα διεφθαρμένο και συχνά βάναυσο ιστορικό απολίθωμα, το οποίο έχει χάσει κάθε έννοια νομιμότητας πέρα από μια: το ότι μπορεί να κρατάει την χώρα ενωμένη, κι έτσι αποτρέπει α) την επανάληψη του μοτίβου/ πεπρωμένου του διαμελισμού του Κεντρικού Βασιλείου και των «εμπόλεμων κρατιδίων», β) την αποικιοποίηση της Κίνας από την δύση. Το κόμμα γνωρίζει πολύ καλά πως μονάχα ο φόβος της διάλυσης το νομιμοποιεί, κι έτσι με διάφορες μεθόδους (βιοπολιτικές ή άλλες) τον ανανεώνει και τον κατευθύνει ανάλογα με τις στρατηγικές του.

Μέρος Πέμπτο

Ενότητα Ε'

1. Η εξέγερση της Τιενανμέν

Με το θάνατο του Μάο Τσε Τουνγκ, και την δίκη της Συμμορίας των Τεσσάρων, η φράξια του Ντενγκ Σιάο Πινγκ καταλαμβάνει την εξουσία έχοντας ουσιαστικά διαλύσει οποιαδήποτε οργανωμένη αντιπολίτευση στο εσωτερικό του κόμματος. Σχεδόν αμέσως θα ξεκινήσουν οι πολιτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Ήδη από το ’79 θα θεσπιστούν οι πρώτες «ειδικές οικονομικές ζώνες» ενώ το 1983 θα εξαπολυθεί η εκστρατεία «ενάντια στην μόλυνση της σκέψης» (όπου αναφέρονται χιλιάδες εκτελέσεις «πολιτικών εγκληματιών»). Το 1984 ο Ρέιγκαν θα επισκεφθεί το Πεκίνο και θα υπογραφεί συμφωνία αμυντικής συνεργασίας ΕΠΑ-Κίνας, θα ανοιχτούν 14 παραλιακές πόλεις στο ξένο κεφάλαιο, ενώ θα συμφωνήσουν Κίνα-Βρετανία για την παράδοση του Χονγκ-Κονγκ το 1997. Η περίοδος αυτή μέχρι το 1989 θα οικοδομήσει σταδιακά τις βάσεις για τις νεοφιλελεύθερες καπιταλιστικές λειτουργίες. Το 1986 θα ξεσπάσουν μία σειρά διαδηλώσεων (κυρίως από φοιτητές) από τις επαρχίες και θα απλωθούν στην Σαγκάη και το Πεκίνο.

Το 1989 θα ξεσπάσει η «εξέγερση της Τιενανμέν». Μία εξέγερση η οποία είναι ακόμα αντιληπτή αφενός σαν «φοιτητική» και αφετέρου σαν μία προσπάθεια «εκδημοκρατισμού» της χώρας. Θεωρούμε σαν δεδομένο ότι καμία εξέγερση δεν ξεπηδάει από το πουθενά μέσα στην ιστορική εξέλιξη. Οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις στην περίοδο πριν το ’89 είχαν επιταχυνθεί αρκετά και σήμαιναν τεράστιες αλλαγές, ήδη από τότε, στην κοινωνική οργάνωση της χώρας.

Ήδη τον Μάρτη του ’89 είχε ξεκινήσει μία συζήτηση στην χώρα αναφορικά με την νομοθεσία της χρεοκοπίας. Προηγουμένως, βασικός στόχος του κράτους ήταν η ενίσχυση των επιχειρήσεων και η διατήρηση τους, ακόμα και αν δεν ήταν επικερδής, τώρα εξετάζονταν σοβαρά το ενδεχόμενο οι μη επικερδείς επιχειρήσεις να αφεθούν στην χρεοκοπία και ως εκ τούτου να έχουν την δυνατότητα να απολύσουν τους εργάτες τους1. Σε μερικές δοκιμαστικές τέτοιες προσπάθειες, όπου κλείσανε επιχειρήσεις και απολύθηκαν εργάτες, αφενός το οικονομικό κόστος των απολύσεων ήταν εξαιρετικά υψηλό και αφετέρου και πιο σημαντικό υπήρξε πολύ έντονη κοινωνική αναταραχή. Επιπλέον, ακόμα και στο άκουσμα της είδησης για κλείσιμο επιχειρήσεων, σχεδόν σε όλο το μήκος της χώρας, οι εργάτες δήλωναν ότι θα αντιδρούσαν έντονα σε μια τέτοια περίπτωση.

Έτσι κάνει την εμφάνιση του το «εργατικό πρόβλημα»: μελετητές, αναλυτές και κομματικά στελέχη διαπιστώνουν ότι οι εργάτες δεν είναι διατεθειμένοι να διευκολύνουν τα σχέδια της γραφειοκρατίας. Έτσι, η κομματική προπαγάνδα θα επινοήσει την «αρρώστια των κόκκινων ματιών» για να περιγράψει αυτούς που ζηλεύουν τον πλούτο2 των άλλων!!! Σε ένα εργοστάσιο 60 «ζηλιάρηδες» εργάτες θα επιτεθούν καταστρέφοντας και κόβοντας το ρεύμα, στην ίδια πόλη 100 κάτοικοι θα μηνύσουν τον ιδιοκτήτη του εργοστασίου απαιτώντας να μοιραστεί τα κέρδη του!!! Στην Εσωτερική Μογγολία, μάλιστα εμφανίστηκαν και σωματοφύλακες για να προστατεύσουν τους επενδυτές από την «ζήλια» των γειτόνων τους. Ακόμα και η Λαϊκή Ημερησία3 θα γράψει ότι υπάρχει αρκετή κοινωνική δυσαρέσκεια μιας και στις πόλεις το 27% του πληθυσμού επηρεάζεται άσχημα από τις μεταρρυθμίσεις, ενώ δεν υπάρχει και πολύ ενθουσιασμός να σπάσει το «σιδερένιο μπολ του ρυζιού», έκφραση που χρησιμοποιείται από το ΚΚΚ για να περιγράψει το σύστημα της ισόβιας εργασίας στα εργοστάσια που συνεπάγεται την «τεμπελιά». Το σιδερένιο μπολ δεν είναι όμως το μόνο που πράγμα που θα πρέπει να σπάσει. Η κατοικία είναι το δεύτερο. Προηγουμένως, η κατοικία χορηγούνταν από την επιχείρηση του εργαζόμενου, ή όταν θα πλήρωνε νοίκι αυτό θα ήταν εξαιρετικά χαμηλό (60 σεντς το ‘89 για μία 4μελή οικογένεια). Τώρα αυτό αλλάζει, σταματά η χορήγηση κατοικίας και οι εργάτες καλούνται να πληρώσουν για τα σπίτια από 13.000-41.000$ όταν ο μηνιαίος μισθός είναι 25$.

Στην ύπαιθρο η κατάσταση προ του ’89 δεν είναι καλύτερη. Οι ιδιωτικοποιήσεις της γης και η εμπορευματοποίηση θα τσακίσουν όλες τις προηγούμενες κοινωνικές δομές με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ήδη από το ’89 ένας πληθυσμός 50 εκατ. ο οποίος θα εγκαταλείψει την ύπαιθρο και θα αρχίσει να περιφέρεται στις πόλεις. Ακόμα, η απελευθέρωση των τιμών θα δημιουργήσει ελλείψεις και πληθωρισμό, ο οποίος θα έχει σαν αποτέλεσμα πολλά εκατ. αγροτών να βρεθούν στα πρόθυρα του λιμού. Από την άλλη οι φοιτητές δεν βρίσκονταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση. Οι περικοπές στην εκπαίδευση άγγιξαν και αυτούς με πολλούς τρόπους (περικοπές σε παροχές όπως και το γεγονός ότι οι περισσότεροι ήταν αναγκασμένοι παράλληλα να εργάζονται). Τέλος, ένα άλλο ζήτημα που έμπαινε πάρα πολύ ήταν η «διαφθορά του κόμματος», διαφθορά που δεν σήμαινε τίποτα άλλο παρά το γεγονός ότι από την μία στιγμή στην άλλη κομματικά στελέχη και διευθυντές εργοστασίων βρίσκονταν με τεράστιες επιχειρήσεις και ιδιοκτησίες στα χέρια τους.

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες θα ξεπηδήσει το κίνημα των φοιτητών και των εργατών στις 15 Απριλίου 1989 όταν θα πεθαίνει ο Χου Γιαομπάνγκ4. Στις 17 θα γίνουν οι πρώτες δημόσιες εκδηλώσεις ζητώντας την πολιτική αποκατάσταση του. Αλλά όχι μόνο. Ακριβώς μετά ζητείται και η παραίτηση της κυβέρνησης. Στις εκδηλώσεις για την κηδεία του Χου Γιαομπάνγκ θα ξεσπάσουν ταραχές σε πολλές πόλεις της χώρας5. Στις 23 Απριλίου οι φοιτητές 5 πανεπιστημίων του Πεκίνου θα ξεκινήσουν αποχή ζητώντας από τις αρχές να αρχίσουν συνομιλίες μαζί τους, ενημέρωση του λαού για όσα διαδραματίστηκαν αυτές τις μέρες και κάλυψη του κινήματος από το κρατικά ΜΜΕ. Ταυτόχρονα θα συγκροτήσουν την Αυτόνομη Ένωση, η οποία αποτελεί και το οργανωτικό τους σχήμα, ενώ κηρύσσεται διαδήλωση για την επομένη. Το πρωί της 27ης ξεκινάει διαδήλωση 10.000 ανθρώπων, η οποία σπάει τον κλοιό των αστυνομικών και των στρατιωτών και κατευθύνεται προς την πλατεία Τιενανμέν. Για 12 ώρες η διαδήλωση διασχίζει την πόλη του Πεκίνου καλύπτοντας 40 χλμ. και το απόγευμα αριθμεί πια 100.000 ανθρώπους, 10 φράγματα της αστυνομίας θα σπάσουν χωρίς μεγάλη αντίσταση. Τις επόμενες μέρες θα ακολουθήσουν οι προσπάθειες της κυβέρνησης να χειραγωγήσει το κίνημα ξεκινώντας «διάλογο».

Τα αιτήματα των φοιτητών ζητούσαν: αποκατάσταση του Χου Γιαομπάνγκ, τιμωρία όσων επιτέθηκαν στους διαδηλωτές, ελευθερία του τύπου, διαφάνεια στα εισοδήματα και στην περιουσία των στελεχών, αύξηση των πιστώσεων για την παιδεία, αύξηση των μισθών των εκπαιδευτικών και αναθεώρηση της εκπαιδευτικής πολιτικής. Στο Πεκίνο η Αυτόνομη Ένωση ζητάει από την Εθνοσυνέλευση να ξεκινήσει συνομιλίες μαζί της, ειδάλλως θα κηρύξει διαδήλωση για τις 4 Μαΐου. Στην ουρά της πορείας θα εμφανιστούν και πολλές χιλιάδες νέοι εργάτες. Έξω από το Πεκίνο σε πολλές πόλεις θα γίνουν διαδηλώσεις με αρκετές χιλιάδες συμμετέχοντες (Σαγκάη, Τσανγκτσούν, Σιαν, Νταλιάν, Βουχάν, Τσανγκτσά).

Το Σάββατο 13 Μαΐου θα ξεκινήσουν απεργία πείνας στην πλατεία Τιενανμέν 1.000 φοιτητές απαιτώντας την άμεση έναρξη διαπραγματεύσεων με την Αυτόνομη Ένωση, την επόμενη η κυβέρνηση θα υποχωρήσει, αλλά οι φοιτητές θέλουν να συνομιλήσουν όχι με δευτεροκλασάτα στελέχη, αλλά με τον Ζάο Ζιγιάνγκ και τον Λι Πενγκ. Την εβδομάδα που ακολουθεί οι διαδηλωτές θα φτάσουν το ένα εκατομμύριο, ενώ όλη η πόλη του Πεκίνου θα βρεθεί σε μία de facto γενική απεργία. Εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες θα κατακλύσουν το Πεκίνο εγκαταλείποντας την εργασία τους. Στις 20 Μαΐου ο Ζάο Ζιγιάνγκ και ο Λι Πενγκ θα επισκεφθούν τους απεργούς στην πλατεία. Όμως οι απεργοί είναι αμετάπειστοι. Εν τω μεταξύ, χιλιάδες είναι και αυτοί που καταφθάνουν από τις επαρχίες, η ημιεπίσημη China Daily κάνει λόγο για 50.000 άτομα κάθε μέρα.

Από τις 18 Μάη και μετά αρχίζει η σταδιακή προώθηση του στρατού, με απώτερο στόχο την εκκένωση της Τιενανμέν. Όμως η αντίσταση του πληθυσμού, καθώς εκατοντάδες χιλιάδες κατακλύζουν τους δρόμους, στήνουν οδοφράγματα, αλλά και η απροθυμία των ίδιων των στρατιωτών να συγκρουστούν με τον πληθυσμό δεν θα επιτρέψουν την εκκένωση της πλατείας. Αυτή η κατάσταση θα συνεχιστεί για αρκετές μέρες ακόμα. Σχεδόν κάθε μέρα μέχρι και τις 3 Ιουνίου γίνονται πορείες και διαδηλώσεις στο Πεκίνο αλλά και σε άλλες πόλεις, με βασικό αίτημα την άρση του στρατιωτικού νόμου και την παραίτηση του Λι Πενγκ. Το φοιτητικό κίνημα σε μεγάλο βαθμό έχει συρρικνωθεί, στην πλατεία πια μένουν 2.000 άτομα κάθε βράδυ, και ουσιαστικά αυτό που αποτρέπει την εκκένωση της πλατείας είναι η κινητοποίηση του πληθυσμού.

Κατά την διάρκεια των ταραχών του Μαΐου θα δημιουργηθεί και η Αυτόνομη Ένωση Εργατών, μία από τις πρώτες μορφές αυτοοργάνωσης στην σύγχρονη Κίνα. Φυσικά τα μέλη της θα κυνηγηθούν ανελέητα. Στους σκοπούς της αναφέρονται τα εξής: «Η οργάνωση ιδρύεται με την εθελοντική συμμετοχή των εργατών και με δημοκρατικές διαδικασίες. Είναι απολύτως ανεξάρτητη και δεν υπόκειται στον έλεγχο καμίας άλλης οργάνωσης. Θεμελιώδης αρχή της οργάνωσης είναι να στηριχτεί στην θέληση της μεγάλης πλειοψηφίας των εργατών για να διατυπώσει τις πολιτικές και οικονομικές διεκδικήσεις τους. Μία από τις βασικές λειτουργίες της οργάνωσης είναι να ασκεί έλεγχο στο ΚΚ.»

Το Σάββατο 3 Ιουνίου θα ξεκινήσει η εκ νέου προώθηση των στρατιωτών, η οποία θα έχει άμεσα απάντηση την κάθοδο στους δρόμους 100.000 ανθρώπων. Το βράδυ οι συγκεντρωμένοί στην Τιενανμέν θα είναι πολλές δεκάδες χιλιάδες, τα μεσάνυχτα θα ξεκινήσει η εισβολή στην πλατεία. Γύρω από την πλατεία νεαροί εργάτες θα προσπαθούν με κάθε τρόπο να σταματήσουν τα τανκ, με μολότοφ και οδοφράγματα. Οι φοιτητές είναι συγκεντρωμένοι στα σκαλιά του Μνημείου των Ηρώων6. Μετά τις δύο τα πρώτα τεθωρακισμένα θα πέσουν πάνω στα πλήθη και θα αρχίσουν οι πυροβολισμοί με τα πολυβόλα. Στην πλατεία ακολουθεί το χάος, οι φοιτητές όμως δεν θα χρησιμοποιήσουν βία, ενώ 5.000 από αυτούς θα παραμείνουν στο μνημείο, μέχρι τα τανκ να τους σημαδευόσουν με τα κανόνια και να αποχωρήσουν. Γύρω όμως από την πλατεία, οι συγκρούσεις ακόμα μαίνονται, οι νεαροί εργάτες συνεχίζουν να επιτίθενται με ότι μέσα έχουν στα τεθωρακισμένα και στους στρατιώτες. Στις 6.00 το πρωί της Κυριακής η πλατεία έχει ουσιαστικά καταληφθεί από το στρατό, ενώ οι συγκρούσεις μεταφέρονται σε άλλες περιοχές της πόλης. Το Ράδιο-Πεκίνο στα αγγλικά θα ανακοινώσει: «Υπάρχουν χιλιάδες νεκροί. Ο στρατός πυροβολούσε στα τυφλά πάνω στο ανυπεράσπιστο πλήθος.» Λίγες ώρες μετά και αφού ο σταθμός, μάλλον, θα επανακαταληφθεί ανακοινώνεται: «Συντρίψαμε την αντεπαναστατική ανταρσία.» Το απόγευμα θα ανακοινωθεί ένα επείγον ανακοινωθέν του γενικού στρατηγείου, σημάδι ότι οι συγκρούσεις συνεχίζονταν ακόμα και είχαν πάρει και έναν άλλο χαρακτήρα: «1. Όλα τα όπλα και ο εξοπλισμός που αφαιρέθηκε από το στρατό πρέπει να επιστραφούν. 2. Οι στρατιώτες και οι αστυνομικοί πρέπει να αφεθούν αμέσως ελεύθεροι. 3. Οι επιθέσεις και οι εμπρησμοί στρατιωτικών οχημάτων πρέπει να σταματήσουν.» Μόνο στις 6 Ιουνίου θα βασιλεύσει η τάξη στο Πεκίνο.

Από την άλλη ταυτόχρονα θα αρχίσουν να συμβαίνουν διάφορα περίεργα στο Πεκίνο. Όλες αυτές τις μέρες δεν θα εμφανιστεί κανένα πρόσωπο ή όργανο της κεντρικής εξουσίας. Επιπλέον, υπάρχει η έντονη φήμη ότι υπήρξε σύγκρουση μεταξύ του στρατεύματος: η 38η Στρατιά του Πεκίνου που έδειχνε απροθυμία στην εφαρμογή του στρατιωτικού νόμου πρέπει να συγκρούστηκε και στρατιωτικά με την 27η που ήρθε από την Εσωτερική Μογγολία. Τις τρεις αυτές μέρες ακούγονταν πολύ συχνά εκρήξεις βαρέως πυροβολικού, το οποίο σίγουρα δεν θα είχε για στόχο τον πληθυσμό. Την Πέμπτη 9 Ιουνίου τα πράγματα μάλλον ομαλοποιήθηκαν, ο Λι Πενγκ εμφανίζεται και κάνει πανηγυρικές δηλώσεις. Από ότι φαίνεται ταυτόχρονα με τις συγκρούσεις στους δρόμους υπήρξε και άλλη μία σύγκρουση για το ποια θα είναι η ηγετική ομάδα στο ΚΚΚ.

Οι νεκροί των ημερών αυτών θα πρέπει να υπολογιστούν γύρω στις 5.000, ενώ στις μέρες και τους μήνες που ακολουθούν θα υπάρξει ένα τεράστιο κυνηγητό «ταραξιών και αντεπαναστατών». Ο αριθμός που αναφέραμε παραπάνω είναι μάλλον συγκρατημένος, πολλοί ήταν αυτοί που εκτελέστηκαν και δολοφονήθηκαν στα «σκοτεινά». Το κύριο βάρος της καταστολής, όπως και το κύριο βάρος της αντίστασης, έπεσε πάνω στους νέους εργαζόμενους και τους άνεργους. Στον αριθμό των 321 νεκρών (που είναι το επίσημο νούμερο), μόνο οι 23 νεκροί ήταν φοιτητές, ενώ οι περισσότεροι που εκτελέστηκαν στην συνέχεια θα είναι νέοι εργάτες και άνεργοι.

Οι συγκρούσεις φυσικά δεν περιορίστηκαν στο Πεκίνο. Υπήρξαν διαδηλώσεις, συγκρούσεις, επέμβαση του στρατού και νεκροί και σε πολλές άλλες πόλεις της χώρας (Σαγκάη, Καντόνα, Βουτσάνγκ, Χαρμπίν, Σεγιάνγκ, Τσενγκντού κλπ).

Η εικόνα που έχουμε πιθανά όλοι στο μυαλό μας όσον αφορά την εξέγερση της Τιενανμέν, είναι ένας άντρας που στέκεται μόνος του απέναντι από μία σειρά τανκ, και η ερμηνεία που δίνουμε σχεδόν αυτοματοποιημένα οι περισσότεροι είναι μέσα στο γενικότερο κλίμα «κατάρρευσης» του ανατολικού μπλοκ. Αφήνοντας κατά μέρους ένα ευρύτερο ζήτημα που ρωτά τι ακριβώς έγινε στο ανατολικό μπλοκ το ’89, εμείς δυσκολευόμαστε να δώσουμε αυτή την ερμηνεία στην εξέγερση της Τιενανμέν. Για μία σειρά από λόγους.

Πρώτον, η εξέγερση δεν πυροδοτήθηκε από τα «πάνω», ο στρατός δεν έκανε π.χ. κάποιες κινήσεις για την ανατροπή του καθεστώτος (όπως σε κάποιες άλλες χώρες). Αυτό φαίνεται και από πολλά ακόμα πράγματα, όπως η διάρκεια του κινήματος, η μαζική κινητοποίηση του πληθυσμού κα. Αυτά τα γεγονότα προϋπήρξαν χρονικά, από τις όποιες ενδογραφειοκρατικές συγκρούσεις (οι οποίες σαν πεδίο σύγκρουσης είχαν ακριβώς την ίδια την εξέγερση και πως θα αντιμετωπιστεί) ή λιποταξίες στρατιωτών.

Δεύτερον, δεν έμπαινε ζήτημα αλλαγής του καθεστώτος, τουλάχιστον άμεσα και ρητά. Ας μην ξεχνάμε ότι το ΚΚΚ ήταν ιστορικά το μόνο ΚΚ με τόσο τεράστια κοινωνική αποδοχή. Τα περισσότερα αιτήματα κινούνταν στο κλίμα της «περεστρόικα»: εκδημοκρατισμός σε μία σειρά πραγμάτων. Αλλά και αυτό από μόνο του την στιγμή που προκύπτει από τα «κάτω» σαν κοινωνικό αίτημα, και όχι σαν μία προσπάθεια διαχείρισης της κρίσης όπως η «περεστρόικα», έχει σαφέστατα ανταγωνιστικά χαρακτηριστικά. Γιατί; Διότι είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι, που κατακτούν αυτούς τους «εκδημοκρατισμούς» (μέσα από διαδικασίες αγώνα, οργάνωσης, σύγκρουσης κλπ), και όχι η γραφειοκρατία που παράγει μία ακόμα πολιτική «αξία». Με απλά λόγια το ένα είναι άμεσα συνδεδεμένο με την «αυτονομία της τάξης» και το γίγνεσθαι της, η άλλη προϊόν του ακριβώς αντίθετου πράγματος. Και ακόμα: όποιο κοινωνικό κομμάτι έχει αιτήματα που απαιτούν μέρος της εξουσίας που του ασκείται θεωρούμε ότι εκ των πραγμάτων έχει ανταγωνιστικά χαρακτηριστικά.

Τρίτον, την εξέγερση δεν την έκαναν μόνο και μόνοι τους οι φοιτητές. Στους δρόμους κατέβηκαν πολύ πιο ευρεία κομμάτια του πληθυσμού (μέχρι απλά και χαμηλόβαθμα μέλη του κόμματος), τα οποία όχι απλώς υποστήριζαν αλλά επί σχεδόν ένα μήνα εμπόδιζαν με την δράση τους τον στρατό, ακόμα τις μάχες γύρω από την πλατεία καθώς και σε όλη την πόλη δεν τις έδωσαν οι φοιτητές οργανωμένα. πολύ περισσότερο αυτές τις έδωσαν εργάτες και άνεργοι καθώς και λιποτάκτες στρατιώτες. Η επίσημη οργάνωση των φοιτητών απέφευγε ρητά την βία…

Τέταρτον, τις αιτίες της εξέγερσης δεν θα τις βρούμε άφθονες σε μία π.χ. «πολιτική σκλήρυνση» του καθεστώτος, αλλά μάλλον σε πιο «οικονομικά» αίτια. Για εμάς, η εξέγερση ήταν μάλλον μία απάντηση στο νεοφιλελευθερισμό, προτού να είναι κάτι άλλο.

Και πέμπτον, κάτι που αναλύεται πολύ περισσότερο παρακάτω. Μετά την εξέγερση αυτό που θα αρχίσει να αναπτύσσεται δεν θα είναι ένα «δημοκρατικό» κίνημα, αλλά ένα εργατικό. Η ίδια η εξέγερση δηλ. μέσα στην ιστορική της προοπτική δεν θα τροφοδοτήσει τους «δημοκράτες» της Κίνας, αλλά τους εργάτες της…

2. Οι καινούριοι κοινωνικοί σχηματισμοί

Στα 25 περίπου χρόνια νεοφιλελευθερισμού της Κίνας, άλλαξαν πολλά στην κοινωνική πυραμίδα της κινέζικης κοινωνίας. Οι αλλαγές επήλθαν σε όλο το πλάτος της κοινωνικής κλίμακας. Εδώ φυσικά ούτε για αστείο δεν είμαστε σε θέση για μία σε βάθος και έκταση ανάλυση αυτού του πράγματος. Ωστόσο, ακόμα και περιγραφικά έχουν νομίζουμε σημασία οι λέξεις που ακολουθούν.

Οι επιχειρήσεις στην Κίνα χωρίζονται σε τρεις βασικές κατηγορίες. Στις κρατικής ιδιοκτησίας επιχειρήσεις (ΚΙΕ) -ένα νούμερο γύρω στις 190.000- εκεί η κατάσταση είναι αυτή που υπήρχε και πριν, διευθυντές-στελέχη του κόμματος (τα οποία πλουτίζουν με κάθε τρόπο), εργαζόμενοι με συγκριτικά καλύτερους μισθούς και σταθερότητα. Στις πρώην κρατικής ιδιοκτησίας επιχειρήσεις, όπου το μοτίβο ήταν η μεταβίβαση της ιδιοκτησίας τους στους διευθυντές τους και μία σαφέστατη υποβάθμιση των εργαζομένων σε αυτές. Και τέλος στις επιχειρήσεις ξένων αλλά και κινέζικων επενδύσεων (ΕΞΕ), στις οποίες η κατάσταση είναι η χειρότερη όλων. Στον αγροτικό τομέα, ουσιαστικά η μικρή ιδιοκτησία της γης σαν οικονομική παραγωγή, έχει εξαφανιστεί (κάτω από την πίεση της φορολογίας βασικά και της πολιτικής του ενός παιδιού), και η γη έχει αρχίσει να συγκεντρώνεται σε κομματικά στελέχη-φεουδάρχες.

Η κατάσταση των εργαζομένων στις ΚΙΕ είναι γενικώς καλύτερη από όλες τις υπόλοιπες στον βαθμό που διατηρούν ακόμα κάποιες κατακτήσεις, όμως πρώτον αυτή η κατάσταση δεν θα συνεχιστεί μάλλον για πολύ ακόμα (μιας και οι αποκρατικοποιήσεις συνεχίζονται με γρήγορους ρυθμούς) και δεύτερον μία γενική υποβάθμιση και υποτίμηση της εργασίας δεν μπορεί να αφήσει εντελώς ανεπηρέαστους άλλους παραγωγικούς τομείς. Όσον αφορά τους εργάτες στις πρώην-ΚΙΕ, οι μεταρρυθμίσεις θα επιφέρουν σημαντικές αλλαγές. Προηγουμένως οι εργάτες σε αυτές τις επιχειρήσεις είχαν εξασφαλισμένα μία σειρά πραγμάτων όπως, εξασφαλισμένη εργασία (και αυτό συνεπάγεται σταθερό μισθό, σύνταξη κλπ. άρα και ένα ελάχιστο επίπέδο διαβίωσης), και μία σειρά προνοιακών παροχών όπως εκπαίδευση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη κλπ. Οι μεταρρυθμίσεις -αποκρατικοποίηση των επιχειρήσεων και πέρασμα της ιδιοκτησίας στα χέρια των πρώην διευθυντών- θα φέρουν σε πολύ πιο δυσμενή θέση τους εργάτες. Πολλοί από αυτούς θα δουν τους μισθούς τους να περικόπτονται –στις αποκρατικοποιημένες επιχειρήσεις δεν αναγνωρίζονταν η προϋπηρεσία στην ίδια ακριβώς επιχείρηση!!!- την θέση τους να γίνεται επισφαλής –πια οι περισσότεροι δουλεύουν με συμβάσεις περιορισμένου χρόνου που διαρκώς ανανεώνονται- και μία σειρά προνοιακών αποδοχών να εξαφανίζονται είτε με την κατάργηση τους είτε κάτω από το βάρος του κόστους που έχουν πια και στο οποίο δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν οι εργαζόμενοι.

Στην ύπαιθρο οι κολεκτίβες του Μεγάλου Άλματος θα παίξουν έναν ανάλογο ρόλο, η έστω και περιορισμένη κοινωνικοποιημένη παραγωγή, όπως και το γεγονός ότι το βάρος της παραγωγής και της αναπαραγωγής έπεφτε στην κολεκτίβα, εξασφαλίζουν για τους αγρότες μία σειρά πραγμάτων: σταθερό εισόδημα, κοινωνική πρόνοια, εκπαίδευση κλπ. Οι μεταρρυθμίσεις του ’80, οι οποίες σημαίνουν κατάργηση της κοινωνικοποιημένης παραγωγής, και μεταφορά του κόστους διαβίωσης στην οικογένεια και όχι στην κοινότητα, επίσης η πολιτική του ενός παιδιού (στην βάση της οποίας δεν μπορεί να λειτουργήσει η αγροτική οικονομία) και οι επιπλέον φόροι που συνεχώς θα επιβάλλει ένα «φεουδαρχικό» κόμμα και τέλος οι επενδυτές που αναζητούσαν φτηνή εργατική δύναμη θα δημιουργήσουν από την μια μία τεράστια μάζα εξαθλιωμένων αγροτών από τους οποίους θα προέλθει ένας τεράστιος πληθυσμός (υπολογίζεται γύρω στα 100 εκατ.) εσωτερικών μεταναστών, οι οποίοι μην έχοντας καμία δυνατότητα επιβίωσης καταφεύγουν στις πόλεις προκειμένου να επιβιώσουν.

Από την άλλη στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας θα συμβούν αλλαγές. Οι αποκρατικοποιήσεις και το άνοιγμα των αγορών θα δημιουργήσουν ένα καινούριο στρώμα, αυτό των πρώην διευθυντών –νυν ιδιοκτητών πια- ενώ το άνοιγμα των αγορών θα δημιουργήσει ένα στρώμα άμεσα εμπλεκόμενων στην λειτουργία τους. Αυτό το στρώμα πια έχει διαφορετικά συμφέροντα και χαρακτηριστικά από το κράτος-κόμμα. Οι γραφειοκράτες ελέγχουν την οικονομία και κατέχουν την εξουσία, οι αστοί θέλουν τουλάχιστον να απελευθερώσουν τον έλεγχο της οικονομίας. Τα παραπάνω ας μην γίνουν αντιληπτά σαν κάποια ταξική σύγκρουση στην κορφή της κοινωνικής κλίμακας, σε ένα μεγάλο βαθμό το ένα στρώμα εξαρτάται άμεσα από το άλλο. Η αντίθεση θα πρέπει να προχωρήσει παραπέρα για να γίνει αντιληπτή σαν σύγκρουση.

Παραπάνω περιγράψαμε πως έχει η κατάσταση στις πρώην-ΚΙΕ. Εδώ ας δούμε ποια είναι η κατάσταση του εργατικού πληθυσμού που έχει φύγει από τις αγροτικές περιοχές για τα αστικά κέντρα. Σημείωση: αυτός ο πληθυσμός είναι παράνομος, ουσιαστικά κάτι σαν λαθρομετανάστες. Αυτό σημαίνει μία σειρά πραγμάτων: δεν έχουν καμία δυνατότητα συνδικαλισμού (τα συνδικάτα δέχονται μόνο νόμιμους εργάτες, οι οποίοι τουλάχιστον είναι περισσότερο εξασφαλισμένοι ότι θα πάρουν κανονικά τον μισθό τους), δεν έχουν κανένα σχεδόν δικαίωμα και πολύ συχνά είναι έρμαια διάφορων εκβιασμών, της αστυνομίας, των τοπικών αρχών κλπ.

Αντιγράφουμε από ένα άρθρο της Guardian: «Στο εργοτάξιο που δουλεύει ο Χουάνγκ, οι εργάτες δεν έχουν συμβόλαια ή μηνιαίους μισθούς. Τους έχουν υποσχεθεί τα χρήματα για το τέλος της χρονιάς, και μέχρι τότε για να ζήσουν είναι αναγκασμένοι να δανείζονται από τα αφεντικά τους για κατάλυμα σε ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο, όπου στοιβάζονται σε μικρά και βρώμικα δωμάτια έχοντας από κοινού μερικές σανίδες για κρεβάτι και κάνοντας ουρές με ποτήρια και πιάτα για ρύζι, σούπα και καμιά φορά κρέας. Για όλα αυτά πληρώνουν κάθε μέρα τα αφεντικά τους 33 πένες. Υπάρχει το ρίσκο (;;;!!!) ότι οι μισθοί, καθώς συσσωρεύονται με τους μήνες, ή ακόμα με τα χρόνια(;;;!!!) ίσως να μην πληρωθούν ποτέ, επειδή οι επενδυτές δεν έχουν χρήματα(;;;!!!) ή αποτυγχάνουν να βρουν αγοραστές. Ο Μάο Γιουσί, διευθυντής του Κρατικού Ινστιτούτου Οικονομικών, υπολογίζει ότι οι καθυστερημένοι(;;;!!!) μισθοί ανέρχονται σε δισεκατομμύρια δολάρια. Και συνεχίζει: «Όταν οι εργάτες δεν παίρνουν τους μισθούς τους κανονικά, δεν έχουν και πολλές επιλογές παρά να συνεχίσουν να δουλεύουν, ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή θα πληρωθούν.»

Αυτή είναι και η συνηθισμένη κατάσταση που επικρατεί για τους λαθρομετανάστες. Άθλιες συνθήκες διαβίωσης, ακόμα πιο άθλιες συνθήκες εργασίας, πρακτικά μηδενικές αποδοχές, κανένα δικαίωμα

3. Εργατικοί αγώνες από το 1989 και μετά.

Παραπάνω περιγράψαμε σε πολύ γενικές γραμμές μία κατάσταση, σε αυτή την ενότητα θα προσπαθήσουμε να εμβαθύνουμε κάπως στις αντιστάσεις των κινέζων εργατών.

Αν κοιτάξουμε λίγο σε βάθος 20 χρόνων τις αντιστάσεις του κινέζικου εργατικού κινήματος (με τα όντως πολύ λίγα στοιχεία που έχουμε) θα μπορούσαμε να διακρίνουμε κάποια εξέλιξη; Το εργατικό κίνημα πάει προς κάπου, έχει κάποιους πολιτικούς στόχους; Ή περιορίζεται στα στενά συνδικαλιστικά ζητήματα (ενάντια σε απολύσεις, αυξήσεις των μισθών κλπ);

Καταρχήν για να απαντηθούν όλες αυτές οι ερωτήσεις και πιθανά πολλές περισσότερες που θα μπορούσαν να αναπτυχθούν στην σκιά τους, χρειάζεται να γίνει σαφέστατος ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε αυτά τα ζητήματα, αλλά πρώτον δεν είναι εδώ ο κατάλληλος χώρος και δεύτερον ούτε και εμείς οι ίδιοι τα έχουμε με κάποια έστω σχετική σαφήνεια λυμένα. Έχουμε ωστόσο κάποια ερωτήματα, και μία προσωρινή θέση. Ας πούμε τι σημαίνει ιστορική εξέλιξη; Πως μπορείς να μιλήσεις για αυτήν χωρίς να πέσεις στην λούμπα του μαρξιστικού ντετερμινισμού; Ακόμα τι πάει να πει πολιτικός στόχος (ή πολιτικά αιτήματα…); Όπως και τι σημαίνει συνδικαλιστικό ζήτημα; Αν αφήσουμε τις λενινιστικές βλακείες (που επέρχονται σαν την ιστορική δικαίωση της λογικής της πρωτοπορίας) κατά μέρους, και εξετάσουμε τα «συνδικαλιστικά ζητήματα» λίγο πιο αναλυτικά μπορεί και να εκπλαγούμε. Πολλά ίσως είναι περισσότερο πολιτικά από ότι φανταζόμαστε…

Το ζήτημα είναι το εξής: κατά πάσα πιθανότητα οι κινέζοι εργάτες ποσώς ενδιαφέρονται για τα ζητήματα που αφορούν εμάς. Οι κινέζοι εργάτες, επίσης κατά πάσα πιθανότητα, ποσώς ενδιαφέρονται αν τα ζητήματα που βάζουν είναι περισσότερο πολιτικά, ή περισσότερο συνδικαλιστικά. Οι κινέζοι εργάτες, κατά πάσα πιθανότητα, αντιμετωπίζουν ένα πλήθος ζητημάτων και τα οποία προσπαθούν να τα λύσουν. Με δυο λέξεις για να το καταλήξουμε, οι κινέζοι εργάτες αγωνίζονται εναντίον των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας τους. Είναι μερικές χιλιάδες φορές δική τους υπόθεση το πώς γίνεται αυτός ο αγώνας παρά δικιά μας… Και είναι μερικές χιλιάδες φορές δικιά μας υπόθεση το πώς αντιλαμβανόμαστε εμείς αυτό τον αγώνα… Δυστυχώς, ο κοινωνικός ανταγωνισμός δεν έχει μειώσει τις αποστάσεις περισσότερο…

Αμέσως μετά την εξέγερση της Τιενανμέν, ενώ όπως είπαμε το φοιτητικό κίνημα ουσιαστικά κατέρρευσε, οι εργατικές αντιστάσεις αρχίζουν να πολλαπλασιάζονται: το 1991 θα ιδρυθεί το Ελεύθερο Εργατικό Συνδικάτο, όμως την επόμενη χρονιά θα κατασταλεί, και τα ιδρυτικά μέλη του είναι ακόμα μέχρι σήμερα στην φυλακή. Το 1991 το Υπουργείο Ασφαλείας θα ερευνήσει (και θα διαλύσει;) 14 παράνομες εργατικές ενώσεις με μέλη από 20 ως και 300 εργάτες. Το 1994 δύο εργάτες θα φυλακιστούν επειδή προσπάθησαν να φτιάξουν συνδικάτο. Το 1998 ένας εργάτης από το Χουνάν απευθύνθηκε στα κυβερνητικά όργανα προκειμένου να φτιάξει μία ένωση για τους απολυμένους εργάτες και καταδικάστηκε σε 10 χρόνια φυλακή. Το 1999 δύο εργάτες που δημιούργησαν μία εφημερίδα καταδικάστηκαν σε 10 χρόνια φυλακή. Την ίδια χρονιά ένας άλλος εργάτης κλείστηκε σε ψυχιατρείο επειδή προσπάθησε να οργανώσει ένα ανεξάρτητο συνδικάτο. Συνολικά από το ’92 έως το ’98 υπήρξε μία αύξηση των εργατικών συγκρούσεων της τάξης του 1.400%!!!

Τα πρώτα στοιχεία μαζικών απεργιών που έχουμε αναφέρονται στη διετία 1997-98. Στο Μινγιάνγκ τον Ιούλη του 1997 χιλιάδες εργάτες θα συγκρουστούν με την αστυνομία, αιτία το κλείσιμο των εργοστασίων της περιοχής. Λίγους μήνες νωρίτερα 20.000 εργάτες στο Ναντσόνγκ πολιόρκησαν το δημαρχείο προκειμένου να τους δοθούν οι απλήρωτοι μισθοί τους. Τελικά οι εργαζόμενοι πληρώθηκαν. Στα τέλη του 1997 πάνω από 100.000 άτομα πήραν μέρος σε σφοδρές συγκρούσεις με την ένοπλη αστυνομία στην βόρεια επαρχία του Χεϊλογιάνγκ. Οι απεργίες και οι συγκρούσεις έφτασαν πολύ κοντά στο να θεωρηθούν εξέγερση. Την ίδια περίοδο στο Κικιχάρ, ανατολικότερα, οι εργάτες ενός εργοστασίου τραίνων κήρυξαν απεργία με αιτήματα να μπει τέλος στην εκμετάλλευση και την διαφθορά. Λίγες μέρες αργότερα η απεργία έχει εξαπλωθεί σε 7 εργοστάσια με 30.000 εργάτες. Στο Μουντανγιάνγκ, λίγο νοτιότερα, 22.000 απεργοί εργάτες εξέλεξαν αντιπροσώπους, και υπέβαλλαν στις αρχές μία σειρά λεπτομερών αιτημάτων τα οποία περιελάμβαναν: απαγόρευση των απολύσεων, πόλεμο στην διαφθορά υπό εργατικό έλεγχο και μία σειρά θεσμικών αλλαγών υπέρ των εργατών.

Τον Απρίλη του 1998 οι 30.000 ανθρακωρύχοι στο Τζιανγκσί θα ξεκινήσουν απεργίες και κινητοποιήσεις, οι οποίες θα κρατήσουν πολλούς μήνες. Οι τοπικές αρχές απέρριψαν όλα τα αιτήματα για συναντήσεις. Οι απεργοί θα αποκλείσουν δρόμους και σιδηροδρομικές γραμμές, θα καταλάβουν ένα αστυνομικό τμήμα προκειμένου να απελευθερωθούν συλληφθέντες και θα αποκλείσουν το αεροδρόμιο, ακόμα θα καταλάβουν ένα τραίνο προκειμένου να μεταβούν στο Πεκίνο. Τον Ιούνη της ίδιας χρονιάς θα γίνει μία πολυάριθμη απεργία και από τους εργάτες ενός κρατικής ιδιοκτησίας ανθρακωρυχείου στο Βουχάν, τα αιτήματα τους; Αύξηση σχεδόν 100% στον μισθό, χαμηλότερους μισθούς για την διεύθυνση (!!!), και περισσότερη ασφάλεια στον χώρο εργασίας για αποφυγή εργατικών ατυχημάτων.

Οι περισσότερες από αυτές τις κινητοποιήσεις, τις απεργίες και τις συγκρούσεις ήταν μάλλον ελάχιστα οργανωμένες, αν και υπάρχουν κάποια στοιχεία που βάζουν το ζήτημα της αυτοοργάνωσης. Η μαζικότητα των κινητοποιήσεων δεν θα πρέπει να μας κάνει εντύπωση, αυτό που θα πρέπει να εντυπωσιάζει μάλλον περισσότερο είναι το γεγονός της έκτασης που πήραν οι συγκρούσεις αλλά και η εξάπλωση τους, παρόλη την καραντίνα στην διακίνηση των πληροφοριών και τον έλεγχο στα ΜΜΕ. Τα επόμενα χρόνια οι συγκρούσεις δεν θα μετριαστούν, θα γίνουν ακόμα μαζικότερες, ακόμα πιο δυναμικές και με πολύ πιο σαφέστατα στοιχεία οργάνωσης.

Στις αρχές τις τωρινής 10ετίας, σημείο καμπής θα αποτελέσουν οι εξεγέρσεις και οι διαμαρτυρίες που θα σημειωθούν σε διάφορες περιοχές της χώρας την άνοιξη του 2002. Οι κινητοποιήσεις αυτές είχαν κάποιες διαφορές σε σχέση με τις προηγούμενες και ίσως να σηματοδοτούν κάποια περαιτέρω εξέλιξη. Επομένως θα ασχοληθούμε λίγο παραπάνω. Στις αρχές του 2002 αρχικά από το Ντατσίνγκ και το Λιαογιάνγκ, στα βορειανατολικά (όπου βρίσκεται και το μεγαλύτερο μέρος της βαριάς βιομηχανίας) θα ξεκινήσουν μαζικές διαδηλώσεις από δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους ενάντια στις περικοπές δαπανών και την αποτυχία της κυβέρνησης για ικανοποιητική κοινωνική προστασία. Σύντομα η κοινωνική αναταραχή εξαπλώθηκε και σε άλλες επαρχίες, βόρεια και δυτικά: στις επαρχίες Χεϊλογιάνγκ, Λιαονίνγκ, Σετσουάν και Χεμπέι πάνω από 100.000 άνθρωποι θα διαδηλώσουν και θα αποκλείσουν δρόμους. Τα κύρια αιτήματα ήταν να σταματήσουν οι περικοπές δαπανών για την πρόνοια και να απομακρυνθούν διάφοροι διεφθαρμένοι αξιωματούχοι.

Οι κινητοποιήσεις αυτές άμεσα αντιμετώπισαν άγρια καταστολή. Οι παραστρατιωτικές μονάδες κινήθηκαν εναντίον των διαδηλωτών και όσοι συλλήφθηκαν καταδικάστηκαν με την «συνηθισμένη» ποινή για τέτοιες ενέργειες: 10ετη κάθειρξη σε «στρατόπεδο αναμόρφωσης μέσω της εργασίας» (λαογκάι). Ωστόσο, παρά την καταστολή οι διαμαρτυρίες στο Ντατσίνγκ και το Λιαογιάνγκ θα συνεχιστούν για σχεδόν ένα τετράμηνο. Αυτές οι διαμαρτυρίες θα αποτελέσουν μία νέα καμπή στους αγώνες της εργατικής τάξης για μία σειρά από λόγους. Πρώτον, θα καταφέρουν οι εργαζόμενοι σε αυτές τις δύο περιοχές να κατακτήσουν ένα υψηλότερο επίπεδο οργάνωσης που θα τους επιτρέψει και να αντισταθούν στην αστυνομικοδικαστική καταστολή αλλά και το κυριότερο να οργανώσουν πολύ καλύτερα τις αντιστάσεις τους, δεύτερον για πρώτη φορά θα σπάσει το μονοπώλιο του κόμματος στην πληροφόρηση και θα εκδηλωθούν απεργίες και κινητοποιήσεις αλληλεγγύης από άλλες πόλεις, περιοχές και εργοστάσια, τρίτον το παράδειγμα της οργάνωσης των εργαζομένων σε αυτές τις δύο περιοχές θα το ακολουθήσουν και σε άλλες περιπτώσεις οι εργαζόμενοι.

Τα ζητήματα που μπήκαν από αυτές τις κινητοποιήσεις ήταν κατά κύριο λόγο οικονομικά. Μιας και το πλήθος των εργαζομένων εκεί ήταν άνθρωποι ηλικίας 40-50 ετών οι οποίοι είδαν ξαφνικά το βιοτικό τους επίπεδο, ειδικά μετά τις μεταρρυθμίσεις της δεκαετίας του ’90, να πέφτει κατακόρυφα. Ωστόσο, υπήρχε και ένας σαφής πολιτικός λόγος, όταν μπαίνουν ζητήματα κατεύθυνσης της οικονομίας (όπως π.χ. ενάντια στις περικοπές δαπανών για πρόνοια, συντάξεις κλπ), αυτοοργάνωσης του συνδικαλιστικού αγώνα, αλλά και κριτική στον συνολικό τρόπο οργάνωσης και διεύθυνσης της κοινωνίας καταγγέλλοντας τα «διεφθαρμένα» στελέχη7.

Θα μπορούσαμε να γεμίσουμε σελίδες επί σελίδων με πληροφορίες σχετικές με απεργίες και κινητοποιήσεις των εργατών και των εργατριών της Κίνας (το 2004 7.000 εργάτριες κλωστοϋφαντουργίας κατέλαβαν το εργοστάσιο τους, 1000 παραστρατιωτικοί στάλθηκαν να τις καταστείλουν), όμως δεν είναι αυτό το νόημα του κειμένου αυτού.

Η Κίνα δεν βρίσκεται στα πρόθυρα της γενικευμένης εξέγερσης και για να μιλάμε για ουσιαστική και γενικευμένη κοινωνική σύγκρουση θα πρέπει να γίνεται λόγος για εκατομμύρια απεργών σε όλη την χώρα… Εδώ ένας καλός λενινιστής θα έβαζε το ζήτημα του κόμματος που θα ηγηθεί αυτών των αγώνων, ξεχνώντας όμως μία μικρή λεπτομέρεια: ότι αυτό το κόμμα υπάρχει ήδη…

4. Η διαχείριση των εργατικών αγώνων

Ένα πολύ σημαντικό ζήτημα που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο φαίνεται να απασχολεί ολοένα και περισσότερο τους διαχειριστές του κινεζικού κράτους, και πράγμα που φανερώνει μία επιπλέον σημαντικότητα, είναι η διαχείριση των κοινωνικών κρίσεων από την μια, και από την άλλη το ζήτημα που διαρκώς προκύπτει είναι αυτό της οργάνωσης των εργατικών αγώνων.

Στην Κίνα ο κρατικός έλεγχος των μέσων επικοινωνίας είναι πρωτοφανής, όχι επειδή δεν έχει ιστορικό προηγούμενο αλλά εξαιτίας των μέσων που προσπαθεί να ελέγξει (νέες τεχνολογίες, διαδίκτυο κλπ). Τα ΜΜΕ είναι όλα απολύτως ελεγχόμενα από το κόμμα, ενώ υπάρχει και ένα ειδικό σώμα 30.000 αστυνομικών οι οποίοι επιτηρούν και ελέγχουν το διαδίκτυο. Ακόμα ας μην αναφέρουμε και την συμφωνία της κυβέρνησης της ΛΔΚ με το Google να μην δείχνει στα αποτελέσματα του αντικαθεστωτικά sites. Σχεδόν στο μεγάλο πλήθος των περιπτώσεων εργατικών αγώνων, απεργιών και διεκδικήσεων αυτοί μπαίνουν σε καραντίνα και σχεδόν τίποτα δεν μαθαίνεται από την μία επαρχία στην άλλη. Επιπλέον, υπάρχει και η έντονη καταστολή, οι καταδίκες για τον αυτοοργανωμένο συνδικαλισμό είναι εξοντωτικές, πολυετείς φυλακίσεις και εκτοπισμός για «αναμόρφωση μέσω της εργασίας». Είναι προφανές, κάτω από αυτό το πρίσμα, και με δεδομένο ότι η Κίνα είναι ένα καζάνι που βράζει, ότι αν κατορθώσουν οι εργάτες τουλάχιστον να επικοινωνούν ελεύθερα, η κρίση θα γίνει ακόμα περισσότερο έντονη. Από την άλλη υπάρχει και ένα πρακτικό ζήτημα, που δεν ξέρουμε κατά πόσο θα μπορέσει να ξεπεραστεί από την ηγεσία της χώρας: οι νέες τεχνολογίες έχουν αναπτυχθεί σε ένα περιβάλλον δημοκρατίας της κατανάλωσης, όπου η ελεύθερη διακίνηση πληροφοριών είναι κεντρικό της στοιχείο, κατά πόσο λοιπόν μία τέτοια τεχνολογική βάση μπορεί να υποταχθεί σε ένα καθεστώς ολοκληρωτικού ελέγχου; Στις πρόσφατες αντι-ιαπωνικές διαδηλώσεις οι αρχές διαπίστωσαν ότι ο τρόπος οργάνωσης των διαδηλωτών γινόταν μέσω SMS, και προσπαθούν τώρα να βρουν πως μπορούν να αποτρέψουν και να περιορίσουν την επικοινωνία μέσω της κινητής τηλεφωνίας, χωρίς ωστόσο να θίγονται τα ευρύτερα εμπορικά συμφέροντα των εταιρειών κινητής τηλεφωνίας…

Ένα πρώτο λοιπόν πρόβλημα για την οργάνωση αλλά και την κυκλοφορία των αγώνων στην Κίνα είναι αυτό της πληροφόρησης, δείγματα του ότι οι εργαζόμενοι προσπαθούν να το ξεπεράσουν υπάρχουν (π.χ. στους αγώνες του Ντατσίνγκ).

Ένα δεύτερο πολύ πιο σημαντικό ζήτημα είναι τι περιθώρια νόμιμης δράσης υπάρχουν. Αν και αυτό δεν θα εμποδίσει τους εργαζόμενους (και όπως βλέπει κανείς δεν τους εμποδίζει) να δράσουν, ωστόσο δεν μπορούμε και να το παραβλέψουμε. Η κατάσταση γενικά δεν είναι ομοιογενής. Η ανομοιογένεια αυτή έχει φυσικά άμεση σχέση με τι είδος επιχείρηση είναι η κάθε μία, αν είναι δηλ. ΚΙΕ, πρώην ΚΙΕ ή ΕΞΕ. Στις ΚΙΕ και στις πρώην ΚΙΕ τα πράγματα είναι γενικώς καλύτερα, υπάρχει υποχρεωτικά συνδικάτο κάτι το οποίο εξασφαλίζει μία σειρά πραγμάτων (το πιο βασικό: δεν θα σε στείλουν σε λαογκάι αν διεκδικήσεις 2-3 πράγματα). Υπάρχει έτσι μία στοιχειώδης και νομικά καλυμμένη οργάνωση την οποία οι αποφασισμένοι εργάτες μπορούν να χρησιμοποιήσουν στις διεκδικήσεις τους και για την περαιτέρω οργάνωση του αγώνα τους. Όμως, η συντριπτική πλειοψηφία των συνδικάτων σε επίπεδο ηγεσίας αποτελείται από επαγγελματικά κομμουνιστικά στελέχη, τα οποία φυσικά από μόνα τους δεν πρόκειται να κάνουν τίποτα, αλλά αν υπάρχει πίεση από τους εργαζόμενους είναι αναγκασμένα να δράσουν (πάντα στα νόμιμα πλαίσια). Οι περισσότεροι αριθμοί απεργιών που αναφέρονται σε αυτό το άρθρο είναι απεργίες που έχουν κηρύξει αυτά τα συνδικάτα.

Στις ΕΞΕ τα πράγματα γενικώς είναι περισσότερο άσχημα. Η νομοθεσία δεν τις υποχρεώνει να έχουν συνδικάτο. Σε κάποιες περιπτώσεις οι διευθύνσεις θα προνοήσουν, θα καλέσουν το ACFTU8, θα προσλάβουν τους γραφειοκράτες του στην εταιρεία και θα στηθεί ένα πανέμορφο συνδικάτο. Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις (πολύ λίγες) τα συνδικάτα έχουν δημιουργηθεί από τους ίδιους τους εργαζομένους μετά από σκληρούς αγώνες. Ο γενικός κανόνας είναι πάντως ότι οι ΕΞΕ απαγορεύουν τον συνδικαλισμό. Χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι δεν γίνονται απεργίες. Μία πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι αυτή της Wal-Mart, η οποία απαγορεύει τον συνδικαλισμό (όχι μόνο στην Κίνα αλλά παντού όπου έχει επιχειρήσεις ενν. και στις ΕΠΑ), και στην οποία οι εργαζόμενοι εδώ και πολλούς μήνες αγωνίζονται να φτιάξουν συνδικάτα.

Τεράστιο ζήτημα προκύπτει για τους «λαθρομετανάστες». Αυτοί δεν έχουν σχεδόν κανένα εργασιακό δικαίωμα και δεν γίνονται δεκτοί στα συνδικάτα, δουλεύουν στις πιο άθλιες εργασίες με τους πιο άθλιους εργασιακούς όρους μισθών και ασφάλειας. Πάντως πρόσφατα ανακοινώθηκε ότι αίρονται κάποιες απαγορεύσεις στις μετακινήσεις προς τις πόλεις. Στα ολυμπιακά έργα του Πεκίνου μένουν σε σκηνές δίπλα στα έργα, στα ανθρακωρυχεία οι συνθήκες είναι ακόμα χειρότερες. Στα στατιστικά δύο μηνών του 2003 σε ορυχεία αναφέρονται συνολικά περίπου 500 νεκροί και αγνοούμενοι. Συνολικά ενώ η Κίνα έχει το 1/5 της παγκόσμιας παραγωγής κάρβουνου, έχει τα 4/5 των θανατηφόρων ατυχημάτων στα ορυχεία.

Ένα μεγάλο ζήτημα που μπαίνει για την ηγεσία του ΚΚΚ αυτή την στιγμή είναι η διαχείριση των εργατικών αγώνων. Οι ηγέτες του ΚΚΚ δεν είναι ηλίθιοι, ξέρουν ότι δεν μπορούν να καβαλάνε τον δράκο για πολύ καιρό. Έτσι διαβάζουμε σε ένα άρθρο του αντιπροέδρου του ACFTU Λιου Σι το 2003 τα εξής: «Θα πρέπει να καταλάβουμε πως θα οργανώσουμε τις εργατικές μάζες σε συνδικάτα μέσα στην κινέζικη σοσιαλιστική οικονομία της αγοράς, και έμφαση θα πρέπει να δοθεί στους εργάτες του ιδιωτικού τομέα και τους μετανάστες. Θα πρέπει να μάθουμε πώς να αντιπροσωπεύουμε πραγματικά τις εργατικές μάζες και να εξασφαλίσουμε τα νόμιμα δικαιώματα των εργατών. (…) Θα πρέπει να μεταμορφώσουμε την ηγεσία του ACFTU για να επιτρέψουμε σε αυτή να αντανακλά τα πραγματικά συμφέροντα των εργατών και να τους καθοδηγήσει σε νόμιμους αγώνες». Στην συνέχεια αφού καλεί την κομματική προπαγάνδα να ρίξει βάρος στην προβολή της σημασίας της εργατικής συνεισφοράς στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού (!!!), στην πρόοδο της επανάστασης (!!!) καλεί το κόμμα «να ασκήσει κριτική σε όσους υποτιμούν την εργασία και τις εργατικές τάξεις, ξεκάθαρα να προστατεύσει τα νόμιμα δικαιώματα των εργατών, να καταγγείλει και να αποκηρύξει πράξεις και λόγια που βλάπτουν τα συμφέροντα της εργατικής τάξης».

Τα παραπάνω δεν θα πρέπει να μας κάνουν εντύπωση. Ο Λιου Σι πριν καταλήξει εκεί μας λέει ότι σε πάρα πολλές περιπτώσεις οι εργάτες κάνουν στην άκρη το κόμμα και τα συνδικάτα και οργανώνονται μόνοι τους, και ότι διάφορες δυτικές οργανώσεις προστασίας των δικαιωμάτων των εργατών προσπαθούν να οργανώσουν τους εργάτες εναντίον του κόμματος. Με το τελευταίο προφανώς υπονοεί έναν οργανισμό το China Labour Bulletin που εδρεύει στο Χονγκ Κονγκ, και το οποίο χρηματοδοτείται από το Εργατικό Κόμμα της Αγγλίας και άλλες ΜΚΟ. Η τακτική του, όπως το ίδιο λέει, συνίσταται στο να ενισχύει τους εργατικούς αγώνες (τους νόμιμους πάντα) και στο βαθμό που μπορεί να παίρνει υπό την εξουσία του συνδικάτα. Κοιτώντας στις ιστοσελίδες οργανισμών όπως ο παραπάνω (κάποιοι παραπλήσιοι αναφέρονται παρακάτω), κάνει εξαιρετική εντύπωση το γεγονός του πως προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τις εργατικές διεκδικήσεις. Η τακτική τους δεν είναι απλά ρεφορμιστική, είναι και άκρως ύποπτη. Πίεση προς την κινέζικη κυβέρνηση; Επιχειρηματικές κόντρες; Κάτι βρωμάει πολύ σε όλα αυτά…

Το ζήτημα που μπαίνει είναι το εξής, και αυτό το έχει πιθανά κατανοήσει και ένα μέρος του κόμματος, αλλά και πολλοί δυτικοί. Οι εργατικοί αγώνες ολοένα εντείνονται και ολοένα θα εντείνονται, είτε δεν θα πρέπει να αποκτήσουν μία κρίσιμη μάζα, είτε όταν αυτή αποκτηθεί θα πρέπει να υπάρχουν αρκετά ικανοί μηχανισμοί διαμεσολάβησης. Όπως διαβάζουμε σε έναν άλλο οργανισμό: «Οι εργάτες θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να ιδρύουν συνδικάτα που θα λειτουργούν ως ένας καλύτερος μηχανισμός επικοινωνίας ανάμεσα στην διεύθυνση και τους εργάτες…». Γιατί αν η κατάσταση ξεφύγει, κανείς δεν ξέρει προς τα πού θα πάει.



1. Θυμίζει μήπως το αντίστοιχο ζήτημα των προβληματικών που περίπου την ίδια περίοδο υπήρχε και στην χώρα μας;

2. «Το να πλουτίζεις είναι ένδοξο» ήταν το σύνθημα του Ντενγκ Σίαο Πίνγκ.

3. Η επίσημη εφημερίδα του ΚΚΚ.

4. Ο οποίος ήταν στενός συνεργάτης του Ντενγκ Σιάο Πινγκ και ΓΓ του ΚΚΚ από το 1982 μέχρι το 1987 οπότε και θα καθαιρεθεί και θα πέσει σε δυσμένεια, εξαιτίας κάποιων «δημοκρατικών» απόψεων του.

5. Στην Σαγκάη, στο Σιαν και στο Τσανγκτσά θα γίνουν πολύ σοβαρά επεισόδια με λεηλασίες και νεκρούς, στις διαδηλώσεις αυτές θα πάρουν μέρος όχι μόνο φοιτητές αλλά και πολλοί άνεργοι και νέοι εργάτες.

6. Το κεντρικό σημείο της πλατείας Τιενανμέν.

7. Αυτό είναι λίγο ειρωνικό, από την πλευρά των κινέζων εργατών, κοινή πεποίθηση στην μεγάλη πλειοψηφία είναι ότι το κόμμα είναι βαθύτατα «διεφθαρμένο». Οι γραφειοκράτες εκμεταλλεύονται δηλ. ξεκάθαρα και απροκάλυπτα την θέση τους για τον προσωπικό τους πλουτισμό. Αυτό ίσως να φανερώνει και μία «μετάλλαξη» της γραφειοκρατίας, αλλά αυτό προς το παρόν μόνο μία υπόθεση μπορεί να είναι.

8. Η αντίστοιχη ΓΣΕΕ της χώρας.

Μέρος Τέταρτο


Ενότητα Δ'

1. Η Αρχή της Πολιτιστικής Επανάστασης (1964-1976)

Η αποτυχία του Μεγάλου Άλματος θα σημάνει την έκλειψη του Μάο από την πολιτική σκηνή και την επικράτηση της αναπτυξιακής γραμμής του Λιού Σάο Τσι και του Ντενγκ Σιάο Πινγκ: η οργάνωση της εργασίας θα ακολουθήσει το φορντικό μοντέλο καταμερισμού εργασίας και υλικών κινήτρων (πριμ). Ωστόσο, η επικράτηση του «σοβιετικού δρόμου» στην οικονομία δεν θα μπορούσε να ολοκληρωθεί δίχως μια σειρά από υπερδομικές διορθώσεις. Την δουλειά αυτή θα την αναλάβουν μια σειρά από λογοτέχνες προερχόμενοι από την «νέα τάξη» των διευθυντών. Ανάμεσά τους πιο λαμπρός θεωρείται ο Τενγκ Το, ο οποίος σε άρθρο του το 1961 θα βάλει εναντίον της σπατάλης του «πλέον ανεκτίμητου εμπορεύματος: της εργασίας», ενώ στους «Βραδινούς Θρύλους» το 1962 θα αμφισβητήσει ανοιχτά την δημιουργικότητα των μαζών λέγοντας πως «οι άνθρωποι δεν μπορούν να ενεργήσουν από μόνοι τους». Πρόκειται λοιπόν για μια γενιά ρεαλιστών της οικονομίας, ή οικονομιστών όπως θα κατηγορηθούν από τους αντιπάλους τους, η οποία στρέφεται εναντίον του μαοϊκού μοντέλου κοινωνικής και παραγωγικής ανάπτυξης το οποίο είχε σαν εργαλείο την ισχύ της ιδεολογίας (περί δημιουργικότητας των μαζών, περί της επικράτησης του ανατολικού ανέμου επί του δυτικού κοκ) και στόχο της την δίχως όρια και πάνω σε υπερβολονταριστικές βάσεις υπερεκμετάλλευση των εργατών και αγροτών. Το μαοϊκό «πρόσταγμα της πολιτικής» απέναντι στο τεχνοκρατικό «πρόσταγμα της οικονομίας» έθετε σαν βάση της υπερεκμετάλλευσης τα λεγόμενα ηθικά κίνητρα: η αύξηση της παραγωγικότητας απορρέει κυρίως α) από την επιθυμία να ξεπεράσει κανείς άλλα άτομα κι ομάδες, β) από την τάση να δρα κανείς καλύτερα λόγω της έντονης και στενής ταύτισης του με μια ομάδα. Έτσι, το αίσθημα συμμετοχής στην και σε ένα βαθμό ελέγχου της παραγωγικής διαδικασίας το οποίο παρουσιαζόταν από τους μαοϊκούς ως η βουλησιαρχική βάση της επανάστασης των παραγωγικών σχέσεων («όλες οι μορφές έμμεσης διαχείρισης συνεπάγονται την ανάπτυξη του πραγματικού υποκειμένου στην κοινωνία»), δεν αποτελούσε παρά μια πειθαρχική κυβερνητική μέθοδο που σκοπό της είχε όχι απλά την αποδοχή μα την ενεργό παραγωγή του κρατικού σχεδίου από την εργατική δύναμη.

Ο στόχος της «νέας τάξης» ήταν εξίσου η υπερεκμετάλλευση της εργασίας, μα η μέθοδος διέφερε σημαντικά: οι διευθυντές και τα κομματικά στελέχη θεωρούσαν ως καταλληλότερο μέσο για την μαζική χειραγώγηση της εργασίας την αύξηση της παραγωγής καταναλωτικών αγαθών και τα υλικά κίνητρα τα οποία θα είχαν σαν αποτέλεσμα την αναχαίτιση των αρνήσεων. Η δε σχέση αυτής της τάξης με την λογοτεχνία οφείλεται στο γεγονός ότι το ιδεολογικό πεδίο ήταν τόσο ελεγχόμενο από τους μαοϊκούς ακόμα και μετά την αποτυχία του Μεγάλου Άλματος, που η επίθεση στο επίπεδο των υπερδομών μπορούσε να γίνει ακόμα μονάχα έμμεσα. Για αυτό και οι μαοϊκοί με σκοπό να βάλλουν εναντίον της νομιμότητας του φορντικού μοντέλου ανάπτυξης, θα επιλέξουν να συγκρουστούν ακριβώς σε αυτό το πεδίο.

Αφορμή για την εξαπόλυση μιας ολομέτωπης επίθεσης στο πεδίο της κουλτούρας-πολιτικής ήταν η έκδοση ενός θεατρικού έργου του επιφανούς λογοτέχνη, εργοστασιακού διευθυντή και αντιδημάρχου της Σαγκάης Βου Χαν (Η απόλυση του Χάι Τζουί) σχετικά με έναν μανδαρίνο του 16ου αιώνα ο οποίος στάθηκε με τους αγρότες εναντίον ενός δεσποτικού αυτοκράτορα και γυμνώθηκε από τα αξιώματά του σε αντίποινα. Το έργο είχε εκδοθεί το 1961 με το σλόγκαν «Διδαχτείτε από τον Χάι Τζουί» και θα θεωρηθεί απροκάλυπτη επίθεση εναντίον των μαοϊκών μιας και ο ήρωας της ιστορίας έμοιαζε εκπληκτικά με τον Πενγκ Ντε Χουάι (Υπουργός Εθνικής Άμυνας ο οποίος το 1958 είχε ασκήσει με τις πλάτες του Χρουστσόφ οξεία κριτική στο Μεγάλο Άλμα προς τα Εμπρός), τον οποίο τα τεχνοκρατικά στοιχεία της ΚΕ επιθυμούσαν να αποκαταστήσουν μετά το καταστροφικό τέλος του Μεγάλου Άλματος. Είχε ήδη προηγηθεί κατά το 10ο συνέδριο της 8ης ΚΕ του ΚΚΚ, στα τέλη του Σεπτέμβρη του 1962, μια πρώτη αντεπίθεση των μαοϊκών με την εξαπόλυση μιας νέα καμπάνιας μεταμόρφωσης των υπερδομών της κινεζικής κοινωνίας οι οποίες θεωρούνταν υπεύθυνες για την αποτυχία του Μεγάλου Άλματος: η ημιτελής πολιτική εκπαίδευση των αγροτικών μαζών είχε επιτρέψει, κατά τον Μάο, λάθη από μεριάς του διοικητικού προσωπικού. Επιπλέον, η «επιβράδυνση του επαναστατικού ηθικού στις πόλεις» και ιδιαίτερα ανάμεσα στους καλλιτέχνες και τους διανοούμενους δυσχέραινε ακόμα περισσότερο την κατάσταση: «η κοινωνική και οικονομική βάση έχει αλλάξει, όμως οι τέχνες ως μέρος της υπερδομής, που εξυπηρετούν αυτή την βάση, παραμένουν ένα σοβαρό πρόβλημα. Πρέπει λοιπόν να ερευνήσουμε, να μελετήσουμε και να δώσουμε προσοχή σε αυτό το ζήτημα. Δεν είναι παράλογο που τόσοι κομμουνιστές προωθούν με ενθουσιασμό την φεουδαρχική και καπιταλιστική τέχνη, κι όχι την σοσιαλιστική;». Εδώ ο Μάο δείχνει ξεκάθαρα τους λογοτέχνες της «νέας τάξης»: ορισμένοι εκπρόσωποι της κουλτούρας «έχουν συμπεριφερθεί σαν παντοδύναμοι γραφειοκράτες, δεν πήγαν στους εργάτες στους αγρότες και τους στρατιώτες, και δεν έχουνε για στόχο τους την σοσιαλιστική επανάσταση και οικοδόμηση. Τα πρόσφατα χρόνια έχουνε γλιστρήσει μέχρι τα όρια του ρεβιζιονισμού».

Την όξυνση του μετώπου πολιτικής-κουλτούρας θα αναλάβει η Τζιανγκ Τσινγκ, η τρίτη σύζυγος του Μάο. Η πρώτη της δημόσια εμφάνιση είχε γίνει τον Δεκέμβρη του 1962 όταν τέθηκε επικεφαλής στην υποδοχή του προέδρου της Ινδονησίας Σουκάρνο, λίγο πριν το στρατιωτικό πραξικόπημα στην Ιάβα και την σφαγή 60,000 κομμουνιστών και κινέζων. Η Τζιανγκ Τσινγκ, θα ηγηθεί μιας θεατρικής αβανγκάρντ η οποία θα κατακτήσει το παραδοσιακό κρατικό φεστιβάλ της Όπερας του Πεκίνου στην κινεζική πρωτεύουσα το καλοκαίρι του 1964, παρουσιάζοντας ένα εντελώς νέο είδος όπερας με σοσιαλιστικό-ρεαλιστικό περιεχόμενο: την όπερα-μοντέλο (χαρακτηριστικά δείγματα είναι Το κόκκινο τάγμα των γυναικών, και το Κατακτώντας το βουνό Τζι με τη βία). Οι αυτοκράτορες κι οι στρατηγοί αντικαταστάθηκαν από εργάτες και γεωργούς, ενώ η θεματική μετατοπίστηκε από το ρομάντζο στην επανάσταση και τον ανταρτοπόλεμο. Τώρα η Τζιανγκ Τσινγκ σε συνεργασία με δύο στενούς της συνεργάτες, τον Τσανγκ Τσουν Τσιάο, τρίτο γραμματέα του ΚΚ Σαγκάης, και τον νεαρό Γιάο Ουέν Γιουάν, ριζοσπαστικό δημοσιογράφο σε εφημερίδα της Σαγκάης θα κληθούν να αναλάβουν την επίθεση εναντίον του θεατρικού έργου του Βου Χαν, του cause celebre των μαοϊκών.

Η κριτική θα εκδοθεί στο όνομα του Γιάο Ουέν Γιουάν, και παρά τον αιχμηρό της τόνο, θα αγνοηθεί επιδειχτικά από τα ΜΜΕ. Τα μέσα ενημέρωσης στο Πεκίνο βρίσκονταν υπό τον έλεγχο του δημάρχου Πενγκ Τσεν, στενού συνεργάτη του Βου Χαν και υποστηριχτή των θέσεων της «νέας τάξης» των τεχνοκρατών μέσα στο κόμμα. Μαζί με τον υπουργό πολιτισμού, ο Πενγκ ήταν μέλος της Επιτροπής των Πέντε για την Πολιτιστική Επανάσταση η οποία είχε δημιουργηθεί στην κορφή του ΚΚΚ για να κατευθύνει την υπερδομική μεταρρύθμιση (δηλαδή να περιορίσει τον ρόλο των μαοϊκών σε αυτή). Έτσι, οι επικριτές του Βου Χαν έπρεπε να βρουν άλλο μέσο έκφρασης. Από την μια, μπορούσαν να απευθυνθούν στα τοπικά μέσα, και στο στρατιωτικό σύστημα ενημέρωσης όπως η Ημερησία του ΛΑΣ, κι από την άλλη, οι επικριτές είχαν επαφές με τον Τσεν Μπο Ντα, ο οποίος είχε αντικαταστήσει τον υπουργό πολιτισμού ως εκδότης του κεντρικού θεωρητικού οργάνου του κόμματος, την Κόκκινη Σημαία. Ιδιαίτερα ανάμεσα στον στρατό, οι προσπάθειες της ομάδας της Σαγκάης βρήκαν μεγάλη ανταπόκριση, κι ο Λιν Μπιάο τους ζήτησε να δημιουργήσουν μια ομάδα συζήτησης για το έργο της λογοτεχνίας και της τέχνης στις ένοπλες δυνάμεις. Ο Λιν Μπιάο θα συμβουλέψει το Πολιτικό Γραφείο: «η συντρόφισσα Τζιανγκ Τσινγκ μου μίλησε εχθές. Έχει πολύ οξεία πολιτική σκέψη σε σχέση με ζητήματα της λογοτεχνίας και της τέχνης. Έχει πολλές κι ανεκτίμητες απόψεις. Πρέπει να τους δώσετε προσοχή και να φροντίσετε να εφαρμοσθούν ιδεολογικά και οργανωτικά». Η ομάδα του Πενγκ έσπευσε να προστατεύσει τις θέσεις Ομάδας των Πέντε, και εξαπέλυσε επίθεση μέσω της κεντρικής εφημερίδας του κόμματος ΡενΜιν ΡιΜπάο (Λαϊκή Ημερησία) εναντίον του Γιάο Ουέν Γιουάν και των υποστηρικτών του στην Κόκκινη Σημαία. Οι Πέντε αποφάσισαν πως η κριτική του πολιτισμού έπρεπε να παραμείνει μια ακαδημαϊκή-ιστορική συζήτηση στα χέρια εξουσιοδοτημένων ιδεολογικών αυθεντιών και να μην πάρει δημόσιες διαστάσεις. Οι θέσεις τους βρήκαν υποστήριξη από τον Λιού Σάο Τσι και την ομάδα των τεχνοκρατών.

Σε απάντηση, ο Μάο θα επιχειρήσει πολιτικό πραξικόπημα καλώντας συνέδριο του ΠΓ στο Χαντζόου, μακριά από την συντηρητική βάση στο Πεκίνο, σε μια περιοχή υπό τον έλεγχο των μαοϊκών. Το πρώτο θέμα που τέθηκε από τον ΥΠΕΞ Τσεν Γι, ήταν η απόρριψη πρόσκλησης στο 23ο συνέδριο του ΚΚΕΣΣΔ στη Μόσχα. Στο δεύτερο σκέλος του συνεδρίου, ο Μάο θα ταχθεί υπέρ του Γιάο Ουέν Γιουάν: «ο Βου Χαν και ο Τσιέν Μπο Τσαν (υπο-πρύτανης του πανεπιστημίου ΜπέιΝτα) φέρουν κάρτα μέλους του ΚΚΚ, μα στην πραγματικότητα είναι ακόμα μέλη του ΓκουοΜινΤάνγκ. Οι μπουρζουάδικες ακαδημαϊκές αρχές πρέπει να υποστούν κριτική. Πρέπει να διαμορφώσουμε οι ίδιοι την νεολαία χωρίς να φοβόμαστε πως θα προσβάλλουν τον λεγόμενο νόμο του βασιλιά». Ο Λιού Σάο Τσι θα αποστασιοποιηθεί από την υποστήριξη του Βου Χαν, μα θα φροντίσει να μην πληγεί ο Πενγκ Ντε Χουάι. Δυο μέρες μετά το τέλος του συνεδρίου, μια σύνοψη των πρακτικών των συνομιλιών της ομάδας της Σαγκάης θα προωθηθεί από τον Λιν Μπιάο στα μέλη της Στρατιωτικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΚ, η οποία μετά την πτώση του Λο Τζουί Τσινγκ από την ηγεσία του στρατού βρισκόταν υπό τον πλήρη έλεγχο των μαοϊκών. Η επιτροπή θα θέσει το ζήτημα της ομάδας στο ΠΓ αντιμετωπίζοντας πια άμεσα τον Πενγκ Τσεν. Υποστηριζόμενος από το Ζου Εν Λάι, ο Τσεν Μπο Ντα θα εξαπολύσει επίθεση εναντίον του Πενγκ κατά τη διάρκεια συνεδρίασης της γραμματείας του κόμματος. Τελικά ο Πενγκ και η Ομάδα των Πέντε θα καθαιρεθεί: «η αναφορά της Ομάδας των Πέντε (Σχετικά με τον Βου Χαν) αντιτίθεται προς την ολοκλήρωση της σοσιαλιστικής επανάστασης…επιτίθεται στην προλεταριακή αριστερά και προστατεύει την αστική δεξιά, ετοιμάζοντας την κοινή γνώμη για την παλινόρθωση του καπιταλισμού. Αποτελεί αντανάκλαση της αστικής ιδεολογίας μέσα στο κόμμα, αποτελεί πέρα για πέρα ρεβιζιονισμό…οφείλουμε να κριτικάρουμε και να διαπομπεύουμε τους εκπροσώπους της μπουρζουαζίας που έχουνε τρυπώσει μέσα στο κόμμα, την κυβέρνηση, τον στρατό και όλες τις σφαίρες του πολιτισμού…πάνω από όλα δεν πρέπει να εμπιστευτούμε σε αυτούς τους ανθρώπους την ηγεσία της Πολιτιστικής Επανάστασης».

Στις 18 του Μάη 1966, η ηγεσία θα συνεδριάσει ξανά. Ο Μάο θα απουσιάζει και ο πρώτος που θα μιλήσει είναι ο Λιν Μπιάο, ο ρόλος του οποίου είχε ενισχυθεί δραματικά μέσα από την κρίση. Ο Λιν Μπιάο θα βγάλει τον πιο σημαντικό λόγο της ζωής του (γνωστό από το απόφθεγμα «για την επανάσταση χρειάζονται πηγάδια με μελάνι και βαρέλια με μπαρούτι»). Θα μιλήσει για στρατιωτική απειλή εναντίον του καθεστώτος και για την προετοιμασία ενός αντεπαναστατικού πραξικοπήματος. Ο Λιν Μπιάο θα συνεχίσει τον λόγο του εξυμνώντας την ιδιοφυΐα του Μάο και το φυσικό του ταλέντο: «κάθε φράση του είναι σαν χίλιες φράσεις». Πολλές από τις μισές αλήθειες και τις υπερβολές αυτού του λόγου σύντομα θα αποκτήσουν μια αυτόνομη ζωή, αλλά προς το παρόν όλοι οι μαοϊκοί συμφωνούσαν και θεωρούσαν την συνεργασία του Γενικού Επιτελείου αναπόφευκτη για την σύγκρουσή τους με την «νέα τάξη» των τεχνοκρατών στελεχών. Ο Λιν Μπιάο αναλαμβάνοντας ενεργά πια μέρος στην εκστρατεία εναντίον του φορντικού μοντέλου θα εκδώσει το πασίγνωστο κόκκινο βιβλιαράκι με αποφθέγματα του Μάο, το οποίο θα γίνει αναγκαστικό ανάγνωσμα ανάμεσα σε αξιωματικούς και στρατιώτες, πριν γενικευτεί ως η βίβλος της Πολιτιστικής Επανάστασης και του μαοϊσμού διεθνώς. Επιπλέον, κατά την κρίσιμη περίοδο Απρίλη-Ιούνη ειδικές δυνάμεις του ΛΑΣ θα τεθούν σε επιφυλακή για να αποτρέψουν οποιαδήποτε πραξικοπηματική κίνηση από την τεχνοκρατική/ διευθυντική φράξια. Ο Λιν Μπιάο θα μεταφέρει στρατεύματα κοντά στην πρωτεύουσα για να προλάβει περίπτωση ανταρσίας, ενώ ο Μάο θα μείνει μακριά από το Πεκίνο μέχρι να επιλυθεί η κρίση. Ο ρόλος του στρατού στις αρχές κιόλας της Πολιτιστικής Επανάστασης ήταν κρίσιμος.

Όμως όλους αυτούς τους μήνες η αντιμαχία μαοϊκών-τεχνοκρατών δεν θα καταφέρει να περιοριστεί στα γραφεία του κόμματος, και στα στρατόπεδα του ΛΑΣ, δηλαδή θα ξεπεράσει τα όρια μιας «ενδογραφειοκρατικής διαμάχης». Στις αρχές του Φλεβάρη η Φιλοσοφική του ΜπέιΝτα θα απορρίψει την αίτηση της πρυτανείας (η οποία είχε στενές σχέσεις με τον Πενγκ) να αρχίσει μια εκτενής ιστορική έρευνα για την καταγωγή του Χάι Τζουί στο θεατρικό του Βου Χαν, μιας κι αυτό θα μετέτρεπε μια θεμελιακά πολιτική συζήτηση σε ένα καθαρά ακαδημαϊκό ζήτημα. Καθώς η πολιτική κρίση κλιμακωνόταν, ο ανταγωνισμός βάσης και κορφής στο ακαδημαϊκό κατεστημένο θα οξυνθεί, έως ότου στις 24 του Μάη ένας αριθμός καθηγητών και μαθητών κρεμάσουν στο προαύλιο του πανεπιστημίου αφίσα με μεγάλους χαρακτήρες που είχε τίτλο: «Ποίος είναι ο ρόλος σας στην Πολιτιστική Επανάσταση;». Όταν οι πανεπιστημιακές αρχές οργανώσουν αντιδιαδήλωση και στείλουν ορισμένους φοιτητές στους αγρούς για επανεκπαίδευση (βάσει του μαοϊκού αποφθέγματος «κατέβα στα χωριά, ανέβα στα βουνά»), ριζοσπάστες φοιτητές και καθηγητές θα απευθυνθούν στον Μάο ο οποίος θα προωθήσει την διάδοση του κειμένου της αφίσας μέσω του Κανγκ Σενγκ (του μοναδικού από την Ομάδα των Πέντε που διαχώρισε την θέση του και θα προσχωρήσει στην ομάδα της Τζιανγκ Τσινγκ) προκειμένου να βρει μιμητές. Θα ακολουθήσει μια βδομάδα επαναστατικής γιορτής σε όλα τα πανεπιστήμια του Πεκίνου, κατά την οποία οι εξόριστοι φοιτητές θα επιστρέψουν θριαμβευτές και εκατοντάδες χιλιάδες αφίσες θα γραφτούν εναντίον των ακαδημαϊκών γραφειοκρατών.

Ωστόσο, ο Λιού Σάο Τσι και ο Ντενγκ Σιάο Πινγκ θα προστατέψουν τις ακαδημαϊκές αρχές και θα προσπαθήσουν να ελέγξουν την πανεπιστημιακή εξέγερση στέλνοντας κομματικούς καθοδηγητές. Στις 19 του Ιούνη 1966 θα καταφτάσουν στο Πολυτεχνείο Τσινγκχουά του Πεκίνου 500 κομισάριοι με σκοπό να ελέγξουν 40,000 εξεγερμένους φοιτητές. Η άφιξη των κομισάριων θα οδηγήσει σε ραγδαία πόλωση της κατάστασης. Όταν την επόμενη ημέρα οι εφημερίδες ανακοινώσουν τον διωγμό της ομάδας του Πενγκ Τσεν από το κόμμα, ριζοσπάστες φοιτητές θα απαγάγουν κορυφαία στελέχη της πανεπιστημιακής γραφειοκρατίας και θα τους επιβάλουν δημόσια αυτοκριτική, επικαλούμενοι ένα από τα πρώτα έργα του Μάο: «η επανάσταση δεν είναι σαν να δίνεις δεξίωση, ή να γράφεις ένα δοκίμιο, ή να ζωγραφίζεις ένα πίνακα, ή να κεντάς με βελονάκι, δεν μπορεί να είναι τόσο εκλεπτυσμένη, τόσο ευχάριστη, τόσο ευγενική, τόσο πράα, τόσο λεπτεπίλεπτη, τόσο φιλική, τόσο συγκρατημένη, τόσο μεγαλόψυχη. Η επανάσταση είναι μια εξέγερση, μια πράξη βίας με την οποία μια τάξη ανατρέπει μια άλλη τάξη». Πολλοί συντηρητικοί φοιτητές, με πρωτεργάτισσες την κόρη και την γυναίκα του Λιού Σάο Τσι θα πάρουν το μέρος των απαχθέντων, θα δημιουργήσουν τις λεγόμενες «ομάδες εργασίας» και θα θέσουν τον συγγραφέα της πρώτης αφίσας Κάι Ντα Φου υπό κατ’ οίκον περιορισμό. Ο Κάι Ντα Φου θα αρχίσει απεργία πείνας και ο Τσεν Μπο Ντα θα επισκεφτεί το πανεπιστήμιο τασσόμενος υπέρ των ριζοσπαστών. Ο Λιού Σάο Τσι και η τεχνοκρατική/ διευθυντική φράξια θα προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί την κρίση και να συγκαλέσει συνέδριο εν τη απουσία του Μάο, μα θα εμποδιστούν από τον Λιν Μπιάο και τον Ζου Εν Λάι. Στις 16 του Ιούλη του 1966, ο Μάο θα καταφέρει επιχειρήσει ένα συμβολικό χτύπημα στους αντιπάλους του με μια θεατρική πράξη η οποία θα κάνει τον γύρω του κόσμου. Παρά τα 73 του χρόνια θα βουτήξει στα επικίνδυνα νερά του ποταμού Γιανγκτσέ και θα κολυμπήσει για πολύ ώρα ανάμεσα στα ισχυρά ρεύματα και τις δίνες, αποδεικνύοντας πως ο Μεγάλος Τιμονιέρης δεν ήταν καθόλου άρρωστος όπως ήθελαν οι φήμες, αλλά είχε πλήρη έλεγχο της κατάστασης. Την επόμενη μέρα θα επιστρέψει στο Πεκίνο οπού θα ενημερωθεί από τον Τσεν Μπο Ντα για τις κινήσεις της τεχνοκρατικής/ διευθυντικής φράξιας, και θα τοιχοκολλήσει μια ιδιόγραφη αφίσα με το κρυπτικό σύνθημα «Όταν κάποιος έχει βουτήξει στη θάλασσα, δεν είναι παρά μια σταγόνα νερό. Τα σύννεφα δεν μπορούν πια να καλύψουν την κορφή του βουνού». Λίγες μέρες μετά οι Τσεν Μπο Ντα, Κανγκ Σενγκ και Τζιανγκ Τσινγκ θα φτάσουν στα πανεπιστήμια του Πεκίνου οπού θα διαλύσουν τις «ομάδες εργασίας» και θα επιβάλουν αυτοκριτική στην γυναίκα του Λιού Σάο Τσι. Στο σημείο αυτό, η φοιτητική εξέγερση θα περάσει σε μια δεύτερη φάση κατά την οποία θα μετατραπεί σε καταλύτη ενός πολύ ευρύτερου αντι-γραφειοκρατικού κινήματος.

2. Οι Ερυθροφρουροί

Κατά τους προηγούμενους μήνες του 1966 είχαν διαμορφωθεί πολλές ομάδες φοιτητών. Κάποιες ήταν τμήματα της κομματικής νεολαίας τα οποία είχαν ως σκοπό να λειτουργήσουν ως πρωτοπορία του νεολαιίστικου κινήματος. Άλλες ήταν ημι-παράνομες ομάδες οι οποίες μετά την συντριβή των συντηρητικών φοιτητικών οργανώσεων («ομάδες εργασίας») πολλαπλασιάστηκαν ραγδαία και υιοθέτησαν διάφορα ονόματα από την σοσιαλιστική μυθολογία, αν και θα γίνουν γνωστές με τον συλλογικό χαρακτηρισμό «ερυθροφρουροί». Οι κρατικοί θεσμοί σχετίζονταν με δυο τρόπους με αυτές τις ομάδες, οι οποίες ουδέποτε είχαν κάποιο κεντρικό σχεδιασμό δράσης ή ένα μόνιμο σύστημα επικοινωνίας μεταξύ τους. Πρώτον, ο στρατιωτικός μηχανισμός υπό τον έλεγχο του Λιν Μπιάο θα υποστήριζε τους ερυθροφρουρούς με δωρεάν μεταφορές, ρουχισμό, στέγαση, ενώ οι πολιτικοί κομισάριοι του στρατού θα προσφέρουν ηθική υποστήριξη και κάλυψη νομιμότητας στους εξεγερμένους. Δεύτερον, η νεοϊδρυθείσα Ομάδα για την Πολιτιστική Επανάσταση (Κανγκ Σενγκ, Τσεν Μπο Ντα, Τζιανγκ Τσινγκ, Τσανγκ Τσουν Τσιάο, Γιάο Ουέν Γιουάν, Ουάνγκ Λι, Κουν Φενγκ και Τσι Πεν Γιου) μια ομοσπονδία ριζοσπαστών καλλιτεχνών και διανοούμενων η οποία είχε αντικαταστήσει την Ομάδα των Πέντε, θα προωθήσει την μαζική κινητοποίηση των ερυθροφρουρών και θα είναι σε συνεχή επαφή με τις διάφορες φράξιές τους στα πανεπιστήμια. Την πρώτη μέρα του Αυγούστου του 1966 θα καλεστεί συνέδριο του κόμματος κατά το οποίο ο Μάο θα κρεμάσει αφίσα με το σύνθημα «Βομβαρδίστε τα Κομματικά Αρχηγεία!». Η ΚΕ θα συμφωνήσει με την προέκταση της Πολιτιστικής Επανάστασης σε ένα ευρύτερο αντι-γραφειοκρατικό κίνημα. Μετά το τέλος του συνεδρίου, ο Λιν Μπιάο θα εκφωνήσει την έναρξη της επίθεσης εναντίον των τεσσάρων παλιών από την πύλη της Απαγορευμένης Πόλης στην πλατεία Τιαναμέν: «Υπό την ηγεσία του Προέδρου Μάο πρέπει να εξαπολύσουμε άγρια επίθεση εναντίον της αστικής ιδεολογίας, των παλιών εθίμων, και των παλιών δυνάμεων της συνήθειας! Πρέπει να ανατρέψουμε ολοκληρωτικά, να συντρίψουμε και να διαπομπεύουμε τους αντεπαναστάτες ρεβιζιονιστές, τους αστούς δεξιούς και τις αντιδραστικές αστικές αρχές, και ποτέ να μην τους αφήσουμε να σηκώσουνε ξανά κεφάλι!». Θα ακολουθήσει κύμα λεηλασιών εύπορων σπιτιών, και μαζικές καταστροφές αρχαίων και δυτικών αντικειμένων. Το ταξίδι από και προς τις επαρχίες θα απαλλαχθεί από κάθε αντίτιμο, ενώ θα οργανωθούν τεράστιοι ξενώνες στο κέντρο του Πεκίνου. Μέσα στο καλοκαίρι του ’66, 11 εκατομμύρια ερυθροφρουροί θα περάσουν από το Πεκίνο για να ακούσουν τους λόγους του Μάο του Λιν Μπιάο, του Τσεν Μπο Ντα και του Ζου Εν Λάι.

Γρήγορα ωστόσο η κομματική ηγεσία βρέθηκε να έχει χάσει εντελώς τον έλεγχο της κατάστασης, η οποία από μια ενορχηστρωμένη διένεξη μεταξύ των κυρίαρχων του ιδεολογικού μηχανισμού και των κυρίαρχων του οικονομικού μηχανισμού θα εξελιχθεί σε γενικευμένη εξέγερση εναντίον της κομματικής γραφειοκρατίας. Στην αρχή θα γίνουν προσπάθειες συγκράτησης του κινήματος με απειλές για διαγραφές από τα πανεπιστήμια σε περίπτωση μακρόχρονων απουσιών. Μα η επαναστατική πρωτοπορία των πόλεων θα σκορπίσει απτόητη στις επαρχίες για να καταδιώξει την τοπική γραφειοκρατία και να πληροφορήσει τους αγρότες για τα ιδανικά της νέας επανάστασης.

Στις 31 Αυγούστου 1966 το δημαρχείο της Σαγκάης θα πολιορκηθεί από ερυθροφρουρούς οι οποίοι κατά τους επόμενους μήνες θα καταλάβουν πολλά εργοστάσια και τυπογραφία. Οι γραφειοκράτες, οι τεχνοκράτες/διευθυντές και τα συνδικάτα θα οργανώσουν μια σειρά από εργατικές αντιδιαδηλώσεις με αποτέλεσμα άγνωστο αριθμό νεκρών από τις συγκρούσεις. Μέχρι τον Γενάρη του 1967, ο αριθμός και η ένταση των συγκρούσεων και των συγκρουόμενων στο δρόμο θα πάρει εμφυλιοπολεμικές διαστάσεις (οι αντικρουόμενες ομάδες θα αποτελούνται από μισό με ένα εκατομμύριο μέλη η κάθε μια). Ο Τσανγκ Τσουν Τσιάο θα αναλάβει να αποκλιμακώσει την «Καταιγίδα του Γενάρη» ζητώντας από τον λαό της Σαγκάης «να συμφιλιώσει την παραγωγή με την επανάσταση». Στις 11 του Γενάρη, ωστόσο οι επαναστάτες θα καταλάβουν όλους τους μείζονες τομείς της διοίκησης και της βιομηχανίας της πόλης και η ΚΕ του ΚΚΚ θα εγκρίνει την εξέλιξη της κατάστασης. Παρουσία ενός εκατομμυρίου ερυθροφρουρών θα κηρυχθεί η Κομμούνα της Σαγκάης. Οι ερυθροφρουροί θα επικαλεστούν ξανά και ξανά το παράδειγμα της Παρισινής Κομμούνας ως θεσμικό μοντέλο για την νέα επαναστατική κοινωνία που οραματίζονταν. Η πρώτη αναφορά στους Κομμουνάρους είχε γίνει τον Μάρτη του 1966 από την Κόκκινη Σημαία και θα καθιερωθεί ανάμεσα στους ερυθροφρουρούς στον βαθμό που τα 16 σημεία της Ομάδας για την Πολιτιστική Επανάσταση θα περιέχουν το εξής άρθρο: «είναι αναγκαίο να εισάγουμε ένα σύστημα γενικών εκλογών, όπως αυτό της Παρισινής Κομμούνας, για την εκλογή μελών στις ομάδες της Πολιτιστικής Επανάστασης και για τις επιτροπές και τους εκπροσώπους στα συνέδρια της Πολιτιστικής Επανάστασης». Το εκλογικό σύστημα των Κομμουνάρων θα αναλυθεί διεξοδικά στον καθημερινό τύπο και το φθινόπωρο του 1966 ο Λιν Μπιάο θα δηλώσει δημόσια στην Τιαναμέν: «τα δημοκρατικά δικαιώματα του λαού θεσπίζονται με απόλυτη πίστη στις αρχές της Παρισινής Κομμούνας. Χωρίς αυτή την εκτεταμένη δημοκρατία θα ήταν αδύνατον να ακολουθήσουμε τη αυθεντική Μεγάλη Προλεταριακή Πολιτιστική Επανάσταση». Παρ’ όλ’ αυτά, οι ερυθροφρουροί θα κάνουν ελάχιστες προσπάθειες αυτοθέσμισης στις περιοχές που κατάφερναν να καταλάβουν.

Αν και μέσα στους δυο πρώτους μήνες του 1967, θα προσπαθήσουν να καταλάβουν την εξουσία σε 14 από τις 29 επαρχίες της δημοκρατίας, το παράδειγμα της Σαγκάης δεν επαναλήφθηκε. Οι ερυθροφρουροί ήταν υπερβολικά διασπασμένοι, ιδεαλιστές και άπειροι για να τα βάλουν με την πετσωμένη γραφειοκρατία. Στο Πεκίνο η πρωτοβουλία για κατάληψη της πόλης από ερυθροφρουρούς κι επαναστατημένους εργάτες εμποδίστηκε μετά από παρέμβαση του Ζου Εν Λάι, ενώ η μαοϊκή ηγεσία άρχισε να προβάλει ένα νέο είδος κριτικής, ενάντια στον αυθορμητισμό και την υποκειμενικότητα (ουσιαστικά ενάντια στην αυτό-οργανωμένη αντι-βία), ενάντια στην εκτενή δημοκρατία (ουσιαστικά ενάντια στο κομμουνάρικο μοντέλο της Σαγκάης, και υπέρ του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού), ενάντια στον «αναρχισμό» ο οποίος «παρουσιάζει τις μη-ανταγωνιστικές αντιθέσεις των μαζών ως ανταγωνιστικές». Παράλληλα η μαοϊκή κομματική φράξια θα αναζητήσει ένα πιο μετριοπαθές μοντέλο σύμπλευσης της παραγωγικής υποδομής και της ιδεολογικής υπερδομής. Η ευκαιρία για την εδραίωση αυτού δόθηκε για πρώτη φορά στην σημαντική βιομηχανική επαρχία του ΧέιλονγκΤζιανγκ στην Μαντζουρία. Λίγο μετά την κατάληψη της Σαγκάης, ομάδες ερυθροφρουρών θα εξαπολύσουν ολομέτωπη επίθεση στην πρωτεύουσα της επαρχίας Χαρμπίν, κατά την οποία θα καταλάβουν την κομματική εφημερίδα, το ραδιόφωνο και τα αρχηγεία της αστυνομίας. Ωστόσο θα συναντήσουν τη λυσσασμένη αντίσταση χιλιάδων εργατών, οι οποίοι άλλοι παρακινούμενοι από τα (υπό γραφειοκρατικό έλεγχο) συνδικάτα, και άλλοι αντιστεκόμενοι στην εντατικοποίηση της εργασίας, θα θεωρήσουν τους εξεγερμένους φοιτητές ταξικούς τους εχθρούς. Εν τέλει, οι ερυθροφρουροί θα προσεγγιστούν από τον Γενικό Γραμματέα της επαρχίας αλλά και από τον στρατιωτικό διοικητή οι οποίοι θα προτείνουν την δημιουργία ενός νέου κοινού και προσωρινού οργάνου διοίκησης.

Έτσι, στις 31 του Γενάρη 1967 θα δημιουργηθεί η πρώτη Επαναστατική Επιτροπή, η οποία αποτελούταν από έναν ερυθροφρουρό, έναν γραφειοκράτη, έναν στρατιωτικό, ενώ ένας ακόμα στρατιωτικός είχε ρόλο προέδρου. Ο λεγόμενος «συνδυασμός τρία σε ένα» είχε πολλά πρακτικά πλεονεκτήματα για το κόμμα σε σχέση με το μοντέλο της Σαγκάης. Ο αυξημένος ρόλος του στρατού εγγυούταν από την μία την αποτροπή των αιματηρών συγκρούσεων μεταξύ αντίπαλων επαναστατικών ομάδων, τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, και την ομαλή λειτουργία κομβικών οικονομικών μονάδων, μα από την άλλη είχε και παροτρυντική λειτουργία, υπό την έννοια ότι απέτρεπε την διαμόρφωση μιας νέας γραφειοκρατικής ελίτ. Μέχρι το τέλος του Φλεβάρη, η ΚΕ θα αποφασίσει ότι το μοντέλο του Χαρμπίν είναι λειτουργικό, και το μοντέλο της Σαγκάης θα εγκαταλειφθεί από την επαρχία του Σενσί η οποία το είχε υιοθετήσει. Όταν στις 26 του μήνα ξεσπάσουν πάλι ταραχές στην Σαγκάη, το μοντέλο «τρία σε ένα» θα επιβληθεί και στην μεγαλύτερη βιομηχανική πόλη της ΛΔΚ, και η Κομμούνα θα διαλυθεί. Μέχρι την άνοιξη, το μοντέλο του Χαρμπίν θα εφαρμοστεί στις κεντρικότερες οικονομικά και στρατηγικά επαρχίες και λόγω των συνεχών διαφωνιών των ερυθροφρουρών και των γραφειοκρατών μέσα στις Επαναστατικές Επιτροπές, η εξουσία θα βρεθεί ουσιαστικά στα χέρια του ΛΑΣ.

3. Το θερμό καλοκαίρι του 1967

Όμως τόσο η ιδεολογική επανατοποθέτηση όσο και η οργανωτική λύση των Επιτροπών θα αποτύχουν να συγκρατήσουν τους ερυθροφρουρούς. Η οργή τους είχε αρχίσει να αγγίζει τα ανώτατα κλιμάκια του κόμματος όπως ο ΥΠΕΞ Τσεν Γι (το ΥΠΕΞ θα καταληφθεί από ερυθροφρουρούς διπλωμάτες οι οποίοι θα δημοσιεύσουν σωρεία απόρρητων εγγράφων υποστηρίζοντας πως τα μυστικά είναι μικροαστική έννοια), μα ιδιαίτερα εναντίον του Λιού Σάο Τσι, τον «νούμερο ένα ακόλουθο του καπιταλιστικού δρόμου», και του Ντενγκ Σιάο Πινγκ (τον «νούμερο δύο»). Στις αρχές του Μάη όλο και μεγαλύτερος αριθμός ερυθροφρουρών θα απαιτήσουν την παράδοση του «κρυμμένου προδότη». Δυο αυτοκριτικές του Λιού θα απορριφθούν, φοιτητές κι εργάτες θα καταλάβουν το σπίτι του και θα αρχίσουν απεργία πείνας. Στις 4 του Αυγούστου 1967 πολλές εκατοντάδες χιλιάδες θα συγκεντρωθούν στην Τιαναμέν απαιτώντας να τους παραδοθεί ο Λιού Σάο Τσι, ο οποίος θα αναγκαστεί σε δημόσια αυτοκριτική, ενώ αργότερα θα συλληφθεί και θα πεθάνει στο κελί του. Παράλληλα, η αποτυχία του μοντέλου «τρία σε ένα» στις επαρχίες και η βίαιη επιβολή νέου εργασιακού καθεστώτος στα εργοστάσια και της μανιφακτούρες από τους ερυθροφρουρούς, με παγωμένο μισθό, και ραγδαία εντατικοποίηση της εργασίας στο όνομα της σοσιαλιστικής αυτοθυσίας, θα οδηγήσει σε μεγάλης κλίμακας αναταραχές που θα φέρουν την χώρα στα πρόθυρα του εμφυλίου πολέμου.

Στην πόλη Ναντσάνγκ χιλιάδες αγρότες θα καταλάβουν τις τράπεζες και θα αποσπάσουν με τη βία κοινοτικά χρήματα, ενώ στο Χουπέι οι αγρότες θα αρνηθούν να στείλουν τα φορτία προϊόντων που απαιτούσε η κυβέρνηση και να εξοφλήσουν τα δάνεια τους. Η σοβαρότερη κρίση θα εμφανιστεί στο Γουχάν οπού συνεχόμενες συγκρούσεις μεταξύ της μαζικής οργάνωσης Ένα Εκατομμύριο Μαχητές και της λίγο μικρότερης Τρεις Εντολές θα οδηγήσουν σε πολυάριθμους θανάτους, παραλύοντας την κεντρική σιδηροδρομική γραμμή βορρά-νότου. Στις 19 του Ιούλη 1967 δύο επίτροποι της Πολιτιστικής Επανάστασης θα φτάσουν στο Γουχάν να λύσουν τη διαφορά, και θα αποφασίσουν ότι οι Ένα Εκατομμύριο Μαχητές είναι συντηρητική οργάνωση και πως τα συμφέροντα του προλεταριάτου τα εκφράζουν οι Τρεις Εντολές. Οι Μαχητές θα απαγάγουν τους επιτρόπους και θα τους ξυλοκοπήσουν, ενώ με τη βοήθεια συντηρητικού τμήματος του ΛΑΣ θα καταλάβουν στρατιωτικά την πόλη και το αεροδρόμιο. Εργατικές οργανώσεις θα επιτεθούν στους ερυθροφρουρούς, θα πυρπολήσουν σχολές και σχολεία και θα εκτελέσουν πολλούς αγκιτάτορες. Το Πεκίνο θα αναγκαστεί να στείλει πέντε φρεγάτες και μεγάλο αριθμό ειδικών δυνάμεων για να καταλάβουν την πόλη και να ενισχύσουν τους ερυθροφρουρούς.

Αντιμετωπίζοντας όλο και περισσότερες στάσεις στρατευμάτων στις δυτικές κυρίως επαρχίες, και υπό την καθοδήγηση των απελευθερωμένων επιτρόπων, η Ομάδα για την Πολιτιστική Επανάσταση θα ενισχύσει ένα πρόγραμμα στρατιωτικής κατασκοπίας των τοπικών μονάδων του ΛΑΣ οι οποίες ήταν ύποπτες για αντι-μαοϊκές τάσεις. 2,000 φοιτητές θα στρατολογηθούν για να συλλέξουν πληροφορίες με βάση το Πολυτεχνείο Τσινγκχουά υπό το σύνθημα «ξετρυπώστε την χούφτα των ακολούθων του καπιταλιστικού δρόμου από τον στρατό». Κομάντο ερυθροφρουρών θα εισβάλουν στα διαμερίσματα υψηλόβαθμων αξιωματικών ψάχνοντας για στοιχεία. Στο Ναντζίνγκ, η εκστρατεία θα οδηγήσει σε διαδήλωση εκατοντάδων χιλιάδων έξω από το ΓΕΣ και σε κατάληψη του. Σε όλη τη χώρα στρατόπεδα θα λεηλατηθούν από τους ερυθροφρουρούς και χιλιάδες στρατιώτες θα σκοτωθούν προσπαθώντας να υπερασπιστούν τις αποθήκες πυρομαχικών. Κατά τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο η κατάσταση θα βρίσκεται εκτός κάθε ελέγχου στις περισσότερες επαρχίες, ενώ στην επαρχία Γκουαντζόου θα καταληφθούν στρατηγικές θέσεις όπως ο σιδηροδρομικός σταθμός της Καντόνας, ενώ θα σχηματιστούν αντάρτικα σώματα στα βουνά της επαρχίας περιφερειακά της αποικίας του Χονγκ Κονγκ, σε προετοιμασία για κατάληψη της πόλης. Η πρεσβεία της Βρετανίας στο Πεκίνο είχε ήδη πολιορκηθεί και καταστραφεί από εκατοντάδες χιλιάδες ερυθροφρουρούς οι οποίοι απαιτούσαν αποχώρηση των βρετανών από το Χονγκ Κονγκ. Παράλληλα στο Πεκίνο θα αποκαλυφθεί και θα κατασταλεί το Κίνημα της 16ης Μάη, ένα δίκτυο ερυθροφρουρών που συνωμοτούσαν για την εξολόθρευση του πρωθυπουργού Ζου Εν Λάι. Το κόμμα θα προσπαθήσει για άλλη μια φορά να εφαρμόσει την συμβιβαστική λύση των Επαναστατικών Επιτροπών μιας και κατά τα λόγια του Μάο «δεν υπάρχει καμία θεμελιακή διαμάχη συμφερόντων μέσα στην εργατική τάξη».

Η πιο συγκροτημένη απάντηση σε αυτές τις προσπάθειες εθνικής και ταξικής ενότητας θα έρθει από μια ομάδα επαναστατών από το Χουνάν, την Σενγκ Γου Λιάν (Επαρχιακή Επαναστατική Ένωση) η οποία θα εκδώσει το φυλλάδιο με τον τίτλο «Που βαδίζει η Κίνα;», διακηρύσσοντας πως «η μορφή της πολιτικής εξουσίας δεν έχει αλλάξει παρά μόνο επιφανειακά, η παλιά κομματική επιτροπή και η παλιά στρατιωτική διοίκηση της περιφέρειας έχουν μετονομαστεί σε επαναστατική επιτροπή». Η έκδοση του φυλλαδίου στις 12 Γενάρη του 1968 θα κάνει πάταγο, και θα θεωρηθεί το απόσταγμα της ακροαριστερής ερυθροφρουρικής ιδεολογίας. Χωρισμένο σε εννέα τμήματα, το φυλλάδιο θα διακηρύξει ως αρχή του πως «η εξουσία της γραφειοκρατικής αστικής τάξης πρέπει να ανατραπεί βίαια προκειμένου να λυθεί το πρόβλημα της πολιτικής εξουσίας». Στη συνέχεια θα ακολουθήσει μια ιστορική αναδρομή της Πολιτιστικής Επανάστασης ξεκινώντας από την «Καταιγίδα της Επανάστασης του Γενάρη» «μια σύντομη περίοδο όπου σε ορισμένα μέρη πραγματοποιήθηκε αν κι όχι επακριβώς η Λαϊκή Κομούνα της Κίνας όπου η κοινωνία όπως στην Παρισινή Κομμούνα ήταν σε κατάσταση μαζικής δικτατορίας» οπού «η κοινωνία ανακάλυψε ξαφνικά ότι χωρίς γραφειοκράτες όχι μόνο μπορούσε να επιβιώσει, αλλά και να ζήσει καλύτερα, ν’ αναπτυχθεί ταχύτερα και πιο ελευθέρα… επιπλέον ο ενθουσιασμός, και η πρωτοβουλία των εργατών στην παραγωγική διαδικασία αποδεσμεύτηκαν, ενισχύθηκαν… για πρώτη φορά οι εργάτες ένοιωσαν ότι εργάζονται για τον εαυτό τους». Θα συνεχίσει καταγγέλλοντας πώς «ο συνδυασμός τρία σε ένα αποτελεί παλινόρθωση των γραφειοκρατών που είχαν ανατραπεί στην επανάσταση του Γενάρη, αναπόφευκτα αποτελεί μια μορφή πολιτικής εξουσίας που θα σφετεριστεί η αστική τάξη κι όπου ο στρατός και οι τοπικοί γραφειοκράτες θα έχουν τον πρωτεύοντα ρόλο», και θέτοντας την ύπαρξη του στρατού ως πρόβλημα της επαναστατικής διαδικασίας. Στη συνέχεια θα παρουσιάσει τα γεγονότα του Αυγούστου σαν μια ακόμα προσπάθεια εφαρμογής των προσταγμάτων της Κομμούνας η οποία όμως θα υποχωρήσει. Το φυλλάδιο τελειώνει με ένα μικρό μανιφέστο υπέρ της διαρκούς επανάστασης και της βίαιης ανατροπής των γραφειοκρατών μπουρζουάδων και της κόκκινης καπιταλιστικής τάξης «ας τρέμει η νέα γραφειοκρατική μπουρζουαζία…το μόνο που έχει να χάσει το προλεταριάτο σε αυτή την επανάσταση είναι οι αλυσίδες του, και το μόνο που έχει να κερδίσει είναι η οικουμένη».

Ωστόσο, Οι περισσότερες ομάδες ερυθροφρουρών που δεν ήταν έτοιμες να συμβιβαστούν και να τεθούν υπό την κηδεμονία του ΛΑΣ μέσα στο πλαίσιο των Επαναστατικών Επιτροπών δεν είχαν ούτε ένα ξεκάθαρο πολιτικό πρόγραμμα, ούτε κάποια επαφή με το κοινωνικό. Επί το πλείστον φοιτητές, η άρνησή τους για ομαλοποίηση δεν εξαργύρωνε την αδυναμία τους να κατανοήσουν την κοινωνική πραγματικότητα γύρω τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι φοιτητές των ΜπέιΝτα και Τσινγκχουά στο Πεκίνο οι οποίοι θα μπλεχτούν σε μια αιματηρή διαμάχη σχετικά με το αν όλοι οι κομματικοί γραφειοκράτες πρέπει να καθαιρεθούν ή αν αρκεί ο διωγμός μοναχά ορισμένων. Η ομάδα που υποστήριζε την πρώτη θέση, το Τάγμα του Τσιανγκ Κάνγκ Σαν είχε πάρει ενεργά μέρος στις επιχειρήσεις κατασκοπίας εναντίον του στρατού, ενώ η δεύτερη το Τάγμα της 14ης Απρίλη στις επιθέσεις εναντίον των ξένων πρεσβειών. Με το άνοιγμα ξανά των σχολών το 1968, η αντιπαλότητα των δύο φραξιών θα φουντώσει και το Τσινγκχουά θα μετατραπεί σε πολεμική ζώνη μεταξύ 300 φοιτητών οι οποίοι θα κάνουν χρήση αυτοσχέδιων τανκ, αντιαρματικών όπλων, ναρκών, ρουκετών και αυτόματων. Όταν μερικές χιλιάδες εργάτες και στρατιώτες επέμβουν με πανό που έφεραν το μαοϊκό τσιτάτο «χρησιμοποιήστε επιχειρήματα, όχι όπλα», οι αντιμαχόμενοι φοιτητές θα τους επιτεθούν, οδηγώντας στον θάνατο 5 διαδηλωτών και τον τραυματισμό 731. Τελικά, μετά από προσωπική παρέμβαση του Μάο, οι φοιτητές θα δεχτούν να αφοπλιστούν σηματοδοτώντας το τέλος της γενικευμένης βίας στην πρωτεύουσα.

Ωστόσο το ότι οι απείθαρχοι ερυθροφρουροί όλο και λιγοστεύανε δεν σήμαινε και πολλά: η χώρα βρισκόταν σε κατάσταση γενικευμένης ακυβερνησίας, η παραγωγή ήταν άτακτη και απρόβλεπτη, ενώ η κεντρική εξουσία ήταν ακόμα ανίκανη να καθοδηγήσει καθολικά την ιδεολογία. Ο τρόπος με τον οποίο θα λυθούν αυτά τα προβλήματα για τα αφεντικά του κόμματος του στρατού και της γραφειοκρατίας θα καθοριστεί από ένα εξωγενές γεγονός μείζονος σημασίας.

4. Η στρατηγική κρίση

Στις 16 του Φλεβάρη του 1969 η Πράβντα θα εξαπολύσει μια από τις συνήθεις σοβιετικές επιθέσεις εναντίον του ΚΚΚ το οποίο θα κατηγορήσει ως εθνικιστικό και ρατσιστικό. Τίποτα το ασυνήθιστο, αν δεν προσέθετε πως η ηγεσία του ΚΚΚ είχε επεκτατικές βλέψεις προς τα εδάφη της ΕΣΣΔ. Δυο βδομάδες μετά θα ξεσπάσουν μάχες μεταξύ των δυο κρατών σε μια αμμονησίδα του ποταμού Ουσούρι στα μαντζουριανά σύνορα. Πριν το απόγεμα της 2 Μάρτη 1969 πάνω από 1,000 χειροβομβίδες θα εκραγούν στην κινεζική πλευρά με δεκάδες νεκρούς. Στις 15 του Μάρτη άλλο ένα επεισόδιο θα κοστίσει ακόμα περισσότερες ζωές. Το σοβιετικό ραδιόφωνο θα απειλήσει το Πεκίνο με ολομέτωπη βαλλιστική επίθεση. Το Πεκίνο θα απαντήσει με αβρότητα: «Θάνατος στους νέους τσάρους! Θάνατος στους ρώσους ρεβιζιονιστές σοσιαλιμπεριαλιστές!». Μέσα σε αυτό το κλίμα, το 9ο συνέδριο του ΚΚΚ θα ανοίξει την πρωταπριλιά του 1969 με καθυστέρηση επτά χρόνων. Ασυνήθιστα, η πλειοψηφία των επιτρόπων δεν θα επιλεχθεί στη βάση του κομματικού μηχανισμού αλλά από την κορφή του σε συνεργασία με τις Επαναστατικές Επιτροπές. Έτσι θα κυριαρχηθεί από στρατιωτικούς εκπροσώπους. Ο 62χρονος Λιν Μπιάο θα επικαλεστεί το άρθρο του Μάο «σχετικά με την σωστή αντιμετώπιση των αντιφάσεων μέσα στον λαό» και θα τονίσει πως η ταξική πάλη, ιδιαίτερα οι ιδεολογικές τις πλευρές δεν έχουν καθόλου ολοκληρωθεί στην ΛΔΚ και μπορεί να πάρουν και βίαιη τροπή κατά περιόδους. Στη συνέχεια, θα παραθέσει και πάλι τον Μάο λέγοντας πως από μια μαρξιστική σκοπιά, «ο στρατός είναι το πιο ζωτικό μέρος του κράτους». Το συνέδριο θα ανακηρύξει τον Λιν Μπιάο διάδοχο του Μάο και θα εκλέξει την νέα ΚΕ, το ένα τρίτο εκ της οποίας θα αποτελείται από στρατιωτικούς (ωστόσο μονάχα οι μισοί από αυτούς θα αντιπροσωπεύουν την κεντρική στρατιωτική εξουσία).

Μετά την λήξη του συνεδρίου οι εχθροπραξίες θα απλωθούν και σε άλλα μέρη των συνόρων και σε περιοχές με μεγαλύτερο στρατηγικό ενδιαφέρον. Στην Αυτόνομη Επαρχία των Ουϊγούρων, ΣινΤζιανγκ, στη βορειοδυτική Κίνα, η επιδείνωση των Σινο-σοβιετικών σχέσεων κατά την δεκαετία του ’60 είχε πυροδοτήσει ένα σοβιετόφιλο «Κίνημα για το Ελεύθερο Τουρκεστάν». Μέσα στο καλοκαίρι του 1969, 60.000 αυτονομιστές θα διεισδύσουν με τη βοήθεια της ΚαΓκεΜπε στην βορειοδυτική ΛΔΚ. Η περιοχή ήταν μεγάλης στρατηγικής αξίας μιας και οι ρώσοι είχαν πυρηνικές βάσεις στην γειτονική Άλμα-Άτα (πρωτεύουσα της ΣΣΔ του Καζακστάν), ενώ οι κινέζοι έκαναν πυρηνικά πειράματα στην περιοχή Λοπ Νορ της ερήμου Τακλαμακάν. Οι σοβιετικοί πιθανώς να σχεδίαζαν περιορισμένη επίθεση εναντίον ων πυρηνικών εγκαταστάσεων ώστε να καθυστερήσουν την κατασκευή κεφαλής από το Πεκίνο (η οποία εν αγνοία τους είχε περατωθεί πέντε χρόνια πριν). Η ένταση στα σύνορα αυξανόταν συνεχώς και στις αρχές του Αυγούστου οι μάχες διεξάγονταν πλέον με πλήρεις σχηματισμούς τανκ. Στη διαθήκη του, ο ηγέτης των Βιετκόνγκ Χο Τσι Μινγκ θα καλέσει τις δυο μεριές να συμφιλιωθούν, μα οι συνομιλίες που θα αρχίσουν στο Χανόι θα αποτύχουν και η φήμη περί ολικού πολέμου μεταξύ των δυο χωρών θα αρχίσει πάλι να διαδίδεται. Η περιοχή γύρω από το Πεκίνο θα κηρυχθεί απαγορευμένη λόγω της μεταφοράς μεγάλου αριθμού αντιαεροπορικών γύρω από την πρωτεύουσα, ενώ στην ίδια την πόλη θα ξεκινήσει γιγαντιαία επιχείρηση εκσκαφής τούνελ για την προστασία του πληθυσμού.

Οι προετοιμασίες για πυρηνική επίθεση θα πυροδοτήσουν την λεγόμενη «στρατηγική συζήτηση» στην ηγεσία του ΚΚΚ. Η πρώτη «στρατηγική συζήτηση» είχε προκύψει στα κλιμάκια της ΚΕ κατά την κλιμάκωση του πολέμου στο Βιετνάμ το 1965. Τότε τόσο το ΚΚΚ, όσο και ο ΛΑΣ είχαν αποφανθεί πως σε περίπτωση εισβολής της χώρας από τις ΗΠΑ, ένας «λαϊκός πόλεμος» θα τσάκιζε τους ιμπεριαλιστές, κάτι αρκετά ρεαλιστικό (πολλοί αναλυτές υποστηρίζουν πως τόσο η αποκέντρωση της παραγωγής, όσο και η συνθετική παραγωγή στα εργοστάσια, αποσκοπούσε στη δόμηση ενός παραγωγικού δικτύου το οποίο θα μπορούσε να είναι αυτοκέφαλο όποια περιοχή κι αν δεχόταν εισβολή από τις Αμερικανικές δυνάμεις) . Όμως τώρα η Κίνα αντιμετώπιζε την πιθανότητα πυρηνικής επίθεσης από την ΕΣΣΔ, κάτι για το οποίο η προετοιμασία για έναν «λαϊκό πόλεμο» δεν εξασφάλιζε και πολλά. Η Κίνα κατείχε πυρηνικά από το 1964, χωρίς κανείς να το γνωρίζει, μα δεν μπορούσε να συγκριθούν σε ακρίβεια, βαλλιστική ικανότητα και τονάζ με αυτά της γειτονικής ΕΣΣΔ. Η ηγεσία του ΛΑΣ θα θεωρήσει πως η μόνη λύση είναι η άμεση και ραγδαία ανάπτυξη του πυρηνικού προγράμματος της χώρας, όμως η πολιτική ηγεσία του ΚΚΚ ήταν αντίθετη προς αυτό, μιας και απόλυτη προτεραιότητα σε ένα τομέα της βιομηχανίας, τα ηλεκτρονικά, θα εισήγαγε ένα παράγοντα άνισης ανάπτυξης με αναπόφευκτη ανάκαμψη της «νέας τάξης» των τεχνοκρατών/ διευθυντών.

Έτσι, η στρατηγική κρίση θα αποτελέσει όχημα για την διαπραγμάτευση δύο διακριτών σφαιρών συμφερόντων των κομματικών αφεντικών, και δύο σχεδίων για την γενική οργάνωση της κοινωνίας. Το ένα είχε σαν ορίζοντα την στρατιωτικοποίηση της παραγωγής και κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής, ενώ το άλλο την επικέντρωση σε μη-στρατιωτικούς στόχους: γρήγορη αποκατάσταση της παραγωγής, αποκατάσταση των αποθεμάτων, ενίσχυση της διοίκησης, με παράλληλη αποτροπή ανασύστασης της λεγόμενης «νέας τάξης». Στο έδαφος, η πανταχού παρουσία του στρατού στην καθημερινή ζωή, κυρίως μέσω των Επαναστατικών Επιτροπών, είχε αρχίσει να δημιουργεί ένα κύμα δυσαρέσκειας, και καταγγελιών για αυταρχισμό: οι στρατιωτικοί επίτροποι είχαν την τάση να διατάζουν και όχι να συνεργάζονται με τους πολίτες συντρόφους τους, να κόβουν τον δεσμό αντί να τον λύνουν και να είναι γενικά πιο πολιτικά αδιάλλακτοι από ότι το ίδιο το κόμμα.

Κατά το φθινόπωρο του 1969, αυτό το πρόβλημα έγινε ιδιαίτερα αισθητό μιας και δυο αντιφατικές εκστρατείες άρχισαν να διεξάγονται σε παράλληλο χρόνο. Η εκστρατεία για τις «τέσσερις τελειοποιήσεις», ακολουθώντας το παράδειγμα του ΛΑΣ (τελειότητα της στρατιωτικής εκπαίδευσης, της οργάνωσης της καθημερινής εργασίας, της πολιτικής και ιδεολογικής εκπαίδευσης και του τρόπου εργασίας) θα εφαρμοστεί στην ζωή των πολιτών, ενώ παραδόξως ακριβώς αυτές οι αρχές δέχονταν σφοδρή επίθεση μέσα στον ίδιο τον στρατό, οπού θα αρχίσει εκστρατεία εναντίον της γραφειοκρατικοποίησης του φορμαλισμού και του υποκειμενισμού. Επιπλέον, μια σειρά από άρθρα στον τύπο τον Φλεβάρη του 1970 τα οποία εξυμνούσαν την συνεργασία πολιτικής ηγεσίας και στρατού προσθέτοντας πυθικά, «παρά την διαφωνία του ΛΑΣ με τις οδηγίες του κόμματος», δείχνουν αυξανόμενη απειθαρχία του στρατού να ακολουθήσει τις κομματικές εντολές. Η Πολιτιστική Επανάσταση είχε αποδείξει στα μάτια του ΛΑΣ, κι όχι μόνο, ότι ο κομματικός μηχανισμός βρίθει από ιδεολογική και ταξική διάβρωση, ενώ ο ΛΑΣ παραμένει η πρωτοπορία της επανάστασης. Πως μπορούσε το εν γενεί παθολογικό κόμμα να ελέγξει την οικονομία υπό την απειλή του πολέμου χωρίς να υποπέσει στα ίδια λάθη με το παρελθόν;

Από την άλλη η παραγωγή παρουσίαζε ένα πρωτοφανές πρόβλημα: κυρίως οι νεαροί και οι νεαρές είχαν αναπτύξει μέσα από την διαδικασία της εξέγερσης μια συστηματική απειθαρχία προς την εργασία και μια συχνά βίαιη επιθετικότητα προς τα κομματικά αφεντικά, η οποία εξαργυρωνόταν σε δραστική μείωση της παραγωγής σε κρίσιμους γεωργικούς και βιομηχανικούς τομείς. Παράλληλα, στις επαρχίες συνέχιζαν να δρουν και πάλι ακροαριστερές ομάδες οι οποίες μάχονταν εναντίον της κεντρικής εξουσίας και των Επαναστατικών Επιτροπών. Η Επαναστατική Επιτροπή του Σενσί για παράδειγμα στέλνει τον Ιούλιο του 1969 το εξής γράμμα στο Πεκίνο: «στην πόλη του Ταϊγιουάν και σε άλλα δυο μέρη του κεντρικού και νότιου Σενσί, μια χούφτα ταξικών εχθρών έχουν διεισδύσει σε κάθε μαζική οργάνωση κι έχουν χρησιμοποιήσει τις τεχνικές του αστικού φραξιονισμού για να παραπλανήσουν ορισμένα μαζικά στρώματα ώστε να μην εκτελούν τις εντολές, τις ντιρεκτίβες και τις οδηγίες της ηγεσίας. Αυτοί οι άνθρωποι…έχουν καταστρέψει την σοσιαλιστική επαναστατική πειθαρχία, έχουν αρνηθεί να υπακούσουν στην πολιτική της τριπλής επαναστατικής ενότητας…έχουν επιτεθεί σε μονάδες του ΛΑΣ…έχουν καταστρέψει γέφυρες, δρόμους και σιδηρόδρομους…έχουν καταλάβει με τη βία αποθήκες, τράπεζες και μαγαζιά…έχουν καταλάβει περιοχές με τη χρήση ένοπλης βίας…έχουν ενθαρρύνει τους εργάτες να σταματήσουν την παραγωγή, να καταλάβουν τις πόλεις και να καταστρέψουν το εθνικό σχεδιασμό». Όλα αυτά έδειχναν πως αν και η Πολιτιστική Επανάσταση είχε μπει για τα καλά στο στάδιο της ομαλοποίησης, ή όπως λεγόταν τότε στο στάδιο συμφιλίωσης της επανάστασης και της παραγωγής, δεν είχε ακόμα επιτευχθεί ούτε μια εξουσιαστική ενότητα στην κορφή του κράτους, ούτε ακόμα λιγότερο μια υποτυπώδεις κοινωνική ειρήνη με προοπτική κάποιων χρόνων στη βάση. Το κόμμα-κράτος θα αντιμετωπίσει αυτή την κρίση με δύο τρόπους.

Στη βάση θα επιχειρηθεί μια πιο ψύχραιμη υπερδομική μεταρρύθμιση, η οποία θα γοητεύσει έως και θα θαμπώσει πολλούς δυτικούς αριστεριστές. Ένα άρθρο του Γιάο Ουέν Γιουάν θα ωθήσει στην επαν-οργάνωση του συστήματος παιδείας, με σκοπό την «προλεταριοποίηση» του. Η εκπαίδευση θα γίνει πολύ πιο πρακτική, συμπυκνωμένη και πολιτική. Κύριος στόχος θα ανακηρυχθεί η αποτροπή δημιουργίας μιας «νέας τάξης μανδαρίνων», αν και κατά τη γνώμη μας ο πραγματικός στόχος ήταν τόσο η αποτροπή ανασύστασης της τάξης των τεχνοκρατών, όσο και να τσακιστεί το κίνημα απειθαρχίας και άρνησης εργασίας από την νεολαία. Πριν εισέλθουν σε κάποια σχολή, οι απόφοιτοι των λυκείων θα απαιτείται να περάσουν δύο με τρία χρόνια δουλεύοντας στον ΛΑΣ, στα χωράφια ή τα εργοστάσια. Έτσι η είσοδος στα πανεπιστήμια δεν θα εξαρτιόταν πια από τις ακαδημαϊκές αποδόσεις, αλλά κυρίως από τις συστατικές επιστολές της ομάδας εργασίας του καθένα. Η διδακτέα ύλη αλλά και ολόκληρη η διοίκηση των περισσότερων πανεπιστήμιων θα ορίζεται από μια επιτροπή καθηγητών, φοιτητών, καθαριστριών και εργατών/ αγροτών από τα κοντινά εργοστάσια και χωράφια. Κάθε φοιτητής θα υποχρεούται να δουλεύει κάποιες ώρες την ημέρα στους τοπικούς αγρούς ή εργοστάσια καθώς και να μελετάει τα έργα του Μάο σε ομάδες ανάγνωσης.

Πριν από την Πολιτιστική Επανάσταση, η παιδεία βασιζόταν στο σοβιετικό μοντέλο, το οποίο έδινε έμφαση στην «ποιοτική εκπαίδευση», ένα πρόγραμμα που παρακινούσε τους σπουδαστές να ανταγωνισθούν για μια θέση στην εκπαιδευτική και κατά συνέπεια στην γραφειοκρατική κλίμακα. Οι λεγόμενες «παγόδες του μικρού θησαυρού» ήταν ειδικές σχολές που εκπαίδευαν προνομιούχους για υψηλές θέσεις μέσα στον κρατικό και κομματικό μηχανισμό. Ήδη από το 1958 οι μαοϊκοί είχαν ενθαρρύνει ίδρυση σχολείων με πιο κοινωνικό χαρακτήρα, οπού η εργασία θα καταλάμβανε το μισό ωράριο. Το 1964 οι μαοϊκοί θα πιέσουν εκ νέου να καταργηθεί η αποστήθιση και οι μαθητές να «συγκεντρωθούν στην καλλιέργεια και στην άσκηση της ικανότητας για ανάλυση και λύση προβλημάτων». Μονάχα όμως με την δεύτερη φάση της Πολιτιστικής Επανάστασης αυτό το πρόγραμμα θα γενικευτεί. Οι φοιτητές θα αποκτήσουν δικαίωμα συλλογικής κριτικής προς τους διδάσκοντες, ψηφίζοντας κάθε χρόνο τον χειρότερο, ο οποίος και οδηγείται σε επανεκπαίδευση (κάτι που ισχύει και σήμερα), ενώ οι εξετάσεις γίνονταν με ανοιχτά βιβλία και ήταν προϊόν συνεργασίας διδασκόντων και φοιτητών, θεωρούμενες ως μορφωτική εμπειρία και για τους δύο. Τα τμήματα θετικής επιστήμης ανέπτυξαν εργοστάσια όπου οι φοιτητές εργάζονταν εφαρμόζοντας πειραματικά νέες μέθοδες και υλικά. Δεδηλωμένος συνολικός σκοπός του συστήματος εκπαίδευσης «ανεβαίνουμε στο πανεπιστήμιο, κατεβαίνουμε στο χωρίο» θα αποτελεί α) η κατάργηση της ιδιοκτησίας της γνώσης», της γνώσης ως τρόπου κατάκτησης πλούτου και κοινωνικής ανόδου, β) η δραστική αποθάρρυνση του αυταρχισμού, γ) η ενθάρρυνση της δημιουργικότητας από τα κάτω, δ) η τοποθέτηση του πανεπιστημίου μέσα στην κοινωνία.

Παράλληλα, από τον Μάη του 1968 ένα νέο σύστημα επανεκπαίδευσης των γραφειοκρατικών στελεχών θα ιδρυθεί στο Χέιλονγκτζιανγκ (το οποίο ως βιομηχανικά αναπτυγμένη ζώνη αποτελούσε γενικότερα κοινωνικό εργαστήριο). Γρήγορα σε ολόκληρη την χώρα οι παλιές κομματικές σχολές θα αντικαθιστούν από τις σχολές της 7ης του Μάη στις οποίες τουλάχιστον κάθε πέντε χρόνια κάθε στέλεχος θα πρέπει να ζει για έξι με εικοσιτέσσερις μήνες σε συνθήκες που προσομοιώνουν την ζωή και την εργασία στους αγρούς, ενώ οι περισσότεροι περνούσαν και κάποιους μήνες σε πραγματικές αγροτικές κολεκτίβες. Η ιδεολογία πίσω από τις σχολές αυτές ήταν πως ακόμα και μετά την ανατροπή του αστικού κράτους, εξακολουθούν να υπάρχουν ταξικές αντιθέσεις μέσα στην νέα σοσιαλιστική κοινωνία λόγω της συνεχόμενης ύπαρξης γραφειοκρατών και τεχνοκρατών που χρησιμοποιούν τις θέσεις και τις γνώσεις τους για προσωπικό κέρδος. Η επανεκπαίδευση των στελεχών στις σχολές της 7ης Μάη απαιτούταν εντατική πρακτική και ιδεολογική εργασία και αυστηρή καθημερινή αυτοκριτική, με σκοπό να αποφευχθούν τα «τρία ξεκόματα»: ξέκομα από τις μάζες, ξέκομα από την δουλειά, και ξέκομα από την πρακτική, «πρέπει κανείς να ξέρει να καλλιεργεί ρύζι όπως να το τρώει».Η πειθάρχηση των γραφειοκρατικών στελεχών και η αποφυγή τεχνοκρατικοποίησης του κομματικού μηχανισμού ήταν προφανώς ο αντικειμενικός στόχος του κόμματος, το οποίο θα χρησιμοποιούσε για ακόμα μια φορά την αύρα της προλεταριοποίησης για να συγκαλύψει την πραγματική του πολιτική.

Στην κορφή, μέσα στα κομματικά κλιμάκια του Πεκίνου και κυρίως στην ανώτατη διοίκηση του ΛΑΣ θα οργανωθεί ένα ξεκαθάρισμα των ακραίων αριστερών. Ο στενότερος συνεργάτης του Λιν Μπιάο και επιτελάρχης Γιανγκ Τσανγκ Γου θα καθαιρεθεί κατηγορούμενος ότι καταδίωξε αξιόπιστους μαοϊκούς επαρχιακούς διοικητές του στρατού, και ότι υπερέβαλε στην αντικατάσταση των τοπικών στρατευμάτων με κεντρικά. Προφανώς μεγάλο μέρος της κριτικής αυτής κατευθυνόταν στον αλώβητο ακόμα Λιν Μπιάο. Το μοντέλο που θα ακολουθήσει στην οργάνωση του ΛΑΣ θα αποτελεί συμβιβασμό μεταξύ του συγκεντρωτισμού του Λιν Μπιάο και των τοπικά ισχυρών διοικητών του ΛΑΣ, όπως ο διοικητής της Καντόνας, οι οποίοι βρίσκονταν κοντά στον Ζου Εν Λάι, ενώ το υπουργείο δημόσιας τάξης (υπό τον έλεγχο των μετριοπαθών) θα ανεξαρτητοποιηθεί από το υπουργείο εθνικής άμυνας. Παράλληλα κατά το 10ο Συνέδριο θα σημάνει το τέλος του υπουργού προπαγάνδας κι εκδότη της Κόκκινης Σημαίας Τσεν Μπο Ντα, ο οποίος είχε πιέσει κατά ύποπτο τρόπο για την μεταφορά του αξιώματος του Προέδρου της Δημοκρατίας στον απρόθυμο Μάο (κάτι που, αν γινόταν δεκτό από τον Μάο, θα σήμαινε ότι ο Λιν Μπιάο θα κληρονομούσε τη θέση αυτή στο μέλλον). Η καθαίρεση του Τσεν Μπο Ντα, ηγέτη των ακροαριστερών, θα ακολουθηθεί από μια εκστρατεία απο-μαοποίησης με ηγέτη τον ίδιο τον Μάο ο οποίος θα αρνηθεί κατηγορηματικά πως είναι ιδιοφυΐα, φυσικό ταλέντο μεγάλος τιμονιέρης κοκ, κατηγορώντας τον Λιν Μπιάο για απριοριστική παρέκκλιση. Η έκθεση εικόνων του Μάο θα μειωθεί δραστικά, οι αναφορές σε αποφθέγματα του θα πετσοκοφτούν, και οι τελετουργίες δημόσιες γύρω από το κόκκινο βιβλιαράκι θα αραιώσουν. Παράλληλα, η θέση του μετριοπαθούς Ζου Εν Λάι θα ενισχυθεί σημαντικά, και ακροαριστεροί ηγέτες όπως ο Κουάι Ντα Φου, θα υποστούν μαζικές δημόσιες αυτοκριτικές κατηγορούμενοι ως συνωμότες της 16ης Μάη.

Όμως η πιο θεμελιώδης αλλαγή στην κορφή αφορούσε την εξωτερική πολιτική του κόμματος, κάτι που μέσα στα πλαίσια της στρατηγικής κρίσης ήταν αρκετά λογικό και ανυπολόγιστα σημαντικό. Κατά την διάρκεια του παγκόσμιου πρωταθλήματος πινγκ πονγκ στο Τόκιο τον Μάρτη του 1970, κινέζοι και αμερικανοί θα έχουν για πρώτη φορά συνομιλίες. Στη συνέχεια 15 αμερικανοί πρωταθλητές θα προσκληθούν να επισκεφτούν την ΛΔΚ. Η λεγόμενη «διπλωματία του πινγκ πονγκ» θα οδηγήσει σε μια ραγδαία διπλωματική δραστηριότητα, κυρίως μυστική, μιας και ο πόλεμος στο Βιετνάμ και η επέμβαση της ΣΙΑ στην Καμπότζη καθιστούσαν προς το παρόν αδύνατη μια δημόσια αλλαγή της εξωτερικής πολιτικής του Πεκίνου. Το καλοκαίρι του 1971 ο Κίσινγκερ θα επισκεφτεί μυστικά το Πεκίνο οπού θα γίνει δεκτός από τον Ζου Εν Λάι. Η επιτυχία της επίσκεψης θα δημοσιοποιηθεί μέσα σε λίγες μέρες μαζί με την πρόσκληση του Πεκίνου προς τον Πρόεδρο Νίξον να επισκεφτεί την χώρα. Ήταν φυσικό η κεντρική ηγεσία του ΛΑΣ, δηλαδή ο Λιν Μπιάο, η γενική γραμματέας του ΛΑΣ και σύζυγος του, καθώς και οι τέσσερις γενικοί στρατηγοί υπό τον έλεγχό τους να θορυβηθούν. Ποιος ακριβώς ήταν ο ρόλος τους στο πραξικόπημα «σχέδιο 571» του Σεπτέμβρη παραμένει άγνωστο. Το βέβαιο είναι πως ο γιος του Λιν Μπιάο, Λιν Λι Κουό, διοικητής της πολεμικής αεροπορίας με πλατιά υποστήριξη από εκατοντάδες αξιωματικούς και μεγάλο μέρος του κεντρικού στρατού θα επιχειρήσει κατά την διάρκεια της δεύτερης βδομάδας του Σεπτέμβρη να δολοφονήσει τον Μάο και να θέσει την Κίνα υπό στρατιωτική δικτατορία με επικεφαλή τον πατέρα του. Οι πληροφορίες για τα ακριβή γεγονότα είναι βεβαίως ακόμα και σήμερα άγνωστες. Το σίγουρο είναι πως στις 13 του Σεπτέμβρη ένα μαχητικό αεροσκάφος της πολεμικής αεροπορίας της ΛΔΚ θα συντριβεί στην έρημο της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μογγολίας. Τα κουφάρια θα αναγνωριστούν μετά από ατελείωτα διπλωματικά επεισόδια ως αυτά της οικογένειας Λιν Μπιάο. Αν και η ηγεσία του ΚΚΚ θα μιλήσει επίσημα για το γεγονός ένα χρόνο αργότερα, θα ακολουθήσουν μεγάλης κλίμακας σιωπηλοί διωγμοί εναντίον των συνωμοτών και της βάσης τους. Ολόκληρη η κεντρική ηγεσία του ΛΑΣ θα ξηλωθεί και θα σαπίσει στη φυλακή. Οι αιτίες της αποτυχίας του πραξικοπήματος παραμένουν άγνωστες και πηγή τεράστιας παραφιλολογίας. Ωστόσο με την απουσία του Λιν Μπιάο, ο δρόμος για την επίλυση της στρατηγικής κρίσης ήταν πια ανοιχτός για τους μετριοπαθείς. Στις 25 του Οκτώβρη η ΛΔΚ θα αποκτήσει την θέση της Ταϊβάν στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, ενώ στις 21 του Φλεβάρη του 1972 ο Νίξον θα γίνει δεκτός από τον Μάο στο Πεκίνο.

5. Η Συμμορία των Τεσσάρων

Με την στρατηγική κρίση υπό έλεγχο και «το όπλο να ακολουθεί το κόμμα», η πολιτική ηγεσία μπορούσε να επικεντρωθεί σε εσωτερικά ζητήματα που περιόριζαν την ηγεμονία της. Στην κορφή της κομματικής ηγεσίας, γρήγορα άρχισαν να κυριαρχούν δύο ανταγωνιστικά ρεύματα σχετικά με την οργάνωση της παραγωγής και της κοινωνίας. Από την μία ήταν η Τζιανγκ Τσινγκ, ο Γιάο Ουέν Γιουάν, ο Τσενγκ Τσουν Τσιάο και ο Ουάνγκ Χουνγκ Ουέν, η Ομάδα της Σαγκάης που αργότερα θα ονομαστεί από τους εχθρούς της Συμμορία των Τεσσάρων, κι από την άλλη ήταν ομάδα του Ζου Εν Λάι, υπό την οποία θα αποκατασταθεί το 1975 κι Ντενγκ Σιάο Πινγκ. Οι δύο ομάδες θα συνεργαστούν αρχικά προκειμένου να παρέχουν ένα νομιμοποιητικό πλαίσιο στην εκκαθάριση του μηχανισμού από τους συμμάχους του Λιν Μπιάο. Το κόμμα θα εξαπολύσει μια υπερδομική επίθεση «εναντίον του Λιν, εναντίον του Κομφούκιου». Η εκστρατεία «μπι Λιν, μπι Κονγκ» δυσνόητη και αντιφατική στα μάτια των δυτικών, είχε σαν θεωρητική της βάση το ότι ο Λιού Σάο Τσί, ο Τσεν Μπο Ντα και ο Λιν Μπιάο μπορούσαν να ξεφύγουν για τόσο καιρό παράγοντας ψευδό-μαρξιστικές αναλύσεις, μόνο και μόνο γιατί στα μυαλά των κινέζων επιβιώνουν κομφουκιανές φεουδαρχικές αρχές και ιδέες.

Ωστόσο η Ομάδα της Σαγκάης (γνωστή κι ως τρελοί ιδεολόγοι της Σαγκάης) με επικεφαλή τον υπουργό προπαγάνδας Γιάο Ουέν Γιουάν (στο Σχετικά με τις Κοινωνικές Βάσεις της Αντικομματικής Κλίκας του Λιν Μπιάο) και τον Τσανγκ Τσουν Τσιάο (στο Σχετικά με την Άσκηση της Ολικής Δικτατορίας επί της Μπουρζουαζίας) θα προσθέσουν γρήγορα μια νέα διάσταση στην εκστρατεία, η οποία στόχο της είχε την συνέχιση της επίθεσης εναντίων της τάξης των τεχνοκρατών/ διευθυντών η οποία εκπροσωπούταν πια στο ΠΓ από την ομάδα Ζου Εν Λάι και την πολιτική των τεσσάρων εκσυγχρονισμών: στην γεωργία, την βιομηχανία, την επιστήμη, την διοίκηση, υπό τεχνοκρατική επίβλεψη/ οργάνωση): «σε τι συνίσταται ο ταξικός χαρακτήρας ανθρώπων όπως ο Λιν Μπιάο, και κυρίως σε ποια κοινωνική βάση μπόρεσε να γεννηθεί μια τέτοια κλίκα;» ρωτάει ο Γιάο Ουέν Γιουάν. Η ερώτηση αυτή πρέπει να απαντηθεί ώστε «να δημιουργηθούν βαθμιαία οι όροι μέσα στους οποίους η αστική τάξη να μη μπορεί να υπάρχει ούτε να μετασχηματιστεί». Η γραμμή Λιν Μπιάο, δεν εμφανίστηκε, υποστήριζε η ομάδα της Σαγκάης, όπως λένε οι μετριοπαθής, από τα μυαλά κάποιων διεστραμμένων καριεριστών, μα «είχε μια βαθιά ταξική βάση…ενσάρκωνε τα συμφέροντα των ηττημένων γαιοκτημόνων και της ηττημένης αστικής τάξης». Στο σημείο αυτό ο Γιάο Ουέν Γιουάν θα προσθέσει έναν κρίσιμο νέο παράγοντα: «η αντικομματική κλίκα του Λιν Μπιάο ενσάρκωνε βέβαια τα συμφέροντα των τάξεων που έχουν ηττηθεί, αλλά ακόμα και κύρια μπορούμε να πούμε πως αντιπροσώπευε τις ελπίδες των αστικών στοιχείων που γεννήθηκαν στη σοσιαλιστική κοινωνία. Πρέπει να επιμείνουμε σε αυτή τη δεύτερη πλευρά, τους νέους αστούς». Το δάχτυλο δείχνει τους τεχνοκράτες «οικονομιστές» συμμάχους του Ζου Εν Λάι, και κυρίως τον πρόσφατα αποκαταστημένο Ντενγκ Σιάο Πινγκ.

Πέρα όμως από αυτό το απλό γεγονός, στο οποίο συνήθως σταματάνε οι δυτικοί την αναζήτησή τους, η ριζοσπαστική θέση των τεσσάρων σκόπευε στην αμφισβήτηση της ίδιας της κοινωνικής οργάνωσης η οποία για ακόμα μια φορά άρχιζε να ηγεμονεύεται από τα διευθύνοντα γραφειοκρατικά στελέχη και τους τεχνοκράτες. Ο Γιάο Ουέν Γιουάν υποστηρίζει πως το αστικό δίκαιο είναι η οικονομική βάση όπου μπορούν να αναπτυχθούν αυτά τα νέα αστικά στοιχεία. Παρότι η ατομική ιδιοκτησία καταργήθηκε, το αστικό δίκαιο δεν εξαλείφθηκε και συνεχίζει να ρυθμίζει τις ανταλλαγές και την διανομή. Τι εννοούν με το «αστικό δίκαιο» οι «επαγγελματίες επαναστάτες»; Κατά κύριο λόγο το εμπορευματικό σύστημα και την χρήση χρήματος στις συναλλαγές, κατά δεύτερο την διανομή σύμφωνα με την εξισωμένη εργασία. Κατά τους τέσσερις, το εμπορευματικό σύστημα συνεπάγεται με ένα ίσο δίκαιο που, όπως το θέτει ο Μαρξ, είναι ένα «άνισο δίκαιο για μια άνιση εργασία», αφού «ορθολογικοποιεί τις διαφορές απόδοσης και έτσι δικαιολογεί τα προνόμια, δίνοντάς τους μια φυσική βάση». Αυτό που πρέπει να γίνει είναι να καταργηθεί η μισθολογική διαβάθμιση και να υιοθετηθεί το πρόγραμμα της Παρισινής Κομμούνας: α) τα ηγετικά μέλη της κομμούνας δεν πρέπει να έχουν ανώτερο μισθό από αυτόν των εργατών, β) πρέπει να επιτευχθεί ισότητα μισθών ανδρών και γυναικών, γ) τα ηγετικά στελέχη που έχουν δύο αρμοδιότητες δεν πρέπει να παίρνουν διπλή αμοιβή, δ) πρέπει να μειώνονται οι ανώτεροι μισθοί και αν αυξάνονται οι κατώτεροι. Επιπλέον πρέπει να επιλυθεί το «πρόβλημα των τεχνικών αρμοδιοτήτων» με το να καταργηθεί η απόσταση μεταξύ πνευματικής και χειρονακτικής εργασίας, «να διευρύνονται αδιάκοπα οι γνώσεις των εργατών», και να εφαρμοστεί πάραυτα το «σύστημα των δύο συμμετοχών» (των εργατών στη διεύθυνση και των στελεχών στην παραγωγή). Όλα αυτά στην ουσία επαναφέρουν στο προσκήνιο τις θέσεις περί «πρόσταγμα της πολιτικής» των «επαγγελματιών επαναστατών» υπό τη μορφή ενός ξεκάθαρου πολιτικού προγράμματος, το οποίο έχει ως βάση του την κριτική του τεϊλορισμού/ φορντισμού («κάθε πρακτική που περιορίζει την πρωτοβουλία των εργατών και αποβλέπει στο να τους εντάξει σε μια επαναλαμβανόμενη εκτέλεση ενός και του ίδιου καθήκοντος, με αποκλεισμό κάθε άλλου»), που όπως έχουμε ήδη πει αποσκοπούσε στην υπερεκμετάλλευση της εργατικής δύναμης και συρρίκνωση της γραφειοκρατίας και της «νέα τάξης» η εξουσία της οποίας βασίζεται όχι στην ιδιοκτησία, μα στην αρμοδιότητα.

Ωστόσο δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι οι δύο αυτές φράξιες παίζανε μόνες τους στο κοινωνικό πεδίο. Το καλοκαίρι του 1974 μια σειρά φοιτητικές εξεγέρσεις θα συγκλονίσουν την Καντόνα. Η κεντρική λεωφόρος της πόλης θα τοιχοκολληθεί με ένα μια τεράστια εφημερίδα τοίχου (ντατζιμπάο), το κατ εξοχήν όργανο των ερυθροφρουρών, η οποία με 27,000 χαρακτήρες θα επιτεθεί τόσο στο «σύστημα Λιν Μπιάο» όσο και στους υποτιθέμενους επικριτές του από τα πάνω: «Κινέζοι αν ξέρατε τι αέρα αναπνέαμε στο απόγειο του συστήματος Λιν Μπιάο! Δεν ξεχνάμε πως η πολιτική τα πριμοδοτούσε όλα (ποια πολιτική; αέρας!). Πριμοδοτούσε τα πάντα για να ανταμείψει την τεμπελιά, να τιμωρήσει τον ζήλο. Δεν ξεχνάμε πως έπρεπε «κάθε μέρα, χωρίς ανάπαυλα, να μελετάμε», να μελετάμε τι; Ν’ απαγγέλλουμε ευχές με το κομπολόι, να αναμασάμε τα κεφάλαια από το Κοράνι. Δεν ξεχνάμε πως έπρεπε «να συγκεντρωθούμε για να μελετήσουμε και να εφαρμόσουμε», να μελετάμε και να εφαρμόσουμε τι; Χασομερώντας σε αυτές τις συνεδριάσεις τις όλο και πιο υποκριτικές; Δεν ξεχνάμε «την επανάσταση που ξεσπά στα βάθη της ψυχής», που ξεσπά σαν πορδές όλο και πιο γελοίες και παράλογες. Δεν ξεχνάμε πως ενθάρρυναν «την έκφραση της εντιμότητάς του», ωραία ενθάρρυνση προς τον πολιτικό οπορτουνισμό. Δεν ξεχνάμε πως έπρεπε να χορεύουμε την «καντρίλια της εντιμότητας», χορό γελοίο! Αισχρός χορός της σκούπας! Δεν ξεχνάμε την ασταμάτητη και διαρκή λειτουργία: πρωινή προσευχή, βραδινή εξομολόγηση, συνεδριάσεις, συγκεντρώσεις, αλλαγή υπηρεσίας, είτε για τηλεφώνημα, για την αλληλογραφία, για τα ψώνια ή για να δώσει ρέστα και μέχρι τα ίδια γεύματα, όλα είχαν βερνικωθεί με μια πυκνή θρησκευτική σάλτσα που έβγαζε μια δυνατή μπόχα θεού» (την ίδια περίπου περίοδο θα ξεσπάσουν άγριες εργατικές απεργίες στις βιομηχανικές ζώνες της παραδοσιακά υπό μαοϊκό έλεγχο επαρχίας ΤζεΤζιανγκ για τις οποίες ωστόσο έχουμε ελάχιστες πληροφορίες).

Οι δύο κομματικές φράξιες θα έρθουν σε κατά μέτωπο σύγκρουση με τον θάνατο του Ζου Εν Λάι τον Απρίλη του 1976. Η Ομάδα της Σαγκάης θα απαγορέψει το δημόσιο πένθος του πρωθυπουργού. Όταν μια ομάδα τοποθετήσει στεφάνια στο Μνημείο των Ηρώων του Λαού, οπαδοί των τεσσάρων θα τα καταστρέψουν. Γρήγορα δεκάδες χιλιάδες οπαδοί των τεσσάρων εκσυγχρονισμών θα κατακλύσουν την πλατεία Τιαναμέν βγάζοντας λόγους, κολλώντας πανό και εφημερίδες τοίχου (ντατζιμπάο) γύρω από το Μνημείο των Ηρώων του Λαού. Θα κηρύξουν πως η «εποχή του αυτοκράτορα Σιχουάντι των Μαντσού τέλειωσε». Την επόμενη μέρα, το πλήθος θα επιτεθεί σε κομματικό όχημα και θα πολιορκήσει το κτήριο της Λαϊκής Εθνοσυνέλευσης, συγκρουόμενο με σώματα της πολιτοφυλακής που θα προσπαθήσει να επέμβει. Οι πολιτοφύλακες θα αναγκαστούν σε δημόσια αυτοκριτική, και σώματα της αστυνομίας θα ξυλοκοπηθούν άγρια. Το κτίριο της πολιτοφυλακής θα καταληφθεί και θα πυρποληθεί.

Με τον κρατικό μηχανισμό παραλυμένο, η Ομάδα της Σαγκάης θα αναλάβει δράση, θα συγκεντρώσει μεγάλο σώμα ακροαριστερών το οποίο θα επιτεθεί στους οπαδούς του Ντενγκ Σιάο Πινγκ και θα τους κατατροπώσει με περίσσια βία. Ο Ντενγκ Σιάο Πινγκ θα κατηγορηθεί σαν υποκινητής των επεισοδίων και θα εξοριστεί στην ενδοχώρα. Με τον Μάο βαριά άρρωστο και την εξουσία στα χέρια της η Ομάδα της Σαγκάης θα διανύσει ένα σύντομο καλοκαίρι παντοδυναμίας. Όμως όταν στις 8 του Σεπτέμβρη του 1968 ο Μάο πεθάνει, η τεχνοκρατική φράξια του κόμματος με επικεφαλή του διαδόχου του Μάο Χουά Γκάο Φενγκ και την υποστήριξη τοπικών στρατιωτικών διοικητών θα συλλάβει τους τέσσερις με κατηγορίες συνομωσίας εναντίον του κράτους. Όταν η σύλληψη της «Συμμορίας της Σαγκάης» ανακοινωθεί στους πολίτες τρεις βδομάδες αργότερα θα ξεσπάσουν μαζικοί εορτασμοί, όχι όλοι εκ των οποίων ήταν καθοδηγούμενοι από τα επάνω. Η Τζιανγκ Τσιν θα παρουσιαστεί σαν «ο δαίμονας με τα άσπρα κόκαλα», και αυτοκρατορική σύζυγος η οποία με την βοήθεια παρακμασμένων ευνούχων της προσπαθεί να σφετεριστεί τον θρόνο και καταστρέφει την αυτοκρατορία. Το γεγονός ότι ήταν ηθοποιός από τη Σαγκάη και 3η γυναίκα του Μάο διευκόλυνε αυτή την εικόνα. Η δίκη των τεσσάρων θα λάβει μέρος το 1980 και θα σχεδιαστεί σαν μια θεαματική επαναφορά της έννομης τάξης. Όμως η παράσταση που θα δώσει η Τζιανγκ Τσινγκ θα θολώσει την προπαγανδιστική ικανότητα της καταδίκης του μαοϊσμού: «ήμουνα το σκυλί του Μάο, όταν μου έλεγε να δαγκώσω, δάγκωνα» είναι η πιο γνωστή φράση της απολογίας της η οποία είχε περισσότερο μορφή ανάκρισης προς τους δικαστές της. Όταν ο εισαγγελέας ζητήσει τον αποκεφαλισμό της, αυτή θα φωνάξει «μακάρι να είχα εκατό κεφάλια για να μπορείτε να τα κόβετε ένα-ένα και να γίνω εκατό φορές μάρτυρας των επαναστατικών ιδεωδών του προέδρου Μάο και της Πολιτιστικής Επανάστασης». Τελικά η θανατική ποινή θα μετατραπεί σε ισόβια, και οι τελευταίες της λέξεις της «Μαντάμ Μάο» πριν τη λήξη της δίκης θα είναι «Δικαιοσύνη είναι η Εξέγερση» (η Τζιανγκ Τσιν θα ζήσει υπό καθεστώς φυλάκισης κατ’ οίκον έως αυτοκτονήσει με απαγχονισμό το 1991).

6. Η επικράτηση των τεχνοκρατών

Στο μεταξύ στα μέσα του 1977 ο Ντενγκ Σιάο Πινγκ θα γυρίσει από την εξορία του και θα αναρριχηθεί γρήγορα στην εξουσία, αρχικά ως αντιπρόεδρος του κόμματος και αρχηγός του ΛΑΣ. Το 1980 ο Χουά Γκάο Φενγκ θα παραιτηθεί της πρωθυπουργίας η οποία θα περάσει στον προστατευόμενο του Ντενγκ Σιάο Πινγκ, Τζάο Τζι Γιάνγκ του οποίου οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις στην επαρχία του Σετσουάν (πρώτη προσπάθεια διάλυση των κολεχτίβων) στα μέσα της δεκαετίας του 1970 θα αναβιώσουν την χρεοκοπημένη οικονομία της επαρχίας και θα βάλουν τέρμα στην σιτοδεία . Ωστόσο η μετάβαση στην τεχνοκρατική πολιτική οικονομία που οραματιζόταν η «νέα τάξη» των διευθυντών δεν ήταν απλή ούτε στην κορφή ούτε στη βάση.

Οι τοπικές γραφειοκρατίες είχαν εδραιώσει προσωπικές φεουδαρχίες έξω από τον έλεγχο του Πεκίνου. Στο κινέζικο σύστημα μέχρι το 1980 τα χρήματα δεν είχαν πολύ σημασία μιας και δεν μπορούσαν να σου εξασφαλίσουν πολλά πράγματα. Την θέση τους ως γενικό ισοδύναμο είχε το λεγόμενο τσουάν (κύρος/εξουσία). Ένας υψηλά ιστάμενος γραφειοκράτης είχε το τσουάν για να αποχτήσει ό,τι κι αν ήθελε. Αλλά κι ένας εργάτης είχε τσουάν επί του κουπονιού του, το οποίο μπορούσε να του αγοράσει υφάσματα ή σπόρους οι οποίοι με τη σειρά τους μπορεί να είχαν αντικειμενικά μεγαλύτερη αξία για έναν αγρότη ο οποίος επισκεπτόταν την πόλη. Έτσι μετατρέπονταν σε εμπόρευμα ανταλλάξιμο με κάτι στο οποίο ο εργάτης δεν είχε επίσημα πρόσβαση και μπορούσε να του παρέχει ο αγρότης. Αυτό το μαύρο εμπόριο υπόσκαπτε την κοινωνική ηθική και παρήγαγε από τα κάτω μια αλυσίδα κοινωνικών σχέσεων η οποία κορυφωνόταν και προστατευόταν πελατειακά από την υψηλή γραφειοκρατία.

Ο Ντενγκ Σιάο Πινγκ θα εξαπολύσει εκστρατεία ενάντια σε αυτή την τοπική γραφειοκρατική ολιγαρχία και στο κοινωνικό σύστημα που τη στήριζε. Μετά από μια θεαματική παρέλαση υποθέσεων οπού τοπικοί ολιγάρχες χρησιμοποιώντας την κομματική τους θέση έπαιρναν τον έλεγχο της διανομής σπάνιων πόρων και αποσπούσαν αγαθά, χρήματα και υπηρεσίες από τις μονάδες που τους είχαν ανάγκη, θα ποινικοποιηθεί για πρώτη φορά η διαφθορά με θανατική ποινή. Μια περίπτωση-μοντέλο που θα οδηγήσει σε αυτή τη μεταρρύθμιση ήταν το σκάνδαλο της Εταιρίας Άνθρακα της Επαρχίας Μπιν στο Χέιλονγκτζιανγκ. Η 52χρονη κομματική γραμματέας της εταιρίας, Ουάνγκ Σόου-σιν, θα κατηγορηθεί ότι είχε σφετεριστεί εκατό χιλιάδες δολάρια. Η Ουάνγκ ήταν μια χαμηλόβαθμη ταμίας πριν την Πολιτιστική Επανάσταση. Κατά την δεκαετία των ταραχών θα διαμορφώσει επαναστατική ομάδα, θα καβαλήσει το κύμα των καιρών και θα καταστεί σε απόλυτος αρχών της επαρχίας Μπιν μέσω ενός πολύπλοκου συστήματος πελατειακών σχέσεων -γκουανσί- πίσω από ένα παραπέτασμα ριζοσπαστικής πολιτικής. Η τριήμερη δίκη της «βασίλισσας του άνθρακα», της «μεγαλύτερης σφετερίστριας στην ιστορία της λαϊκής δημοκρατίας» στο Χαρμπίν θα τραβήξει το ενδιαφέρον όλης της χώρας. Η Ουάνγκ θα καταδικαστεί σε θάνατο και θα εκτελεστεί τον Φλεβάρη του 1980.

Παράλληλα θα αρχίσουν να κυκλοφορούν ιστορίες για τον απίστευτο αριθμό γραφειοκρατικών διαπραγματεύσεων που απαιτήθηκαν προκείμενου μια μονάδα εργασίας να χτίσει μια πολυκατοικία για τους εργάτες της στο Πεκίνο: η εταιρία προμήθειας υλικών απαίτησε ένα διαμέρισμα ως προϋπόθεση για την προσφορά οικοδομικών υλικών, το ίδιο απαίτησε τόσο η ηλεκτρική εταιρεία όσο και η εταιρία ύδρευσης, μετά ακολούθησε η εταιρία ασανσέρ και η δημοτική πολεοδομία. Εν τέλει η αρχική ομάδα εργασίας θα ήταν τυχερή αν έπαιρνε τα μισά διαμερίσματα. Αυτή η πρακτική οπού κάθε μονάδα η οποία εμπλέκεται στην περάτωση ενός σχεδίου προσπαθεί να το εκμεταλλευτεί στο έπακρο για τον εαυτό της ονομάστηκε «ενώ η κότα τρέχει, όλοι προσπαθούν να τραβήξουν κι από ένα φτερό». Μιας και το 1981 ήταν η χρονιά του πετεινού, ο Πεκινέζικος τύπος προωθώντας μια νέα ηθική την ονόμασε χρονιά του σιδερένιου πετεινού, δηλαδή κατά την κινέζικη παροιμία «είναι σαν σιδερένιος πετεινός, δεν μπορείς να τραβήξεις ούτε ένα φτερό», χρονιά προστασίας του δημόσιου πλούτου απέναντι στους επιτήδειους γραφειοκράτες.

Η πολιτική του Ντενγκ Σιάο Πινγκ απέναντι στη γραφειοκρατία δεν περιορίσθηκε ωστόσο σε θεαματικές συλλήψεις. Αποφασίστηκε πως ένα μεγάλο ποσοστό των γραφειοκρατών ήταν απλά ανίκανο να προσφέρει επαρκείς υπηρεσίες. 2 εκατομμύρια γραφειοκράτες έπρεπε να επανεκπαιδευτούν. Τους δόθηκαν λοιπόν επιπλέον 12 μήνες να αποδείξουν την ικανότητα τους ή να διωχθούν. Πολλοί περισσότεροι κρίθηκε χρήσιμο να συνταξιοδοτηθούν. Αυτοί χωρίζονταν σε τρεις κατηγορίες: πρώτα, σε όσους ήταν απλά πολύ γέροι μα σε πολιτικά ευαίσθητη θέση. Ήταν άνθρωποι που ήταν απόντες ή διωκόμενοι κατά τα χρόνια της Πολιτιστικής Επανάστασης, και τους είχε αποκαταστήσει ο Ντενγκ Σιάο Πινγκ. Δεύτερον, ήταν αυτοί που αν κι όχι γέροι είχαν υποστηρίξει αρκετά τους μαοϊκούς ώστε να προαχθούν γοργά πάνω από τα πτώματα των συνάδελφων τους, μα όχι αρκετά ώστε να είναι τώρα σε δυσμένεια. Και τρίτον, ήταν οι απόστρατοι αξιωματικοί του ΛΑΣ στους οποίους είχαν υποσχεθεί γραφειοκρατικές θέσεις ανάλογου επιπέδου είτε ήταν αναγκαίοι είτε όχι οι οποίοι εμπόδιζαν την καριέρα νεότερων μέσα στις υπηρεσίες οπού δουλεύανε. Η αντίσταση στην πρόωρη συνταξιοδότηση που προωθούσε ο προστατευόμενος του Ντενγκ, Τζαο Τζι Γιανγκ ήταν τεράστια. Οι ηλικιωμένοι γραφειοκράτες γνώριζαν πολύ καλά πως μαζί με τη θέση τους θα έχαναν όλα τους τα προνόμια, το βιοτικό τους επίπεδο μα κυρίως το τσουάν τους. Αυτό ήταν κάτι άνευ προηγουμένου στην Λαϊκή Δημοκρατία. Έτσι επιλέχθηκε ένας συμβιβασμός: η «πολιτική των τριών μη-αλλαγών». Οι συνταξιοδοτούμενοι γραφειοκράτες δεν θα υπέφεραν από αλλαγές στο βιοτικό τους επίπεδο, και θα διατηρούσαν τον πλήρη μισθό τους μέχρι το θάνατο τους, επιπλέον δεν θα υπέφεραν από καμία αλλαγή στην θέση πρωτοκόλλου τους, και τρίτον από καμία αλλαγή στον σεβασμό που έχαιραν. Έτσι οι γραφειοκράτες δεν θα νοιώθανε και δεν θα γίνονταν αντιληπτοί ως θύματα ενός διωγμού, μα κυρίως θα διατηρούσαν το πρόσωπό τους.

Λίγους μήνες μετά ο Χου Γιάο Μπανγκ εκλέχθηκε Πρόεδρος παραγκωνίζοντας οριστικά την κλίκα Χουά Γκάο Φενγκ. Υπό τον Χου Γκάο Φενγκ, το κόμμα έκανε τρία είδη αυτοκριτικής. Πρώτα, μια επίσημη ανασκόπηση της ιστορίας του και του ρόλου του Μάο. Δεύτερον, άσκησε κριτική στην τάση των τοπικών κομματαρχών να εγκαθιδρύουν «φέουδα και πριγκιπάτα» και προειδοποίησε πως η κομματική εξουσία δεν είναι πάνω από την κρατική. Τέλος υποστήριξε πως ο μαρξισμός δεν είναι ένα δεδομένο δόγμα ούτε περιέχει όλη τη σοφία του κόσμου: ο ρόλος του ΚΚΚ είναι να ηγηθεί των κινέζων σε μια συνεχή αναζήτηση νέων αληθειών οι οποίες απορρέουν από την δική τους εμπειρία. Το 1982 το νέο σύνταγμα δεν θα είχε πια αναφορές στη «διαρκή επανάσταση υπό τη δικτατορία του προλεταριάτου» ούτε υποσχέσεις για την «εξολόθρευση της μπουρζουαζίας». Η Κίνα θα προόδευε σίγουρα και αναπόφευκτα προς την κομμουνιστική κοινωνία μέσω μιας μακράς ιστορικής διαδικασίας. Η λέξη «σταδιακά» εμφανίζεται 5 φορές στις 5 πρώτες σελίδες του σχεδίου εθνικής ανάπτυξης. Τέλος η παράγραφος 33 επαναπροσδιόρισε τον ρόλο των κομματικών επιτροπών στις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς ως επιβλεπτική αλλά όχι υποκαταστατική της καθαυτής τους διοικητικής μονάδας.

Το κινεζικό κομματικό κράτος επαναδομεί τους κυβερνητικούς του θεσμούς και επαν-εφευρίσκει τον εαυτό του κατά τη διαδικασία. Αν και το κράτος από το 81’ και μετά αποσύρεται από διάφορους τομείς δίνοντας μεγαλύτερη εξουσία στην αγορά και γενικότερα στον ιδιωτικό τομέα, οι μεταρρυθμίσεις δεν συνεπάγονται όπως συχνά λέγεται σε συρρίκνωση της συμμετοχής του κράτους. Αντίθετα έχει σαν αποτέλεσμα την επανατοποθέτηση της εξουσίας του υπό νέους όρους, οι οποίοι συχνά έχουν σαν αποτέλεσμα την ενίσχυσή του. Γενικά μιλώντας, ο έλεγχος έχει γίνει περισσότερο μακροσκοπικός, μιας και σωρεία κυβερνητικών λειτουργιών έχουν απεμπλακεί από την άμεση ρύθμιση διάφορων σφαιρών της καθημερινότητας. Η απελευθέρωση του κράτους από τις καθημερινές λειτουργίες έγινε με σκοπό να ασκήσει πιο συστηματικό κι αποτελεσματικό έλεγχο σε ένα σύνολο στρατηγικά σημαντικών ζητημάτων. Έτσι η μείωση της ρυθμιστικής εξουσίας σε ένα πεδίο συνεπάγεται τόσο την επικέντρωση της σε κάποιο άλλο όσο και την καθαυτή αλλαγή του τρόπου άσκησης της. Κεντρικό ρόλο σε αυτή την μεταρρύθμιση τόσο της δημόσιας διοίκησης όσο και των εσωτερικών λειτουργιών του κόμματος έπαιξε το σύστημα γραφειοκρατικής υπευθυνότητας το οποίο εφαρμόστηκε μαζικά σε τοπικό επίπεδο κατά μήκος της ΛΔΚ. Η μεταρρύθμιση αυτή είχε τρις άξονες: α) την αποκέντρωση της διοίκησης προσωπικού και την ανάθεση αξιολόγησης και επιτήρησης των τοπικών γραφειοκρατών από την κοινωνία, σε συνδυασμό με ενίσχυση του κεντρικού ελέγχου επί στρατηγικά επιλεγμένων ηγετικών γραφειοκρατικών στελεχών, β) την αντικατάσταση των παλαιών υποχρεωτικών στόχων με στόχους κατεύθυνσης: πρόκειται ένα άλμα από το ποσοτικό προς το ποιοτικό, τώρα οι γραφειοκράτες επιβραβεύονται για τον τρόπο με τον οποίο πληρούν τους στόχους κατεύθυνσης. Η κεντρική οργάνωση παράλληλα θέτει κάποιες προτεραιότητες για τους τοπικούς ηγέτες και η περάτωση αυτών ως προτεραιότητες καθορίζει την καριέρα τους, γ) την γενικά αυξανόμενη αυτονομία των τοπικών οργανώσεων και τον παράλληλα αυξημένο έλεγχο πάνω σε επιλεγμένες επαρχίες.

Τυπικά θεωρείται πως η Κίνα έχει προβεί σε εκτενείς οικονομικές μεταρρυθμίσεις μα κάθε προσπάθεια πολιτικής μεταρρύθμισης εγκαταλείφθηκε μετά το 89’. Αυτό δεν είναι αληθές. Για παράδειγμα η απόφαση της 13ου κομματικής ολομέλειας το 1987 να διαχωρίσει τους πολιτικά διορισμένους δημόσιους υπαλλήλους από τους καριερίστες, παρότι θεωρείται ανενεργή, έχει εφαρμοστεί σε τοπικό επίπεδο. Σήμερα οι ηγετικοί γραφειοκράτες είναι οι μόνοι που ελέγχονται από το σύστημα γραφειοκρατικής υπευθυνότητας, αντιστοιχώντας στην κατηγορία των πολιτικά διορισμένων. Αν και ο διαχωρισμός μεταξύ καριερίστα και πολιτικού δεν είναι επίσημη, στην πραγματικότητα εφαρμόζεται ενεργά από το κόμμα. Το σύστημα γραφειοκρατικής υπευθυνότητας είναι μέρος ευρύτερων διοικητικών μεταρρυθμίσεων με στόχο την γραφειοκρατία. Σκοπός τους δεν είναι η δημιουργία μιας περιορισμένης κυβέρνησης υπό την έννοια ότι το κόμμα θα παραδώσει τις εξουσίες του στην κοινωνία ή την αγορά, αλλά η δημιουργία μιας περιορισμένης κυβέρνησης υπό την έννοια μιας πιο αποτελεσματικής και ενοποιημένης. Το κόμμα θεωρείται λανθασμένα από δυτικούς παρατηρητές ως ένας αναχρονισμός που θα καταρρεύσει αυτόματα μόλις βαθύνουν οι οικονομικές αλλαγές. Αντίθετα το κόμμα χρησιμοποιεί τις δυνάμεις της αγοράς για να επανεφεύρει τον εαυτό του. Τυπικά η δύση μελετάει το γραφειοκρατικό σύστημα των στελεχών από μια τεχνοκρατική σκοπιά η οποία δεν είναι πλέον χρήσιμη για την κατανόηση της κομματικής μεταμόρφωσης. Ένας λόγος να δοθεί βάρος στην μελέτη τοπικών μεταρρυθμίσεων είναι πως στην ιστορία του το κόμμα πάντα εφάρμοζε πειραματικά τις νέες ιδέες σε απομακρυσμένες επαρχίες πριν τις γενικεύσει. Η βάση ελέγχου του κόμματος είναι η νομενκλατούρα, μια λίστα ηγετικών πόστων τα οποία ελέγχονται από το κόμμα του οποίου οι επιτροπές αποφασίζουν τον διορισμό, την προαγωγή, την απόλυση κατά ιεραρχικό τρόπο. Πριν το 83’ οι κομματικές οργανώσεις έλεγχαν τα δυο υφιστάμενα επίπεδά τους, μετά το 83’ μονάχα ένα. Αυτό μείωσε τον έλεγχο των κεντρικών επιτροπών επί των τοπικών διοικητικών διαμερισμάτων. Συχνά η νομενκλατούρα συγχέεται με το μπιαντζί, το εξουσιοδοτημένο σώμα προσωπικού σε ένα κομματικό ή κυβερνητικό διοικητικό όργανο, υπηρεσία ή εργατική μονάδα. Το μπιαντζί καλύπτει όλους τους εργαζόμενους σε μια δεδομένη μονάδα ενώ η νομενκλατούρα μονάχα τα ηγετικά στελέχη. Μια από τις πλέον σημαντικές μεταρρυθμίσεις των 90’s ήταν ο διαχωρισμός των ηγετικών στελεχών –λινγκ-νταο γκα-μπου- από τα μη-ηγετικά στελέχη – φει-λινγκ-νταο γκα-μπου. Οι πρώτοι είναι υπόλογοι στις οργανωτικές επιτροπές ενώ οι δεύτεροι στις επιτροπές προσωπικού (υπάγονται δηλαδή στους κανονισμούς περί της δημόσιας υπηρεσίας). Απλά το κόμμα έχει αποκεντρώσει τον έλεγχο των απλών στελεχών και επανα-κεντρικοποιήσει τον έλεγχο των ηγετικών στελεχών. Στο δημοτικό επίπεδο η διαφορά αυτή γίνεται αντιληπτή από τον διαφορετικό τρόπο που διοικούνται οι μεν και οι δε: τα απλά στελέχη αξιολογούν τους δημάρχους, αντίθετα τα ηγετικά στελέχη αξιολογούν τον κομματικό γραμματέα και τον κυβερνητικό επικεφαλή. Σήμερα οι γραμματείς κι οι επικεφαλείς υπογράφουν συμβόλαια επίδοσης μέσα στο πλαίσιο του συστήματος γραφειοκρατικής υπευθυνότητας, οπού τίθενται προσωπικά υπεύθυνοι για την περάτωση ορισμένων υψηλά καθορισμένων στόχων, ο μεν πολιτικής κι ο δε οικονομικής φύσης. Στα μη-ηγετικά στελέχη ανατίθενται λεγόμενοι μαλακοί στόχοι, ενώ στα ηγετικά σκληροί στόχοι ή στόχοι προτεραιότητας με ισχύ βέτο. Οι μαλακοί στόχοι είναι συνήθως δύσκολο να μετρηθούν και να ποσοτικοποιηθούν, ενώ οι σκληροί στόχοι έχουν συνήθως να κάνουν με την οικονομική και την κοινωνική ανάπτυξη, όπως πχ η φορολογία. Οι στόχοι προτεραιότητας με ισχύ βέτο είναι ένα θεσμικό εργαλείο το οποίο χρησιμοποιείται για πολιτικές-κλειδιά συνήθως από την κεντρική κυβέρνηση. Μόνο δυο στόχοι προτεραιότητας εφαρμόζονται σε όλη τη χώρα: ο οικογενειακός σχεδιασμός και η δημόσια τάξη. Το σύστημα προαγωγών είναι ιδιαίτερα σημαντικό μιας και συνδυάζει το πολιτικό κίνητρο/ ενθάρρυνση με τον πολιτικό έλεγχο των ηγετικών στελεχών. Οι διοικητικές κεφαλές και οι κομματικοί γραμματείς οικονομικά σημαντικών περιοχών ενθαρρύνονται να αναλάβουν παράλληλα υψηλότερα πόστα. Αυτό το πολιτικό μπόνους είναι ένα ισχυρό κίνητρο για την περάτωση των σκληρών στόχων και των στόχων προτεραιότητας και μια μέθοδος έλεγχου ισχυρών και ικανών στελεχών από το κέντρο. Ακόμα στο τοπικό επίπεδο πετυχημένοι επιχειρηματίες ενθαρρύνονται να ενσωματωθούν στον κομματικό μηχανισμό, να αναλάβουν πολιτικά πόστα με οικονομικές και πολιτικές απολαβές μέσω των οποίων θα τους ελέγχει το κόμμα. Αυτή η πολιτική εγκρίθηκε σε εθνικό επίπεδο από τη 16 κομματική ολομέλεια το Νοέμβρη του 2002. Ένας άλλος τρόπος με τον οποίο συνδυάζεται η πολιτική ενθάρρυνση με τον πολιτικό έλεγχο είναι η προαγωγή του status μια ολόκληρης περιοχής με αυτόματη προαγωγή του γραφειοκρατικού αξιώματος όλων των στελεχών της. Κανονικά μια επαρχία βρίσκεται υπό την ηγεσία μιας δημοτικής κυβέρνησης ως μέρος του σχεδίου αποκέντρωσης και του «έλεγχου της επαρχίας από την πόλη». Αν όμως η επαρχία προαχθεί σε επαρχιακού επιπέδου πόλη εντάσσεται σε ένα σχέδιο επανα-κεντρικοποίησης που τη θέτει υπό τον άμεσο έλεγχο της επαρχίας η οποία πια διορίζει τον δήμαρχο και τον κομματικό γραμματέα της νέας πόλης. Σκοπός είναι ο κεντρικός έλεγχος στρατηγικά σημαντικών περιοχών, και ιδιαίτερα των οικονομικά πετυχημένων. Πρόκειται για έναν επιλεχτικη ενίσχυση του κομματικού έλεγχου.

Παλαιότερες αναρτήσεις Αρχική σελίδα