1.Η περίοδος του Γκουομιντάνγκ
Λέγεται πως τον Φλεβάρη του 1912 οι νικηφόρες δυνάμεις του Γκουομιντάνγκ διέταξαν την αφαίρεση της αυτοκρατορικής πλάκας από την είσοδο της Απαγορευμένης Πόλης στο Πεκίνο και την αντικατάστασή της με μια νέα πλάκα που έφερε τα σύμβολα τις νεο-ιδρυθείσας δημοκρατίας: «Zhong Gua Men». Όμως ο εργάτης που ανέλαβε τη δουλειά γνώριζε καλά πως ο καιρός έχει πολλά γυρίσματα, κι αντί να καταστρέψει την πλάκα θέλησε να την κρύψει σε μια από τις σοφίτες της αρχαίας Δυναστικής Πύλης. Όταν όμως ανέβηκε όλα τα σκονισμένα σκαλοπάτια του περάσματος που οδηγούσαν στην ξεχασμένη κρυψώνα, βρήκε κάτω από αράχνες και ποντικοκούραδα μια άλλη πλάκα που έφερε τα σύμβολα της δυναστείας των Μινγκ: «Da Ming Men». Προφανώς κάποιος άλλος εργάτης πριν τριακόσια χρόνια είχε διαταχθεί από τις νικηφόρες στρατιές των Μαντζού να περατώσει μια αντίστοιχη εργασία. Κι είχε και αυτός προνοήσει να κρύψει την παλιά πλάκα σε περίπτωση που η νίκη των βαρβάρων από το Ντονγκμπέι ήταν προσωρινή. Όμως αυτή τη φορά δεν θα ήταν μονάχα το όνομα στην πλάκα που θα άλλαζε, γιατί η επανάσταση που ξεκίνησε από μια τυχαία έκρηξη σε μια γιάφκα στο Γουχάν θα σάρωνε όχι μόνο την αυλή του Υιού του Ουρανού, αλλά ολόκληρη τη δομή της κινεζικής κοινωνίας. Στα επόμενα χρόνια νέες περίεργες ιδέες και πρακτικές θα κατακλύσουν το Κεντρικό Βασίλειο. Μια από αυτές ήταν ο πληθυσμός. Αν ο πλούτος και το σφρίγος της αυτοκρατορίας υπολογίζονταν σε ασήμι και ρύζι, οι νέοι αστοί διανοούμενοι, οι λεγόμενοι zhishi jieji, θεωρούσαν πως το σύγχρονο προοδευτικό τους κράτος μπορούσε να οικοδομήσει τον οικονομικό και κοινωνικό του πλούτο μόνο μέσω της διαχείρισης και της βελτίωσης των βιολογικών του πολιτών. Υπερβαίνοντας κάθε ταξικό, τοπικό, φατριακό ή θρησκευτικό προσδιορισμό, ο πληθυσμός ήταν κάτι που ένωνε όλους τους πολίτες σε μια οργανική μάζα της οποίας κεντρικά χαρακτηριστικά ήταν το μέγεθος κι η ανάπτυξη. Καμία αυτοκρατορική έννοια δεν αντιστοιχούσε σε αυτή τη νέα τρομερή και πεπερασμένη ύπαρξη. Η ποιητική αφαίρεση του «xia tien» (όλοι όσοι βρίσκονται κάτω από τον ουρανό) είχε δώσει τη θέση της σε μια νατουραλιστική ακρίβεια η οποία υπαγόρευε σαν αυτονόητη μια νέα έγνοια: την αναπαραγωγή. Η συνεχής κι αδιάλειπτη ανάλυση των σεξουαλικών συμπεριφορών, της ηλικίας του γάμου, του αριθμού των γεννήσεων, των φαινομένων βρεφοκτονίας κοκ γίνανε κεντρικά ζητήματα της δημόσιας μέριμνας. Επρόκειτο για μια νέα εξουσία-γνώση που παρήγαγε ένα νέο τύπο υποκειμένων υπό επιτήρηση. Η μελέτη του μέσου όρου ζωής, του λόγου θανάτων και γεννήσεων, της πυκνότητας και της κατανομής αυτών, έγινε στόχος της «επιστήμης του πληθυσμού», δηλαδή της δημογραφίας, ενώ η βιολογική βελτίωση τους αντικείμενο της «επιστήμης της ανώτερης γέννησης», δηλαδή της ευγονικής. Διανοούμενοι με αστικό προσανατολισμό είχαν ήδη εισάγει μια σειρά από ανάλογες έγνοιες κατά τα τελευταία χρόνια της δυναστείας των Μαντζού, και ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του μεταρρυθμιστικού κινήματος που είχε προσπαθήσει ανεπιτυχώς να υπονομεύσει τους αυτοκρατορικούς θεσμούς μετά τον ταπεινωτικό Σινο-Ιαπωνικό πόλεμο του 1885. Τα χρόνια εκείνα, η διαπραγμάτευση της Μαλθουσιανής ορθοδοξίας ήταν οξεία. Από τη μία, η σχολή του Μπάο Σι Τσεν υποστήριζε πως η αύξηση του αριθμού των υπηκόων σήμαινε αύξηση του αριθμού των παραγωγών και συνεπώς αύξηση του παραγόμενου πλούτου. Από την άλλη, ετερόδοξοι διανοούμενοι όπως ο Ουάνγκ Σιν Ντουό υποστήριζαν την μείωση των γεννήσεων και την συστηματική δολοφονία όλων των νεογέννητων κοριτσιών από φτωχές αγροτικές οικογένειες, ενώ ο περίφημος Κανγκ Γιού Ουέι φαντασιωνόταν την επιλεκτική γονιμοποίηση γενετικά κατάλληλων γυναικών μέσω μηχανών.
Η νίκη των δημοκρατικών δυνάμεων το 1911 σήμανε μια επιλεκτική συστηματικοποίηση αυτών των απόψεων υπό την αιγίδα του κράτους. «Προκειμένου να γίνει η χώρα ισχυρή πρέπει να ενισχύσουμε τη ράτσα, και για να ενισχύσουμε τη ράτσα μας πρέπει να βελτιώσουμε την σεξουαλική μας διαπαιδαγώγηση»: η αυτό-πειθαρχία και ο έλεγχος αποτελούσαν κατά τους αστούς τις βάσεις της εθνικής αναγέννησης, Κατά τα πρώτα χρόνια της δημοκρατίας τυπώθηκαν εκατομμύρια αντίτυπα δεκάδων λαϊκών εντύπων ευγονικής και σεξουαλικής πειθάρχησης. Απόψεις όπως η παρακάτω ήταν κοινός τόπος: «Αν θέλουμε να ενισχύσουμε τη ράτσα μας δεν έχουμε καιρό για χάσιμο, πρέπει να εφαρμόσουμε ένα πρόγραμμα ευγονικής. Και δεν πρέπει απλά να απαγορεύσουμε τον γάμο των σεξουαλικά άρρωστων, των ηλίθιων και των φρενοβλαβών. Για όσους καταχρούνται το σεξουαλικό ένστικτο και καταστρέφουν τις μελλοντικές γενεές δεν υπάρχει παρά ένας κατάλληλος νόμος: ο ευνουχισμός!».Παρότι η επίσημη ιδεολογία του Γκουομιντάνγκ βασισμένη στις «Τρεις Αρχές για τον Λαό» του Προέδρου Δρ Σουν Γιατ Σεν ήταν αντίθετη στον περιορισμό των γεννήσεων, το πρακτικό αποτέλεσμα αυτής της γραμμής είναι αρκούντως αμφίβολο δεδομένης της διάδοσης των καθημερινών αντισυλληπτικών παροτρύνσεων από τον τύπο και τους γιατρούς, καθώς και του νέου στίγματος που συνόδευε τα αφροδίσια νοσήματα ως ενδείξεις φυλετικής διαφθοράς. Η ιατρική ορθολογικοποίηση της αναπαραγωγής περιλάμβανε μια νέα κατασκευή των «ασθενειών» ως οντότητες με δική τους προσωπικότητα η οποία αποτελούταν από σημάδια και συμπτώματα, αιτίες, κλινική εικόνα, φυσική ιστορία, πρόγνωση και κατάλληλη αγωγή. Με την ίδρυση του Υπουργείου Υγείας το 1928, μια μιλιταριστική ορολογία περί επιθέσεων, εισβολών και αμυντικών μηχανισμών έγινε αναπόσπαστο μέρος του πολιτικού λόγου και της σχολικής εκπαίδευσης - «Από τη γέννηση μας μέχρι τον θάνατό μας δεν περνάει μια μέρα στη ζωή του ανθρώπου χωρίς μια μάχη με τα μικρόβια. Το σώμα είναι ένα πεδίο μάχης». Έτσι διαμορφώθηκε ένα συλλογικό φαντασιακό οπού μπορούσαν να προβληθούν χειραγωγικά διάφοροι λόγοι αλήθειας σχετικά με την κοινωνική αποσύνθεση και την ιδεολογική μόλυνση. Ένα σχολικό βιβλίο που εκδόθηκε κατά τη διάρκεια της Ιαπωνικής επέλασης το 1935 γράφει χαρακτηριστικά: «Μικρέ φίλε, η χώρα μας διάγει μια μάχη ζωής και θανάτου, κι αν θέλουμε να τη σώσουμε πρέπει πρώτα να οικοδομήσουμε υγιή σώματα. Όταν θα έχουμε όλοι μας υγιή σώματα, θα μπορέσουμε να εφαρμόσουμε τα υγιή μυαλά μας σε διάφορες εργασίες, να πάμε και να πολεμήσουμε τον εχθρό μας ώστε να σώσουμε την χώρα!».
Το bête noire αυτής της πολιτικής μικροβιολογίας ήταν η σύφιλη, η οποία αντιπροσώπευε την διαφθορά του έθνους από τους ξένους διάβολους και τα αστικά κέντρα. Όπως στην προ-επαναστατική Ρωσία, έτσι και στη δημοκρατική Κίνα, η ύπαιθρος θεωρούταν πηγή του ηθικού κι ενάρετου βίου, δεξαμενή της ελπίδας και της αγνότητας. Ήταν ο κατεξοχήν τόπος της υγείας και της αθωότητας. Οι αστοί ιδεολόγοι συνέδεσαν στενά την ύπαιθρο με μια άλλη νέα έννοια, τη γυναίκα (nuren), της οποίας η σεξουαλικότητα περιοριζόταν «καταβολικά» στο «μητρικό ένστικτο» και εκφραζόταν αποκλειστικά στην αναπαραγωγή. Μέσω του τρόμου των αφροδισίων, οι γυναίκες-ύπαιθρος καταστήθηκαν παθητικά θύματα δηλητηρίασης από τους άνδρες-πόλη: ένας άνδρας με ακόρεστες σεξουαλικές ορέξεις έφερνε στα κρυφά τη νόσο-δηλητήριο από τις διεφθαρμένες ξενότροπες πόλεις και μόλυνε όχι μόνο τη σύζυγο και τα παιδία του, αλλά την ίδια την βάση μια υγειούς ανοικοδόμησης του έθνους. Αυτός ο λόγος για τη σχέση των φύλων ήταν μέρος μιας πολύπλοκης πολιτικής τεχνολογίας η οποία έθετε για πρώτη φορά το σημείο γυναίκα έξω από τις σχέσεις συγγένειας (jia) και το επανατοποθετούσε ως μια ηγεμονική κατηγορία στο κέντρο της κοινωνικής διαδικασίας. Από το 1919, το κίνημα της 4ης Μαΐου θα συστηματικοποιήσει τον φυλετικό λόγο παρουσιάζοντας τη γυναίκα σαν ένα αθώο θύμα των εγκλημάτων που τελεί η κοινωνία ( sheshui) καθημερινά από γενιά σε γενιά, σαν μια σκλάβα των σκλάβων: «η ρίζα της δικής σου (γυναικείας) οδύνης βρίσκεται στην δική μου (ανδρική) ανικανότητα να διορθώσω τις αδικίες της κοινωνίας απέναντί μου». Παράλληλα η αστική διανόηση θα επανα-κατασκευάσει το φύλο σαν μια πατριωτική κατηγορία: σαν μια μορφή αφοσίωσης που μετατίθεται από τον οίκο και τον σύζυγο/ πατέρα στο έθνος. Ο πατριωτισμός αποτελούσε βασικό μοτίβο των μνημοτεχνικών που επιστράτευσε το Γκουομιντάνγκ από την αρχή της ηγεμονίας του, και ήταν άρρητα δεμένος με έναν ρατσιστικό βιο-λόγο. Ο ηγέτης της αστικής επανάστασης Δρ. Σουν Γιατ Σετ ήταν σπουδαγμένος στο Τόκιο. Εκεί είχε έρθει σε επαφή με την ιμπεριαλιστική ιδεολογία της Ιαπωνικής μπουρζουαζίας που λίγα χρόνια μετά θα κατασπάραζε την ανατολική Ασία. Μια από τις νέες ιδέες που συνάντησε εκεί ήταν το μινζοκου, η φυλετική εθνότητα. Έτσι άρχων πια της Κίνας, ο δόκτορας επέβαλε έναν εντελώς νέο όρο, μια ολοκαίνουργια κατανόηση της κοινωνικής διαδικασίας. Κατά τον Σουν, στην Κίνα υπήρχαν πέντε ανθρώπινες «ράτσες», γουτζου, εκ των οποίων οι Χαν (χαντζου) ήταν η πολιτισμικά ανώτερη. Ιστορική ευθύνη των Χαν ήταν να προασπίσουν την Δημοκρατία τόσο ενάντια στους εξωτερικούς όσο κι ενάντια στους εσωτερικούς βαρβάρους, δηλαδή τις άλλες τέσσερις «ράτσες» (Μαντζού, Θιβετιανοί Μογγόλοι, Μουσουλμάνοι). Η ιδεολογία των γουτζου είχε πράγματι δυο πεδία εφαρμογής, το ένα εσωτερικό και το άλλο εξωτερικό. Από την μια επισημοποιούσε ως κριτικό εργαλείο και ως μονάδα αυτό-αντίληψης την ιδέα της δια-φυλετικής αντιπαλότητας. Έτσι άμβλυνε τον ταξικό ανταγωνισμό θρέφοντας την ιδέα της ρατσιστικής ενότητας. Από την άλλη κατασκεύαζε έναν «ρατσιστικό φορμαλισμό» ισάξιο της «ρατσιστικής επιστήμης» των Γιαπωνέζων, ελπίζοντας ίσως σε μια ειρηνική συμβίωση των αστικών τάξεων των δυο χωρών, σε μια από κοινού εκμετάλλευση των προλεταριακών κι αγροτικών τους βαρβάρων. Κι αυτό γιατί μετά το 1924 και μετά, το αυταρχικό κράτος του ΚΜΤ χρειαζόταν την αμέριστη αφοσίωση και υποταγή κάθε του πολίτη όχι μόνο απέναντι στην Ιαπωνική απειλή αλλά κυρίως ενάντια στην κομμουνιστική αμφισβήτηση.
2. Το κομμουνιστικό μοντέλο
Γνωρίζουμε ελάχιστα για την διαμόρφωση των κοινωνικών σχέσεων στα κινεζικά σοβιέτ πριν την απελευθέρωση του 1949. Στην πραγματικότητα οι περιοχές που έλεγχαν οι κομμουνιστές δεν τελούν υπό ένα ενοποιημένο πολιτικό καθεστώς, μιας και σε αντίθεση με το Μπολσεβικικό κόμμα στη Ρωσία, το αντιπολιτευόμενο ΚΚΚ ( Γκονγκτσαντάνγκ, «κόμμα της κατανομής της παραγωγής») δεν είχε κάποιο αποτελεσματικό κεντρικό μηχανισμό ελέγχου των τοπικών του οργανώσεων. Επιπλέον, για πολλά χρόνια τα κινεζικά σοβιέτ βρισκόντουσαν υπό συνεχή κίνηση και διατηρούσαν πιο μόνιμες βάσεις κυρίως σε απομακρυσμένες φυλετικές περιοχές της χώρας, οπού η μη παρεμβατικότητα στην αυτόχθονα κοινωνική οργάνωση ήταν απαραίτητη για την λαϊκή τους αποδοχή. Ωστόσο, κάποιες έστω κι αποσπασματικές μαρτυρίες και ντοκουμέντα από αυτή την 25χρονη περίοδο μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε πως η βιοπολιτική στρατηγική των κομμουνιστών διέφερε σημαντικά από αυτή του Γκουομιντάνγκ, κι επέφερε ραγδαίες αλλαγές στη ζωή των αγροτών κι των εργατών που βρίσκονταν, έστω και προσωρινά, στη σφαίρα επιρροής τους. Αν και διατήρησαν αρκετές από τις αστικές έννοιες σχετικά με το εθνικό σφρίγος, οι κομμουνιστές διανοούμενοι θα μετατοπίσουν την προβληματοποίηση του φύλου από την παθητικότητα και την αφοσίωση στην ενεργό στράτευση. Το Σοβιέτ του Τζιάνγκσι (1927-1934) για παράδειγμα χρησιμοποίησε έναν νέο πολιτικό όρο ο οποίος θα εφαρμοστεί από το 1934 και στις τρεις κομμουνιστικές επαρχίες του καθεστώτος Γιενάν, και θα καθιερωθεί σε κρατικό επίπεδο μετά το 1949. Ο όρος «funu» θα αντικαταστήσει τον θεωρούμενο ως αντιδραστικό «nuren» για να περιγράψει ένα πολιτικό υποκείμενο ηλικίας άνω των 14, το οποίο έχει απελευθερωθεί από το νυφοπάζαρο, την πορνεία, και την δουλεία, δεν φέρει φεουδαρχικά σημάδια (σκουλαρίκια, δεμένα πόδια) και παίρνει μέρος σε πολιτικά απελευθερωτικές πράξεις. Το γυναικείο υποκείμενο θα τοποθετηθεί μέσα σε μια δομημένη πολιτική σφαίρα πέρα από το αγροτικό ημερολόγιο της σποράς και του θερισμού, και πέρα από τις κοινωνικές σχέσεις του χωριού. Το κόμμα θα δομήσει γραφειοκρατικά δίκτυα γύρω από αυτή τη νέα φυλετική πρακτική η οποία μέσα από τις διάφορες αναγνωρισμένες μορφές της θα θέσει την γυναικεία ταυτότητα από τη μια πέρα από την οικογένεια και την φεουδαρχική κοινωνική οργάνωση, κι από την άλλη πέρα από την αστική εικόνα της θύματος-τροφού. Η ενεργός γυναίκα έπρεπε να συστρατευτεί ώστε να μάθει τα φυσικά της δικαιώματα προκειμένου να μπορεί να τα εκπροσωπεί και να τα διαδώσει μέσω μαζικών οργανώσεων βάσης. Ο φυσικός τόπος δράσης μιας γυναίκας δεν ήταν πια η οικογένεια ή το έθνος, μα «η οργανωτική σφαίρα του κόμματος». Έτσι η εμπειρία του φύλου αποτελούσε μέρος ενός νέου λόγου αλήθειας σχετικά με τον πληθυσμό και τη σχέση του με το πρωτοποριακό κόμμα. Αν για τους αστούς ο πληθυσμός ήταν η οργανική βάση του έθνους-κράτους, για τους κομμουνιστές η μάζα ήταν η διαλεκτική πλατφόρμα της επαναστατικής διαδικασίας. Τουλάχιστον αυτή ήταν η άποψη της φράξιας των «επαγγελματιών επαναστατών» 1 (υπό την ηγεσία των Μάο Τσε Τουνγκ, Ζου Εν Λάι, και Τσου Τεχ), η οποία και θα επιχειρήσει να επικρατήσει των τεχνοκρατικών στοιχείων του κόμματος (υπό την ηγεσία των Λιού Σάο Τσι και Ντενγκ Σιάο Πινγκ) αμέσως μετά την απελευθέρωση. Πρέπει να θεωρήσουμε αυτονόητο πως αυτή η φράξια έδωσε περίσσια έμφαση στην αποτελεσματικότητα και την διάδοση των δικών της βιοπολιτικών στρατηγικών κατά τη διάρκεια του αντάρτικου. Η εξέτασή αυτών δεν είναι ωστόσο χωρίς σημασία, μιας και θα αποτελέσουν ιδεολογική αιχμή του ενδο-εξουσιαστικού αγώνα έως και το 1976. Ο Μάο είχε μια μαρξιστικά ετερόδοξη αντίληψη. Θεωρούσε πως ένας φτωχός και αμόρφωτος πληθυσμός αποτελεί επαναστατικό αβαντάζ: «πέρα απ’ όλα τους τα χαρακτηριστικά, το κύριο για τα 600 εκ. Κινέζων είναι πως είναι “φτωχοί και παρθένοι”. Αυτό μπορεί να φαίνεται κακό, αλλά είναι καλό. Η φτώχια γεννάει την επιθυμία της αλλαγής, την επιθυμία για δράση, την επιθυμία για επανάσταση. Πάνω σ’ ένα λευκό χαρτί μπορεί κανείς να γράψει τους πιο ζωηρούς κι ωραίους χαρακτήρες, και μπορεί να ζωγραφίσει τις πιο ωραίες εικόνες». Μέσα σε αυτή την αδιαμόρφωτη μα κι ενάρετη μάζα, οι κομμουνιστές έπρεπε να κολυμπάνε σαν το ψάρι στο νερό: «όλη η ορθή ηγεσία προέρχεται αναγκαστικά από τις μάζες και κατευθύνεται προς αυτές. Αυτό σημαίνει: πάρτε τις ιδέες από τις μάζες (σκορπισμένες και μη-συστηματικές) και συγκεντρώστε τις (μετατρέψτε τις με την μελέτη σε συγκροτημένες και συστηματικές), μετά πηγαίνετε στις μάζες και διαδώστε κι εξηγήστε αυτές τις ιδέες έως ότου οι μάζες τις αγκαλιάσουν σαν δικές τους, τις τηρήσουν και τις μετατρέψουν σε πράξη, εξετάζοντας έτσι έμπρακτα την ορθότητά τους. Τότε πάλι συγκεντρώστε τις ιδέες από τις μάζες και επιστρέψτε τις σε αυτές ώστε να βελτιωθούν. Και ούτω καθεξής σε μια αέναη σπείρα, όπου οι ιδέες θα γίνονται όλο και πιο ορθές, όλο και πιο ζωτικές, όλο και πιο πλούσιες. Αυτή είναι η μαρξιστική-λενινιστική θεωρία της γνώσης, η μεθοδολογία». Έτσι, κεντρική έγνοια του κράτους δεν είναι πια η υγεία του πληθυσμού, μα η δυνατότητα συσχέτισης με και κινητοποίησης των αρχέγονων και ζωτικών του δυνάμεων (η λεγόμενη γραμμή των μαζών, ή ο δρόμος του Γιενάν). Η μάζα είναι de facto υγιής, το ζήτημα είναι αν η πρωτοπορία είναι σε θέση να έρθει σε διαλεκτική σχέση μαζί της και να απελευθερώσει το εν υπνώσει δυναμικό της.
Με άλλα λόγια, για τους «επαγγελματίες επαναστάτες» οι βάσεις της κοινωνικής οργάνωσης και της οργάνωσης της παραγωγής, δηλαδή τα θεμέλια της χειραγώγησης και της υπερεκμετάλλευσης πρέπει να είναι βολονταριστικά και πειθαρχικά. Ο αγρότης κι ο εργάτης δεν πρέπει να εξαναγκάζονται να δουλέψουν για το κόμμα-κράτος, αλλά πρέπει να επιθυμούν να υποταχτούν σε αυτό και τους κώδικές του με όλο και πιο νέους τρόπους. Δεν πρέπει απλά να θέτουν εθελουσίως και όλο και πιο δωρεάν την εργατική τους δύναμη, τις σκέψεις τους, την μορφή οργάνωσής τους, τις σχέσεις τους και τα σώματά τους στη δούλεψη της «επανάστασης», αλλά να εφευρίσκουν συνεχώς και ευχαρίστως νέες μορφές αυτο-ελέγχου, αυτο-επιτήρησης, αυτο-κριτικής και ομολογίας. Η πάλη αυτού του μοντέλου χειραγώγησης και εκμετάλλευσης με το ορθόδοξο λενινιστικό-φορντικό θα είναι σφοδρή και τόσο η οικογένεια, όσο και ο ρόλος της γυναίκας ιδιαίτερα θα αποτελέσουν κόμβους σε αυτήν. Ήδη από το 1947 οι μαοϊκοί θα διαμορφώσουν ένα νέο αναλυτικό τόπο μεταξύ κράτους και οικογένειας. Κάθε οικογένεια όφειλε να μετατραπεί από αυταρχική (jaizhang zhuanzhi) σε δημοκρατική (minzhu jiating). Αυτό απαιτούσε μια μακρά διαδικασία αυτοκριτικής, και προσεκτική οργάνωση και σχεδιασμό της οικιακής παραγωγής. Το πρόβλημα, όπως θα πει ο Ζου Εν Λάι, δεν ήταν η απελευθέρωση της γυναίκας από την οικογένεια, μα η ισότιμη αφοσίωση των ανδρών στις οικογενειακές υποχρεώσεις. Παράλληλα θα εισαχθεί εκ νέου ένας αναπαραγωγικός επιστημονισμός: μια στρατιά από γυναίκες γραφειοκρατικά στελέχη, τα λεγόμενα αηδόνια, θα εισάγουν λόγους και πρακτικές αναπαραγωγικής υγιεινής στις οικογένειες και τις κολλεκτίβες. Έτσι, το jiating η δημοκρατική ή μάλλον κρατιστική οικογένεια θα εδαφοποιήσει την κοινωνική παραγωγή στις συντεταγμένες τις παραγωγικότητας: «προκειμένου να ανέβει το επίπεδο των οικογενειών, οι μάζες πρέπει να αναπτύξουν την βιομηχανία και την γεωργία του κράτους μας» και «η παραγωγικότητα στην οικογενειακή εργασία ενισχύει την παραγωγικότητα του έθνους». Την ίδια εποχή θα δημιουργηθεί η Γυναικεία Ομοσπονδία, Φουλιάν, της οποίας λειτουργία ήταν να κωδικώσει και να υποτάξει κάθε έννοια θηλυκότητας μέσα στον ηγεμονικό λόγο του κράτους. Κανένας άνθρωπος δεν μπορούσε να αναπαρασταθεί ή να εκπροσωπηθεί ως γυναίκα παρά μόνο μέσο του λόγου και της μεσολάβησης της Φουλιάν. Η ομογενοποίηση των διάφορων πολιτικών υποκειμένων και κινημάτων σε μια εκπροσωπίσιμη μάζα αποτέλεσε βασική μέριμνα του πρώιμου κομμουνιστικού κράτους. Η Φουλιάν ένταξε τις γυναίκες ως πολιτική κατηγορία σε μια σειρά μορφοποιητικών διαδικασιών του κράτους και προσέφερε σε μια σειρά ανθρώπων γραφειοκρατικές εξουσίες βάσει και λόγω του φύλου τους.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο βασική μέριμνα της φυλετικής γραφειοκρατίας ήταν να «μετατρέψει τις γυναίκες από καταναλωτές σε παραγωγούς». Ας σημειώσουμε εδώ πως για αυτό τα στελέχη της Φουλιάν βασίστηκαν στην Καταγωγή της Οικογένειας του Ένγκελς όπου αναφέρεται πως «η απελευθέρωση της γυναίκας έχει σαν προϋπόθεση την είσοδο όλου του γυναικείου φύλου στην παραγωγή και…αυτή η προϋπόθεση απαιτεί με τη σειρά της την εξάλειψη της οικογένειας σαν οικονομικής μονάδας της κοινωνίας». Κατά τα χρόνια του Μεγάλου Άλματος προς τα Εμπρός αυτή η ενσωμάτωση των γυναικών στην παραγωγική διαδικασία θα εντατικοποιηθεί ραγδαία. Η παραγωγή και η αναπαραγωγή θα συγχυστούν ρητορικά στην προπαγάνδα, προσδίδοντας νέα έμφαση στον συνδυασμό βολονταρισμού και πειθάρχησης. Όταν ωστόσο ο παροξυσμός των μαζικών τελετών παραγωγής/ αναπαραγωγής καταρρεύσει το 1959, η ολότητα της μαοϊκής πολιτικής θα τεθεί υπό αμφισβήτηση. Η τάξη των τεχνοκρατών με ξεκάθαρα φορντικά σχέδια θα αντιτάξει ως μέθοδο «σοσιαλιστικής ανάπτυξης» την νέα οικονομική πολιτική του σανζιγιμπάο: επέκταση των ατομικών κλήρων των ελεύθερων αγορών, πολλαπλασιασμός των μικρών επιχειρήσεων οι οποίες αναλαμβάνουν πλήρη ευθύνη για τη ζημιά και τα κέρδη τους, καθορισμός νορμών παραγωγής με βάση την οικογένεια. Η εκμηχάνιση θα παραγκωνίσει τις μάζες ως κεντρικό σημείο αναφοράς της κυβερνητικής. Χαρακτηριστικό της βιοπολιτικής διάστασης της νέας στρατηγικής θα είναι η πολεοδομική επικέντρωση των τεχνοκρατών. Βασισμένοι στο σοβιετικό μοντέλο του Σάμπσοβιτς, οι τεχνοκράτες θα επιχειρήσουν την ορθολογικοποίηση και την συγκεντροποίηση της οργάνωσης της καθημερινής ζωής: θα επιχειρηθεί κατασκευή μεγάλων συγκροτημάτων των όποίων οι αποστάσεις θα είναι αυστηρά ελεγχόμενες από σώματα ειδικών βάσει χρονομετρικών και ανθρωπομετρικών καταγραφών (τεϊλορισμός). Αυτό ερχόταν σε αντίθεση με το μαοϊκό μοντέλο που προέβλεπε την κινητοποίηση των μαζών και την συλλογική οικοδόμηση απλών, εύκολων και πολυπληθών κατασκευών.
3. Η Πολιτιστική Επανάσταση
Ωστόσο την οικονομική κυριαρχία της τεχνοκρατικής τάξης την πενταετία 1959-1964 δεν ακολούθησε και η πολιτική της ηγεμονία. Η φράξια των «επαγγελματιών επαναστατών» θα χρησιμοποιήσει την ιδεολογία για ανακτήσει την εξουσία, κι αυτό θα οδηγήσει σε μια βίαια ρεβάνς του βολονταριστικού/ πειθαρχικού μοντέλου. Κεντρικό ρόλο σε αυτή θα παίξει η ριζική αναδιάρθρωση του ιατρικού συστήματος το οποίο θα φύγει από τα χέρια των ειδικών τεχνοκρατών της υγείας και θα περάσει στα χέρια των λεγόμενων «ξυπόλητων γιατρών». Αυτοί οι ελάχιστα εκπαιδευμένοι πολίτες ή στρατιώτες θα εγκατασταθούν σε κάθε μονάδα παραγωγής στον αγρό και τις πόλεις με σκοπό να διαγνώσουν και να θεραπεύσουν όλες τις κοινές αρρώστιες, μα κυρίως τις επαγγελματικές. Παράλληλα οι ξυπόλυτοι γιατροί θα συμμετέχουν άμεσα στην παραγωγή της μονάδας τους. Το 1970 ο αριθμός των ξυπόλητων γιατρών θα ξεπεράσει το ένα εκατομμύριο δημιουργώντας πρωτοφανείς συνθήκες επιτήρησης μέσα στους χώρους εργασίας και έναν εντελώς νέο δεσμό της εκμετάλλευσης με την βιοπολιτική. Το κυβερνητικό μοντέλο της Πολιτιστικής Επανάστασης θα κορυφωθεί από την Ομάδα της Σαγκάης. Οι «επαγγελματίες επαναστάτες» θα προσπαθήσουν μέχρι την οριστική τους ήττα το 1976 να φέρουν ξανά και ξανά την κινεζική κοινωνία σε κατάσταση εσωτερικού πολέμου προκειμένου να αποτρέψουν την εξάλειψή τους από την «νέα τάξη» των τεχνοκρατών. Πιστεύοντας πως «η καταστολή των ταραχών σε ένα ταραγμένο κράτος σημαίνει καινούργιες ταραχές…οι αναταραχές γεννιούνται στην προσπάθεια της τάξης σε μια χώρα παραδομένη στις ταραχές» θα επιχειρήσουν να αντιμετωπίσουν την κρίση της εξουσίας δημιουργώντας ένα ιδιότυπο καθεστώς εξουσίας της κρίσης: «πρέπει συνεχώς να καταστρέφουμε αυτό που έχουμε παράγει…κυβερνώ σημαίνει καταστρέφω, καταστρέφω τα παράσιτα, το εχθρό, τις ίδιες μου τις δυνάμεις». Θεωρούμενη αποσπασματικά η μέθοδος αυτή μοιάζει ανορθολογική, έως και παράλογη. Όμως η πολιτική επανεκπαίδευσης των στελεχών στους αγρούς, η απελευθέρωση του αντιγραφειοκρατικού μένους από τα κάτω, η πολιτική των ηθικών κινήτρων, η επίθεση σε κάθε είδους πολυτέλεια, η εκστρατεία εναντίον του Κομφούκιου και τόσα άλλα «ανορθολογικά» στιγμιότυπα που θα χαρακτηρίσουν τα δέκα χρόνια της Πολιτιστικής Επανάστασης αποτελούν απευθείας κληρονομιά μιας καθ’ όλα ορθολογικής και συγκεκριμένα Νομοκρατικής προβληματοποίησης του κοινωνικού. Βάσει των κινέζων Νομοκρατών, εξέχον παράδειγμα των οποίων υπήρξε ο Σιανγκ Γιανγκ (4ος Π.Χ. αιώνας), η διακυβέρνηση αποτελεί ένα είδος εκπαίδευσης: διδάσκει ασύνειδα στους ανθρώπους συμπεριφορές που υποκαθιστούν το ένστικτο ή μάλλον το επεκτείνουν. Με αυτό τον τρόπο, ο ηγεμόνας οδηγεί τους υπηκόους να κάνουν αυθόρμητα αυτό που απεχθάνονται, δηλαδή να καλλιεργούν τη γη και να πηγαίνουν χαρούμενα εκεί που φοβούνται, δηλαδή στον πόλεμο. Ο έλεγχος της εκτέλεσης εντολών πρέπει να πραγματοποιείται στο πιο χαμηλό επίπεδο εξουσίας, δηλαδή από την ίδια την κοινωνία. Με τη λήψη αποφάσεων σε επίπεδο οικογένειας, με την κατάδοση και τη συλλογική ευθύνη στα χωριά, ο νόμος διαπερνά όλους τους πόρους του κοινωνικού ιστού. Θα ήταν κάλο, λέει ο Σιανγκ Γιανγκ, μέσα στο μυαλό κάθε υπηκόου να υπάρχει ένας δικαστής. Πρόκειται για ένα ακραίο μοντέλο πειθάρχησης, για το αποκορύφωμα της εσωτερίκευσης της σχέσης-κράτος από τους εκμεταλλευόμενους. Οι «τρελοί ιδεολόγοι» της Σαγκάης έχοντας πλήρη γνώση των κυβερνητικών θέσεων των Νομοκρατών θα συμπεράνουν πως προκειμένου να ελέγχει μια τάξη το κράτος, θα πρέπει να ελέγχει τους «δύο μαστούς του»: την γεωργία και τον πόλεμο. Τόσο οι Νομοκράτες όσο και οι «επαγγελματίες επαναστάτες» θεωρούσαν την γεωργία τομέα-κλειδί για το κράτος, όχι επειδή είναι αποδοτική, αλλά επειδή μπορεί να διαφεύγει λιγότερο από τον έλεγχο από ό,τι το εμπόριο ή η βιομηχανία. Επιπλέον, βάσει της Νομοκρατικής σκέψης, η γεωργία προετοιμάζει τον πληθυσμό για τον πόλεμο, αφού δημιουργεί πειθήνιους στρατιώτες: στην πραγματικότητα ο πόλεμος είναι η άλλη πλευρά της γεωργίας, η συνέχειά της με άλλα μέσα. Κι αυτό γιατί ο πόλεμος καταστρέφει το περίσσευμα που παράγει η γεωργία, εμποδίζοντας έτσι την ανάπτυξη της τεμπελιάς από μεριά των εργατών και τον παρασιτισμό από μεριά των διευθυντικών/ τεχνοκρατικών στελεχών, τις δύο πληγές που καταστρέφουν το κράτος: «οι διεφθαρμένοι δημόσιοι υπάλληλοι δεν θα τολμούν πλέον να αισχροκερδούν και ο λαός θα γίνει εργατικός και οικονόμος». Ο πόλεμος των «επαγγελματιών επαναστατών» δεν ήταν εθνικός αλλά κοινωνικός. Ο αγώνας που θα εξαπολύσουν οι ερυθροφρουροί εναντίον τόσο των εργατικών αρνήσεων όσο και του τεχνοκρατικού παρασιτισμού θα έχει στην καρδιά του ένα σύνολο από ιδιότυπες σωματικές τελετουργίες οι οποίες κορυφώνονταν στις «συνεδρίες μαζικού αγώνα» κατά τις οποίες αντιπαραγωγικοί εργάτες και συντηρητικοί γραφειοκράτες υπέκυπταν σε δημόσια αυτοκριτική και διαπόμπευση. Αυτές οι μαζικές τελετουργίες συγκέντρωναν χιλιάδες ανθρώπους οι οποίοι συμμετείχαν σε αυτές αναπαράγοντας μια συγκεκριμένη γκάμα τυποποιημένων κινήσεων αποδοκιμασίας, κατηγορίας και αγανάκτησης, ενώ οι κατηγορούμενοι είχαν μεγαλύτερες πιθανότητες να επιβιώσουν εάν επαναλάμβαναν κι αυτοί με τη σειρά τους πειθήνια την άτυπη τελετουργία εξευτελισμού. Αυτή η τεχνολογία εξουσίας υποκειμενοποιούσε κατήγορους και κατηγορούμενους μέσα στα πλαίσια μιας πραγμοποιημένης, φετιχοποιημένης θα λέγαμε, ιστορίας. Μιας ιστορίας η οποία τυποποιείται στο δίπολο μαχητών και δαιμόνων, κι έτσι επαναλαμβάνεται συνεχώς έως ότου πραγματωθεί μέσα στην σοσιαλιστική ολοκλήρωση. Πρόκειται δηλαδή για μια σημειοτεχνική η οποία καθιστά τα κοινωνικά υποκείμενα ορατά και διαφανή στο πανοπτικό της εξουσίας-ιστορίας. Αυτή η κυκλοφορία των ιστορικών σημείων-ρόλων είχε ως αποτέλεσμα τον ορισμό της υποκειμενικότητας όχι υπό όρους της όποιας ατομικότητας, μα υπό τους όρους ταύτισης με ένα αρνητικό ή θετικό ηθικό μοντέλο. Κι έτσι σκοπός αυτών των βιοπολιτικών τεχνικών ήταν όχι τόσο η αφομοίωση του κάθε ενός στην νόρμα του ήδη υπάρχοντος κοινωνικού σώματος, όσο ο ριζικός επανορισμός του δεύτερου ως ενσάρκωση ενός ιστορικού πεπρωμένου. Η εξουσία-αυθεντία του κόμματος της πρωτοπορίας (και των «επαγγελματιών επαναστατών» ιδιαίτερα) αντί να είναι αόρατη, καθίσταται πανταχού ορατή και φωνάζει «Κοιτάξτε με! Σας αποκαλύπτομαι. Το δικό σας βλέμμα με ολοκληρώνει και πραγματοποιεί την εξουσία μου, δεν είμαι παρά η θέλησή σας και το πεπρωμένο σας». Ωστόσο, οι «επαγγελματίες επαναστάτες» ήταν ανίκανοι να συγκρατήσουν την δύναμη αυτής της τεχνικής, και γρήγορα αντίπαλες ομάδες ερυθροφρουρών θα πάρουν την ερμηνευτική βία στα χέρια τους. Αυτό θα οδηγήσει στην καταστολή και στην όλο και αυξανόμενη εξειδίκευση των εκστρατειών της μαοϊκής φράξιας. Έτσι, ιδιαίτερα μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του Σεπτέμβρη του 1971, οι μαζικές τελετουργίες θα χάσουν την αιχμή τους και θα μετατραπούν σε προβλέψιμες και εκ των άνω κατευθυνόμενες παράτες. Οι «τρελοί ιδεολόγοι» της Σαγκάης διστάζοντας να οδηγήσουν τον πόλεμό τους στο λογικό του συμπέρασμα (τον γενικευμένο ταξικό πόλεμο που θα τους κόστιζε βέβαια τα τομάρια τους) αφιερώθηκαν σε παλατιανές ίντριγκες οι οποίες θα αποξενώσουν τους «επαγγελματίες επαναστάτες» τόσο από την εξεγερμένη νεολαία, όσο και από τους αγρότες. Η οικιοποίηση αυτών των μεθόδων από την τεχνοκρατική φράξια σε συνεργασία με την τοπική στρατιωτική διοίκηση θα πραγματοποιηθεί αστραπιαία μετά τον θάνατο του Μάο, και η Τζιανγκ Τσίνγκ, ηγέτης των «επαγγελματιών επαναστατών», θα υποκύψει στην μέθοδο της δαιμονοποίησης που είχε με κόπο κατασκευάσει επί δώδεκα χρόνια.
4. Ντενγκισμός
Η αποκολλεκτιβοποίηση και η φιλελευθεροποίηση της οικονομίας από το 1980 και μετά συνοδεύτηκε όπως είναι γνωστό από μια πρωτοφανή βιοπολιτική νομοθεσία η οποία απαγόρευε την απόκτηση άνω του ενός παιδιού σε κάθε οικογένεια. Με μια μονοκοντυλιά, η τάξη των τεχνοκρατών αποφάσισε πως μόνο οι μισές κινέζικες οικογένειες θα διαιωνίζουν το όνομά τους, πως οι σχέσεις αδερφών και θείων-ανιψιών θα εξαφανιστούν και πως η όποια αποτυχία για αντισύλληψη θα αντιμετώπιζε σκληρότατες κυρώσεις. Ο κρατικός έλεγχος τόσο της γονιμότητας όσο και της οικογενειακής δομής τέθηκε στο επίκεντρο της κυβερνητικής πολιτικής του κόμματος. Αν και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980 τα μέτρα είχαν γίνει πιο ευέλικτα, επιτρέποντας παραπάνω παιδιά σε μια σειρά από μειονότητες, ο συνδυασμός της πολιτικής του ενός παιδιού καθώς και η αποκολλεκτιβοποίηση που έθετε το νοικοκυριό ως κύρια αγροτική οικονομική μονάδα θα εκσφενδονίσει στα ύψη την αξία της γέννας δημιουργώντας μια σειρά από εντελώς νέες κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις.
Πρώτον, θα παρατηρηθεί μια εκρηκτική αύξηση των συνολικών εξόδων που σχετίζονται με τον γάμο, θα επιτραπεί για πρώτη φορά μετά το 1950 η προίκα, ενώ η βρεφοκτονία κοριτσιών θα γίνει εθνικό φαινόμενο. Έτσι η γυναίκα θα αρχίσει να μετατρέπεται όλο και περισσότερο σε εμπόρευμα. Αυτό έχει οδηγήσει σε ένα τεράστιας κλίμακας παραεμπόριο γυναικών. Μονάχα το 1990 καταδικάστηκαν από κινέζικα δικαστήρια 2,530 συμμορίες απαγωγέων, ενώ κατά τη διάρκεια αστυνομικών επιχειρήσεων το 2000 απελευθερώθηκαν 110,000 γυναίκες και 13,000 παιδιά. Οι κινέζικες αρχές παραδέχονται πως αυτός ο αριθμός δεν αποτελεί παρά ένα ελάχιστο ποσοστό του φαινομένου απαγωγών γυναικών με σκοπό την πώλησή τους ως νύφες στις ανατολικές ριζοπαραγωγικές επαρχίες. Μια γυναίκα αξίζει στα αγροτικά νυφοπάζαρα 450-550 δολάρια, ενώ πολλές πωλούνται σε εργοστάσια για φτηνή εργασία ή σε μπορντέλα των μεγάλων πόλεων. Πολλές φορές οι τοπικές αρχές συνεργάζονται με τις συμμορίες, παρόλο που η ποινή για εμπλοκή σε αυτό το εμπόριο είναι η εκτέλεση.
Δεύτερον, η πολιτική του ενός παιδιού θα δυσχεράνει οικονομικά τις αγροτικές οικογένειες, ενώ θα ενισχύσει τους μικροϊδιοκτήτες των πόλεων (ας σημειωθεί πως οι μεγαλοϊδιοκτήτες συνήθως έχουν πάνω από ένα παιδιά μιας και μπορούν να πληρώσουν το πρόστιμο αλλά και δεν κινδυνεύουν να τους «πέσει η μούρη»). Από την μία οι περισσότερες μη-αγροτικές δουλείες στις αγροτικές περιοχές θα καταληφθούν από άνδρες, κι από την άλλη η πλειονότητα των εσωτερικών μεταναστών προς τα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα θα είναι άνδρες. Έτσι η πλειονότητα των αγροτικών εργασιών γίνεται σήμερα από γυναίκες, και γι’ αυτό πολλοί δυτικοί αναλυτές μιλάνε για την θηλυκοποίηση της αγροτικής παραγωγής στην Κίνα.
Όμως θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε πως το τεχνοκρατικό μοντέλο κατάφερε να επιβληθεί με ηγεμονικούς όρους στην ολότητα της κινεζικής κοινωνίας. Στην πραγματικότητα, η πρακτική εφαρμογή του συστήματος ελέγχου των γεννήσεων από το ΚΚΚ αποδείχτηκε πολύ δύσκολη. Οι αγρότες θα κατασκευάσουν πολύπλοκες συλλογικές στρατηγικές για την αποφυγή πληρωμής των προστίμων και την επιβολή των κυρώσεων σε περίπτωση παράβασης του γενετήσιου νόμου. Έτσι, για παράδειγμα, το 1983 μόνο 49% των παραβατών στην επαρχία του Σαανσί θα καταστεί αντικείμενο κυρώσεων. Το 1986 το σύστημα των προστίμων θα καταρρεύσει στις περισσότερες αγροτικές περιοχές υπό την γενικευμένη απείθεια των πολύτεκνων οικογενειών. Αν το μαοϊκό κράτος μπορούσε να ελέγξει και να κυρώσει ή να επιβραβεύσει κάθε πτυχή της καθημερινής ζωής των αγροτών και των εργατών, αυτή η δύναμη είχε χαθεί με την φιλελευθεροποίηση της οικονομίας Από τη στιγμή που η οικονομία δεν ήταν πλέον κολλεκτιβοποιημένη, η επιβολή της νομοθεσίας είχε καταστεί αδύνατη.
Στις δε πόλεις, αν και ο περιορισμός των γεννήσεων θα γίνει δεκτός με ευχαρίστηση από τους μικροϊδιοκτήτες, η εντατικοποίηση και η εκμηχάνιση της εργασίας υπό το νέο φορντικό μοντέλο των τεχνοκρατικών στοιχείων του ΚΚΚ, καθώς και η κατάρρευση του συστήματος ηθικών κινήτρων θα οδηγήσουν σε μια βαθιά κρίση αξιών κυρίως στα εργατικά στρώματα και τους φοιτητές. Αν το μαοϊκό μοντέλο χειραγώγησης και εκμετάλλευσης ήταν βολονταριστικό και πειθαρχικό, το τεχνοκρατικό αντίστοιχό του ήταν μάλλον καταναγκαστικό και κυριαρχικό. Καθώς οι εργάτες και οι φοιτητές έπαυαν να συμμετέχουν πνευματικά και σωματικά στην εξέλιξη της παραγωγικής διαδικασίας και της κοινωνικής οργάνωσης, και καθώς η πρωτοβουλία άρχισε να αποτελεί ατομικό κι όχι συλλογικό ζήτημα, άρχισε να εμφανίζεται το ρεύμα της αμφισβήτησης που θα οδηγήσει στην εξέγερση του 1989 και τη σφαγή των 5,000 στο Πεκίνο. Μετά την Τιαναμέν, και την κατάρρευση των πολιτικών κινημάτων στα μεγάλα αστικά κέντρα, η άρνηση του κυρίαρχου κυβερνητικού μοντέλου, θα αποκτήσει πιο έμμεσες μορφές οι οποίες θα αμφισβητήσουν ωστόσο το κομματικό σύστημα αξιών σε τέτοιο βαθμό, ώστε να καταστεί αναγκαία η αφομοίωση ή και η άγρια καταστολή τους.
Αμέσως μετά την εξέγερση του 1989, θα κάνει την εμφάνιση του στην Κίνα ένα σύστημα μακροζωίας το οποίο συνδυάζει κινήσεις από παραδοσιακές πολεμικές τέχνες (τάι τσι τσουάν, κονγκφού) και μιας ευρείας γκάμας θρύλων και λαϊκών δοξασιών τις οποίες το ΚΚΚ είχε απαγορεύσει ως φεουδαλικές προκαταλήψεις. Υπό την ηγεσία εκατοντάδων γκουρού, κατά τα τρία πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1990, εκατοντάδες χιλιάδες κινέζοι των μητροπόλεων θα συγκεντρώνονται πριν και μετά την δουλειά τους σε δημόσιους χώρους για να ασκήσουν την ενεργοποίηση του «Τσι» τους. Σε μαζικές τελετές τυποποιημένων κινήσεων, οι ασκούμενοι θα πέφτουν σε τρανς και έτσι θα διατείνονται πως θεραπεύονται ή κι ότι έχουν μαγικές δυνάμεις. Το κίνημα του τσι γκονγκ θα πάρει μαζικές διαστάσεις έως ότου το 1992 το κόμμα αποφασίσει να καταστείλει με αφορμή εκατοντάδες παράπονα ασκούμενων για νοητικές ενοχλήσεις. Χιλιάδες ασκούμενοι θα κλειστούν σε ψυχιατρεία, ενώ εκατοντάδες δάσκαλοι θα φυλακιστούν, πολλοί περισσότεροι δε θα αφομοιωθούν στο παραδοσιακό ιατρικό σύστημα. Είναι πιθανόν το ΚΚΚ απλά να θορυβήθηκε από την μαζική εκτός του ελέγχου κοινωνικοποίηση που προσέφερε αυτή η αντι-τεχνική, είναι όμως σίγουρο πως στους ιστορικούς του κόμματος δεν διέφυγαν οι σαφείς συνάφειες του κινήματος του τσι γκονγκ με τελετές μακροζωίας και ενδυνάμωσης του «Τσι» των Αϊχοτουάν στα τέλη του 19ου αιώνα, οι οποίες οδήγησαν στην εξέγερση των Μπόξερ. Είναι επίσης βέβαιο πως τόσο οι κοινωνικές σχέσεις που δομούνταν κατά την διάρκεια της άσκησης του τσι γκονγ, όσο και ορισμένα ιδιότυπα σωματικά χαρακτηριστικά αυτής της διαδικασίας, μεταφέρονταν στους χώρους εργασίας αναστατώνοντας την ιεραρχία και την μεσολαβημένη σχέση μεταξύ των εργατών (ας σημειωθεί πως σε φασονάδικα στη Μαλαισία, εργάτριες κατέφευγαν επί χρόνια σε μαζικές κρίσης πνευματοληψίας ως μοναδικό τρόπο άρνησης και σαμποτάζ της παραγωγικής διαδικασίας). Παρόλη την καταστολή και την αφομοίωση κάποιοι δάσκαλοι θα συνεχίσουν να ασκούνε τις μαζικές τελετές μακροζωίας μυστικά και κάποιοι από αυτούς θα δημιουργήσουν το κίνημα φάλουν γκονγκ υπό την ηγεσία του Λι Χονγκ Τζι. Όταν τον Απρίλιο του 2000 10,000 μέλη της μυστικιστικής οργάνωσης κάνουν καθιστική διαμαρτυρία στο κέντρο του Πεκίνου, η κυβέρνηση θα τα καταστείλει άγρια και θα στείλει χιλιάδες ασκούμενους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και φυλακές.
Από την άλλη, ανάμεσα στους διανοούμενους των αστικών στρωμάτων των μητροπόλεων θα αναπτυχθεί μια ριζική αμφισβήτηση του κομματικά και εμπορευματικά κωδικωμένου σώματος. Κατά την δεκαετία του ενενήντα έως και σήμερα αρχικά υπόγεια μα όλο και πιο φανερά, μια σειρά από καλλιτέχνες και συγγραφείς θα εγκαταλείψουν την σοσιαλιστική αισιοδοξία και θα βουτήξουν μέσα στο νοσηρό πεδίο της βαναυσότητας. Την αρχή θα την κάνει το 1991 μια ζωγράφος θα παριστάνει πως ακολουθεί τις κομματικές οδηγίες και θα περατώσει μια σειρά από συμβατικούς πίνακες. Το ΚΚΚ θα τους εγκρίνει και όταν στα εγκαίνια της έκθεσής της καταφτάσει η κομματική επιτροπή, η ζωγράφος θα τραβήξει όπλο και θα πυροβολήσει τους πίνακές της, κι ως αποτέλεσμα θα φυλακιστεί. Μέσα από καταλήψεις εγκαταλελειμμένων εργοστασίων και βιοτεχνιών στο Πεκίνο και στη Σαγκάη, το κίνημα της σωματικής βαναυσότητας θα καταλήξει το 2000 να οργανώσει μια αντι-Μπιενάλε. Εκεί ο Λι Λιάνγκ θα εκθέσει τις περιβόητες φωτογραφίες ενός άνδρα ο οποίος καταβροχθίζει ένα μωρό. Κατά την διάρκεια της αντι-Μπιενάλε θα εκτεθεί μια σειρά από έργα φτιαγμένα από ακρωτηριασμένα πτώματα και υβριδικά γλυπτά, ενώ ένας άνδρας θα αυτοκτονήσει ως μέρος μιας περφόρμανς. Η διαπραγμάτευση του γυναικείου σώματος θα αποτελέσει κεντρικό σημείο αναφοράς αυτού του ριζοσπαστικού κινήματος. Η καλλιτεχνική πρωτοπορία θα προσπαθήσει για πρώτη φορά να εξερευνήσει την γενεαλογία των αναπαραστάσεων της γυναίκας στην δημόσια εικονογραφία της σύγχρονης Κίνας, από τις οριενταλιστικές αναπαραστάσεις των εκχωρήσεων έως το Κόκκινο Τάγμα των Γυναικών της Τζιανγκ Τσινγκ οπού τίθεται για πρώτη φορά το ζήτημα του βιασμού και της πολιτικής συστράτευσης ως απάντηση στην αντρική φεουδαρχική βία: «αυτές οι εικόνες περιέχουν στοιχεία για το πώς το φύλο έχει δομήσει την κινεζική κοινωνία, καθώς και πώς τα κοινωνικά υποκείμενα έχουν χρησιμοποιήσει οπτικές αναπαραστάσεις για να δομήσουν το φαντασιακό τους σχετικά με το κοινωνικό». Κατά την πρωτοπορία αυτή, ο ντενγκισμός επέτρεψε την ανάδυση των καταπιεσμένων γκάμας φεουδαρχικών κοινωνικών-φυλικών σχέσεων. Αυτό μεταξύ άλλων οδήγησε στην εμπορευματοποίηση της εικόνας του γυναικείου σώματος, αλλά και σε μια όλο και μεγαλύτερη συνειδητοποίηση των βίαιων μεθόδων εγγραφής των ηγεμονικών βιοπολιτικών τόσο στο ανδρικό, όσο και στο γυναικείο σώμα. Το κίνημα αυτό θα προκαλέσει παγκόσμιο ενδιαφέρον κι αυτό θα οδηγήσει σε ένα βαθμό στην εμπορευματική του αφομοίωση, ενώ σε μεγαλύτερο βαθμό στην ώθηση ενός ιδιότυπου lifestyle των μητροπόλεων, το λεγόμενο λινγκλέι (όλο και περισσότεροι νεολαίοι στις κινεζικές μητροπόλεις αυτοχαρακτηρίζονται λινγκλέι, κάτι μεταξύ του εναλλακτικός και του περιθωριακός, αν και η παραβατικότητά τους περιορίζεται στον εκκεντρικό τους ρουχισμό στο κούρεμά τους και στα ταττού που κοσμούν το σώμα τους). Σήμερα η μεγαλύτερη κατάληψη της πρωτοπορίας, το παλιό εργοστάσιο πυρομαχικών 796 έξω από το Πεκίνο έχει μετατραπεί σε μια ημι-παράνομη ζώνη από ακριβές μπουτίκ και μπαράκια, ενώ οι πραγματικά παραβατικές ζώνες άγριων νεολαιών της μητρόπολης τελούν υπό μαζική κατεδάφιση/ ανάπλαση.
Σίγουρα μας διαφεύγουν πολλά εμπειρικά στοιχεία σχετικά με την βιοπολιτική στην σύγχρονη Κίνα και τις αρνήσεις της από τα κάτω. Αν μπορούμε να μιλάμε για μια βιοπολιτική στρατηγική του σύγχρονου κινεζικού κράτους-κόμματος, με την έννοια που θα μιλάγαμε για μια αντίστοιχη στρατηγική του Γκουομιντάνγκ ή των μαοϊκών, τότε δεσπόζοντα ρόλο κατά τα τελευταία χρόνια έπαιξε δίχως άλλο η υγειονομική κρίση του SARS (και η συχνή επανάληψή της στα κινεζικά ΜΜΕ σε μικροκλίμακα). Αν και τα στοιχεία για την κοινωνική ανταπόκριση στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης είναι λίγα, είναι χαρακτηριστικό πως στις κινέζικες εφημερίδες και την κρατική τηλεόραση, η αιτία για την εξάπλωση της επιδημίας ρίχτηκε κυρίως στην απειθαρχία μεγάλου αριθμού πολιτών να δεχτούν τους όρους περιορισμού μετακίνησης (ενώ παράλληλα κυκλοφόρησαν οι απαραίτητες συνομοσιολογικές φήμες περί βιολογικού πολέμου των αμερικάνων). Ο πολιτικός χαρακτήρας της κρίσης είναι άλλωστε εμφανής από το γεγονός ότι η νόσος αποκαλύφθηκε όχι από την κομματική υγειονομική υπηρεσία αλλά από έναν αξιωματικό του ΛΑΣ, ο οποίος και φυλακίσθηκε αμέσως μετά την αγιοποίησή του ως λαϊκός ήρωας, χωρίς να γίνει βέβαια καμιά αναφορά σε αυτή την εξέλιξη στους κινέζους πολίτες.
Δεν έχουμε τα απαραίτητα σκληρά δεδομένα ώστε να επιχειρήσουμε να αναλύσουμε μια από τις μεγαλύτερες υγειονομικές καταστάσεις έκτακτης ανάγκης στην πρόσφατη ιστορία. Τα λίγα εμπειρικά μας δεδομένα όμως δείχνουν πως σε αντίθεση με την δύση, στην Κίνα αυτή η κρίση δεν συνέβαλε (το σε τι αποσκοπούσε το προσπερνάμε αναγκαστικά) στη δόμηση ενός αιτήματος για ασφάλεια. Αυτή η έννοια είναι απλά εξωτική στα πλαίσια της καθημερινής ζωής στη ΛΔΚ και προϋποθέτει μια πραγματικά ριζική αλλαγή στην ολική κοσμοθεώρηση των εκμεταλλευόμενων. Είναι ωστόσο πολύ πιο πιθανό (και εδώ πάλι μιλάμε μονάχα με την βοήθεια της ελάχιστης εμπειρίας μας από την κινεζική κοινωνία) η υγειονομική κρίση να έριξε λάδι στην ευρέως διαδεδομένη έγνοια για πολιτική/ κρατική ενότητα (δεν λέμε εθνική γιατί η έννοια αυτή (min) δεν είναι τόσο ξεκάθαρη ή αυτονόητη στα κινέζικα). Το ΚΚΚ σήμερα θεωρείται από την πλειονότητα των κινέζων σαν ένα διεφθαρμένο και συχνά βάναυσο ιστορικό απολίθωμα, το οποίο έχει χάσει κάθε έννοια νομιμότητας πέρα από μια: το ότι μπορεί να κρατάει την χώρα ενωμένη, κι έτσι αποτρέπει α) την επανάληψη του μοτίβου/ πεπρωμένου του διαμελισμού του Κεντρικού Βασιλείου και των «εμπόλεμων κρατιδίων», β) την αποικιοποίηση της Κίνας από την δύση. Το κόμμα γνωρίζει πολύ καλά πως μονάχα ο φόβος της διάλυσης το νομιμοποιεί, κι έτσι με διάφορες μεθόδους (βιοπολιτικές ή άλλες) τον ανανεώνει και τον κατευθύνει ανάλογα με τις στρατηγικές του.
Λέγεται πως τον Φλεβάρη του 1912 οι νικηφόρες δυνάμεις του Γκουομιντάνγκ διέταξαν την αφαίρεση της αυτοκρατορικής πλάκας από την είσοδο της Απαγορευμένης Πόλης στο Πεκίνο και την αντικατάστασή της με μια νέα πλάκα που έφερε τα σύμβολα τις νεο-ιδρυθείσας δημοκρατίας: «Zhong Gua Men». Όμως ο εργάτης που ανέλαβε τη δουλειά γνώριζε καλά πως ο καιρός έχει πολλά γυρίσματα, κι αντί να καταστρέψει την πλάκα θέλησε να την κρύψει σε μια από τις σοφίτες της αρχαίας Δυναστικής Πύλης. Όταν όμως ανέβηκε όλα τα σκονισμένα σκαλοπάτια του περάσματος που οδηγούσαν στην ξεχασμένη κρυψώνα, βρήκε κάτω από αράχνες και ποντικοκούραδα μια άλλη πλάκα που έφερε τα σύμβολα της δυναστείας των Μινγκ: «Da Ming Men». Προφανώς κάποιος άλλος εργάτης πριν τριακόσια χρόνια είχε διαταχθεί από τις νικηφόρες στρατιές των Μαντζού να περατώσει μια αντίστοιχη εργασία. Κι είχε και αυτός προνοήσει να κρύψει την παλιά πλάκα σε περίπτωση που η νίκη των βαρβάρων από το Ντονγκμπέι ήταν προσωρινή. Όμως αυτή τη φορά δεν θα ήταν μονάχα το όνομα στην πλάκα που θα άλλαζε, γιατί η επανάσταση που ξεκίνησε από μια τυχαία έκρηξη σε μια γιάφκα στο Γουχάν θα σάρωνε όχι μόνο την αυλή του Υιού του Ουρανού, αλλά ολόκληρη τη δομή της κινεζικής κοινωνίας. Στα επόμενα χρόνια νέες περίεργες ιδέες και πρακτικές θα κατακλύσουν το Κεντρικό Βασίλειο. Μια από αυτές ήταν ο πληθυσμός. Αν ο πλούτος και το σφρίγος της αυτοκρατορίας υπολογίζονταν σε ασήμι και ρύζι, οι νέοι αστοί διανοούμενοι, οι λεγόμενοι zhishi jieji, θεωρούσαν πως το σύγχρονο προοδευτικό τους κράτος μπορούσε να οικοδομήσει τον οικονομικό και κοινωνικό του πλούτο μόνο μέσω της διαχείρισης και της βελτίωσης των βιολογικών του πολιτών. Υπερβαίνοντας κάθε ταξικό, τοπικό, φατριακό ή θρησκευτικό προσδιορισμό, ο πληθυσμός ήταν κάτι που ένωνε όλους τους πολίτες σε μια οργανική μάζα της οποίας κεντρικά χαρακτηριστικά ήταν το μέγεθος κι η ανάπτυξη. Καμία αυτοκρατορική έννοια δεν αντιστοιχούσε σε αυτή τη νέα τρομερή και πεπερασμένη ύπαρξη. Η ποιητική αφαίρεση του «xia tien» (όλοι όσοι βρίσκονται κάτω από τον ουρανό) είχε δώσει τη θέση της σε μια νατουραλιστική ακρίβεια η οποία υπαγόρευε σαν αυτονόητη μια νέα έγνοια: την αναπαραγωγή. Η συνεχής κι αδιάλειπτη ανάλυση των σεξουαλικών συμπεριφορών, της ηλικίας του γάμου, του αριθμού των γεννήσεων, των φαινομένων βρεφοκτονίας κοκ γίνανε κεντρικά ζητήματα της δημόσιας μέριμνας. Επρόκειτο για μια νέα εξουσία-γνώση που παρήγαγε ένα νέο τύπο υποκειμένων υπό επιτήρηση. Η μελέτη του μέσου όρου ζωής, του λόγου θανάτων και γεννήσεων, της πυκνότητας και της κατανομής αυτών, έγινε στόχος της «επιστήμης του πληθυσμού», δηλαδή της δημογραφίας, ενώ η βιολογική βελτίωση τους αντικείμενο της «επιστήμης της ανώτερης γέννησης», δηλαδή της ευγονικής. Διανοούμενοι με αστικό προσανατολισμό είχαν ήδη εισάγει μια σειρά από ανάλογες έγνοιες κατά τα τελευταία χρόνια της δυναστείας των Μαντζού, και ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του μεταρρυθμιστικού κινήματος που είχε προσπαθήσει ανεπιτυχώς να υπονομεύσει τους αυτοκρατορικούς θεσμούς μετά τον ταπεινωτικό Σινο-Ιαπωνικό πόλεμο του 1885. Τα χρόνια εκείνα, η διαπραγμάτευση της Μαλθουσιανής ορθοδοξίας ήταν οξεία. Από τη μία, η σχολή του Μπάο Σι Τσεν υποστήριζε πως η αύξηση του αριθμού των υπηκόων σήμαινε αύξηση του αριθμού των παραγωγών και συνεπώς αύξηση του παραγόμενου πλούτου. Από την άλλη, ετερόδοξοι διανοούμενοι όπως ο Ουάνγκ Σιν Ντουό υποστήριζαν την μείωση των γεννήσεων και την συστηματική δολοφονία όλων των νεογέννητων κοριτσιών από φτωχές αγροτικές οικογένειες, ενώ ο περίφημος Κανγκ Γιού Ουέι φαντασιωνόταν την επιλεκτική γονιμοποίηση γενετικά κατάλληλων γυναικών μέσω μηχανών.
Η νίκη των δημοκρατικών δυνάμεων το 1911 σήμανε μια επιλεκτική συστηματικοποίηση αυτών των απόψεων υπό την αιγίδα του κράτους. «Προκειμένου να γίνει η χώρα ισχυρή πρέπει να ενισχύσουμε τη ράτσα, και για να ενισχύσουμε τη ράτσα μας πρέπει να βελτιώσουμε την σεξουαλική μας διαπαιδαγώγηση»: η αυτό-πειθαρχία και ο έλεγχος αποτελούσαν κατά τους αστούς τις βάσεις της εθνικής αναγέννησης, Κατά τα πρώτα χρόνια της δημοκρατίας τυπώθηκαν εκατομμύρια αντίτυπα δεκάδων λαϊκών εντύπων ευγονικής και σεξουαλικής πειθάρχησης. Απόψεις όπως η παρακάτω ήταν κοινός τόπος: «Αν θέλουμε να ενισχύσουμε τη ράτσα μας δεν έχουμε καιρό για χάσιμο, πρέπει να εφαρμόσουμε ένα πρόγραμμα ευγονικής. Και δεν πρέπει απλά να απαγορεύσουμε τον γάμο των σεξουαλικά άρρωστων, των ηλίθιων και των φρενοβλαβών. Για όσους καταχρούνται το σεξουαλικό ένστικτο και καταστρέφουν τις μελλοντικές γενεές δεν υπάρχει παρά ένας κατάλληλος νόμος: ο ευνουχισμός!».Παρότι η επίσημη ιδεολογία του Γκουομιντάνγκ βασισμένη στις «Τρεις Αρχές για τον Λαό» του Προέδρου Δρ Σουν Γιατ Σεν ήταν αντίθετη στον περιορισμό των γεννήσεων, το πρακτικό αποτέλεσμα αυτής της γραμμής είναι αρκούντως αμφίβολο δεδομένης της διάδοσης των καθημερινών αντισυλληπτικών παροτρύνσεων από τον τύπο και τους γιατρούς, καθώς και του νέου στίγματος που συνόδευε τα αφροδίσια νοσήματα ως ενδείξεις φυλετικής διαφθοράς. Η ιατρική ορθολογικοποίηση της αναπαραγωγής περιλάμβανε μια νέα κατασκευή των «ασθενειών» ως οντότητες με δική τους προσωπικότητα η οποία αποτελούταν από σημάδια και συμπτώματα, αιτίες, κλινική εικόνα, φυσική ιστορία, πρόγνωση και κατάλληλη αγωγή. Με την ίδρυση του Υπουργείου Υγείας το 1928, μια μιλιταριστική ορολογία περί επιθέσεων, εισβολών και αμυντικών μηχανισμών έγινε αναπόσπαστο μέρος του πολιτικού λόγου και της σχολικής εκπαίδευσης - «Από τη γέννηση μας μέχρι τον θάνατό μας δεν περνάει μια μέρα στη ζωή του ανθρώπου χωρίς μια μάχη με τα μικρόβια. Το σώμα είναι ένα πεδίο μάχης». Έτσι διαμορφώθηκε ένα συλλογικό φαντασιακό οπού μπορούσαν να προβληθούν χειραγωγικά διάφοροι λόγοι αλήθειας σχετικά με την κοινωνική αποσύνθεση και την ιδεολογική μόλυνση. Ένα σχολικό βιβλίο που εκδόθηκε κατά τη διάρκεια της Ιαπωνικής επέλασης το 1935 γράφει χαρακτηριστικά: «Μικρέ φίλε, η χώρα μας διάγει μια μάχη ζωής και θανάτου, κι αν θέλουμε να τη σώσουμε πρέπει πρώτα να οικοδομήσουμε υγιή σώματα. Όταν θα έχουμε όλοι μας υγιή σώματα, θα μπορέσουμε να εφαρμόσουμε τα υγιή μυαλά μας σε διάφορες εργασίες, να πάμε και να πολεμήσουμε τον εχθρό μας ώστε να σώσουμε την χώρα!».
Το bête noire αυτής της πολιτικής μικροβιολογίας ήταν η σύφιλη, η οποία αντιπροσώπευε την διαφθορά του έθνους από τους ξένους διάβολους και τα αστικά κέντρα. Όπως στην προ-επαναστατική Ρωσία, έτσι και στη δημοκρατική Κίνα, η ύπαιθρος θεωρούταν πηγή του ηθικού κι ενάρετου βίου, δεξαμενή της ελπίδας και της αγνότητας. Ήταν ο κατεξοχήν τόπος της υγείας και της αθωότητας. Οι αστοί ιδεολόγοι συνέδεσαν στενά την ύπαιθρο με μια άλλη νέα έννοια, τη γυναίκα (nuren), της οποίας η σεξουαλικότητα περιοριζόταν «καταβολικά» στο «μητρικό ένστικτο» και εκφραζόταν αποκλειστικά στην αναπαραγωγή. Μέσω του τρόμου των αφροδισίων, οι γυναίκες-ύπαιθρος καταστήθηκαν παθητικά θύματα δηλητηρίασης από τους άνδρες-πόλη: ένας άνδρας με ακόρεστες σεξουαλικές ορέξεις έφερνε στα κρυφά τη νόσο-δηλητήριο από τις διεφθαρμένες ξενότροπες πόλεις και μόλυνε όχι μόνο τη σύζυγο και τα παιδία του, αλλά την ίδια την βάση μια υγειούς ανοικοδόμησης του έθνους. Αυτός ο λόγος για τη σχέση των φύλων ήταν μέρος μιας πολύπλοκης πολιτικής τεχνολογίας η οποία έθετε για πρώτη φορά το σημείο γυναίκα έξω από τις σχέσεις συγγένειας (jia) και το επανατοποθετούσε ως μια ηγεμονική κατηγορία στο κέντρο της κοινωνικής διαδικασίας. Από το 1919, το κίνημα της 4ης Μαΐου θα συστηματικοποιήσει τον φυλετικό λόγο παρουσιάζοντας τη γυναίκα σαν ένα αθώο θύμα των εγκλημάτων που τελεί η κοινωνία ( sheshui) καθημερινά από γενιά σε γενιά, σαν μια σκλάβα των σκλάβων: «η ρίζα της δικής σου (γυναικείας) οδύνης βρίσκεται στην δική μου (ανδρική) ανικανότητα να διορθώσω τις αδικίες της κοινωνίας απέναντί μου». Παράλληλα η αστική διανόηση θα επανα-κατασκευάσει το φύλο σαν μια πατριωτική κατηγορία: σαν μια μορφή αφοσίωσης που μετατίθεται από τον οίκο και τον σύζυγο/ πατέρα στο έθνος. Ο πατριωτισμός αποτελούσε βασικό μοτίβο των μνημοτεχνικών που επιστράτευσε το Γκουομιντάνγκ από την αρχή της ηγεμονίας του, και ήταν άρρητα δεμένος με έναν ρατσιστικό βιο-λόγο. Ο ηγέτης της αστικής επανάστασης Δρ. Σουν Γιατ Σετ ήταν σπουδαγμένος στο Τόκιο. Εκεί είχε έρθει σε επαφή με την ιμπεριαλιστική ιδεολογία της Ιαπωνικής μπουρζουαζίας που λίγα χρόνια μετά θα κατασπάραζε την ανατολική Ασία. Μια από τις νέες ιδέες που συνάντησε εκεί ήταν το μινζοκου, η φυλετική εθνότητα. Έτσι άρχων πια της Κίνας, ο δόκτορας επέβαλε έναν εντελώς νέο όρο, μια ολοκαίνουργια κατανόηση της κοινωνικής διαδικασίας. Κατά τον Σουν, στην Κίνα υπήρχαν πέντε ανθρώπινες «ράτσες», γουτζου, εκ των οποίων οι Χαν (χαντζου) ήταν η πολιτισμικά ανώτερη. Ιστορική ευθύνη των Χαν ήταν να προασπίσουν την Δημοκρατία τόσο ενάντια στους εξωτερικούς όσο κι ενάντια στους εσωτερικούς βαρβάρους, δηλαδή τις άλλες τέσσερις «ράτσες» (Μαντζού, Θιβετιανοί Μογγόλοι, Μουσουλμάνοι). Η ιδεολογία των γουτζου είχε πράγματι δυο πεδία εφαρμογής, το ένα εσωτερικό και το άλλο εξωτερικό. Από την μια επισημοποιούσε ως κριτικό εργαλείο και ως μονάδα αυτό-αντίληψης την ιδέα της δια-φυλετικής αντιπαλότητας. Έτσι άμβλυνε τον ταξικό ανταγωνισμό θρέφοντας την ιδέα της ρατσιστικής ενότητας. Από την άλλη κατασκεύαζε έναν «ρατσιστικό φορμαλισμό» ισάξιο της «ρατσιστικής επιστήμης» των Γιαπωνέζων, ελπίζοντας ίσως σε μια ειρηνική συμβίωση των αστικών τάξεων των δυο χωρών, σε μια από κοινού εκμετάλλευση των προλεταριακών κι αγροτικών τους βαρβάρων. Κι αυτό γιατί μετά το 1924 και μετά, το αυταρχικό κράτος του ΚΜΤ χρειαζόταν την αμέριστη αφοσίωση και υποταγή κάθε του πολίτη όχι μόνο απέναντι στην Ιαπωνική απειλή αλλά κυρίως ενάντια στην κομμουνιστική αμφισβήτηση.
2. Το κομμουνιστικό μοντέλο
Γνωρίζουμε ελάχιστα για την διαμόρφωση των κοινωνικών σχέσεων στα κινεζικά σοβιέτ πριν την απελευθέρωση του 1949. Στην πραγματικότητα οι περιοχές που έλεγχαν οι κομμουνιστές δεν τελούν υπό ένα ενοποιημένο πολιτικό καθεστώς, μιας και σε αντίθεση με το Μπολσεβικικό κόμμα στη Ρωσία, το αντιπολιτευόμενο ΚΚΚ ( Γκονγκτσαντάνγκ, «κόμμα της κατανομής της παραγωγής») δεν είχε κάποιο αποτελεσματικό κεντρικό μηχανισμό ελέγχου των τοπικών του οργανώσεων. Επιπλέον, για πολλά χρόνια τα κινεζικά σοβιέτ βρισκόντουσαν υπό συνεχή κίνηση και διατηρούσαν πιο μόνιμες βάσεις κυρίως σε απομακρυσμένες φυλετικές περιοχές της χώρας, οπού η μη παρεμβατικότητα στην αυτόχθονα κοινωνική οργάνωση ήταν απαραίτητη για την λαϊκή τους αποδοχή. Ωστόσο, κάποιες έστω κι αποσπασματικές μαρτυρίες και ντοκουμέντα από αυτή την 25χρονη περίοδο μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε πως η βιοπολιτική στρατηγική των κομμουνιστών διέφερε σημαντικά από αυτή του Γκουομιντάνγκ, κι επέφερε ραγδαίες αλλαγές στη ζωή των αγροτών κι των εργατών που βρίσκονταν, έστω και προσωρινά, στη σφαίρα επιρροής τους. Αν και διατήρησαν αρκετές από τις αστικές έννοιες σχετικά με το εθνικό σφρίγος, οι κομμουνιστές διανοούμενοι θα μετατοπίσουν την προβληματοποίηση του φύλου από την παθητικότητα και την αφοσίωση στην ενεργό στράτευση. Το Σοβιέτ του Τζιάνγκσι (1927-1934) για παράδειγμα χρησιμοποίησε έναν νέο πολιτικό όρο ο οποίος θα εφαρμοστεί από το 1934 και στις τρεις κομμουνιστικές επαρχίες του καθεστώτος Γιενάν, και θα καθιερωθεί σε κρατικό επίπεδο μετά το 1949. Ο όρος «funu» θα αντικαταστήσει τον θεωρούμενο ως αντιδραστικό «nuren» για να περιγράψει ένα πολιτικό υποκείμενο ηλικίας άνω των 14, το οποίο έχει απελευθερωθεί από το νυφοπάζαρο, την πορνεία, και την δουλεία, δεν φέρει φεουδαρχικά σημάδια (σκουλαρίκια, δεμένα πόδια) και παίρνει μέρος σε πολιτικά απελευθερωτικές πράξεις. Το γυναικείο υποκείμενο θα τοποθετηθεί μέσα σε μια δομημένη πολιτική σφαίρα πέρα από το αγροτικό ημερολόγιο της σποράς και του θερισμού, και πέρα από τις κοινωνικές σχέσεις του χωριού. Το κόμμα θα δομήσει γραφειοκρατικά δίκτυα γύρω από αυτή τη νέα φυλετική πρακτική η οποία μέσα από τις διάφορες αναγνωρισμένες μορφές της θα θέσει την γυναικεία ταυτότητα από τη μια πέρα από την οικογένεια και την φεουδαρχική κοινωνική οργάνωση, κι από την άλλη πέρα από την αστική εικόνα της θύματος-τροφού. Η ενεργός γυναίκα έπρεπε να συστρατευτεί ώστε να μάθει τα φυσικά της δικαιώματα προκειμένου να μπορεί να τα εκπροσωπεί και να τα διαδώσει μέσω μαζικών οργανώσεων βάσης. Ο φυσικός τόπος δράσης μιας γυναίκας δεν ήταν πια η οικογένεια ή το έθνος, μα «η οργανωτική σφαίρα του κόμματος». Έτσι η εμπειρία του φύλου αποτελούσε μέρος ενός νέου λόγου αλήθειας σχετικά με τον πληθυσμό και τη σχέση του με το πρωτοποριακό κόμμα. Αν για τους αστούς ο πληθυσμός ήταν η οργανική βάση του έθνους-κράτους, για τους κομμουνιστές η μάζα ήταν η διαλεκτική πλατφόρμα της επαναστατικής διαδικασίας. Τουλάχιστον αυτή ήταν η άποψη της φράξιας των «επαγγελματιών επαναστατών» 1 (υπό την ηγεσία των Μάο Τσε Τουνγκ, Ζου Εν Λάι, και Τσου Τεχ), η οποία και θα επιχειρήσει να επικρατήσει των τεχνοκρατικών στοιχείων του κόμματος (υπό την ηγεσία των Λιού Σάο Τσι και Ντενγκ Σιάο Πινγκ) αμέσως μετά την απελευθέρωση. Πρέπει να θεωρήσουμε αυτονόητο πως αυτή η φράξια έδωσε περίσσια έμφαση στην αποτελεσματικότητα και την διάδοση των δικών της βιοπολιτικών στρατηγικών κατά τη διάρκεια του αντάρτικου. Η εξέτασή αυτών δεν είναι ωστόσο χωρίς σημασία, μιας και θα αποτελέσουν ιδεολογική αιχμή του ενδο-εξουσιαστικού αγώνα έως και το 1976. Ο Μάο είχε μια μαρξιστικά ετερόδοξη αντίληψη. Θεωρούσε πως ένας φτωχός και αμόρφωτος πληθυσμός αποτελεί επαναστατικό αβαντάζ: «πέρα απ’ όλα τους τα χαρακτηριστικά, το κύριο για τα 600 εκ. Κινέζων είναι πως είναι “φτωχοί και παρθένοι”. Αυτό μπορεί να φαίνεται κακό, αλλά είναι καλό. Η φτώχια γεννάει την επιθυμία της αλλαγής, την επιθυμία για δράση, την επιθυμία για επανάσταση. Πάνω σ’ ένα λευκό χαρτί μπορεί κανείς να γράψει τους πιο ζωηρούς κι ωραίους χαρακτήρες, και μπορεί να ζωγραφίσει τις πιο ωραίες εικόνες». Μέσα σε αυτή την αδιαμόρφωτη μα κι ενάρετη μάζα, οι κομμουνιστές έπρεπε να κολυμπάνε σαν το ψάρι στο νερό: «όλη η ορθή ηγεσία προέρχεται αναγκαστικά από τις μάζες και κατευθύνεται προς αυτές. Αυτό σημαίνει: πάρτε τις ιδέες από τις μάζες (σκορπισμένες και μη-συστηματικές) και συγκεντρώστε τις (μετατρέψτε τις με την μελέτη σε συγκροτημένες και συστηματικές), μετά πηγαίνετε στις μάζες και διαδώστε κι εξηγήστε αυτές τις ιδέες έως ότου οι μάζες τις αγκαλιάσουν σαν δικές τους, τις τηρήσουν και τις μετατρέψουν σε πράξη, εξετάζοντας έτσι έμπρακτα την ορθότητά τους. Τότε πάλι συγκεντρώστε τις ιδέες από τις μάζες και επιστρέψτε τις σε αυτές ώστε να βελτιωθούν. Και ούτω καθεξής σε μια αέναη σπείρα, όπου οι ιδέες θα γίνονται όλο και πιο ορθές, όλο και πιο ζωτικές, όλο και πιο πλούσιες. Αυτή είναι η μαρξιστική-λενινιστική θεωρία της γνώσης, η μεθοδολογία». Έτσι, κεντρική έγνοια του κράτους δεν είναι πια η υγεία του πληθυσμού, μα η δυνατότητα συσχέτισης με και κινητοποίησης των αρχέγονων και ζωτικών του δυνάμεων (η λεγόμενη γραμμή των μαζών, ή ο δρόμος του Γιενάν). Η μάζα είναι de facto υγιής, το ζήτημα είναι αν η πρωτοπορία είναι σε θέση να έρθει σε διαλεκτική σχέση μαζί της και να απελευθερώσει το εν υπνώσει δυναμικό της.
Με άλλα λόγια, για τους «επαγγελματίες επαναστάτες» οι βάσεις της κοινωνικής οργάνωσης και της οργάνωσης της παραγωγής, δηλαδή τα θεμέλια της χειραγώγησης και της υπερεκμετάλλευσης πρέπει να είναι βολονταριστικά και πειθαρχικά. Ο αγρότης κι ο εργάτης δεν πρέπει να εξαναγκάζονται να δουλέψουν για το κόμμα-κράτος, αλλά πρέπει να επιθυμούν να υποταχτούν σε αυτό και τους κώδικές του με όλο και πιο νέους τρόπους. Δεν πρέπει απλά να θέτουν εθελουσίως και όλο και πιο δωρεάν την εργατική τους δύναμη, τις σκέψεις τους, την μορφή οργάνωσής τους, τις σχέσεις τους και τα σώματά τους στη δούλεψη της «επανάστασης», αλλά να εφευρίσκουν συνεχώς και ευχαρίστως νέες μορφές αυτο-ελέγχου, αυτο-επιτήρησης, αυτο-κριτικής και ομολογίας. Η πάλη αυτού του μοντέλου χειραγώγησης και εκμετάλλευσης με το ορθόδοξο λενινιστικό-φορντικό θα είναι σφοδρή και τόσο η οικογένεια, όσο και ο ρόλος της γυναίκας ιδιαίτερα θα αποτελέσουν κόμβους σε αυτήν. Ήδη από το 1947 οι μαοϊκοί θα διαμορφώσουν ένα νέο αναλυτικό τόπο μεταξύ κράτους και οικογένειας. Κάθε οικογένεια όφειλε να μετατραπεί από αυταρχική (jaizhang zhuanzhi) σε δημοκρατική (minzhu jiating). Αυτό απαιτούσε μια μακρά διαδικασία αυτοκριτικής, και προσεκτική οργάνωση και σχεδιασμό της οικιακής παραγωγής. Το πρόβλημα, όπως θα πει ο Ζου Εν Λάι, δεν ήταν η απελευθέρωση της γυναίκας από την οικογένεια, μα η ισότιμη αφοσίωση των ανδρών στις οικογενειακές υποχρεώσεις. Παράλληλα θα εισαχθεί εκ νέου ένας αναπαραγωγικός επιστημονισμός: μια στρατιά από γυναίκες γραφειοκρατικά στελέχη, τα λεγόμενα αηδόνια, θα εισάγουν λόγους και πρακτικές αναπαραγωγικής υγιεινής στις οικογένειες και τις κολλεκτίβες. Έτσι, το jiating η δημοκρατική ή μάλλον κρατιστική οικογένεια θα εδαφοποιήσει την κοινωνική παραγωγή στις συντεταγμένες τις παραγωγικότητας: «προκειμένου να ανέβει το επίπεδο των οικογενειών, οι μάζες πρέπει να αναπτύξουν την βιομηχανία και την γεωργία του κράτους μας» και «η παραγωγικότητα στην οικογενειακή εργασία ενισχύει την παραγωγικότητα του έθνους». Την ίδια εποχή θα δημιουργηθεί η Γυναικεία Ομοσπονδία, Φουλιάν, της οποίας λειτουργία ήταν να κωδικώσει και να υποτάξει κάθε έννοια θηλυκότητας μέσα στον ηγεμονικό λόγο του κράτους. Κανένας άνθρωπος δεν μπορούσε να αναπαρασταθεί ή να εκπροσωπηθεί ως γυναίκα παρά μόνο μέσο του λόγου και της μεσολάβησης της Φουλιάν. Η ομογενοποίηση των διάφορων πολιτικών υποκειμένων και κινημάτων σε μια εκπροσωπίσιμη μάζα αποτέλεσε βασική μέριμνα του πρώιμου κομμουνιστικού κράτους. Η Φουλιάν ένταξε τις γυναίκες ως πολιτική κατηγορία σε μια σειρά μορφοποιητικών διαδικασιών του κράτους και προσέφερε σε μια σειρά ανθρώπων γραφειοκρατικές εξουσίες βάσει και λόγω του φύλου τους.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο βασική μέριμνα της φυλετικής γραφειοκρατίας ήταν να «μετατρέψει τις γυναίκες από καταναλωτές σε παραγωγούς». Ας σημειώσουμε εδώ πως για αυτό τα στελέχη της Φουλιάν βασίστηκαν στην Καταγωγή της Οικογένειας του Ένγκελς όπου αναφέρεται πως «η απελευθέρωση της γυναίκας έχει σαν προϋπόθεση την είσοδο όλου του γυναικείου φύλου στην παραγωγή και…αυτή η προϋπόθεση απαιτεί με τη σειρά της την εξάλειψη της οικογένειας σαν οικονομικής μονάδας της κοινωνίας». Κατά τα χρόνια του Μεγάλου Άλματος προς τα Εμπρός αυτή η ενσωμάτωση των γυναικών στην παραγωγική διαδικασία θα εντατικοποιηθεί ραγδαία. Η παραγωγή και η αναπαραγωγή θα συγχυστούν ρητορικά στην προπαγάνδα, προσδίδοντας νέα έμφαση στον συνδυασμό βολονταρισμού και πειθάρχησης. Όταν ωστόσο ο παροξυσμός των μαζικών τελετών παραγωγής/ αναπαραγωγής καταρρεύσει το 1959, η ολότητα της μαοϊκής πολιτικής θα τεθεί υπό αμφισβήτηση. Η τάξη των τεχνοκρατών με ξεκάθαρα φορντικά σχέδια θα αντιτάξει ως μέθοδο «σοσιαλιστικής ανάπτυξης» την νέα οικονομική πολιτική του σανζιγιμπάο: επέκταση των ατομικών κλήρων των ελεύθερων αγορών, πολλαπλασιασμός των μικρών επιχειρήσεων οι οποίες αναλαμβάνουν πλήρη ευθύνη για τη ζημιά και τα κέρδη τους, καθορισμός νορμών παραγωγής με βάση την οικογένεια. Η εκμηχάνιση θα παραγκωνίσει τις μάζες ως κεντρικό σημείο αναφοράς της κυβερνητικής. Χαρακτηριστικό της βιοπολιτικής διάστασης της νέας στρατηγικής θα είναι η πολεοδομική επικέντρωση των τεχνοκρατών. Βασισμένοι στο σοβιετικό μοντέλο του Σάμπσοβιτς, οι τεχνοκράτες θα επιχειρήσουν την ορθολογικοποίηση και την συγκεντροποίηση της οργάνωσης της καθημερινής ζωής: θα επιχειρηθεί κατασκευή μεγάλων συγκροτημάτων των όποίων οι αποστάσεις θα είναι αυστηρά ελεγχόμενες από σώματα ειδικών βάσει χρονομετρικών και ανθρωπομετρικών καταγραφών (τεϊλορισμός). Αυτό ερχόταν σε αντίθεση με το μαοϊκό μοντέλο που προέβλεπε την κινητοποίηση των μαζών και την συλλογική οικοδόμηση απλών, εύκολων και πολυπληθών κατασκευών.
3. Η Πολιτιστική Επανάσταση
Ωστόσο την οικονομική κυριαρχία της τεχνοκρατικής τάξης την πενταετία 1959-1964 δεν ακολούθησε και η πολιτική της ηγεμονία. Η φράξια των «επαγγελματιών επαναστατών» θα χρησιμοποιήσει την ιδεολογία για ανακτήσει την εξουσία, κι αυτό θα οδηγήσει σε μια βίαια ρεβάνς του βολονταριστικού/ πειθαρχικού μοντέλου. Κεντρικό ρόλο σε αυτή θα παίξει η ριζική αναδιάρθρωση του ιατρικού συστήματος το οποίο θα φύγει από τα χέρια των ειδικών τεχνοκρατών της υγείας και θα περάσει στα χέρια των λεγόμενων «ξυπόλητων γιατρών». Αυτοί οι ελάχιστα εκπαιδευμένοι πολίτες ή στρατιώτες θα εγκατασταθούν σε κάθε μονάδα παραγωγής στον αγρό και τις πόλεις με σκοπό να διαγνώσουν και να θεραπεύσουν όλες τις κοινές αρρώστιες, μα κυρίως τις επαγγελματικές. Παράλληλα οι ξυπόλυτοι γιατροί θα συμμετέχουν άμεσα στην παραγωγή της μονάδας τους. Το 1970 ο αριθμός των ξυπόλητων γιατρών θα ξεπεράσει το ένα εκατομμύριο δημιουργώντας πρωτοφανείς συνθήκες επιτήρησης μέσα στους χώρους εργασίας και έναν εντελώς νέο δεσμό της εκμετάλλευσης με την βιοπολιτική. Το κυβερνητικό μοντέλο της Πολιτιστικής Επανάστασης θα κορυφωθεί από την Ομάδα της Σαγκάης. Οι «επαγγελματίες επαναστάτες» θα προσπαθήσουν μέχρι την οριστική τους ήττα το 1976 να φέρουν ξανά και ξανά την κινεζική κοινωνία σε κατάσταση εσωτερικού πολέμου προκειμένου να αποτρέψουν την εξάλειψή τους από την «νέα τάξη» των τεχνοκρατών. Πιστεύοντας πως «η καταστολή των ταραχών σε ένα ταραγμένο κράτος σημαίνει καινούργιες ταραχές…οι αναταραχές γεννιούνται στην προσπάθεια της τάξης σε μια χώρα παραδομένη στις ταραχές» θα επιχειρήσουν να αντιμετωπίσουν την κρίση της εξουσίας δημιουργώντας ένα ιδιότυπο καθεστώς εξουσίας της κρίσης: «πρέπει συνεχώς να καταστρέφουμε αυτό που έχουμε παράγει…κυβερνώ σημαίνει καταστρέφω, καταστρέφω τα παράσιτα, το εχθρό, τις ίδιες μου τις δυνάμεις». Θεωρούμενη αποσπασματικά η μέθοδος αυτή μοιάζει ανορθολογική, έως και παράλογη. Όμως η πολιτική επανεκπαίδευσης των στελεχών στους αγρούς, η απελευθέρωση του αντιγραφειοκρατικού μένους από τα κάτω, η πολιτική των ηθικών κινήτρων, η επίθεση σε κάθε είδους πολυτέλεια, η εκστρατεία εναντίον του Κομφούκιου και τόσα άλλα «ανορθολογικά» στιγμιότυπα που θα χαρακτηρίσουν τα δέκα χρόνια της Πολιτιστικής Επανάστασης αποτελούν απευθείας κληρονομιά μιας καθ’ όλα ορθολογικής και συγκεκριμένα Νομοκρατικής προβληματοποίησης του κοινωνικού. Βάσει των κινέζων Νομοκρατών, εξέχον παράδειγμα των οποίων υπήρξε ο Σιανγκ Γιανγκ (4ος Π.Χ. αιώνας), η διακυβέρνηση αποτελεί ένα είδος εκπαίδευσης: διδάσκει ασύνειδα στους ανθρώπους συμπεριφορές που υποκαθιστούν το ένστικτο ή μάλλον το επεκτείνουν. Με αυτό τον τρόπο, ο ηγεμόνας οδηγεί τους υπηκόους να κάνουν αυθόρμητα αυτό που απεχθάνονται, δηλαδή να καλλιεργούν τη γη και να πηγαίνουν χαρούμενα εκεί που φοβούνται, δηλαδή στον πόλεμο. Ο έλεγχος της εκτέλεσης εντολών πρέπει να πραγματοποιείται στο πιο χαμηλό επίπεδο εξουσίας, δηλαδή από την ίδια την κοινωνία. Με τη λήψη αποφάσεων σε επίπεδο οικογένειας, με την κατάδοση και τη συλλογική ευθύνη στα χωριά, ο νόμος διαπερνά όλους τους πόρους του κοινωνικού ιστού. Θα ήταν κάλο, λέει ο Σιανγκ Γιανγκ, μέσα στο μυαλό κάθε υπηκόου να υπάρχει ένας δικαστής. Πρόκειται για ένα ακραίο μοντέλο πειθάρχησης, για το αποκορύφωμα της εσωτερίκευσης της σχέσης-κράτος από τους εκμεταλλευόμενους. Οι «τρελοί ιδεολόγοι» της Σαγκάης έχοντας πλήρη γνώση των κυβερνητικών θέσεων των Νομοκρατών θα συμπεράνουν πως προκειμένου να ελέγχει μια τάξη το κράτος, θα πρέπει να ελέγχει τους «δύο μαστούς του»: την γεωργία και τον πόλεμο. Τόσο οι Νομοκράτες όσο και οι «επαγγελματίες επαναστάτες» θεωρούσαν την γεωργία τομέα-κλειδί για το κράτος, όχι επειδή είναι αποδοτική, αλλά επειδή μπορεί να διαφεύγει λιγότερο από τον έλεγχο από ό,τι το εμπόριο ή η βιομηχανία. Επιπλέον, βάσει της Νομοκρατικής σκέψης, η γεωργία προετοιμάζει τον πληθυσμό για τον πόλεμο, αφού δημιουργεί πειθήνιους στρατιώτες: στην πραγματικότητα ο πόλεμος είναι η άλλη πλευρά της γεωργίας, η συνέχειά της με άλλα μέσα. Κι αυτό γιατί ο πόλεμος καταστρέφει το περίσσευμα που παράγει η γεωργία, εμποδίζοντας έτσι την ανάπτυξη της τεμπελιάς από μεριά των εργατών και τον παρασιτισμό από μεριά των διευθυντικών/ τεχνοκρατικών στελεχών, τις δύο πληγές που καταστρέφουν το κράτος: «οι διεφθαρμένοι δημόσιοι υπάλληλοι δεν θα τολμούν πλέον να αισχροκερδούν και ο λαός θα γίνει εργατικός και οικονόμος». Ο πόλεμος των «επαγγελματιών επαναστατών» δεν ήταν εθνικός αλλά κοινωνικός. Ο αγώνας που θα εξαπολύσουν οι ερυθροφρουροί εναντίον τόσο των εργατικών αρνήσεων όσο και του τεχνοκρατικού παρασιτισμού θα έχει στην καρδιά του ένα σύνολο από ιδιότυπες σωματικές τελετουργίες οι οποίες κορυφώνονταν στις «συνεδρίες μαζικού αγώνα» κατά τις οποίες αντιπαραγωγικοί εργάτες και συντηρητικοί γραφειοκράτες υπέκυπταν σε δημόσια αυτοκριτική και διαπόμπευση. Αυτές οι μαζικές τελετουργίες συγκέντρωναν χιλιάδες ανθρώπους οι οποίοι συμμετείχαν σε αυτές αναπαράγοντας μια συγκεκριμένη γκάμα τυποποιημένων κινήσεων αποδοκιμασίας, κατηγορίας και αγανάκτησης, ενώ οι κατηγορούμενοι είχαν μεγαλύτερες πιθανότητες να επιβιώσουν εάν επαναλάμβαναν κι αυτοί με τη σειρά τους πειθήνια την άτυπη τελετουργία εξευτελισμού. Αυτή η τεχνολογία εξουσίας υποκειμενοποιούσε κατήγορους και κατηγορούμενους μέσα στα πλαίσια μιας πραγμοποιημένης, φετιχοποιημένης θα λέγαμε, ιστορίας. Μιας ιστορίας η οποία τυποποιείται στο δίπολο μαχητών και δαιμόνων, κι έτσι επαναλαμβάνεται συνεχώς έως ότου πραγματωθεί μέσα στην σοσιαλιστική ολοκλήρωση. Πρόκειται δηλαδή για μια σημειοτεχνική η οποία καθιστά τα κοινωνικά υποκείμενα ορατά και διαφανή στο πανοπτικό της εξουσίας-ιστορίας. Αυτή η κυκλοφορία των ιστορικών σημείων-ρόλων είχε ως αποτέλεσμα τον ορισμό της υποκειμενικότητας όχι υπό όρους της όποιας ατομικότητας, μα υπό τους όρους ταύτισης με ένα αρνητικό ή θετικό ηθικό μοντέλο. Κι έτσι σκοπός αυτών των βιοπολιτικών τεχνικών ήταν όχι τόσο η αφομοίωση του κάθε ενός στην νόρμα του ήδη υπάρχοντος κοινωνικού σώματος, όσο ο ριζικός επανορισμός του δεύτερου ως ενσάρκωση ενός ιστορικού πεπρωμένου. Η εξουσία-αυθεντία του κόμματος της πρωτοπορίας (και των «επαγγελματιών επαναστατών» ιδιαίτερα) αντί να είναι αόρατη, καθίσταται πανταχού ορατή και φωνάζει «Κοιτάξτε με! Σας αποκαλύπτομαι. Το δικό σας βλέμμα με ολοκληρώνει και πραγματοποιεί την εξουσία μου, δεν είμαι παρά η θέλησή σας και το πεπρωμένο σας». Ωστόσο, οι «επαγγελματίες επαναστάτες» ήταν ανίκανοι να συγκρατήσουν την δύναμη αυτής της τεχνικής, και γρήγορα αντίπαλες ομάδες ερυθροφρουρών θα πάρουν την ερμηνευτική βία στα χέρια τους. Αυτό θα οδηγήσει στην καταστολή και στην όλο και αυξανόμενη εξειδίκευση των εκστρατειών της μαοϊκής φράξιας. Έτσι, ιδιαίτερα μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του Σεπτέμβρη του 1971, οι μαζικές τελετουργίες θα χάσουν την αιχμή τους και θα μετατραπούν σε προβλέψιμες και εκ των άνω κατευθυνόμενες παράτες. Οι «τρελοί ιδεολόγοι» της Σαγκάης διστάζοντας να οδηγήσουν τον πόλεμό τους στο λογικό του συμπέρασμα (τον γενικευμένο ταξικό πόλεμο που θα τους κόστιζε βέβαια τα τομάρια τους) αφιερώθηκαν σε παλατιανές ίντριγκες οι οποίες θα αποξενώσουν τους «επαγγελματίες επαναστάτες» τόσο από την εξεγερμένη νεολαία, όσο και από τους αγρότες. Η οικιοποίηση αυτών των μεθόδων από την τεχνοκρατική φράξια σε συνεργασία με την τοπική στρατιωτική διοίκηση θα πραγματοποιηθεί αστραπιαία μετά τον θάνατο του Μάο, και η Τζιανγκ Τσίνγκ, ηγέτης των «επαγγελματιών επαναστατών», θα υποκύψει στην μέθοδο της δαιμονοποίησης που είχε με κόπο κατασκευάσει επί δώδεκα χρόνια.
4. Ντενγκισμός
Η αποκολλεκτιβοποίηση και η φιλελευθεροποίηση της οικονομίας από το 1980 και μετά συνοδεύτηκε όπως είναι γνωστό από μια πρωτοφανή βιοπολιτική νομοθεσία η οποία απαγόρευε την απόκτηση άνω του ενός παιδιού σε κάθε οικογένεια. Με μια μονοκοντυλιά, η τάξη των τεχνοκρατών αποφάσισε πως μόνο οι μισές κινέζικες οικογένειες θα διαιωνίζουν το όνομά τους, πως οι σχέσεις αδερφών και θείων-ανιψιών θα εξαφανιστούν και πως η όποια αποτυχία για αντισύλληψη θα αντιμετώπιζε σκληρότατες κυρώσεις. Ο κρατικός έλεγχος τόσο της γονιμότητας όσο και της οικογενειακής δομής τέθηκε στο επίκεντρο της κυβερνητικής πολιτικής του κόμματος. Αν και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980 τα μέτρα είχαν γίνει πιο ευέλικτα, επιτρέποντας παραπάνω παιδιά σε μια σειρά από μειονότητες, ο συνδυασμός της πολιτικής του ενός παιδιού καθώς και η αποκολλεκτιβοποίηση που έθετε το νοικοκυριό ως κύρια αγροτική οικονομική μονάδα θα εκσφενδονίσει στα ύψη την αξία της γέννας δημιουργώντας μια σειρά από εντελώς νέες κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις.
Πρώτον, θα παρατηρηθεί μια εκρηκτική αύξηση των συνολικών εξόδων που σχετίζονται με τον γάμο, θα επιτραπεί για πρώτη φορά μετά το 1950 η προίκα, ενώ η βρεφοκτονία κοριτσιών θα γίνει εθνικό φαινόμενο. Έτσι η γυναίκα θα αρχίσει να μετατρέπεται όλο και περισσότερο σε εμπόρευμα. Αυτό έχει οδηγήσει σε ένα τεράστιας κλίμακας παραεμπόριο γυναικών. Μονάχα το 1990 καταδικάστηκαν από κινέζικα δικαστήρια 2,530 συμμορίες απαγωγέων, ενώ κατά τη διάρκεια αστυνομικών επιχειρήσεων το 2000 απελευθερώθηκαν 110,000 γυναίκες και 13,000 παιδιά. Οι κινέζικες αρχές παραδέχονται πως αυτός ο αριθμός δεν αποτελεί παρά ένα ελάχιστο ποσοστό του φαινομένου απαγωγών γυναικών με σκοπό την πώλησή τους ως νύφες στις ανατολικές ριζοπαραγωγικές επαρχίες. Μια γυναίκα αξίζει στα αγροτικά νυφοπάζαρα 450-550 δολάρια, ενώ πολλές πωλούνται σε εργοστάσια για φτηνή εργασία ή σε μπορντέλα των μεγάλων πόλεων. Πολλές φορές οι τοπικές αρχές συνεργάζονται με τις συμμορίες, παρόλο που η ποινή για εμπλοκή σε αυτό το εμπόριο είναι η εκτέλεση.
Δεύτερον, η πολιτική του ενός παιδιού θα δυσχεράνει οικονομικά τις αγροτικές οικογένειες, ενώ θα ενισχύσει τους μικροϊδιοκτήτες των πόλεων (ας σημειωθεί πως οι μεγαλοϊδιοκτήτες συνήθως έχουν πάνω από ένα παιδιά μιας και μπορούν να πληρώσουν το πρόστιμο αλλά και δεν κινδυνεύουν να τους «πέσει η μούρη»). Από την μία οι περισσότερες μη-αγροτικές δουλείες στις αγροτικές περιοχές θα καταληφθούν από άνδρες, κι από την άλλη η πλειονότητα των εσωτερικών μεταναστών προς τα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα θα είναι άνδρες. Έτσι η πλειονότητα των αγροτικών εργασιών γίνεται σήμερα από γυναίκες, και γι’ αυτό πολλοί δυτικοί αναλυτές μιλάνε για την θηλυκοποίηση της αγροτικής παραγωγής στην Κίνα.
Όμως θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε πως το τεχνοκρατικό μοντέλο κατάφερε να επιβληθεί με ηγεμονικούς όρους στην ολότητα της κινεζικής κοινωνίας. Στην πραγματικότητα, η πρακτική εφαρμογή του συστήματος ελέγχου των γεννήσεων από το ΚΚΚ αποδείχτηκε πολύ δύσκολη. Οι αγρότες θα κατασκευάσουν πολύπλοκες συλλογικές στρατηγικές για την αποφυγή πληρωμής των προστίμων και την επιβολή των κυρώσεων σε περίπτωση παράβασης του γενετήσιου νόμου. Έτσι, για παράδειγμα, το 1983 μόνο 49% των παραβατών στην επαρχία του Σαανσί θα καταστεί αντικείμενο κυρώσεων. Το 1986 το σύστημα των προστίμων θα καταρρεύσει στις περισσότερες αγροτικές περιοχές υπό την γενικευμένη απείθεια των πολύτεκνων οικογενειών. Αν το μαοϊκό κράτος μπορούσε να ελέγξει και να κυρώσει ή να επιβραβεύσει κάθε πτυχή της καθημερινής ζωής των αγροτών και των εργατών, αυτή η δύναμη είχε χαθεί με την φιλελευθεροποίηση της οικονομίας Από τη στιγμή που η οικονομία δεν ήταν πλέον κολλεκτιβοποιημένη, η επιβολή της νομοθεσίας είχε καταστεί αδύνατη.
Στις δε πόλεις, αν και ο περιορισμός των γεννήσεων θα γίνει δεκτός με ευχαρίστηση από τους μικροϊδιοκτήτες, η εντατικοποίηση και η εκμηχάνιση της εργασίας υπό το νέο φορντικό μοντέλο των τεχνοκρατικών στοιχείων του ΚΚΚ, καθώς και η κατάρρευση του συστήματος ηθικών κινήτρων θα οδηγήσουν σε μια βαθιά κρίση αξιών κυρίως στα εργατικά στρώματα και τους φοιτητές. Αν το μαοϊκό μοντέλο χειραγώγησης και εκμετάλλευσης ήταν βολονταριστικό και πειθαρχικό, το τεχνοκρατικό αντίστοιχό του ήταν μάλλον καταναγκαστικό και κυριαρχικό. Καθώς οι εργάτες και οι φοιτητές έπαυαν να συμμετέχουν πνευματικά και σωματικά στην εξέλιξη της παραγωγικής διαδικασίας και της κοινωνικής οργάνωσης, και καθώς η πρωτοβουλία άρχισε να αποτελεί ατομικό κι όχι συλλογικό ζήτημα, άρχισε να εμφανίζεται το ρεύμα της αμφισβήτησης που θα οδηγήσει στην εξέγερση του 1989 και τη σφαγή των 5,000 στο Πεκίνο. Μετά την Τιαναμέν, και την κατάρρευση των πολιτικών κινημάτων στα μεγάλα αστικά κέντρα, η άρνηση του κυρίαρχου κυβερνητικού μοντέλου, θα αποκτήσει πιο έμμεσες μορφές οι οποίες θα αμφισβητήσουν ωστόσο το κομματικό σύστημα αξιών σε τέτοιο βαθμό, ώστε να καταστεί αναγκαία η αφομοίωση ή και η άγρια καταστολή τους.
Αμέσως μετά την εξέγερση του 1989, θα κάνει την εμφάνιση του στην Κίνα ένα σύστημα μακροζωίας το οποίο συνδυάζει κινήσεις από παραδοσιακές πολεμικές τέχνες (τάι τσι τσουάν, κονγκφού) και μιας ευρείας γκάμας θρύλων και λαϊκών δοξασιών τις οποίες το ΚΚΚ είχε απαγορεύσει ως φεουδαλικές προκαταλήψεις. Υπό την ηγεσία εκατοντάδων γκουρού, κατά τα τρία πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1990, εκατοντάδες χιλιάδες κινέζοι των μητροπόλεων θα συγκεντρώνονται πριν και μετά την δουλειά τους σε δημόσιους χώρους για να ασκήσουν την ενεργοποίηση του «Τσι» τους. Σε μαζικές τελετές τυποποιημένων κινήσεων, οι ασκούμενοι θα πέφτουν σε τρανς και έτσι θα διατείνονται πως θεραπεύονται ή κι ότι έχουν μαγικές δυνάμεις. Το κίνημα του τσι γκονγκ θα πάρει μαζικές διαστάσεις έως ότου το 1992 το κόμμα αποφασίσει να καταστείλει με αφορμή εκατοντάδες παράπονα ασκούμενων για νοητικές ενοχλήσεις. Χιλιάδες ασκούμενοι θα κλειστούν σε ψυχιατρεία, ενώ εκατοντάδες δάσκαλοι θα φυλακιστούν, πολλοί περισσότεροι δε θα αφομοιωθούν στο παραδοσιακό ιατρικό σύστημα. Είναι πιθανόν το ΚΚΚ απλά να θορυβήθηκε από την μαζική εκτός του ελέγχου κοινωνικοποίηση που προσέφερε αυτή η αντι-τεχνική, είναι όμως σίγουρο πως στους ιστορικούς του κόμματος δεν διέφυγαν οι σαφείς συνάφειες του κινήματος του τσι γκονγκ με τελετές μακροζωίας και ενδυνάμωσης του «Τσι» των Αϊχοτουάν στα τέλη του 19ου αιώνα, οι οποίες οδήγησαν στην εξέγερση των Μπόξερ. Είναι επίσης βέβαιο πως τόσο οι κοινωνικές σχέσεις που δομούνταν κατά την διάρκεια της άσκησης του τσι γκονγ, όσο και ορισμένα ιδιότυπα σωματικά χαρακτηριστικά αυτής της διαδικασίας, μεταφέρονταν στους χώρους εργασίας αναστατώνοντας την ιεραρχία και την μεσολαβημένη σχέση μεταξύ των εργατών (ας σημειωθεί πως σε φασονάδικα στη Μαλαισία, εργάτριες κατέφευγαν επί χρόνια σε μαζικές κρίσης πνευματοληψίας ως μοναδικό τρόπο άρνησης και σαμποτάζ της παραγωγικής διαδικασίας). Παρόλη την καταστολή και την αφομοίωση κάποιοι δάσκαλοι θα συνεχίσουν να ασκούνε τις μαζικές τελετές μακροζωίας μυστικά και κάποιοι από αυτούς θα δημιουργήσουν το κίνημα φάλουν γκονγκ υπό την ηγεσία του Λι Χονγκ Τζι. Όταν τον Απρίλιο του 2000 10,000 μέλη της μυστικιστικής οργάνωσης κάνουν καθιστική διαμαρτυρία στο κέντρο του Πεκίνου, η κυβέρνηση θα τα καταστείλει άγρια και θα στείλει χιλιάδες ασκούμενους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και φυλακές.
Από την άλλη, ανάμεσα στους διανοούμενους των αστικών στρωμάτων των μητροπόλεων θα αναπτυχθεί μια ριζική αμφισβήτηση του κομματικά και εμπορευματικά κωδικωμένου σώματος. Κατά την δεκαετία του ενενήντα έως και σήμερα αρχικά υπόγεια μα όλο και πιο φανερά, μια σειρά από καλλιτέχνες και συγγραφείς θα εγκαταλείψουν την σοσιαλιστική αισιοδοξία και θα βουτήξουν μέσα στο νοσηρό πεδίο της βαναυσότητας. Την αρχή θα την κάνει το 1991 μια ζωγράφος θα παριστάνει πως ακολουθεί τις κομματικές οδηγίες και θα περατώσει μια σειρά από συμβατικούς πίνακες. Το ΚΚΚ θα τους εγκρίνει και όταν στα εγκαίνια της έκθεσής της καταφτάσει η κομματική επιτροπή, η ζωγράφος θα τραβήξει όπλο και θα πυροβολήσει τους πίνακές της, κι ως αποτέλεσμα θα φυλακιστεί. Μέσα από καταλήψεις εγκαταλελειμμένων εργοστασίων και βιοτεχνιών στο Πεκίνο και στη Σαγκάη, το κίνημα της σωματικής βαναυσότητας θα καταλήξει το 2000 να οργανώσει μια αντι-Μπιενάλε. Εκεί ο Λι Λιάνγκ θα εκθέσει τις περιβόητες φωτογραφίες ενός άνδρα ο οποίος καταβροχθίζει ένα μωρό. Κατά την διάρκεια της αντι-Μπιενάλε θα εκτεθεί μια σειρά από έργα φτιαγμένα από ακρωτηριασμένα πτώματα και υβριδικά γλυπτά, ενώ ένας άνδρας θα αυτοκτονήσει ως μέρος μιας περφόρμανς. Η διαπραγμάτευση του γυναικείου σώματος θα αποτελέσει κεντρικό σημείο αναφοράς αυτού του ριζοσπαστικού κινήματος. Η καλλιτεχνική πρωτοπορία θα προσπαθήσει για πρώτη φορά να εξερευνήσει την γενεαλογία των αναπαραστάσεων της γυναίκας στην δημόσια εικονογραφία της σύγχρονης Κίνας, από τις οριενταλιστικές αναπαραστάσεις των εκχωρήσεων έως το Κόκκινο Τάγμα των Γυναικών της Τζιανγκ Τσινγκ οπού τίθεται για πρώτη φορά το ζήτημα του βιασμού και της πολιτικής συστράτευσης ως απάντηση στην αντρική φεουδαρχική βία: «αυτές οι εικόνες περιέχουν στοιχεία για το πώς το φύλο έχει δομήσει την κινεζική κοινωνία, καθώς και πώς τα κοινωνικά υποκείμενα έχουν χρησιμοποιήσει οπτικές αναπαραστάσεις για να δομήσουν το φαντασιακό τους σχετικά με το κοινωνικό». Κατά την πρωτοπορία αυτή, ο ντενγκισμός επέτρεψε την ανάδυση των καταπιεσμένων γκάμας φεουδαρχικών κοινωνικών-φυλικών σχέσεων. Αυτό μεταξύ άλλων οδήγησε στην εμπορευματοποίηση της εικόνας του γυναικείου σώματος, αλλά και σε μια όλο και μεγαλύτερη συνειδητοποίηση των βίαιων μεθόδων εγγραφής των ηγεμονικών βιοπολιτικών τόσο στο ανδρικό, όσο και στο γυναικείο σώμα. Το κίνημα αυτό θα προκαλέσει παγκόσμιο ενδιαφέρον κι αυτό θα οδηγήσει σε ένα βαθμό στην εμπορευματική του αφομοίωση, ενώ σε μεγαλύτερο βαθμό στην ώθηση ενός ιδιότυπου lifestyle των μητροπόλεων, το λεγόμενο λινγκλέι (όλο και περισσότεροι νεολαίοι στις κινεζικές μητροπόλεις αυτοχαρακτηρίζονται λινγκλέι, κάτι μεταξύ του εναλλακτικός και του περιθωριακός, αν και η παραβατικότητά τους περιορίζεται στον εκκεντρικό τους ρουχισμό στο κούρεμά τους και στα ταττού που κοσμούν το σώμα τους). Σήμερα η μεγαλύτερη κατάληψη της πρωτοπορίας, το παλιό εργοστάσιο πυρομαχικών 796 έξω από το Πεκίνο έχει μετατραπεί σε μια ημι-παράνομη ζώνη από ακριβές μπουτίκ και μπαράκια, ενώ οι πραγματικά παραβατικές ζώνες άγριων νεολαιών της μητρόπολης τελούν υπό μαζική κατεδάφιση/ ανάπλαση.
Σίγουρα μας διαφεύγουν πολλά εμπειρικά στοιχεία σχετικά με την βιοπολιτική στην σύγχρονη Κίνα και τις αρνήσεις της από τα κάτω. Αν μπορούμε να μιλάμε για μια βιοπολιτική στρατηγική του σύγχρονου κινεζικού κράτους-κόμματος, με την έννοια που θα μιλάγαμε για μια αντίστοιχη στρατηγική του Γκουομιντάνγκ ή των μαοϊκών, τότε δεσπόζοντα ρόλο κατά τα τελευταία χρόνια έπαιξε δίχως άλλο η υγειονομική κρίση του SARS (και η συχνή επανάληψή της στα κινεζικά ΜΜΕ σε μικροκλίμακα). Αν και τα στοιχεία για την κοινωνική ανταπόκριση στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης είναι λίγα, είναι χαρακτηριστικό πως στις κινέζικες εφημερίδες και την κρατική τηλεόραση, η αιτία για την εξάπλωση της επιδημίας ρίχτηκε κυρίως στην απειθαρχία μεγάλου αριθμού πολιτών να δεχτούν τους όρους περιορισμού μετακίνησης (ενώ παράλληλα κυκλοφόρησαν οι απαραίτητες συνομοσιολογικές φήμες περί βιολογικού πολέμου των αμερικάνων). Ο πολιτικός χαρακτήρας της κρίσης είναι άλλωστε εμφανής από το γεγονός ότι η νόσος αποκαλύφθηκε όχι από την κομματική υγειονομική υπηρεσία αλλά από έναν αξιωματικό του ΛΑΣ, ο οποίος και φυλακίσθηκε αμέσως μετά την αγιοποίησή του ως λαϊκός ήρωας, χωρίς να γίνει βέβαια καμιά αναφορά σε αυτή την εξέλιξη στους κινέζους πολίτες.
Δεν έχουμε τα απαραίτητα σκληρά δεδομένα ώστε να επιχειρήσουμε να αναλύσουμε μια από τις μεγαλύτερες υγειονομικές καταστάσεις έκτακτης ανάγκης στην πρόσφατη ιστορία. Τα λίγα εμπειρικά μας δεδομένα όμως δείχνουν πως σε αντίθεση με την δύση, στην Κίνα αυτή η κρίση δεν συνέβαλε (το σε τι αποσκοπούσε το προσπερνάμε αναγκαστικά) στη δόμηση ενός αιτήματος για ασφάλεια. Αυτή η έννοια είναι απλά εξωτική στα πλαίσια της καθημερινής ζωής στη ΛΔΚ και προϋποθέτει μια πραγματικά ριζική αλλαγή στην ολική κοσμοθεώρηση των εκμεταλλευόμενων. Είναι ωστόσο πολύ πιο πιθανό (και εδώ πάλι μιλάμε μονάχα με την βοήθεια της ελάχιστης εμπειρίας μας από την κινεζική κοινωνία) η υγειονομική κρίση να έριξε λάδι στην ευρέως διαδεδομένη έγνοια για πολιτική/ κρατική ενότητα (δεν λέμε εθνική γιατί η έννοια αυτή (min) δεν είναι τόσο ξεκάθαρη ή αυτονόητη στα κινέζικα). Το ΚΚΚ σήμερα θεωρείται από την πλειονότητα των κινέζων σαν ένα διεφθαρμένο και συχνά βάναυσο ιστορικό απολίθωμα, το οποίο έχει χάσει κάθε έννοια νομιμότητας πέρα από μια: το ότι μπορεί να κρατάει την χώρα ενωμένη, κι έτσι αποτρέπει α) την επανάληψη του μοτίβου/ πεπρωμένου του διαμελισμού του Κεντρικού Βασιλείου και των «εμπόλεμων κρατιδίων», β) την αποικιοποίηση της Κίνας από την δύση. Το κόμμα γνωρίζει πολύ καλά πως μονάχα ο φόβος της διάλυσης το νομιμοποιεί, κι έτσι με διάφορες μεθόδους (βιοπολιτικές ή άλλες) τον ανανεώνει και τον κατευθύνει ανάλογα με τις στρατηγικές του.
Κατηγορία: Κίνα
0 Comments:
Νεότερη ανάρτηση Παλαιότερη Ανάρτηση Αρχική σελίδα
Subscribe to:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)