Le reveillon terrifique

Εισαγωγή

Ελπίζω να μην αναρωτιέστε που θα κάνετε ρεβεγιόν φέτος και που θα σας βρει η καινούρια χρονιά. Εμείς εδώ πιστοί στο κλίμα των ημερών σας προσφέρουμε ότι αντίστοιχο στον πεπαλιωμένο εκλεκτό οίνο μπορούμε, ένα παλιό κείμενο συντρόφων.

Με αφορμή τις πρόσφατες καταλήψεις στη ΓΣΕΕ και στο Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης θεωρήσαμε σκόπιμο να αναδημοσιεύσουμε εδώ ένα παλιότερο κείμενο του περιοδικού Link (τχ. 3, Νοέμβριος 2003) που αφορά τη συζήτηση για το συνδικαλισμό ως θεσμό και ως σχέση και το ρόλο του στους εργατικούς αγώνες του σήμερα.

Το κείμενο αυτό, πέρα από τα ενδιαφέροντα ιστορικά στοιχεία που παρουσιάζει, αποτελεί μέρος μιας συζήτησης για τη δική μας στάση ως εργαζόμενοι/ες αλλά και ως πολιτικά υποκείμενα, απέναντι στο συνδικαλισμό γενικά και τις μορφές οργάνωσης που μπορούμε να δημιουργήσουμε στους χώρους δουλειάς μας ειδικά, η οποία τα τελευταία χρόνια διεξάγεται διαρκώς από την ανάπτυξη μιας τάσης εντός του εργατικού κινήματος (για την “τάση” αυτή βλ. το κείμενο του mr_sun_light “4 πόλοι και μια τάση”) και έπειτα θίγοντας μάλιστα (και το ακανθώδες) ζήτημα των πολιτικών μορφών στην αλληλεπίδρασή της με την ταξική υποκειμενικότητα.



Σημειώσεις για το συνδικαλισμό

#1
Διευκρίνηση: συνδικαλισμός και διεκδικητικοί αγώνες

Πρέπει να το ξεκαθαρίσουμε ευθύς εξαρχής: ο συνδικαλισμός ήταν στο παρελθόν και παραμένει ακόμα και σήμερα ένας τρόπος δράσης της εργατικής τάξης σαν τάξη καθ’ εαυτή, σαν τάξη εντός των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Ο συνδικαλισμός έχει συνδεθεί με μορφές οργάνωσης και πάλης μέσα από τις οποίες οι εργάτες αναζητούν συλλογικές «λύσεις» εντός της καπιταλιστικής σχέσης, έχει συνδεθεί με έναν γαλαξία εργατικών διεκδικήσεων γύρω από τις συνθήκες εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης. Αυτό αποτελεί τη βαθύτερη ουσία/λειτουργία, και ταυτόχρονα το έσχατο όριο, του συνδικαλισμού. Αυτή η βαθύτερη ουσία/λειτουργία είναι εν γένει ανεξάρτητη από το πόσο γραφειοκρατικές είναι οι οργανωτικές μορφές του συνδικαλισμού. Έτσι από εδώ και στο εξής με τον όρο «συνδικαλισμός» δεν θα εννοούμε μόνο αυτό που συνήθως εννοείται: παγιωμένες μορφές οργάνωσης όπως το συνδικάτο ή θεσμικές λειτουργίες όπως η διαμεσολάβητική δράση των συνδικαλιστών leaders. Θα εννοούμε επίσης και περιεχόμενα αγώνα: τις οργανωμένες εργατικές διεκδίκησεις (σχετικά με τον άμεσο και έμμεσο μισθό, τον εργάσιμο χρόνο, τις συνθήκες εργασίας, τον τρόπο με τον οποίο οργανώνεται η παραγωγική διαδικασία...), είτε αυτές οι διεκδικήσεις γίνονται από τους εργάτες μέσω του επίσημου συνδικάτου, είτε εκτός αυτού, είτε γίνονται ειρηνικά, είτε με τη χρήση βίας. Προσπαθώντας να διασαφηνίσουμε κάποιες έννοιες οφείλουμε βέβαια να είμαστε προσεκτικοί: έχει πολύ μεγάλη σημασία το πως οργανώνεται και διεξάγεται ένας διεκδικητικός εργατικός αγώνας και το ποιά αιτήματα προβάλλει, όμως αυτοί οι παράγοντες συνήθως δεν καταργούν το γεγόνος ότι σε αυτόν τον αγώνα οι εργάτες σε μεγάλο βαθμό αγωνίζονται ενάντια στα αποτελέσματα της καπιταλιστικής σχέσης. Από τη στιγμή λοιπόν που εμείς επικαλούμαστε την καταστροφή της ίδιας της καπιταλιστικής σχέσης, τότε ποιός ο λόγος για μια ιδιαίτερη ενασχόληση με το συνδικαλισμό, και κατ’επέκταση με τις μορφές οργάνωσης στους χώρους εργασίας; Εξάλλου αρκετά δεν έχουν φροντίσει οι κάθε λογής συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι για την υπονόμευση των εργατικών αγώνων και την καθημερινή μας υποτίμηση ώστε να αρκεί μια συνολική απόρριψη του συνδικαλισμού, χωρίς πολλά λόγια;

Kατ’αρχάς τα συνδικάτα, στις διάφορες ιστορικές μορφές τους, υπήρξαν προϊόν των ταξικών αγώνων. Μπορεί η σημερινή μορφή τους και ο τρόπος λειτουργίας τους να καθιστούν αυτή τη διαπίστωση παράδοξη, η ιστορία όμως είναι αμείλικτη: τα συνδικάτα πρωτοδημιουργήθηκαν από τους εργάτες, και όχι από τα αφεντικά ή το κράτος. Επιπλέον, όπως είναι επίσης ιστορικά διαπιστωμένο, η πλειονότητα των εργατικών αγώνων δεν κατάφεραν και δεν καταφέρνουν να αποφύγουν το συνδικαλισμό σαν τρόπο δράσης, τουλάχιστον στην αρχική τους φάση. Να λοιπόν ένας πρώτος λόγος για να ασχοληθούμε με το συνδικαλισμό και τις μορφές οργάνωσης στους χώρους εργασίας, στο βαθμό φυσικά που μας ενδιαφέρει η κριτική αποτίμηση των εργατικών αγώνων και όχι η «επαναστατική» φλυαρία. Κατά δεύτερον εκτός από πολιτικά υποκείμενα είμαστε και εργάτες, η μισθωτή εργασία και τα ζόρια της καταλαμβάνουν ένα σημαντικό μέρος της ζωής μας, όπως και χιλιάδων άλλων. Υπάρχουν πολλά ζητήματα μέσα στον καταναγκασμό του οχτάωρου τα οποία, στο βαθμό που στεκόμαστε ανταγωνιστικά απέναντι στην καπιταλιστική κοινωνία, οφείλουμε να τα αντιμετωπίσουμε συλλογικά και όχι ατομικά. Να λοιπόν ένας δεύτερος λόγος για να ασχοληθούμε με το ζήτημα του συνδικαλισμού, αντιμετωπίζοντάς το όχι μόνο σαν θεωρητικό ζήτημα αλλά και στην πρακτική του διάσταση. Τέλος υπάρχει και ένας ακόμη λόγος, ίσως ο σοβαρότερος: αν εξαιρέσουμε το, καθόλου αμελητέο, γεγονός ότι πολλές φορές στο παρελθόν εργατικοί αγώνες που ξεκίνησαν σαν διεκδικητικοί/συνδικαλιστικοί αγώνες κατέληξαν σε ανοιχτή αμφισβήτηση της καπιταλιστικής σχέσης και ανοιχτή σύγκρουση με τους θεσμούς διαμεσολάβησης, ισχυριζόμαστε πως η εργατική τάξη καταλαβαίνει τον εαυτό της σαν ανταγωνιστικό κοινωνικό υποκείμενο κυρίως μέσα από αυτούς τους διεκδικητικούς αγώνες. Εκεί μαθαίνει να επικοινωνεί, να αναγνωρίζει με τρόπο συλλογικό τις ανάγκες και τις επιθυμίες της, να οργανώνεται, να θέτει και να κατακτάει (έστω «μικρούς») συλλογικούς στόχους, να δημιουργεί σχέσεις εμπιστοσύνης και αλληλεγγύης... Επιπλέον μέσα σε αυτούς τους αγώνες έρχεται αντιμέτωπη με τη σύγκρουση των ίδιων των αντιφάσεών της (μας). Τάσεις χειραφέτησης συγκρούονται, λιγότερο ή περισσότερο, με τάσεις χειραγώγησης. Αυτό ήταν πάντα το ουσιαστικό «στοίχημα» των ταξικών αγώνων, το αν και σε ποιό βαθμό οι τάσεις χειραφέτησης υπερνικούν τις τάσεις χειραγώγησης, το αν και σε ποιό βαθμό η τάξη κάνει βήματα για την κατάκτηση της αυτονομίας της από κάθε μεσολάβηση. Και το να κερδίζεται αυτό το «στοίχημα» προς όφελος της (κοινωνικής) χειραφέτησης περνάει και από τα δικά μας χέρια, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι δεν απαξιώνουμε τους εργατικούς αγώνες στο όνομα της... επανάστασης. Στο φως αυτών των διαπιστώσεων είναι απολύτως σημαντικό το πως οργανώνεται ένας διεκδικητικός αγώνας και το ποιά αιτήματα προβάλλει. Στο φως επίσης αυτών των διαπιστώσεων οφείλουμε να μιλήσουμε για το συνδικαλισμό και τις σημερινές δυνατότητες (ή αδυναμίες) των μορφών οργάνωσης στους χώρους δουλειάς.



#2

Ιστορική αναδρομή: συνδικάτα, συνδικαλιστική διαμεσολάβηση και η αρνησή της

Προτού στραφούμε στη συζήτηση για το συνδικαλισμό μέσα στις σημερινές συνθήκες, είμαστε αναγκασμένοι να ρίξουμε μια γρήγορη ματιά στο (ανταγωνιστικό) παρελθόν. Όχι δεν θα κάνουμε εδώ μια πλήρη ιστορική αναδρομή στις μορφές εργατικής οργάνωσης, αν και μια δουλειά αυτού του είδους τη θεωρούμε εν γένει απαραίτητη. Θα προσπαθήσουμε απλά να συγκεντρώσουμε μερικά πρώτα συμπεράσματα που προκύπτουν από μια μακροχρόνια και πολυποίκιλη παράδοση ταξικών αγώνων που έχουμε αφήσει πίσω μας, συμπεράσματα που μπορούν να φανούν χρήσιμα για την δράση μέσα στους εργασιακούς χώρους, στη σημερινή συγκυρία.

Τα πρώτα συνδικάτα δημιουργήθηκαν στην Αγγλία στα τέλη του 18ου αιώνα και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες και τις ΗΠΑ την περίοδο από τις αρχές μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα. Σαν μορφές εργατικής οργάνωσης προέκυψαν μέσα από τους λεγόμενους «συλλόγους αλληλοβοήθειας»,και συνυπήρξαν μαζί τους για μακρύ χρονικό διάστημα. Με μια σημαντική διαφορά όμως: ενώ οι «σύλλογοι αλληλοβοήθειας» ήταν μορφές συλλογικής άμυνας των εργατών απέναντι στις αρρώστιες, την ανεργία, τα γηρατιά ή τα εργατικά ατυχήματα, άμυνα που αφορούσε δηλαδή το πεδίο αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, τα συνδικάτα ήταν μορφές συλλογικής αντιπαράθεσης με τα αφεντικά εντός του πεδίου της άμεσης παραγωγικής διαδικασίας. Και το βασικό περιεχόμενο αυτής της αντιπαράθεσης: η διάρκεια της εργάσιμης ημέρας, που φτάνει εκείνη την εποχή μέχρι και τις 16 ώρες...

Σε ολόκληρο σχεδόν το 19ο αιώνα τα συνδικάτα, όχι μόνο απείχαν πολύ από το να είναι οι επίσημοι συνομιλητές των αφεντικών, αλλά έπρεπε να καταβάλλουν μεγάλη προσπάθεια για να διασφαλίσουν την ίδια τους την ύπαρξη. Πράγματι για τα αφεντικά και το κράτος της εποχής του «άγριου καπιταλισμού» η ύπαρξη εργατικών διεκδικητικών οργανώσεων δεν ήταν καθόλου αποδεκτή σαν ιδέα: ξεκινώντας από τον Combination Act το 1800 στην Αγγλία, μια σειρά από νόμοι σε διάφορες χώρες έθεταν στην παρανομία τα συνδικάτα σαν μορφή οργάνωσης και την απεργία σαν μορφή πάλης. Χρειάστηκαν πολλές και συνήθως βίαιες απεργίες για να καταργηθούν τέτοιου είδους νόμοι και να γίνουν τα συνδικάτα σταδιακά αποδεκτά στις διαπραγματεύσεις με τα αφεντικά. Επιπλέον η δράση των συνδικάτων εκείνης της εποχής είχε σχεδόν αποκλειστικά τοπικό χαρακτήρα, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν για πολλές δεκαετίες δευτεροβάθμιες συνδικαλιστικές ενώσεις σε εθνική κλίμακα (π.χ. η πρώτη ουσιαστικά μόνιμη δευτεροβάθμια συνδικαλιστική ένωση ήταν το Εθνικό Συνέδριο Των Βρετανικών Συνδικάτων που ιδρύθηκε το 1868, και αρχικά αντιπροσώπευε μόνο το ¼ των οργανωμένων εργατών), ενώ τα συνδικάτα δεν περιλάμβαναν το σύνολο των εργατών, π.χ. οι γυναίκες εργάτριες αποκλείονταν. Όλοι οι παραπάνω παράγοντες συνέβαλλαν αποφασιστικά ώστε η συνδικαλιστική γραφειοκρατία (και ο διαμεσολαβητικός της ρόλος) να είναι, σε ένα πρώτο στάδιο, ουσιαστικά ανύπαρκτη. Η διαδικασία δημιουργίας των συνδικάτων και η ιστορία των διεκδικητικών εργατικών αγώνων της εποχής μας οδηγεί σε ένα πρώτο συμπέρασμα: όλα τα χαρακτηριστικά των «μοντέρνων» συνδικάτων που εμείς θεωρούμε σήμερα αυτονόητα (η νομιμοποίηση τους, ο θεσμικός διαμεσολαβητικός τους ρόλος, η ύπαρξη συνδικαλιστών ηγετών και ετήσιων παζαριών με τα αφεντικά και το κράτος, η γραφειοκρατική οργανωτική δομή, ο καθολικός χαρακτήρας τους μέσα σε ένα κλάδο ή χώρο εργασίας, ο διαχωρισμός του «οικονομικού» αγώνα από τον «πολιτικό» αγώνα...) στην πραγματικότητα είναι το ιστορικό προϊόν της διαλεκτικής του ταξικού ανταγωνισμού. Πράγματι την περίοδο που ξεκινάει χοντρικά το 1890 (χρονιά που οι περισσότεροι αντισυνδικαλιστικοί νόμοι έχουν πλέον καταργηθεί) και τελειώνει το 1914, αρκετά πράγματα θα αλλάξουν για τα συνδικάτα τόσο σε ορισμένα ευρωπαϊκά κράτη όσο και στις ΗΠΑ. Αφ’ ενός μεν θα αρχίσουν να ισχυροποιούνται, όχι μόνο γιατί είναι μαζικότερα απ’ότι έναν αιώνα πριν αλλά και γιατί έχουν καταφέρει να επιβάλλουν στο κεφάλαιο δύο καινούριες συνθήκες: τη δραστική μείωση της εργάσιμης ημέρας και την ανελαστικότητα των μισθών σε περιόδους κρίσης. Αφ’ετέρου η (αργή) διαδικασία νομιμοποίησης των συνδικάτων, η εδραίωση των δευτεροβάθμιων συνδικαλιστικών ενώσεων, η δημιουργία μαζικών σοσιαλδημοκρατικών/εργατικών κομμάτων, ο μαχητικός κορπορατισμός που επιδεικνύει σε ορισμένες χώρες η πλειοψηφεία των ειδικευμένων τεχνιτών (το πλέον οργανωμένο κομμάτι της εργατικής τάξης εκείνη την εποχή) θα είναι οι καθοριστικοί παράγοντες για την (ουσιαστική) γενέθλια πράξη της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας- με πιο χαρακτηριστικά δείγματα του συνδικαλιστές ηγέτες του Εθνικού Συνεδρίου Των Βρετανικών Συνδικάτων, της Αμερικάνικης Ομοσπονδίας Εργασίας (AFL) και της Γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας. Μια γενέθλια πράξη που δεν χαρακτηρίστηκε τόσο από την οργανική ενσωμάτωση των συνδικάτων (π.χ. η γερμανική αστική τάξη συνέχιζε να αντιμετωπίζει ως επικύνδινους τους σοσιαλδημοκράτες συνδικαλιστές ή ακόμα οι αμερικάνοι βιομήχανοι καλούσαν συχνά τον ομοσπονδιακό στρατό για να αντιμετωπίσει δυναμικές απεργίες) αλλά από την πρωταρχική δημιουργία ενός στρώματος συνδικαλιστών ηγετών αποσπασμένου από τη «μάζα» των εργατών, με τα δικά του ξεχωριστά συμφέροντα, με τον δικό του μηχανισμό αναπαραγωγής. Έτσι π.χ. στη συνδιάσκεψη της Διεθνούς Γραμματείας Των Συνδικάτων (το συνδικαλιστικό παράρτημα της 2ης Διεθνούς) στο Παρίσι το 1909, η πλειοψηφία των συνδικαλιστών αντιπροσώπων είναι έμμισθοι «υπάλληλοι» των συνδικάτων...

Τα χρόνια που θα ακολουθήσουν τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο, τα συνδικάτα θα βιώσουν μια δομική αλλαγή με τεράστια σημασία. Μέχρι τότε η συντριπτική πλειοψηφία των συνδικάτων ήταν μορφές οργάνωσης των ειδικευμένων τεχνιτών (τυπογράφοι, υφαντουργοί, μηχανικοί, σιδηρουργοί, ανθρακωρύχοι,...), ήταν trade unions με αυστηρά επαγγελματικά κριτήρια συμμετοχής. Αυτό δεν ήταν μια τυχαία εξέλιξη: οι ειδικευμένοι τεχνίτες ήταν μια εργατική φιγούρα που, παρότι δεν ήταν μοναδική μέσα στην παραγωγική διαδικασία εκείνη την εποχή, έπαιζε κεντρικό ρόλο στη συσσώρευση του κεφαλαίου. Η «τέχνη της δουλειάς», που την μάθαινε κανείς μέσα στην διαδικασία παραγωγής από τους παλιότερους και πιο έμπειρους τεχνίτες, ήταν ο συνδετικός κρίκος των ειδικευμένων εργατών, συνεπώς αποτέλεσε και τον ακρογωνιαίο λίθο των οργανώσεων τους. Τα trade unions εκτός από την ανελαστικότητα των μισθών και τη μειώση της εργάσιμης ημέρας είχαν πετύχει και κάτι άλλο: μέσα από την αποκλειστική κατοχή της «τέχνης» οι ειδικευμένοι εργάτες κατάφερναν να ελέγχουν το ρυθμό της δουλειάς και κατ’επέκταση τις νόρμες παραγωγής. Το κεφάλαιο λοιπόν στις αρχές του 20ου αιώνα θα βρεθεί εξαρτημένο από μια ειδικευμένη εργατική δύναμη που δεν είναι πλέον τόσο φτηνή, ελέγχει σε σημαντικό βαθμό την παραγωγική διαδικασία, δεν είναι καθόλου εύκολα εναλλάξιμη, είναι πολύ καλά οργανωμένη. Μια εργατική δύναμη η οποία μέσα από μια σειρά μαζικών απεργιών, μέσα από ένα κύκλο αγώνων σε διεθνή κλίμακα που θα διαρκέσει από το 1904 μέχρι το 1913, θα τραβήξει την ταξική αντιπαράθεση στα άκρα. Αυτή η εξάρτηση από την ειδικευμένη εργασία είναι που θέτει «αβάσταχτα» όρια στην αξιοποίηση του κεφαλαίου και θα μπει σταδιακά στο στόχαστρο των αφεντικών. Αυτή η απειλή των εργατικών αγώνων θα κάνει επιτακτική την ανάγκη αναδιάρθρωσης. Έτσι ο τεϊλορισμός αρχικά θα πετύχει την αποσύνθεση της «τέχνης» των ειδικευμένων, την χρονομέτρηση και τον κατακερματισμό της σε στοιχειώδεις κινήσεις που μπορούν να εκτελεστούν από ανειδίκευτους εργάτες. Ο φορντισμός στη συνέχεια, με την δημιουργία της γραμμής συναρμολόγησης και την τυποποίηση των μηχανικών εξαρτημάτων, θα δημιουργήσει τις υλικές προϋποθέσεις για την μαζική ένταξη ανειδίκευτης εργασίας στην παραγωγική διαδικασία και την εκμετάλλευσή της με πολύ εντατικότερους όρους. Μετά τον πόλεμο η τεϊλορική/φορντική οργάνωση της εργασίας που σταδιακά κερδίζει έδαφος σε διάφορες χώρες, θα κατορθώσει σε πολλούς τομείς της παραγωγής να αντικαταστήσει τους ειδικευμένους τεχνίτες με ανειδίκευτους εργάτες. Που βρέθηκαν όμως αυτοί οι τελευταίοι; Η περίπτωση των ΗΠΑ, στις οποίες η τεϊλορική/φορντική οργάνωση της εργασίας έκανε τα πρώτα της βήματα, δίνει μια απάντηση. Από το 1890 μέχρι το 1915 περίπου 15 εκατομμύρια μετανάστες από την νότια και την ανατολική Ευρώπη θα κατακλύσουν τις ΗΠΑ. Πρόκειται κυρίως για άνδρες σε εργάσιμη ηλικία, πρόκειται για εργάτες που χωρίς να έχουν ιδιαίτερη επαφή με το εργοστάσιο και τη βιομηχανική εργασία είναι ουσιαστικά ανειδίκευτοι, πρόκειται τέλος για εργάτες που δεν γίνονται αποδεκτοί από τους ειδικευμένους στα trade unions. Αυτοί οι εργάτες θα δημιουργήσουν έναν εφεδρικό «στρατό» ανειδίκευτης εργασίας γύρω από τους ειδικευμένους τεχνίτες, και θα αποτελέσουν για τους πρωτοπόρους αμερικάνους βιομήχανους τον «πολιορκητικό κριό» των επαγγελματικών συνδικάτων. Στην ουσία το κεφάλαιο θα στηριχθεί στη διαίρεση της εργατικής τάξης, θα στηριχθεί στην αναντιστοιχία ανάμεσα στη νέα ταξική σύνθεση και τις παγιωμένες μορφές συλλογικής οργάνωσης, για να υλοποιήσει την αναδιάρθρωση της παραγωγής- πράγματι από τις αρχές του αιώνα οι αμερικάνοι βιομήχανοι θα ξεκινήσουν την «open shop campaign», μια μεθοδευμένη και βίαιη προσπάθεια για να κερδίσουν την «ελευθερία» να στρατολογούν ανειδίκευτους εργάτες εκτός των συνδικάτων. Τελικά η επικράτηση της τεϊλορικής/φορντικής οργάνωσης της εργασίας σε πολλές βιομηχανίες μετά τον πόλεμο θα εξαναγκάσει τα συνδικάτα να αλλάξουν μορφή. Στις δεκαετίες του ’20 και του ’30 τα επαγγελματικά συνδικάτα σταδιακά θα δώσουν τη θέση τους στα εργοστασιακά συνδικάτα. Ο συνδετικός κρίκος των συνδικαλιστικών οργανώσεων δεν είναι πλέον η «τέχνη», αλλά η ομογενοποίηση του εργατικού δυναμικού και η παραμονή του για μεγάλο χρονικό διάστημα στο ίδιο εργοστάσιο. Μπορούμε λοιπόν να διατυπώσουμε ένα δεύτερο βασικό συμπέρασμα: οι διεκδικητικές μορφές οργάνωσης των εργατών, για να παραμείνουν μάχιμες, πρέπει να αλλάζουν όταν αλλάζει η τεχνική ταξική σύνθεση, όταν αλλάζει ο τρόπος συσσώρευσης του κεφαλαίου και άρα αλλάζoυν οι όροι ύπαρξης της εργατικής τάξης. Καμμία μορφή οργάνωσης δεν μπορεί να στοιχειοθετεί για πάντα μια αποτελεσματική αντίσταση μέσα στα καπιταλιστικά κάτεργα.

Μέσα στη δεκαετία του ’30 θα ξεκινήσει να εξελίσσεται μια ακόμη αλλαγή η οποία πλέον δεν αφορά τη μορφή των συνδικάτων αλλά τη λειτουργία τους μέσα στα πλαίσια της καπιταλιστικής κοινωνίας. Μετά την κρίση του ’29, τα αφεντικά θα αρχίσουν να ανακαλύπτουν την αξία των «ριζοσπαστικών» απόψεων του οικονομολόγου John Maynard Keynes. Με απαρχή το New Deal το 1934 στις ΗΠΑ θα ξεκινήσει η εφαρμογή μιας πολιτικής που αλλάζει εκ βάθρων το ρόλο του κράτους και θα μείνει στην ιστορία με το όνομα «κεϋνσιανό συμβόλαιο». Κρατικές επενδύσεις για την τόνωση της οικονομίας, αναβάθμιση της καταναλωτικής δυνατότητας των μισθωτών εργατών, πλήρης νομική ρύθμιση των σχέσεων εργασίας από τη νομοθεσία, κρατική μέριμνα για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης με τη θεσμοθέτηση του συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων... Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ρυθμίσεων που αποτέλεσαν το απαραίτητο συμπλήρωμα για την ανάπτυξη της μαζικής παραγωγής, υπάρχει μια καινούρια θέση για τα συνδικάτα. Ήδη από το 1925 ο ίδιος ο Keynes αναγνωρίζει τη σημασία των εργατικών διεκδικήσεων και την ανάγκη για πλήρη νομιμοποίηση τους: «Ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης δεν ισχύει από τη στιγμή που τα συνδικάτα είναι αρκετά ισχυρά για να παρέμβουν στη σχέση προσφοράς και ζήτησης...Η κοινή γνώμη μολονότι γκρινιάζει και αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο που φέρνουν τα συνδικάτα, ωστόσο υποστηρίζει τις διεκδικήσεις τους, όταν αυτά δηλώνουν πως δεν μπορούν να γίνουν θύματα ανελέητων οικονομικών δυνάμεων που τα ίδια δεν έβαλαν ποτέ σε ενέργεια». Τα αφεντικά θα αργήσουν λίγο παραπάνω αλλά τελικά θα το καταλάβουν: τα συνδικάτα μπορούν να είναι όχι μόνο αποδεκτά αλλά και χρήσιμα στη διαχείριση της ταξικής σύγκρουσης. Από το New Deal και έπειτα οι σχέσεις κεφαλαίου/εργασίας θα σημαδευτούν από δύο καινοτομίες: η πρώτη είναι η υποχρεωτική καθιέρωση συλλογικών συμβάσεων εργασίας μετά από διαπραγματεύσεις ανάμεσα σε αφεντικά, συνδικαλιστές leaders και εκπροσώπους του κράτους ενώ η δεύτερη, που αφορά το περιεχόμενο αυτών των συμβάσεων, είναι η σύνδεση της αύξησης των μισθών με την αύξηση της παραγωγικότητας. Έτσι τα συνδικάτα δεν είναι πλέον μια δυσάρεστα αποδεκτή παράμετρος των καπιταλιστικών σχέσεων αλλά ένας απαραίτητος ρυθμιστικός παράγοντας στα πλαίσια του «κεϋνσιανού συμβολαίου», η συνδικαλιστική γραφειοκρατία δεν είναι μόνο ένα διαχωρισμένο στρώμα συνδικαλιστών ηγετών που διαμεσολαβεί τα εργατικά αιτήματα αλλά ένα οργανικό κομμάτι του συστήματος που αναλαμβάνει να τιθασεύσει τον εργατικό ανταγωνισμό στα όρια που βάζει η εργοστασιακή πειθαρχία. Αυτές οι αλλαγές στη λειτουργία των συνδικάτων ολοκληρώθηκαν τελικά μετά το μακελειό του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν ο κεϋνσιανισμός εδραιώθηκε σε όλες τις καπιταλιστικές μητροπόλεις.

Όμως η συνδικαλιστική γραφειοκρατία δεν θα καταφέρει να εξασκήσει με επιτυχία τον καινούριο θεσμικό της ρόλο για πολλά χρόνια. Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 ένας νέος κύκλος εργατικών αγώνων θα βάλει στο στοχαστρό του, ανάμεσα σε πολλά άλλα, και τους γραφειοκράτες συνδικαλιστές. Βέβαια για να είμαστε ακριβείς δεν ήταν σε καμμία περίπτωση η πρώτη φορά που συνέβαινε κάτι τέτοιο. Στον προηγούμενο κύκλο εργατικών αγώνων, που έλαβε χώρα τα χρόνια πριν και αμέσως μετά τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο, η τότε συνδικαλιστική γραφειοκρατία των επαγγελματικών συνδικάτων θα δεχθεί διόλου αμελητέα πλήγματα. Αναμεσά τους ξεχωρίζουν τόσο η περίπτωση των Industrial Workers Of The World (IWW) στις ΗΠΑ, που προσπαθούσαν να οργανώσουν ένα πολυεθνικό μωσαϊκό κινητικών και ανειδίκευτων εργατών και με τη διεκδικητική πρακτική τους ήρθαν σε πλήρη ρήξη με τον κορπορατισμό των αμερικάνικων trade unions, όσο και η δημιουργία των εργατικών συμβουλίων (Arbeitrate) στη Γερμανία, που επιτέθηκαν με πρωτοφανή ένταση στους συνδικαλιστές του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Όμως στη δεκαετία του ’60 το καινούριο στοιχείο είναι ότι η αμφισβήτηση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας θα γενικευτεί. Επειδή αυτή η αμφισβήτηση αποτελεί μια από τις πιο γόνιμες «κληρονομιές» των ταξικών αγώνων αλλά ταυτόχρονα έχει γίνει για ένα σημαντικό κομμάτι του ανταγωνιστικού κινήματος σήμερα αντικείμενο μυθοποίησης ή/και σύγχισης, θα πρέπει να σταθούμε λίγο παραπάνω σ’αυτό το σημείο. Να πως περιγράφει ο Κορνήλιος Καστοριάδης μια από τις πρώτες απεργίες που σηματοδοτούν το ξεκίνημα της εργατικής επίθεσης ενάντια στους συνδικαλιστές:

“Η απεργία των Άγγλων λιμενεργατών, που έγινε τον Οκτώβρη του 1954, στράφηκε γύρω από το θέμα των υπερωριών. Οι απεργοί ζητούσαν οι υπερωρίες των λιμενεργατών να θεωρούνται «προαιρετικές» κι όχι «υποχρεωτικές». Πίσω απ’ αυτές τις λέξεις, με την φαινομενικά μικρή σημασία, έμπαινε στην πραγματικότήτα έμμεσα το πρόβλημα της διαχείρισης της παραγωγής.

Οι λιμενεργάτες δεν ήταν, ούτε μπορούσαν να είναι, εναντίον των υπερωριών. Όχι μόνο επειδή οι ώρες αυτές είναι σήμερα απαραίτητες προκειμένου να συμπληρωθεί ένα μισθός αρκετός για να ζήσει κανείς, αλλά και επειδή λόγω της φύσεως της δουλειάς στα λιμάνια, οι ώρες εργασίας δεν μπορούν να είναι ούτε κανονικές ούτε καθορισμένες εκ των προτέρων. Η άφιξη κι η αναχώρηση των πλοίων εξαρτάται από την παλίρροια, κι η δουλειά ρυθμίζεται συνεχώς ανάλογα με αυτήν. Αυτός που οργανώνει λοιπόν τις υπερωρίες, οργανώνει στην πραγματικότητα όλη τη δραστηριότητα των λιμανιών[...]

Με την άνοδο του Εργατικού Κόμματος στην εξουσία, το 1945, ο Έρνεστ Μπέβιν, γραμματέας του TGWU (Γενικό Συνδικάτο Εργατών Μεταφορών), στο οποίο ανήκουν στη μεγάλη τους πλειοψηφία οι λιμενεργάτες, και ένας από τους κυριότερους υπουργούς της εργατικής κυβέρνησης, προετοίμασε ένα σχέδιο «ρύθμισης» της εργασίας στα λιμάνια, με σκοπό να κατευνάσει τις σχέσεις εργασίας και ταυτόχρονα να συντελέσει στη συμμετοχή της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας του TGWU στην οργάνωση της παραγωγής. Το σχέδιο, που έγινε νόμος το 1947, με την επωνυμία «Σχέδιο της εργασίας στις αποβάθρες» (Dock Labour Scheme), περιείχε ανάμεσα στ’ άλλα και τις εξής διατάξεις:

α) Οι λιμενεργάτες που θα παρουσιαζόντουσαν για δουλειά δύο φορές την ημέρα, θα έπαιρναν, αν δεν έβρισκαν δουλειά, μια «αποζημίωση παρουσίας» ίση με το 40% του κατωτάτου ορίου μισθού.

β) Δημιούργηθηκε στις Αποβάθρες ένα Εθνικό Γραφείο εργασίας αποτελούμενο από εκπροσώπους των εργοδοτών και των συνδικάτων. Το Γραφείο αυτό λειτουργεί στην πραγματικοτητα σαν εργοδότης των λιμενεργατών. Κάνει τις προσλήψεις για κάθε δουλειά κι επιβάλλει πειθαρχικές κυρώσεις διά μέσου των λιμενικών του επιτροπών.

γ) Όσον αφορά τις υπερωρίες, ο νόμος περιορίζεται να καθορίσει ότι «η δουλειά του κάθε λιμενεργάτη πρέπει να διάρκει τόσο, όσο είναι λογικό για την ιδιαίτερη περίπτωσή του».

Πέρα από την τεράστια αύξηση των αρμοδιοτήτων της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, ο καινούργιος αυτός διακανονισμός δεν έφερε καμιά αλλαγή, όσον αφορά την ουσία των συνθηκών δουλειάς στις αποβάθρες.

Η συμμετοχή των συνδικαλιστών εκπροσώπων στο Εθνικό Γραφείο για τις Αποβάθρες και στις λιμενικές επιτροπές είχε σαν αποτέλεσμα να χειροτερέψει η κατάσταση των εργατών. Οι γραφειοκράτες συνδικαλιστές, έχοντας την αίσθηση μιας μεγαλύτερης ανεξαρτησίας απέναντι στη βάση τους, ανέλαβαν απόλυτα τις «ευθύνες» που τους επέβαλλαν τα καινούργια καθήκοντά τους και μεταμορφώθηκαν σε καθαρούς δεσμοφύλακες.Τ΄αποτελέσματα αυτής της κατάστασης όσον αφορά τις σχέσεις των λιμενεργατών με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, δεν άργησαν να φανούν. Όπως έγραφε ο Observer: «Είναι σαφές ότι οι συνδικαλιστές ηγέτες έχουν χάσει σε μεγάλο βαθμό την εμπιστοσύνη των ανθρώπων.Στις αποβάθρες υπάρχει κι ένας ειδικός λόγος (ανάμεσα στους άλλους) που συμβάλλει στη δυμιουργία αυτής της κατάστασης. Τα Γραφεία εργασίας, που είναι επιφορτισμένα σ’ όλα τα λιμάνια με την προμήθεια εργατικών χεριών, περιλαμβάνουν συνδικαλιστές εκπροσώπους που ενεργούν σαν αντιπρόσωποι των εργοδοτών ενάντια στους ίδιους τους ανθρώπους που εκπροσωπούν!».

Τέλος, ως προς το καθατό ζήτημα των υπερωριών, ο νόμος ούτε είχει ρυθμίσει τίποτα, ούτε μπορούσε να ρυθμίσει τίποτα. Ο νόμος για τη εργασία στις αποβάθρες προβλέπει, όπως είδαμε, ότι κάθε λιμενεργάτης είνα υποχρεωμένος να δεχτεί την υπερωρία, «για όσο διάστημα είναι λογικό για την ιδιαίτερη περίπτωσή του». Τι είναι μια «λογική διάρκεια» και ποιος την καθορίζει; Για πέντε ολόκληρα χρόνια, από τον Οκτώβρη του 1948 μέχρι τον Οκτώβρη του 1953, οι εκπρόσωποι της εργοδοσίας και των συνδικάτων συζητούσαν πάνω στην έννοια των λέξεων «διάρκεια» και «λογική»! Επειδή οι διαπραγματεύσεις δεν κατέληγαν πουθενά, τις ανέστειλαν για τα τέλη του 1953. Όμως πριν από την αναστολή, όπως και μετά απ’ αυτήν, οι εργοδότες, ισχυροί μετά την αναγνώριση από τα συνδικάτα ότί οι υπερωρίες ήταν προαιρετικές... με την έννοια ότι ήταν «λογικά» υποχρεωτικές, μπορούσαν με τη μεσολάβηση των λιμενικών διευθυντών, να καλέσουν τους εργάτες να κάνουν υπερωρίες και σε περίπτωση άρνησης να τους επιβάλουν κυρώσεις[...]

Στις 3 Γενάρη του 1954, ορισμένοι λιμενεργάτες κι ένα στέλεχος του NASD (Εθνική Ένωση Φορτοεκφορτωτών και Λιμενεργατών – μικρότερο συνδικάτο που υπάρχει μόνο στο Λονδίνο και ελέγχεται εν μέρει από τις τοπικές εργατικές επιτροπές) υπέστησαν κυρώσεις επειδή αρνήθηκαν να κάνουν υπερωρίες. Σαν απάντηση, οι λιμενεργάτες του NASD συγκάλεσαν συνέλευση για τις 16 Γενάρη κι αποφάσισαν να σταματήσουν τελείως οποιαδήποτε δουλειά πέρα από τις κανονικές ώρες, απορρίπτοντας τις εκκλήσεις για υπερωρίες που τους απηύθυνε η εκτελεστική επιτροπή του NASD. Η απόφαση αυτή άρχισε να εφαρμόζεται από τις 25 Γενάρη. Τα μέλη ενός άλλου μικρού συνδικάτου του WLTBU (Συνδικάτο Ναυτικών των Ρυμουλκών και Φορτηγίδων) συντάχθηκαν με την απόφαση στις 9 του Φλεβάρη. Από το Φλεβάρη μέχρι τον Αύγουστο όλες οι απόπειρες που έγιναν για να ανακαλέσουν οι λιμενεργάτες την απόφασή τους, ανάμεσά τους και μια έκκληση που υπέγραψαν οι διοικήσεις των συναφών συνδικάτων, έμειναν χωρίς αποτέλεσμα. Οι εργοδότες δεν τόλμησαν να επιβάλουν κυρώσεις στους λιμενεργάτες που αρνήθηκαν τις υπερωρίες –η μόνη τους αντίδραση ήταν η άρνηση κάθε συζήτησης με το NASD μέχρι να ανακαλέσουν τα μέλη του την απόφασή τους.

Έτσι, όταν το Σεπτέμβρη του 1954 με αφορμή ένα συνηθισμένο περιστατικό στην εκφόρτωση ενός πλοίου στο Λονδίνο, οι εργοδότες αρνήθηκαν και πάλι να συζητήσουν με το NASD, τα μέλη του NASD συγκάλεσαν συνέλευση, απέρριψαν την πρόταση του επικεφαλής Μπάρετ να αναβληθεί η απεργία, κι αποφάσισαν να σταματήσουν τη δουλειά μέχρις ότου δεχτούν οι εργοδότες να συζητήσουν όλα τα «εκκρεμή» προβλήματα, βασικά δηλαδή το θέμα των υπερωριών.

Η απεργία άρχισε στις 4 Οκτώβρη. Με τα 7.000 μέλη του NASD ενώθηκαν αμέσως τα 4.500 μέλη του WLTBU και περίπου 15.000 από τους 22.000 λιμενεργάτες του TGWU, οι τελευταίοι όχι επίσημα, αφού η ηγεσία τους όχι μόνο ήταν κατά της απεργίας, αλλά κι αντίθετα από την ηγεσία NASD, οι αποφάσεις της «δεν έβρισκαν καμία ανταπόκριση στη βάση». Λίγο καιρό αργότερα η πλειοψηφία των λιμενεργατών του TGWU του Χαλ, του Μπέρκενχεντ και άλλων λιμανιών κατέβαιναν σε απεργία.

Η απεργία κράτησε πέντε εβδομάδες και τελείωσε μ’ ένα είδος ανακωχής: οι λιμενεργάτες θα ξανάρχιζαν τη δουλειά χωρίς οι υπερωρίες να θεωρούνται υποχρεωτικές μέχρις ότου ρυθμιζόταν οριστικά το θέμα με διαπραγματεύσεις ανάμεσα στα συνδικάτα και τους εργοδότες[...]”

Από το παραπάνω παράδειγμα γίνεται σαφές νομίζουμε το εξής συμπέρασμα: η επίθεση ενάντια στους συνδικαλιστές δεν ξεκίνησε γιατί οι εργάτες είχαν μια εκ των προτέρων «ανάλυση» για τη συνδικαλιστική διαμεσολάβηση, ούτε φυσικά γιατί κάποιοι καλοί σύντροφοι τους έπεισαν μέσω της προπαγάνδας ότι οι συνδικαλιστές είναι...παλιάνθρωποι. Η έμπρακτη αντίθεση με την συνδικαλιστική γραφειοκρατία ξεκινάει γιατί οι ίδιοι οι εργάτες διαπιστώνουν σταδιακά μέσα από την καθημερινή τους εμπειρία στους χώρους εργασίας ότι οι συνδικαλιστές έχουν μετατραπεί σε επαγγελματίες γραφειοκράτες που δεν γνωρίζουν ποιά ζητήματα τους απασχολούν και το μόνο που φροντίζουν είναι να υπογράφουν τις ετήσιες συμβάσεις/συνθηκολογήσεις που συνδέουν τους μισθούς με την παραγωγικότητα. Ότι οι συνδικαλιστές είναι πλέον υπερασπιστές της εργασιακής πειθαρχίας και «πυροσβέστες» του εργατικού ανταγωνισμού. Ότι τελικά τα συνδικάτα που υποτίθεται θα υπεράσπιζαν τα συμφεροντά τους γίνονται επίσημοι συνομιλητές και συνεργάτες των αφεντικών και του κράτους στα πλαίσια της κεϋνσιανής ρύθμισης. Αυτές οι εμπειρικές διαπιστώσεις με την πάροδο του χρόνου και μέσα από μια διαδικασία αγώνων συσσωρέυονται, κυκλοφορούν, γίνονται αντικείμενο θεωρητικής επεξεργασίας και πρακτικής δράσης, με αποτέλεσμα, μετά από μια δεκαετία, την γενίκευση της εργατικής αμφισβήτησης απέναντι στην συνδικαλιστική διαμεσολάβηση. Η γενίκευση αυτής της αμφισβήτησης χαρακτηρίστηκε από δύο δεδομένα. Αφενός τη πραγματοποίηση μιας σειράς άγριων απεργιών, δηλαδή απεργιών που δεν είχαν την επίσημη «έγκριση» του συνδικάτου, και την δημιουργία δομών αυτοοργάνωσης έξω από τα συνδικάτα, όπως οι επιτροπές βάσης. Αφετέρου την υιοθέτηση πρακτικών άρνησης της εργασίας, όπως το σαμποτάζ στη γραμμή συναρμολόγησης, η λούφα και οι εκτεταμένες απουσίες, που εκ των πραγμάτων δεν μπορούσαν να ενταχθούν στο παραδοσιακό ρεπερτόριο της συνδικαλιστικής δράσης. Έχει πάντως μεγάλη σημασία να τονίσουμε ότι η κόντρα απέναντι στο συνδικαλιστή είχε συγκεκριμένο περιεχόμενο και φυσικά δεν ήταν ουρανοκατέβατη: όλοι αυτοί οι εργάτες συμμετείχαν στα συνδικάτα, είχαν πάρει μέρος στις ήττες των «συνδικαλιστικών αγώνων», και πολλές φορές επέστρεφαν στα συνδικάτα μετά τις ανταρσίες τους! Για να το πούμε αλλιώς: η άρνηση της διαμεσολάβησης ξεκίνησε μέσα από το συνδικάτο και όχι έξω από αυτό. Ακόμα και στην Ιταλία, όπου σημειώθηκε η πιο βαθιά και διαρκής ρήξη των βιομηχανικών εργατών με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, χρειάστηκε σχεδόν μια δεκαετία «σιωπηλής» αποδοχής του συνδικάτου προτού σημειωθεί η πρώτη ανοιχτή εργατική αμφισβήτηση των συνδικαλιστών εκπροσώπων, με την άγρια επίθεση των εργατών της Fiat στα γραφεία του συνδικάτου το 1962 στο Τορίνο. Όπως επίσης χρειάστηκαν αρκετές τέτοιες «αυθόρμητες» επιθέσεις μέχρι να ανθίσουν οι αυτοοργανωμένες εργοστασιακές επιτροπές βάσης (οι λεγόμενες CUB) στα τέλη της δεκαετίας του ’60.

Φυσικά από εκείνα τα χρόνια και εκείνους τους εργατικούς αγώνες έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι. Ένα σημαντικό κομμάτι της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης που ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του ’70, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η εργατική απειθαρχία, αφορούσε την άμεση παραγωγική διαδικασία: εφαρμογή της πληροφορικής τεχνολογίας σε εργοστάσια και γραφεία, διάλυση των μεγάλων παραγωγικών μονάδων μέσω ενός συστήματος υπεργολαβιών, περαιτέρω ανάπτυξη του τομέα των υπηρεσιών, ελαστικοποίηση των σχέσεων εργασίας, επέκταση της κινητικότητας της εργασίας και των «άτυπων» μορφών απασχόλησης, περικοπές στους μισθούς... Μέσα σε αυτό το περιβάλλον αναίρεσης του κεϋνσιανισμού και αναδιάρθρωσης της μαζικής παραγωγής, τα συνδικάτα δεν θα μπορούσαν να παραμείνουν άθικτα στη θέση που τους πρόσφεραν τα αφεντικά μεταπολεμικά. Αφού η πλειοψηφία των νέων εργατών είχε αρχικά αμφισβητήσει τα συνδικάτα και στη συνέχεια, αρνούμενη την επαναληπτική βιομηχανική εργασία και «δραπετεύοντας» από τα βιομηχανικά κάτεργα, τα είχε εγκαταλείψει σαν μορφή οργάνωσης, ήρθαν τα αφεντικά και το κράτος να τα καθαιρέσουν από τον ρυθμιστικό/θεσμικό τους ρόλο. Έτσι στις αρχές της δεκαετίας του ’80 η επέλαση του νεοφιλελευθερισμού στις μητροπόλεις της δύσης θα σημάνει και την επίθεση των αφεντικών στα συνδικάτα, μέσω των εκτεταμένων απολύσεων στη βιομηχανία και του κλεισίματος/μεταφοράς μεγάλων παραγωγικών μονάδων, καθώς και την ιδεολογική απαξίωση τους σαν «εκείνους τους συντηρητικούς οργανισμούς που αντιστέκονται στην πρόοδο που φέρνουν οι αναπόφευκτες τεχνολογικές αλλαγές και υπερασπίζονται τα συντεχνιακά συμφέροντα των εργαζομένων». Επίθεση και ιδεολογική απαξίωση που τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Αγγλία τραβήχτηκαν στα όριά τους με την αναβίωση της πρακτικής του union-busting. Βέβαια χρειάζεται σε αυτό το σημείο να είμαστε αρκετά προσεκτικοί. Επιτιθέμενοι στα συνδικάτα τα αφεντικά και το κράτος δεν σκόπευαν μόνο να ξεφορτωθούν κάποιους γραφειοκράτες συνδικαλιστές που δεν τους ήταν πλέον χρήσιμοι. Είχαν και έναν ευρύτερο στόχο στο μυαλό τους: τη διάλυση κάθε είδους συλλογικής διαδικασίας συζήτησης, απόφασης και κινητοποίησης μέσα στους χώρους εργασίας, κάτι που η ύπαρξη των συνδικάτων, ακόμα και με τη γραφειοκρατική τους δομή, παρείχε με έναν τυπικό τρόπο. Στόχος που ήταν απόλυτα δικαιολογημένος: η εκ νέου επιβολή της πειθαρχίας στη βία της μισθωτής σχέσης και η επέκταση νέων μορφών υποτίμησης της εργασίας είχαν σαν απαραίτητη προϋπόθεση την ύπαρξη ενός μη οργανωμένου/εξατομικευμένου εργατικού δυναμικού.

Αυτή η διαδικασία διάλυσης των συλλογικών μορφών οργάνωσης μέσα στους χώρους δουλειάς δεν ήταν όμως μονάχα μια καλά μελετημένη κίνηση των αφεντικών, αποτελούσε ταυτόχρονα και μια αδυναμία του κύκλου των ταξικών αγώνων των δεκαετιών του ’60 και του ’70 . Από τη στιγμή που οι δομές αυτοοργάνωσης εκτός των επίσημων συνδικάτων δεν κατόρθωσαν να έχουν μεγάλη διάρκεια , από τη στιγμή που το μεγαλύτερο κομμάτι του ανταγωνιστικού κινήματος από τα τέλη του ’70 και μετά είτε αρνήθηκε, είτε δεν κατόρθωσε να αντιμετωπίσει το ζήτημα των μορφών εργατικής οργάνωσης που θα αντιστοιχούσαν στη νέα ταξική σύνθεση που διαμορφωνόταν, ο δρόμος ήταν ανοιχτός για το κεφάλαιο. Όπως εύστοχα σχολιάζει ο Geronimo σχετικά με τις προσπάθειες ορισμένων γερμανών αυτόνομων για τη δημιουργία εργατικών οργανώσεων τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’80: «...η προπαγανδιζόμενη αυτόνομη οργάνωση των προσωρινά εργαζόμενων συγκρούονταν με τη λεγόμενη “κινητικότητα των εργατών χωρίς εγγυήσεις”. Αυτό συγκεκριμένα σημαίνει ότι πολλοί προσωρινοί προτιμούσαν να παραιτηθούν από μια δουλειά παρά να ασχοληθούν με την ιδιαίτερα κουραστική, αβέβαιη σε ότι αφορά τα αποτελέσματά της, και λεπτομερή δουλειά της πολιτικής οργάνωσης. Στη σύλληψη ενός αυτόνομου τρόπου οργάνωσης των προσωρινά εργαζόμενων ενυπήρχε από την αρχή το άλυτο πρόβλημα ότι τη δεκαετία του ’70 το κεφάλαιο μπόρεσε να χρησιμοποιήσει τη σχετική ελευθερία των ακροαριστερών στο θέμα της απασχόλησης σαν απειλή μιας νέας διχοτόμησης απέναντι στην πλειοψηφία των εργατών.» Τελικά η ήττα των συνδικαλιστικών μορφών αντίστασης των πιο «παραδοσιακών» τομέων της εργατικής τάξης, η συστηματική διάλυση της προλεταριακής ταυτότητας και κοινωνικότητας που έλαβε χώρα κυρίως έξω από την άμεση παραγωγική διαδικασία και η χρόνια αδυναμία να απαντηθούν τα οργανωτικά προβλήματα που έθεταν η επέκταση νέων μορφών εργασίας και η ανάπτυξη νέων κλάδων της καπιταλιστικής παραγωγής, αποτέλεσαν τους αποφασιστικούς παράγοντες ώστε οι μορφές οργάνωσης στους χώρους δουλειάς να γνωρίσουν σταδιακά μια δίχως προηγούμενο παρακμή. Αυτή η εξέλιξη μεταφράστηκε μέσα στη δεκαετία του ’90 στο λεξιλόγιο της καθεστωτικής αριστεράς σαν «κρίση των συνδικάτων». Και πράγματι από την άποψη της φαινομενολογίας κάτι τέτοιο είναι αληθές: τα στατιστικά νούμερα της συνδικαλιστικής πυκνότητας, δηλαδή του ποσοστού των εργατών που είναι οργανωμένοι σε κάποιο συνδικάτο, παρουσιάζουν στις περισσότερες χώρες δραματική μείωση σε σχέση με τη δεκαετία του ’60- ιδιαίτερα στον τομέα των υπηρεσιών. Όμως το πρόβλημα σήμερα είναι πολύ διαφορετικό απ’ότι υποδεικνύει η «αθώα» σοσιαλδημοκρατική προτροπή «να αναγεννήσουμε τα συνδικάτα»...


#3

Οι σημερινές συνθήκες: προβλήματα και προοπτικές

Θα προσπαθήσουμε τώρα να κάνουμε κάποιες επισημάνσεις για το συνδικαλισμό σήμερα που αφορούν βασικά τις ντόπιες συνθήκες, και λιγότερο τη διεθνή κατάσταση. Κατ’αρχάς τα πρώτα πρωτοβάθμια σωματεία και τα πρώτα εργατικά κέντρα ανά πόλη θα εμφανιστούν στην Ελλάδα στις αρχές του 20ου αιώνα, ενώ η ΓΣΕΕ θα ιδρυθεί το 1918, ίδρυση που θα βασιστεί τόσο στις διεργασίες ανάμεσα στα τοπικά εργατικά κέντρα όσο και στην ανοχή/διορατικότητα της κυβέρνησης Βενιζέλου σχετικά με τη σκοπιμότητα ύπαρξης μιας κεντρικής εργατικής οργάνωσης. Αξίζει να αναφέρουμε πως η συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ΓΣΕΕ σχετικά γρήγορα (ουσιαστικά ήδη από το 1926) θα τεθεί υπό τον πλήρη κρατικό έλεγχο, κάτι που θα προκαλέσει και την διάσπασή της για μια δεκαετία. Πάντως από την δικτατορία του 1936 και έπειτα τα ελληνικά συνδικάτα, και ιδιαίτερα οι δευτεροβάθμιες ομοσπονδίες, θα αποκτήσουν ορισμένα παγιωμένα χαρακτηριστικά που, ακόμα και για κάποιον απολογητή του συνδικαλισμού, δεν είναι διόλου «τιμητικά»: η έλλειψη ανεξαρτησίας από το κράτος που σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό τα χρηματοδοτούσε και συνεχίζει να τα χρηματοδοτεί, η έλλειψη στοιχειώδους αυτονομίας στη λήψη των αποφάσεων λόγω της ύπαρξης μέσα στα συνδικάτα μιας παραταξιακής δομής στενά συνδεδεμένης με τα πολιτικά κόμματα, ο χειραγωγικός/αστυνομικός ρόλος των δευτεροβάθμιων ομοσπονδιών που εκτός από την κατά καιρούς υπονόμευση των εργατικών αγώνων ανέλαβαν να συμβάλλουν και στην καταδίωξη του «κομμουνιστικού κινδύνου» σε όλη τη μετεμφυλιακή περίοδο. Σε γενικές γραμμές μόνο την περίοδο 1918-1936, περίοδο που ο προλεταριακός πλυθησμός διευρύνεται ποσοτικά και ποιοτικά και διεξάγονται πολλοί και δυναμικοί εργατικοί αγώνες, και την περίοδο 1974-1979, περίοδο που τα εργοστασιακά σωματεία ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια, κάτω από την πίεση και την μαχητικότητα των ίδιων των εργατών τα πρωτοβάθμια σωματεία θα ξεφύγουν από την πλήρη (κρατική) αφομοίωση για να γίνουν μια πραγματικά διεκδικητική μορφή οργάνωσης. Τα τελευταία 20 χρόνια, αρχής γενομένης από τη ιδιότυπη σοσιαλδημοκρατική διαχείριση του πασοκ, θα μορφοποιηθεί και ένα ακόμη χαρακτηριστικό του ντόπιου συνδικαλισμού: η σχεδόν ολοκληρωτική επικράτηση των συνδικάτων στις επιχειρήσεις του δημόσιου τομέα σε σχέση με τα συνδικάτα στον ιδιωτικό τομέα. Τουλάχιστον οι στατιστικές, μέσα στη δεκαετία του ’90, υπολογίζουν ότι η συνδικαλιστική πυκνότητα στο δημόσιο τομέα είναι τριπλάσια από την συνδικαλιστική πυκνότητα στον ιδιωτικό, με την τελευταία να είναι ιδιαίτερα χαμηλή. Με αυτό το background μπορεί κανείς να διακρίνει σχετικά εύκολα τη γενική κατάσταση των ντόπιων συνδικάτων τα τελευταία χρόνια.

Απ’τη μια η συντριπτική πλειοψηφία των πρωτοβάθμιων σωματείων (κλαδικών ή επιχειρησιακών) εγκαταλελειμένα από τους εργάτες είτε έχουν μετατραπεί σε σωματεία-σφραγίδες, είτε φυτοζωούν με τη μορφή κομματικών παραρτημάτων, για να μην αναφέρουμε το γεγονός ότι σε πολλούς χώρους εργασίας ή κλάδους κυριολεκτικά δεν υπάρχει πρωτοβάθμιο σωματείο. Οι συνελέυσεις των πρωτοβάθμιων σωματείων, με ελάχιστες εξαιρέσεις, όταν και αν γίνονται είναι ουσιαστικά απροσπέλαστες στους «συνηθισμένους» εργάτες και δεν αποτελούν ούτε στο ελάχιστο μια ζωντανή συλλογική διαδικασία, αφού πραγματοποιούνται μέσα από μια γραφειοκρατική διαδικασία στην οποία οι ιδιοκτήτες του λόγου και των αποφάσεων είναι συγκεκριμένα συνδικαλιστικά στελέχη. Τα δε αιτήματα που προβάλλονται και οι μορφές κινητοποίησης που υιοθετούνται κατά καιρούς από αυτά τα σωματεία αποτελούν τις πλέον «παγιωμένες» (και βαρετές) εκδοχές της σοσιαλδημοκρατικής λογικής. Απ’την άλλη οι δευτεροβάθμιες συνδικαλιστικές ομοσπονδίες, τύπου ΓΣΕΕ, έχοντας μια αόριστη στήριξη/νομιμοποίηση ουσιαστικά από τα συνδικάτα στο δημόσιο τομέα, δεν εκπροσωπούν πολλούς παραπάνω από τους ίδιους τους επαγγελματίες γραφειοκράτες που τις απαρτίζουν, και συνεχίζουν να λαμβάνουν μέρος στα ετήσια παζάρια με την κυβέρνηση και τον ΣΕΒ. Αυτό το τελευταίο δεν αποδεικνύει βέβαια καμμία αναβίωση του κεϋνσιανισμού. Η επιθετική αντιμετώπιση που δείχνουν τα αφεντικά σε όποιους εργάτες προσπαθούν να οργανώσουν από κοινού με τους υπόλοιπους την πιο ελάχιστη διεκδίκηση ή έστω να τους παρακινήσουν να συμμετάσχουν στις «επετειακές» απεργίες της ΓΣΕΕ, κάνει φανερό πως σε πολλές περιοχές της καπιταλιστικής παραγωγής ο συνδικαλισμός βρίσκεται πρακτικά στα όρια του νόμιμου, παρότι τυπικά υπάρχουν συνδικαλιστικές ομοσπονδίες που εκπροσωπούν τους εργάτες και διασφαλίζουν τα «συνδικαλιστικά δικαιώματα». Απλά οι δευτεροβάθμιες ομοσπονδίες καλούνται σε συνθήκες αναδιάρθρωσης να παίξουν ένα ρόλο ας πούμε θεαματικό: κάποιος πρέπει να φαίνεται ότι εκπροσωπεί και την εργατική τάξη! Προκειμένου η αναδιάρθρωση να κυλάει πιο ομαλά. Επιπλέον αυτές οι ομοσπονδίες έχουν και μια άλλη «καλή υπηρεσία» να προσφέρουν: «επιστημονικές» αναλύσεις και συμβουλές. Είναι γνωστό ότι την προηγούμενη δεκαετία σε αρκετά νομοσχέδια για την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων το επιστημονικό ινστιτούτο της ΓΣΕΕ είχε... ανεκτίμητη συμβολή. Υπάρχει τέλος και ένα ακόμη χαρακτηριστικό τόσο των πρωτοβάθμιων σωματείων όσο και των συνδικαλιστικών ομοσπονδιών: η σποραδική ανάδυση στο προσκήνιο της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας στους επίσης σποραδικούς μαζικούς διεκδικητικούς αγώνες. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελούν κατά τη γνώμη μας οι αγώνες ενάντια στην αναδιάρθρωση του συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο- αν και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες μαζί με τα παραδοσιακά συνδικάτα αναδείχθηκαν και τα εναλλακτικά συνδικάτα βάσης (για τα οποία οι γνώσεις μας είναι ελάχιστες). Σε μια πρώτη ματιά αυτό το χαρακτηριστικό των σημερινών συνδικάτων φαίνεται να αναιρεί την εκτίμηση που κάναμε περί «virtual διαμεσολάβησης». Στη πραγματικότητα όμως δεν υπάρχει αντίφαση: όσο αφομοιωμένο και να είναι ένα συνδικάτο πρέπει μια στο τόσο να συμμετέχει ενεργά στους εργατικούς αγώνες, να αποδεικνύει πρόσκαιρα τη «συνέπεια» και τη «μαχητικότητά» του, ώστε να έχει εκείνη την ελάχιστη νομιμοποίηση στα μάτια των εργατών που του επιτρέπει να διατηρεί την ύπαρξή του και τη θέση του σαν διαμεσολάβηση. Αυτή είναι μια παλιά τακτική της σοσιαλδημοκρατίας εν γένει: για να διατηρήσει τη θέση της μέσα στους αστικούς θεσμούς αλλά και την συμμετοχή των εργαζόμενων στις γραμμές της πρέπει να κινητοποιεί τους εργαζόμενους μέσα στα νόμιμα όρια και ταυτόχρονα να συντηρεί την παθητικότητα αναμεσά τους. Για να είμαστε λοιπόν πιο ακριβείς η συνδικαλιστική διαμεσολάβηση σήμερα δεν μπορεί να είναι τελείως συμβολική, πρέπει σε κάποιες διακριτές στιγμές να επανεπιβεβαιώνονται οι υλικές της βάσεις. Αν τώρα τα παραπάνω δίνουν μια συνοπτική εικόνα της κατάστασης και της θέσης των σημερινών συνδικάτων, πρέπει να κοιτάξουμε τι συμβαίνει ταυτόχρονα σε καθημερινή βάση στους χώρους εργασίας. Γιατί είναι σημαντικό να καταλαβαίνουμε κάθε φορά την ακριβή λειτουργία των μεσολαβήσεων, αλλά είναι ακόμα πιο σημαντικό να καταλαβαίνουμε πως συμβαίνει να αναπαράγεται καθημερινά η καπιταλιστική σχέση.

Πίσω από τη φιλολογία για «κρίση των συνδικάτων» συναντάει κανείς μια αρκετά σκληρή πραγματικότητα στους χώρους εργασίας. Υπάρχει λοιπόν μια αρκετά συγκεκριμένη συνθήκη: τα τελευταία 10-15 χρόνια η πλειοψηφία των εργατών αντιμετωπίζει κάθε έννοια συλλογικής διεκδίκησης είτε σαν μια εκ των προτέρων αδιέξοδη υπόθεση είτε σαν μια παλιομοδίτικη παραφωνία που αφορά εργατικές φιγούρες του μακρινού παρελθόντος. Ιδιαίτερα για τους νέους εργάτες η ατομική διαπραγμάτευση με το αφεντικό μοιάζει κάτι το αυτονόητο. Δεν υποτιμούμε τις «μικρές» ανταρσίες που κάνουν αρκετοί εργαζόμενοι στη δουλειά τους (την έκταση των οποίων δεν γνωρίζουμε εξάλλου), αλλά πρόκειται για μια συνθήκη εξατομικευμένης ήττας, που εκδηλώνεται ξεκάθαρα: στους μισθούς, στα ωράρια, στις απλήρωτες υπερωρίες, στους ρυθμούς δουλειάς, στις απολύσεις... Είναι κατά τη γνώμη μας αυτή η υποκειμενική συνθήκη το βασικό εμπόδιο που συναντάει κάθε προσπάθεια οργάνωσης μέσα στους χώρους εργασίας. Που μπορεί να οφείλεται; Να υπενθυμίσουμε μερικές αιτίες: είναι η υποχώρηση των ταξικών αγώνων, είναι η ανανέωση του εργατικού δυναμικού με εργαζόμενους χωρίς την παραμικρή εμπειρία συλλογικής αντιπαράθεσης με τα αφεντικά, είναι η συστηματική καταστροφή των δομών αναπαραγωγής της προλεταριακής συλλογικότητας, είναι ακόμη πολλές, ίσως λιγότερο σημαντικές αλλά υπαρκτές αιτίες. Υπάρχει πάντως ένας επιπλέον αντικειμενικός παράγοντας, που έχει να κάνει με μια ντόπια ιδιαιτερότητα των υλικών όρων συσσώρευσης, και συνήθως παρακάμπτεται από τις «ορθόδοξες» αναλύσεις.

Παραδοσιακά στην ελληνική οικονομία άνθιζε ένας γαλαξίας μικρών ή/και οικογενειακών επιχειρήσεων. Φυσικά αυτή η πραγματικότητα έχει υποστεί σημαντικές αλλαγές μέσα στη δεκαετία του ’90, για να φέρουμε μονάχα ένα παράδειγμα η μέθοδος του franchising σάρωσε πολλά οικογενειακά μικρομάγαζα. Παρ’όλα αυτά, σε σύγκριση πάντα με άλλες χώρες στην Ευρώπη, οι επιχειρήσεις με μικρό μέγεθος αποτελούν ακόμα ένα υπολογίσιμο κομμάτι της ντόπιας συσσώρευσης. Η ιδιαιτερότητα αυτή οδηγεί στην υιοθέτηση μιας τακτικής διτήρησης της εργασιακής ειρήνης που θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε «οικογενειακό κορπορατισμό». Όπως σημειώνει με περίσσια σοσιαλδημοκρατική διπλωματία ο Γ. Τουτζιαράκης (καθηγητής «εργασιακών σχέσεων» στο πανεπιστήμιο και πρώην γενικός γραμματέας διαχείρισης του Υπουργείου Εργασίας- κάτι παραπάνω ξέρει ο άνθρωπος...) το ’98, σε κύκλο διαλέξεων για το συνδικαλισμό: «Η μικρή επιχείρηση, ως κοινότητα συμφερόντων, υποβαθμίζει τα ανταγωνιστικά συμφέροντα. Είναι δύσκολος ο σχηματισμός δύο συμπαγών πόλων συμφερόντων, του επιχειρηματία από τη μία και των εργαζόμενων από την άλλη. Το μικρό μέγεθος ευνοεί την ανάπτυξη προσωπικών σχέσεων, ήδη π.χ. οι προσλήψεις γίνονται σε προσωπική βάση. Η νομιμοφροσύνη προς τον εργοδότη δεν έχει μόνο οικονομικά κίνητρα, αλλά και κίνητρα που προέρχονται από τη διαπροσωπική σχέση. Ακόμα και στην περίπτωση αντιθέσεων που εκφράζονται οι εργαζόμενοι έχουν μικρό οπλοστάσιο κυρώσεων που να μην θίγουν ταυτόχρονα την επιχείρηση και τα δικά τους συμφέροντα, αλλά μόνο τα συμφέροντα του εργοδότη. Αντίθετα ο εργοδότης στην καθημερινότητα μπορεί να επιβάλλει πολλαπλές άτυπες κυρώσεις. Η μικρή επιχείρηση ως κοινότητα συμφερόντων και ως βάση σχηματισμού ταυτότητας μπορεί να εμφανίζει τα συνδικάτα ως κάτι “εξωτικό” που διαταράσσει τους ρυθμούς και τις ισορροπίες της κοινότητας.» Αυτού του είδους τον κορπορατισμό μπορεί ο καθένας να τον διαπιστώσει και εμπειρικά, κάνοντας μια «γύρα» σε μικρές επιχειρήσεις. Όπως επίσης εμπειρικά μπορεί να διαπιστωθεί η επίδραση μιας άλλης ντόπιας ιδιαιτερότητας που σχετίζεται με τους υλικούς όρους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης: η παραμονή στην οικογενειακή στέγη, που για πολλούς νέους εργάτες εξασφαλίζει περισσότερο χρόνο ξεκούρασης, μια άμυνα σε περίπτωση ανεργίας, και φυσικά μια διευρμένη ανοχή, σε σύγκριση με τους υπόλοιπους εργάτες, απέναντι σε μισθούς-ξεφτίλα, απλήρωτες υπερωρίες, ελαστικά ωράρια... Εννοείται όμως ότι ο συγγραφέας του παραπάνω αποσπάσματος δεν αντιμετωπίζει τον «οικογενειακό κορπορατισμό», ή άλλες δυσκολίες που μπορεί να συναντάει η οργάνωση στους χώρους δουλειάς, από ανταγωνιστική σκοπιά. Για παράδειγμα δεν τον απασχολεί ποιά μορφή οργάνωσης μπορεί να αντιμετωπίσει τη συνθήκη ότι εργαζόμενοι με κοινά χαρακτηριστικά είναι διασκορπισμένοι σε χιλιάδες διαφορετικές επιχειρήσεις, και άρα μπορεί να προκαλέσει ρήγματα στον «οικογενειακό κορπορατισμό»- προτιμάει να παραμένει στις διαπιστώσεις. Από τη δική μας πλευρά θεωρούμε ότι πρέπει να κάνουμε το ακριβώς αντίθετο: να αντιμετωπίσουμε όλα τα παραπάνω εμπόδια από ανταγωνιστική σκοπιά. Σκεφτόμαστε λοιπόν πως για να γίνει αυτό πρέπει αφενός να κατανοήσουμε ότι οι αντικειμενικές/υλικές συνθήκες (σαν αυτές που περιγράψαμε παραπάνω) δεν δρούν ούτε μονοσήμαντα ούτε ντετερμινιστικά πάνω στην προλεταριακή υποκειμενικότητα, δηλαδή να αντιληφθούμε τα όποια εμπόδια, όχι σαν κάτι το ανυπέρβλητο, αλλά σαν εκείνες τις καινοτόμες προκλήσεις που έχουμε να απαντήσουμε από κοινού με τους υπόλοιπους εργάτες. Και αφετέρου να στρέψουμε το ενδιαφέρον μας στις καθημερινές (λιγότερο ή περισσότερο συλλογικές) ρήξεις που ήδη υπάρχουν.

Τελικά όλες αυτές οι αρνητικές συνθήκες συνιστούν το ουσιαστικό υπόβαθρο της «κρίσης των συνδικάτων». Μιας κρίσης που θα είμασταν από τους πρώτους που θα τη θεωρούσαν ένα θετικό βήμα αν γινόταν από πολιτική σκοπιά, αν ξεκινούσε από την συλλογική αναγνώριση του ρόλου των συνδικάτων και τη συλλογική αναγκαιότητα της αυτονομίας των ταξικών αγώνων από τη συνδικαλιστική μεσολάβηση. Όμως δεν είναι καθόλου έτσι: η εγκατάλειψη των συνδικάτων έχει σαν αιτία, εκτός βέβαια από την διαπιστωμένη αναξιοπιστία των συνδικαλιστών ηγετών, ένα μίγμα εξατομίκευσης, φόβου και παραίτησης από την πλευρά των ίδιων των εργατών. Έτσι κατά ένα περίεργο τρόπο, μιας και συνεχίζουμε να θεωρούμε σαν ζητούμενο την αυτονομία της τάξης, η πανθομολογούμενη «κρίση των συνδικάτων» μας αφορά.

Έχουμε την γνώμη πως η δημιουργία αυτοοργανωμένων άτυπων εργατικών ομάδων ή ακόμα και αυτοοργανωμένων πρωτοβάθμιων σωματείων (εκεί όπου η ύπαρξη νομικής «κάλυψης» κρίνεται ως απαραίτητος όρος επιβίωσης), μπορεί να αποτελέσει όχι τη «μαγική λύση» στο ζήτημα των μορφών οργάνωσης στους εργασιακούς χώρους, αλλά ένα βήμα σε μια γόνιμη κατεύθυνση. Μιλάμε εδώ για μια πρακτική που ήδη συμβαίνει τα τελευταία χρόνια, σε ελάχιστους βέβαια χώρους εργασίας, και πιστεύουμε μπορεί να επεκταθεί περισσότερο. Κλείνοντας λοιπόν αυτή την αναφορά στο συνδικαλισμό θα καταθέσουμε μερικές σκέψεις αναφορικά με το ρόλο και την μορφή αυτών των αυτοοργανωμένων σχημάτων καθώς και με την (πιθανή) σχέση τους με τα ήδη υπάρχοντα συνδικάτα και τους διεκδικητικούς αγώνες που γίνονται μέσα από αυτά. Στόχος μας δεν είναι να κάνουμε υποδείξεις ούτε θεωρούμε ότι οι σκέψεις μιας πολιτικής ομάδας μπορούν να υποκαταστήσουν αντίστοιχες σκάψεις που μπορεί να κάνουν οι ίδιες οι εργατικές ομάδες. Αυτό που θέλουμε, και θεωρούμε αναγκαίο, είναι να εγείρουμε κάποιους προβληματισμούς αναφορικά με μια πρακτική που, επαναλαμβάνουμε, τη θεωρουμε γόνιμη.

Όσον αφορά το ρόλο: κρατώντας πάντα στο μυαλό μας ότι οι μορφές εργατικής οργάνωσης κατακτιώνται βασικά μέσα στους διεκδικητικούς αγώνες και πολύ λιγότερο από το δικό μας βολονταρισμό, λέμε πως οι εργατικές ομάδες, ξεκινώντας ουσιαστικά από το μηδέν, μπορούν να παίξουν έναν ενεργό ρόλο είτε σε εποχές «νηνεμίας», είτε σε εποχές κινητοποίησης. Σε προηγούμενες σελίδες είχαμε κάνει μια αναφορά σε κάποιους αρχικούς στόχους που θα μπορούσαν να θέσουν οι ταξικές συλλογικότητες εν γένει, στόχοι που μπορούν να ισχύσουν και στην περίπτωση των εργατικών ομάδων: προσπάθεια κατανόησης της νέας ταξικής σύνθεσης και της προλεταριακής υποκειμενικότητας, δημιουργία σχέσεων εμπιστοσύνης με τους υπόλοιπους εργάτες, συλλογική αντιμετώπιση των καθημερινών ζητημάτων που προκύπτουν πάνω στη δουλειά και ενίσχυση της αλληλεγγύης και των «μικρών» αντιπαραθέσεων με το αφεντικό, διάχυση ανταγωνιστικών ερμηνειών της καθημερινότητας στους χώρους εργασίας. Φυσικά οι στόχοι που αναφέρουμε εδώ ούτε πραγματοποιούνται εύκολα στην πράξη, ούτε αποτελούν πανάκεια. Τέτοιου είδους αρχικοί στόχοι μπορεί και πρέπει να τροποποιούνται ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες που έχει να αντιμετωπίσει κάθε εργατική συλλογικότητα στο χώρο που δρά.

Όσον αφορά τη μορφή: η ακριβής μορφή τέτοιων εργατικών ομάδων είναι ένα ζήτημα διόλου εύκολο που χρειάζεται να απαντηθεί. Οποιαδήποτε μορφή εργατικής διεκδικητικής οργάνωσης δεν μπορεί εύκολα να βασιστεί στη γενική αλήθεια ότι «είμαστε όλοι εργάτες/εκμεταλλευόμενοι», αντίθετα είναι απαραίτητη η ύπαρξη τουλάχιστον ενός, καθόλου γενικού αλλά πολύ συγκεκριμένου και υλικού, συνδετικού κρίκου ανάμεσα στα μέλη αυτής της οργανωτικής μορφής. Συνδετικός κρίκος που για να είναι λειτουργικός πρέπει να είναι αναγνωρίσιμος και αποδεκτός απ’όλους τους συμμετέχοντες- π.χ. η παρουσία στον ίδιο χώρο εργασίας ή η κοινότητα των συνθηκών δουλειάς. Προσπαθήσαμε ακόμη παραπάνω να δείξουμε ότι οι μορφές εργατικής οργάνωσης είναι αναγκασμένες να αλλάξουν όταν αλλάζει η ταξική σύνθεση ή με άλλα λόγια ότι «δεν υπάρχει μορφή οργάνωσης που να είναι πάντοτε λειτουργική, ούτε κατά μήκος της ταξικής σύνθεσης σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, ούτε κατά την διάρκεια του χρόνου καθώς η ταξική σύνθεση αλλάζει». Αυτές οι επισήμανσεις αφορούν και τη δημιουργία εργατικών ομάδων. Για να γίνουμε πιο σαφείς: υπάρχουν περιοχές της καπιταλιστικής συσσώρευσης όπου λόγω του μικρού μεγέθους των επιχειρήσεων και του «οικογενειακού κλίματος», λόγω της αυξημένης κινητικότητας των εργατών από δουλειά σε δουλειά, λόγω ακόμη των ιδιαίτερων συνθηκών δουλειάς κάποιων εργατών που τους φέρνουν σε συχνότερη επαφή με εργάτες από άλλους χώρους εργασίας, η οργάνωση με βάση την επιχείρηση είναι πρακτικά αδύνατη. Σε αυτές τις περιοχές η δημιουργία εργατικών ομάδων δεν μπορεί να γίνει με αναφορά στην επιχείρηση, πρέπει δηλαδή να αναζητηθούν άλλοι συνδετικοί κρίκοι. Από την άλλη βέβαια υπάρχουν και περιοχές όπου οι συνθήκες είναι πιο ευνοϊκές για την ύπαρξη μορφών οργάνωσης με βάση την επιχείρηση, οπότε εκεί μπορεί να σταθεί μια εργατική ομάδα με αναφορά τον ιδιαίτερο χώρο εργασίας. Δεν υπάρχει λοιπόν μια και μοναδική μορφή εργατικής ομάδας που να είναι λειτουργική, και το ψάξιμο πάνω στις διαφορετικές μορφές οφείλει να βαδίσει μαζί με τη διερεύνηση της νέας ταξικής σύνθεσης.

Τέλος όσον αφορά το ζήτημα της σχέσης με το συνδικάτο και τους διεκδικητικούς αγώνες νομίζουμε πως με βάση τις παραπάνω εκτιμήσεις μας μπαίνει ένα αρχικό ερώτημα: γιατί επιμένουμε, σε συνθήκες ήττας, στην ύπαρξη εργατικών ομάδων έξω από τη δομή του συνδικάτου; Υπάρχουν αρκετοί (και σοβαροί) λόγοι για να τοποθετηθεί η προσπάθεια για μια εργατική ομάδα έξω από τη δομή του συνδικάτου. Κατά πρώτον σε ποιά συνδικάτα ακριβώς πρέπει να συμμετάσχουν τέτοιου είδους συλλογικότητες ή να προτρέψουν και άλλους εργάτες να τα «μαζικοποιήσουν»; Μήπως σε εκείνα τα συνδικάτα που οι εργαζόμενοι δεν έχουν κανένα ουσιαστικό δικαίωμα λόγου και συνδιαμόρφωσης των αποφάσεων, που είναι εδώ και πολλά χρόνια απονεκρωμένες μικρογραφίες του κοινοβουλίου και της κομματικής αρτηριοσκλήρωσης; Κατά δεύτερον δεν βλέπουμε πως προκύπτει έστω και ένα μικρό βήμα προς την αυτονομία της εργατικής τάξης από την νομιμοποίηση μιας (λιγότερο ή περισσότερο) ιεραρχικής μορφής οργάνωσης, από την κατάφαση στη συνδικαλιστική γλώσσα των «κεκτημένων» και στη συνδικαλιστική πρακτική των ισόβιων συνθηκολογήσεων, από την εκχώρηση της καθημερινής μας φρίκης σε γραφειοκράτες «ειδικούς». Κατά τρίτον αυτό που μας λείπει, σήμερα πολύ περισσότερο από παλιά, δεν είναι δυνατά και μαζικά συνδικάτα. Αυτό που μας λείπει (και θα μπορούσε να είναι ένας μακροπρόθεσμος στόχος και για τις εργατικές ομάδες) είναι μόνιμες και ζωντανές συλλογικές διαδικασίες συζήτησης, απόφασης και πάλης, και πολύ αμφιβάλλουμε αν τα σημερινά συνδικάτα είναι σε θέση να μας προσφέρουν κάτι τέτοιο. Οφείλουμε λοιπόν να χαρίσουμε την «αναγένηση του συνδικαλιστικού κινήματος» εκεί που ανήκει, στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Αν όμως υπάρχουν αρκετοί λόγοι για τους οποίους δεν μπορούμε και δεν θέλουμε να συμβάλλουμε με τις ίδιες μας τις προσπάθειες στην ανανέωση των συνδικάτων, υπάρχουν εξίσου αρκετοί λόγοι για τους οποίους, είτε σαν μέλη μιας εργατικής ομάδας είτε σαν μεμονωμένοι εργαζόμενοι, δεν πρέπει να απαξιώσουμε έναν διεκδικητικό αγώνα που γίνεται μέσω ενός συνδικάτου ή να αδιαφορήσουμε για τη συμμετοχή μας σ’αυτόν. Η λογική που λέει ότι οι ταξικοί αγώνες ή θα είναι ενάντια στον συνδικαλισμό ή θα είναι τίποτα ή διαφορετικά ότι υπάρχει μια ήδη κατεκτημένη εμπειρία προλεταριακής δράσης ενάντια στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία την οποία δεν μπορούμε να προσπεράσουμε, είναι κατά τη γνώμη μας προβληματική. Προβληματική γιατί αγνοεί την ιστορία, αγνοεί δηλαδή το γεγονός πως τίποτα δεν εγγυάται ότι ο εργάτης που σήμερα παλέυει υπό τη σκέπη του συνδικάτου δεν θα του επιτεθεί αύριο. Γιατί προσπερνάει το γεγονός ότι αυτή η προλεταριακή εμπειρία δυστυχώς έχει αποσυντεθεί- μπορεί να είναι γνωστή σ’εμάς είναι όμως άγνωστη στους σημερινούς εργάτες και να τους κάνουμε μαθήματα ιστορίας σίγουρα δεν έχει νόημα. Γιατί ακόμα δεν βλέπει την (πικρή αλλά χρήσιμη...) αλήθεια ότι ο ταξικός ανταγωνισμός δεν διεξάγεται πάντα με τον τρόπο που εμείς θεωρούμε σωστό, ούτε είναι απαλλαγμένος από αντιφάσεις. Προσπαθήσαμε να το τονίσουμε εξ’αρχής και θα το επαναλάβουμε: οι διεκδικητικοί εργατικοί αγώνες εμπεριέχουν δυνατότητες και αδυναμίες που δεν αξίζουν την απουσία μας. Για να φέρουμε ένα μόνο παράδειγμα: στο πρόσφατο παρελθόν σε ορισμένες περιπτώσεις διεκδικητικών αγώνων, και φυσικά μετά από αρκετή πίεση «από τα κάτω», ακόμα και οι συνελεύσεις κάποιων πρωτοβάθμιων σωματείων λειτούργησαν στοιχειωδώς σαν μια εργατική συλλογική διαδικασία, μια διαδικασία μέσα στην οποία μια εργατική ομάδα μπορεί να παρεμβαίνει.

Εν τέλει μέσα σε αυτούς τους αγώνες μπορούμε έμπρακτα να καταδείξουμε το ρόλο της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, αυτοί οι αγώνες προσφέρουν το συγκεκριμένο έδαφος πάνω στο οποίο οι οποιεσδήποτε αυτοοργανωμένες εργατικές συλλογικότητες μπορούν να δώσουν την κόντρα με τους συνδικαλιστές, τόσο σε ζητήματα περιεχομένου όσο και σε ζητήματα πρακτικής. Είτε μας αρέσει είτε όχι σαφώς και πρόκειται για μια διαδικασία επίπονη που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με από-τα-έξω προπαγάνδα ενάντια στα συνδικάτα. Όπως επίσης πρόκειται για μια διαδικασία που πιθανόν να μην έχει άμεσα αποτελέσματα, για ένα στοίχημα που μπορεί να μην κερδηθεί με την πρώτη. Γιατί οι σημερινοί εργάτες, παρότι βιώνουν την απουσία των συνδικαλιστών από τους χώρους δουλειάς, δεν έχουν σχεδόν καμμία εμπειρία αγώνα μέσα από την οποία θα κέρδιζαν έμπρακτα τη γνώση για το ρόλο της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Θα χρειαστούμε σίγουρα και τέτοιες εμπειρίες. Άρα: ευτυχώς ή δυστυχώς, ο δρόμος είναι μακρύς...

My name is mud


Λαός αστυνομία η δύναμη είναι μία.

(Σύνθημα του ΚΚΕ για τα σώματα ασφαλείας).

Too much TV

Αυτές τις μέρες καταλαβαίνετε τι θα συνέβαινε στο φίλο σας αν είχε τηλεόραση. Δέκα λεπτά θα έβλεπε, τσουπ 5 αναρτήσεις θα έκανε. Χτες το βράδυ είδα 10 λεπτά (όχι παραπάνω) τα Νέα του Αντ1. Είδα 3 ειδήσεις. Κυριολεκτικά.

Η πρώτη ήταν για τα ρεβεγιον στα ξενοδοχεία. Όπου ξεκινώντας ο καλός άνκορμαν μας λέει ότι τα ξενοδοχεία του κέντρου δεν τα πάνε καλά με τα κλεισίματα τραπεζιών για το ρεβεγιόν, λόγω των επεισοδίων. Ενώ αντίθετα πιο έξω είναι όλα κλεισμένα. Μάλιστα. μετά μας δείχνει ένα σεφ που έχει φτιάξει γουρουνάκι με σάλτσα δαμάσκηνο, μπούκοβο, τζίντζερ, παπάγια κλπ.

Η δεύτερη στο καπάκι ήτανε για παιδικά θέατρα που και αυτά αντιμετωπίζουν πρόβλημα λόγω των επεισοδίων και δε μπορεί ο κόσμος να πάει τα παιδιά του να δει τον Παπουτσωμένο γάτο και την Όμορφη και το τέρας. Βέβαια το εισιτήριο είναι 15 ευρώ για τον καθένα και οι γονείς δε λέει κανένας ότι φοβάται λόγω των επεισοδίων, αλλά αντιθέτως ότι δεν υπάρχουν αρκετά λεφτά για να πάνε θέατρο.

Στο ίδιο ρεπορτάζ έλεγε για τα σινεμά. Μαντέψτε. Και αυτά αντιμετωπίζουν πρόβλημα λόγω των επεισοδίων και κανένας δεν πάει επειδή φοβάται. (Επ'ευκαιρία θα ήθελα πραγματικά να κάνω μία έρευνα να μάθω ΤΙ ακριβώς είναι αυτό που φοβούνται και δεν κατεβαίνουν στο κέντρο, έτσι από περιέργεια...).

Και πάνω που είχα αρχίσει να τσαντίζομαι πέφτει ρεπορτάζ για τη βίλα της Χριστίνας Ωνάση στο Σεντ Μορίτς, και για τα ξενοδοχεία εκεί. Τα οποία -προσέχτε- παρόλο που έχει το κονιάκ 5.000 ευρώ το ποτήρι ΔΕΝ αντιμετωπίζουν πρόβλημα πληρότητας.

Ουφ...!!! Ευτυχώς, γιατί αν δεν μπορούσε η Αντζελίνα Τζολί να κλείσει την αγαπημένη της σουίτα στο Σεντ Μορίτς, θα είχα αρχίσει στα αλήθεια να έχω τύψεις.

Η ατάκα της χτεσινής βραδιάς. "Γιατί κατεβήκατε στο κέντρο να ψωνίσετε; Για να ενισχύσω τους εμπόρους."

Ε ρε μάγκα δεν είναι ανάγκη να τρέχεις στο κέντρο αν θέλεις να ενισχύσεις τους εμπόρους. Να σου δώσω ένα λογαριασμό να τα βάζεις εκεί κατευθείαν.

...αλλά ποτέ δεν είναι αργά. Το 'χω και απωθημένο από πέρσι. Είναι οι φίλοι μας οι Monty Pythons, στο πιο ριζοσπαστικό τραγούδι των Χριστουγέννων. Εργατίστικο φουλ. Το στυλ μου.


Σήμερα έχω επηρρεαστεί τα μάλα από τα καρντάσια του Everything you know is wrong, αλλά τι να κάνω. Ετσι εδώ βλέπετε τη χερούκλα μου να κρατάει ένα αυθεντικό διαμάντι που ανακάλυψε ένας καλός σύντροφος. Είναι από την χρυσή εποχή του lifestyle, από εκείνες τις λαμπρές εποχές που οι ατόμικότητες έλαμπαν στον ουρανό του εμπορεύματος με τα δανεικά της μελλοντικής εκμετάλλευσης, για να απαλυνθεί η τωρινή μας εκμετάλλευση. Είναι από εκείνες τις εποχές που τα 15χρονα κοριτσόπουλα, ενηλικιώνονταν στις μεταφεμινιστικές μαλακίες και στα editorial του Cosmopolitan. Είναι απο εκείνες τις εποχές που είχαμε το λαμπρό άστρο του "μακριά από τον κώλο μου και ας είναι 1 μέτρο" να φωτίζει τις σκοτεινές νύχτες της μητρόπολης, και να σκοτεινιάζει τις μέρες της αλλοτρίωσης και της εκμετάλλευσης.

Είναι από εκείνες τις εποχές που μας τελείωσαν, και έτσι συνεχίζουμε πια από εκεί που έχουμε μείνει...


ΥΓ. Thanx στους animal και κώλο.

Πριν μερικούς μήνες είχα διαβάσει στο εκλεκτό ιστολόγιον Everything you know is wrong, λεμε... την καταπληκτική δήλωση ενός αξιοσέβαστου κυρίου. Και επειδή εγώ είμαι κωλόπαιδο και μνησίκακος δεν ξεχνάω τέτοιες ατάκες. Τι είχε πει λοιπόν ο φίλος μας; Είχε πει...

"Εντάξει έχουμε ταξικό πόλεμο, αλλά είναι η τάξη μου, η τάξη των πλουσίων που κάνει τον πόλεμο και κερδίζει..."

Πολύ θα ήθελα να ακούσω τώρα τη γνώμη του αγαπητού κυρίου αυτού. Την ώρα που η εξέγερση στην Ελλάδα αποσύρει νομοσχέδια στη Γαλλία, την ώρα που η εξέγερση συναντά την αλληλεγγύη από κάθε γωνιά του πλανήτη, την ώρα που όλοι οι Ευρωπαίοι άρχοντες έχουν χεστεί πάνω τους εκεί που νόμιζαν ότι θα μπορούσαν να βγάλουν την κρίση με μπάτσους και εθνική ομοψυχία εμείς εδώ σε μια σκατούλα του πλανήτη αποτελέσαμε ένα κακό παράδειγμα. Δεν ξέρω πόσο έχουμε όλοι μας αντιληφθεί την παγκόσμια πια σημασία των βημάτων μας αυτές τις μέρες...

Λοιπόν κύριε Μπαφέτ (ή όπως διάολο σε λένε), ξέρω εδώ και αιώνες ποιος κάνει τον πόλεμο και χαίρομαι να σου πω ότι δεν ξέρω ποιος τον κερδίζει και ποιος τον χάνει. Άντε πίσω στις μετοχές σου τώρα.

Ουφ! Καιρό του το κράταγα του κερατά...


Για την κατάληψη της ΓΣΕΕ έχω ξεκινήσει να γράφω ένα μικρό ιστορικό, το οποίο είναι μία κάπως δύσκολη δουλειά. Προς το παρόν αναδημοσιεύω ένα κείμενο του συντρόφου hobo σχετικό που μοιράζεται σε συντρόφους-ισσες. Το συνυπογράφω...
«...Αυτά ακριβώς τα δεδομένα, όπως και το δεδομένο της συνείδησης του αδιεξόδου στο οποίο έχει περιέλθει ο επαναστατικός χώρος, έχουν συμβάλλει στην ανάπτυξη παράλληλα με αυτόν, μιας τάσης αμφισβήτησης εντός του, μιας τάσης κινηματικής, προσανατολισμένης στον ανταγωνισμό (σ’ αυτή την τάση έχουμε αναφερθεί σε διάφορα σημεία του κειμένου). Μιας τάσης που προσπαθεί να συνδεθεί με τους καταπιεζόμενους στο έδαφος των πραγματικών αναγκών τους και της πραγματικότητας, και όχι στο έδαφος αφηρημένων ιδεών. Προσπαθεί να ερευνήσει ανάγκες και επιθυμίες των ανθρώπων και πως αυτές συναντιούνται με τις αντικειμενικές συνθήκες. Προσπαθεί να παράγει δηλαδή θεωρία. Προσπαθεί τέλος να χτίσει ανταγωνιστικά παραδείγματα μέσα σε κινηματικές διαδικασίες, μέσα στις διαδικασίες των κινητοποιήσεων...»(Ίχνη στο χιόνι, σελ. 157).

Η κατάληψη της ΓΣΕΕ έφθασε στο τέλος της. Η συζήτηση για τον απολογισμό αυτής της απόπειρας μένει να γίνει (ή να μην γίνει) συλλογικά. Σ’αυτό το κείμενο θα επιχειρήσω μερικές πρώιμες σκέψεις, εξαιρετικά συνοπτικές, σαν συμβολή σ’αυτόν τον απολογισμό, ως συμμετέχων σε όλη την διάρκεια της κατάληψης και σε όλες τις διαδικασίες της (εκτός από την συζήτηση που την απoφάσισε). Με κάθε επιφύλαξη για την ορθότητα αυτών που καταθέτω, λόγω του ότι δεν τα έχω συζητήσει συλλογικά με τους συντρόφους μου, ούτε με συναδέλφους από την κατάληψη και λόγω του ότι απαιτείται μια ορισμένη χρονική απόσταση από τα γεγονότα, προκειμένου κάποιος να μπορεί να τα κρίνει με πιο ολοκληρωμένο τρόπο.

Καταρχήν ένα γενικό συμπέρασμα: δύο από τους διακηρυγμένους στόχους της κατάληψης, όπως αναφέρονται στην ανακοίνωση της «Την ιστορία ή θα την καθορίσουμε εμείς ή θα καθοριστεί ερήμην μας», επιτεύχθηκαν σε πολύ μεγάλο βαθμό. Ποιοι είναι αυτοί:

∙Να διαλύσουμε το μύθο που προωθούν τα ΜΜΕ ότι οι εργάτες ήταν και είναι απόντες από τις συγκρούσεις και ότι η οργή που εκφράζεται αυτές τις μέρες είναι υπόθεση 500 «κουκουλοφόρων»

∙Να στηλιτεύσουμε και να αποκαλύψουμε το ρόλο της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας στην υπονόμευση της εξέγερσης και όχι μόνο.

Όσον αφορά τον πρώτο, πράγματι η κίνηση αυτή συνέβαλε ώστε χιλιάδες εκμεταλλευόμενοι/ καταπιεζόμενοι να κατανόησουν ότι η εξέγερση αυτή δεν υπήρξε νεολαϊστικο φαινόμενο, αλλά ένα σημαντικό κομμάτι της υπήρξαν εργαζόμενοι και εργαζόμενες.

Όσον αφορά το δεύτερο, πράγματι, η κίνηση αυτή συνέβαλλε ώστε όχι μόνο να απονομιμοποιηθεί περαιτέρω η συνδικαλιστική γραφειοκρατία, αλλά πολύ περισσότερο να δείξουμε ότι υπάρχουν δυνάμεις εντός της εκμεταλλευόμενης υποκειμενικότητας που έχουν στο στόχο τους αυτή την γραφειοκρατία, ως κομμάτι του κράτους και βασικό θεσμό του.

Ωστόσο τα πράγματα είναι πιο σοβαρά. Στην πραγματικότητα η κατάληψη της ΓΣΕΕ, δεν ήταν απλά μια στιγμή της εξέγερσης: ήταν μια κορυφαία της στιγμή, τουλάχιστον στο συμβολικό επίπεδο. Κι αυτό επειδή μέχρι τότε, καλώς η κακώς, η εξέγερση για την πλειοψηφία της κοινωνίας, σήμαινε μια έκφραση της οργής ενάντια σε μια δολοφονία, ή ακόμα περισσότερο ενάντια στην άθλια καθημερινότητα που βιώνει η πλειοψηφία των εκμεταλλευόμενων. Ένα σχέδιο αρνητικότητας. Ενώ μ’ αυτή την κίνηση, η εξέγερση απέκτησε ένα άλλο νόημα: αυτό της πρότασης, του προτάγματος, της δημιουργίας (Η αυτοοργάνωση των εργατών/ θα γίνει ο τάφος των αφεντικών, γράφει το κεντρικό πανό της κατάληψης). Μετασχηματίστηκε δηλαδή σε ένα σχέδιο θετικότητας Κι αυτή η πρόταση, που για πρώτη φορά έσπασε τα γκέτο των πολιτικών υποκειμένων της αντιεξουσίας, συνιστά στην ουσία της μια μείζονα πολιτική κίνηση: μια πρόταση αντιεξουσίας (δηλαδή μια πρόταση συλλογικά αυτοοργανωμένης εξουσίας). Μιλάμε πάντα για το συμβολικό επίπεδο, αλλά ας μην υποτιμάμε το συμβολικό, ξέρουμε καλά το ρόλο του μέσα στην ιστορική διαδικασία.

Εδώ ωστόσο υπάρχει ένα ζήτημα: η κατάληψη της ΓΣΕΕ δεν είχε την πρόθεση να αποτελέσει μια πρόταση, είχε την πρόθεση καταρχήν να διαμαρτυρηθεί. Αυτό σημαίνει ότι η κίνηση αυτή ξέφυγε από τους αρχικούς της στόχους, κυριολεκτικά: τους ξεπέρασε. Έτσι όμως ξεπέρασε την ίδια την υποκειμενικότητα που αποφάσισε συλλογικά γι’ αυτή την ενέργεια. Το γεγονός της θερμής υποδοχής της ανακοίνωσης της κατάληψης από την πρώτη μέρα κατά το μοίρασμα της στο δρόμο και του γενικότερου κλίματος που δημιούργησε η προβολή της από τα μμε στην ελλάδα και στο εξωτερικό, το γεγονός της άμεσης αντίδρασης ενός σημαντικού κομματιού της γραφειοκρατίας που ήρθε με σκοπό να την διαλύσει, είναι άμεση απόδειξη ότι τα όρια του «ακτιβισμού», της « εργατικής διαμαρτυρίας» κλπ, έσπασαν και αποκαλύφθηκε η πραγματική σημασία αυτής της κίνησης, τόσο για μας τους ίδιους που συμμετείχαμε, όσο και για αρκετό άλλο κόσμο: η σημασία της σαν χτύπημα στην καρδιά της (εργατικής) διαμεσολάβησης.

Από την άλλη πλευρά το γεγονός ότι η κίνηση αυτή παρέμεινε στο συμβολικό επίπεδο, είναι αποτέλεσμα του ότι οι άλλοι δύο στόχοι, δηλαδή να μετατρέψουμε το κτίριο σε χώρο ελεύθερης έκφρασης των εργατών και να προωθήσουμε την ιδέα της αυτοοργάνωσης και της αλληλεγγύης στους χώρους δουλειάς, δεν επιτεύχθηκαν. Δεν επιτεύχθηκαν κυρίως επειδή η συνέλευση της κατάληψης, αντί να γίνει χώρος έκφρασης της εκμεταλλευόμενης υποκειμενικότητας, έγινε χώρος έκφρασης των διαφορετικών πολιτικών ταυτότητων, και άρα των μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων, των ιδεολογικών αφαιρέσεων, κλπ. Με αποτέλεσμα κάποιος κόσμος, που αναγνώριζε τον εαυτό του όχι στις πολιτικές ταυτότητες των υποκειμένων που συμμετείχαν, αλλά ως εργαζόμενος/ εργαζόμενη, να ξενερώσει από τις διαδικασίες και να σηκωθεί να φύγει από αυτές. Θα ρωτήσει κάποιος: πως θα μπορούσε μέσα σε δύο μέρες να γίνει ένας κατειλλημένος χώρος, «χώρος ελεύθερης έκφρασης των εργατών»; Πως μπορούν να αποφευχθούν οι πάγιες νοοτροπίες της μικροκοινωνίας του «χώρου»; Πως μπορούν να επιτευχθούν τέτοιοι θετικοί στόχοι σε ένα χώρο, όπου η ίδια η διαχείριση του είναι τεράστιο ζήτημα, δεδομένου ότι δεν απολαμβάνει καμιάς έννοιας ασύλου;

Δεν θα χει άδικο κάνοντας αυτές τις ερωτήσεις, αλλά στην πραγματικότητα, δεν είναι όλα αυτά τα σημαντικά ζητήματα. Όπως δεν είναι τόσο σημαντικό ζήτημα η ανομοιογένεια της (πολιτικής) σύνθεσης της γενικής συνέλευσης της κατάληψης, στην δημιουργία μιας σύνθεσης των στόχων των υποκειμένων που συμμετείχαν σ’αυτή, όπως είπανε κάποιοι συνάδελφοι που αποχώρησαν την δεύτερη μέρα από το εγχείρημα. Τα κεντρικότερα ζητήματα είναι δύο:

Α. Το πρώτο είναι ιστορικό. Η αδυναμία να ξεπεραστεί το συμβολικό επίπεδο σ’αυτή την κίνηση, η αδυναμία να πάμε παρακάτω, είναι η ιστορική αδυναμία του κινήματος, και ακόμα περισσότερο εκείνων των τμημάτων του, που αποτελούν αυτό που ονομάζω εγώ τάση του ανταγωνισμού (βλ. παράθεμα στην αρχή). Η αδυναμία λοιπόν της τάσης του ανταγωνισμού είναι μια ιστορική αδυναμία: προκύπτει από την προσωρινή ανικανότητα της να αντιληφθεί την σημασία της, και άρα την σημασία για την συγκρότηση της. Το γεγονός δηλαδή ότι τα πολιτικά υποκείμενα που βρίσκονται τα τελευταία χρόνια στις μικρές και μεγάλες συγκρούσεις, για να διαμαρτυρηθούν για απολύσεις, για να συμμετέχουν σε διαδηλώσεις, για να στήσουν την ιστορία της περισυνής αντισυγκέντρωσης στην Πρωτομαγιά, κλπ, δεν θεώρησαν ακόμα –στην πλειοψηφία τους τουλάχιστον- επιτακτική την ανάγκη να συναντηθούν σε μια πιο μόνιμη βάση για να παράγουν ανταγωνιστική πολιτική, είναι ακριβώς αποτέλεσμα αυτής της αδυναμίας, που βάρυνε όσο τίποτα άλλο και στην συγκεκριμένη ενέργεια κατάληψης της ΓΣΣΕ.

Β. Το δεύτερο είναι προταγματικό. Προκύπτει από την βαθιά κατανόηση του προηγούμενου. Μέσα στην ΓΣΣΕ βρέθηκε το καλύτερο κομμάτι του ανταγωνιστικού κινήματος. Αυτό το κομμάτι προφανώς δεν περιορίζεται εκεί μέσα, ούτε προφανώς το σύνολο της πολιτικής υποκειμενικότητας που βρέθηκε στην ΓΣΕΕ είναι μέρος αυτού του κομματιού.

Λοιπόν ένα μέρος από αυτό το κομμάτι,από αυτή την τάση του κινήματος, εξέφρασε ήδη στις γενικές συνελεύσεις της κατάληψης της ΓΣΕΕ, την ανάγκη να αρχίσει να συναντιέται σε μια πιο μόνιμη βάση. Αυτή η ανάγκη πρέπει να αναδειχτεί σε όλη την έκταση της σημασίας της.

Ίσως η σημαντικότερη παρακαταθήκη για όλο το κίνημα από αυτή την κατάληψη, πέρα φυσικά από το συμβολικό, πέρα από τις ίδιες της διαδικασίες της κατάληψης (ειδικά για τους νεότερους που συμμετείχαν σ’ αυτές), είναι ακριβώς αυτή: η ωρίμανση της επιθυμίας να συναντηθούμε σαν εργαζόμενοι και εργαζόμενες στην βάση της αδιαμεσολάβητης, αυτόνομης από κόμματα και συνδικάτα και αυτοοργανωμένης πολιτικής πρακτικής, τόσο στο πεδίο της θεωρίας, όσο και στο πεδίο της δράσης. Ο τρόπος που μπορεί να γίνει αυτό, μένει να συζητηθεί συλλογικά από όσους αναγνωρίζουν αυτή την ανάγκη σαν δική τους, και αυτή την πρακτική σαν σημαντικό κομμάτι της πολιτικής τους δραστηριότητας.

21/12/2008

Hobo

Τα Χριστούγεννα αναβάλλονται λόγω εξέγερσης, λέγαμε μάλλον υπεραισιόδοξα πριν μέρες...

Τα Χριστούγεννα μπορεί να αναβλήθηκαν αλλά ο καπιταλισμός συνεχίζει ακάθεκτος. Προχτές, η εργάτρια Κωνσταντίνα Κούνεβα δέχθηκε επίθεση με οξύ στο πρόσωπο. Φαντάζομαι τις ξέρετε τις λεπτομέρειες οπότε δε θα επεκταθώ (εδώ και εδώ). Εργάτρια, μετανάστρια, γυναίκα και συνδικαλισμένη; Πολλά για να τα αντέξει το κάθε αφεντικό. Ωστόσο, ενώ την ίδια μέρα είχαμε τους πυροβολισμούς στην κλούβα, οι οποίοι χαρακτηρίστηκαν τρομοκρατία, ουδείς από τους λαλίστατους δημοσιογράφους δε θεώρησε τρομοκρατική επίθεση αυτό που συνέβη στην εργάτρια, και ούτε φυσικά πρόκειται. Τρομοκρατία είναι να μην μπορείς να ψωνίσεις, όχι να μην μπορείς να ζήσεις.

Τέλος πάντων κάτι θα πρέπει να γίνει.

Ανάμεσα σε όλα αυτά έχουμε και το απωθημένο των εμπόρων για τις Κυριακές. Αφορμή η τελευταία Κυριακή του χρόνου. Είναι τόσο μεγάλα οικονομικά μυαλά όλοι στην Ελλάδα που για την όποια πτώση του τζίρου δε φταίνε οι μισθοί, δε φταίει η κρίση, δε φταίνε οι τιμές τους. ΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΧΙ. Φταίνε οι κουκουλοφόροι που σπάσανε πριν 20 μέρες την Ερμού. Είναι προφανές ότι πρόκειται για τις πιο γελοίες μαλακίες. Περισσότερα δείτε εδώ για το θέμα.

Ανάμεσα σε όλα τα υπόλοιπα για να μην ξεχνιόμαστε, υπάρχουν και συλληφθέντες στη φυλακή. Ζήτημα που μας αφορά, και για το οποίο τα λόγια είναι περιττά.

Όπως λέγανε και οι wobblies με δύο πολύ ταιριαστά συνθήματα και για τις δύο περιπτώσεις: An injury to one is an injury to all και Είστε μέσα για μας, είμαστε έξω για σας...

Να κλείσω με ένα μικρό υστερόγραφο, όσον αφορά τους πυροβολισμούς στην κλούβα. Η θέση μου απέναντι σε τέτοιου είδους ενέργειες είναι πολιτικά ξεκάθαρη εδώ και χρόνια. Δεν με νοιάζει αν είναι ή όχι προβοκάτσια (αν και βρωμάει πολύ), γιατί απλούστατα είναι κάτι άλλο πολύ περίσσοτερο. Και αν τέτοιες ενέργειες σε περιόδους "ηρεμίας" είναι μία φορά πολιτικά λάθος (ειδικοί της βίας, ένοπλες πρωτοπορίες κλπ), σε καιρούς που 15χρονα την πέφτουν σε ΑΤ και 30.000 και 40.000 φωνάζουν μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι πόσο πολιτικά λάθος μπορεί να είναι σε τέτοιους καιρούς;

Σημερινή πρωινή τηλεοπτική εκπομπή. Πρώτη είδηση οι πυροβολισμοί με όπλο "τύπου Καλάσνικοφ" σε κλούβα, μετά μία βομβιστική επίθεση μάλλον ξεκαθαρίσματος λογαριασμών σε εταιρεία τροφοδοσίας πλοίων, μετά τηλέφωνο με τον Πρύτανη του ΕΜΠ να μας πει τι γίνεται στο Πολυτεχνείο, και μετά είδηση του καψίματος του αυτοκινήτου ενός μητροπολίτη στην Καβάλα που έγινε την περασμένη Κυριακή. Και μετά για να μην έχουμε αυταπάτες ο ίδιος ο εκπρόσωπος τύπου της ΕΛ.ΑΣ. Α ρε Γκαίμπελς, λάθος εποχή γεννήθηκες αγόρι μου...

Born to a family

Πάλι τα ίδια; Ε πάλι τα ίδια... Τι να κάνουμε ο καθένας με τα κολλήματα του. Προτού γίνω κομμουνιστής, αναρχικός, τροτσκιστής, καταστασιακός, συμβουλιακός, εργατιστής, φοιτητής, εμπορουπάλληλος, εραστής, ασανσέρ κλπ, ήμουνα αυτό εδώ...



Οι πολιτικές ταυτότητες έρχονται ΜΕΤΑ... Που να χτυπιέται όλος ο πλανήτης κάτω. Και ευτυχώς υπάρχουν ωραία τραγούδια να μας το θυμίζουν.

TV zombie


Χτες έκατσα και άκουσα το διάλογο στη Βουλή για τον προυπολογισμό. Ορίστε μερικά πράγματα που έμαθα.

Όλες οι οικονομικές δραστηριότητες της χώρας είναι στην Ερμού, στην Πανεπιστημίου και στην Πατησιών στο ύψος της ΑΣΟΕΕ. Από κει και κάτω και σε όλη την υπόλοιπη Ελλάδα δεν υπάρχει καμία οικονομική δραστηριότητα. Ως εκ τούτου, και εξαιτίας της δράσης των κουκουλοφόρων και σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε δυσμενή κατάσταση.

Ότι είμαι εχθρός της δημοκρατίας και της εθνικής ενότητας. Ενώ η δημοκρατία και η εθνική ενότητα είναι φίλοι μου.

Ότι είμαστε 10.000 μετρημένοι ένας προς έναν, από την σουπερ ντουπερ γραφειοκρατία του Περισσού. Και ότι αυτό που έγινε δεν ήταν εξέγερση γιατί όταν θα γίνει η εξέγερση δε θα σπάσει ούτε ένα τζάμι, και φυσικά θα πρέπει να έχει την έγκριση του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ. Επίσης δεν έχει σημασία πόσοι είναι οι εξεγερμένοι αλλά ποιο είναι το πολιτικό περιεχόμενο τους. Ρε τι μου θυμίζει, τι μου θυμίζει...;;;

Ότι ο Γιωργάκης δυσφημεί τη χώρα στο εξωτερικό ενώ ο Κωστάκης όχι. Τι μαλάκας που ήμουνα νομίζωντας ότι εμείς τη δυσφημούμε.

Ότι όσα και να μάθεις ευτυχώς άμα κλείσεις την τηλεόραση τα ξεχνάς όλα.

Και τέλος μία απορία: αυτός ο Κωστάκης έτσι που χτυπιέται σε κάθε λέξη πως γίνεται να παραμένει τόσο χοντρός;

Διάβασμα

Να διαβάζετε όσο μπορείτε τι γράφουν στο εξωτερικό οι σύντροφοι και οι διάφορες συλλογικότητες. Είναι τρομερά ενδιαφέρον. Και κυρίως ιδιαίτερα εποικοδομητικό για εμάς που την επόμενη φορά θα προσπαθήσουμε να διαβάσουμε και να ερμηνεύσουμε κάτι που γίνεται εκεί...

ΥΓ. Η αλήθεια είναι οτι για τα περισσότερα που διάβασα ένιωσα να υπερβάλλουν κάπως, κυρίως γιατί αναγκαστικά γενικεύουν. Και κυρίως επειδή υπάρχει μία τεράστια διαφορά ανάμεσα στο δρων υποκείμενο και στο θεωρών υποκείμενο προς το παρόν, ενότητα που πρέπει σύντομα να αποκαστήσουμε. (Αν δεν καταλαβαίνετε τι λέω, μην ανυσηχείτε έχω απλά πυρετό).

ΚΑΚΛΑΜΑΝΗ ΚΕΡΑΤΑ ΘΑ ΣΤΟ ΞΑΝΑΚΑΨΟΥΜΕ ΤΟ ΚΩΛΟΔΕΝΤΡΟ ΣΟΥ!!!
ΞΕΦΤΙΛΙΣΜΕΝΕ ΔΗΜΑΡΧΕ ΚΩΛΟΕΜΠΟΡΩΝ!!!

(Άσχετο αλλά επίκαιρο...)

Retour a la normale...

Ξέρω, ξέρω θα φανούν προβοκατόρικα τα όσα θα πω... Πιθανά και πολλά άλλα ακόμα.

Έχω μία πολιτική απαίτηση από όλο το "χώρο" καθώς οι μέρες παιρνούν... Αυτή την απαίτηση θα της δώσω το επικό όνομα του ιστορικού καθήκοντος. Για όλους μας... (Ποιος είμαι εγώ που θα πω ότι έχω και απαιτήσεις και ποιος με γαμεί και μένα; Έλα ντε...).

Το ιστορικό καθήκον, που κατά την ταπεινή μου άποψη, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε στους εαυτούς μας είναι η βαθύτατη κριτική και αυτοκριτική όλων των επαναστατών αυτής της χώρας.

Τις πρώτες μέρες θεώρησα, λάθος μου, και δικό μου και πολλών άλλων συντρόφων ότι οι πολιτικές ταυτότητες ξεπεράστηκαν, ότι επιτέλους όλοι μας φάνηκε να έχουμε βάλει λίγο μυαλό, ότι επιτέλους κατακτήσαμε μία ενότητα στην πράξη και στον αγώνα. Δυστυχώς, όλα αυτά ήταν ως ένα βαθμό πρόσκαιρα.

Η βαθιά κριτική και αυτοκριτική που θα πρέπει να γίνει σε όλους μας είναι η εξής: έπρεπε να πεθάνει ένας 15χρονος για να βγούμε όλοι στους δρόμους; Και όχι με την σημασία της αναγκαιότητας αλλά με τη σημασία ιστορικότητας.

Τι θέλω να πω; Που είμασταν όλον αυτόν τον καιρό; Τι κάναμε; Αυτό που κάναμε ήταν σωστό; Τι από όσα κάναμε ήταν σωστό και τι ήταν λάθος; Θα μου πει κανείς είναι καιρός για τέτοια πράγματα τώρα; Η κριτική και η αυτοκριτική δεν έχει ώρα, αγαπητοί μου και είναι διαρκώς επίκαιρη, θέλουμε δε θέλουμε. Είμαι και εγώ ένας από τους εξεγερμένους, βρέθηκα στους δρόμους όλους αυτές τις μέρες, έβαλα όλη μου τη δύναμη και τις δυνατότητες σε κάτι που πιθανά να εντυπωσίασε πολλούς αυτές τις μέρες, ένας σύντροφος έχει 4 κακουργήματα στην πλάτη του. Αυτά δεν τα λέω για κανέναν άλλο λόγο παρά να καταστήσω σαφές ότι μιλάω σαν ένας από εμάς. Ούτε εξωτερικός είμαι, ούτε διανοούμενος. Επίσης δεν είμαι χτεσινός.

Θα το πω ευθέως, είδα πολλά πράγματα αυτές τις μέρες, και όμορφα και άσχημα. Θέλω να πιστεύω ότι, και θα επιδίωξω πολιτικά, αυτή η εξέγερση να μετατραπεί σε κίνημα. Δε θα μιλήσω για τα όμορφα τώρα, θα μιλήσω για τα άσχημα προκειμένου να τα τσακίσουμε μπας και μείνουν μόνο τα όμορφα.

Είδα τους ηγετίσκους να βγαίνουν ατρόμητοι μπροστά σε γεμάτα αμφιθέατρα, είδα γεμάτα αμφιθέατρα χωρίς διαδικασίες και τις αποφάσεις να παίρνουνται δίπλα από τις τουαλέτες, είδα τη μικρομαλακία, τους παλιούς ανταγώνισμούς, τις μικροπολιτικές μαλακίες, την διατήρηση της μικροηγεσίας, τις ψευδαισθήσεις μεγαλείου, τους στρατηγούς χωρίς στρατό, τις ονειρώξεις για κατάληψη της εξουσίας, τις μικρές και μεγάλες πρωτοπορίες να ψάχνουν το που θα είναι πρωτοπορίες, είδα καταστάσεις τραβηγμένες από τα μαλλιά, είδα τις πολιτικές αντιπαραθέσεις να γίνονται προσωπικές αντιπαραθέσεις, είδα όλα όσα βλέπω τόσα χρόνια στο "χώρο" αλώβητα να παρελαύνουν καμαρωτά αυτές τις μέρες στις επαναστατικές εστίες της βαλκανικής μας μητρόπολης. Πίστεψα, ότι κάποιοι θα βάζαν μυαλό, πίστεψα ότι κάποιοι θα μπορούσαν επιτέλους να συνειδητοποιήσουν που στο διάολο οφειλόταν το χάλι όλων των προγούμενων ετών. Προς στιγμήν νιώθω να έχω κάνει λάθος.

Το θαύμα της ιδεολογίας έγκειται στο ότι μπορεί να εξηγήσει τα πάντα. Όλα ήταν όμορφα πριν έτσι και αλλιώς. Η εξαγνιστική φωτιά της μολότωφ μας καθαρίζει από τις μαλακίες μας. Θα θέλαμε. Όμως δεν... δυστυχώς.

Την κανονικότητα δε θα τη φέρουν ούτε οι μπάτσοι, ούτε η καταστολή, ούτε τα ΜΜΕ. Θα την φέρει η ιδεολογία.

Μία συντρόφισσα μετανάστρια 2ης γενιάς, γέννημα θρέμμα της αντιεξουσίας όπως όλοι μας, έκανε χτες μια παρατήρηση που με εξόργισε αλλά αφού την καλοσκέφτηκα νομίζω ότι έχει δίκιο. "Να κλείσουν όλες οι καταλήψεις στο κέντρο. Το παιχνίδι παίζεται στο δρόμο." Υπερέβαλλε σαφώς αφού βρεθήκαμε κάπου όπου περιβαλλόμασταν από επικ φιγούρες ματσό αναρχικών που έχουνε γκρεμίσει από 15 φορές τον κρατισμό ο καθένας. Αλλά μες στην υπερβολή έχει ένα δίκιο. "Να αφήσουμε χώρο για να κερδίσουμε χρόνο, και να χρησιμοποιήσουμε το χρόνο για να παράγουμε θέληση..."

Δε θέλω να κάνω την Κασσάνδρα, και ούτε θέλω να κινδυνολογήσω. Σε αυτή την πόλη (γενικώς δεν έχω και πολύ χρόνο για πληροφόρηση από αλλού... οπότε συμπαθείστε την άγνοια μου), γίνονται πολύ σημαντικά πράγματα. Γίνονται εξαιρετικά σημαντικά και σπουδαία πράγματα. Αλλά υπάρχουν και προβλήματα, υπάρχουν και ζητήματα υπάρχουν και αδύναμα σημεία. Αυτό λέω. Και το άλλο που λέω για να κλείσω ότι αυτά τα προβλήματα είναι τα γνωστά προβλήματα εδώ και χρόνια. Και αν δεν τα λύσουμε ΕΜΕΙΣ αυτά τα προβλήματα δε θα τα λύσει κανείς. Και αν δε λυθούν αυτά τα προβλήματα δε θα περάσουμε ποτέ από την εξέγερση στο κίνημα.

Ποια είναι αυτά; Σε γενικές γραμμές τα περιέγραψα από πάνω. Ειδικότερα, θα επανέλθω πολύ συχνά αυτές τις μέρες.

Όλοι αυτή η ιστορία ΜΑΣ ΞΕΠΕΡΑΣΕ ΟΛΟΥΣ ΜΑΣ. ΑΥΤΟ πρέπει να συνειδητοποιήσουμε. Και αφού το συνειδητοποιήσουμε, να προσπαθήσουμε να σταθούμε στο ύψος αυτού του ξεπεράσματος (για να μας ξεπεράσει και πάλι κάτι άλλο και να το ξεπεράσουμε και μεις και έτσι να συνεχίσει η Ιστορία να κουνάει τον κώλο της).

Καλή δύναμη σε όλους μας.

Προς το παρόν ρίχτε μία ματιά εδώ σε ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο.

A shot in the dark



Δε θα περάσει ο αυριανισμός!

(Βασικά αγαπητέ κύριε Κουρή, η μοναδική πολιτική δύναμη αυτή τη στιγμή είναι στους δρόμους...).

Όσο για το ΚΚΕ τι να πω... τους πυροβολούν και αυτοί νομίζουν ότι τους φτύνουν. Λυπάμαι τα μέλη του και τους έντιμους αγωνιστές του που επιμένουν εν μέσω αφέλειας και ηλιθιότητας να συντηρούν αυτή την επικίνδυνη γραφειοκρατεία.



...υπάρχουν τα τραγουδιά. Και όταν τα τραγούδια μας τελειώσουν θα δούμε τι θα κάνουμε...

ΥΓ. Και έτσι και με ξαναπεί κανείς νεαρό θα τον χέσω πατόκορφα.

Ρε...

Πόσες μαλακίες θα ακούσουμε ακόμα;

Αφιερωμένο στον Α.


...της κυρίαρχης ιδεολογίας δουλεύουν αυτές τις μέρες. Προσπαθούν να "καταλάβουν", να "ερμηνεύσουν", να "εντοπίσουν", να "διαπιστώσουν", να "προτείνουν"...

Δε διάβασα πολλές εφημερίδες αυτές τις μέρες, αν και γενικώς διαβάζω. Θα σας πρότεινα το ίδιο. Μη διαβάζετε εφημερίδες, μη βλέπετε τηλεόραση, μην ακούτε ραδιόφωνο. Διαβάστε κανένα μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας ή κάνα αστυνομικό καλύτερα. Να διαβάσω εφημερίδες για να μου πουν τι; Αυτό που ήταν μπροστά στα μάτια μου μία βδομάδα τώρα; Ή αυτό που είναι η ζωή μου 30τόσα χρόνια; Ευχαριστώ πολύ. Τα γνωρίζω όλα ήδη. Και ότι χρειάζεται να μάθω ξέρω που θα πάω και θα ρωτήσω. Και ξέρω και κάποιες καλές απαντήσεις προς το παρόν.

Να έχετε υπόψην σας όμως ένα πράγμα, όσοι έχετε την κακιά συνήθεια να διαβάζετε ακόμα εφημερίδες.

Ο βασικός τους στόχος είναι να το σπάσουν, να το κομματιάσουν, να το τεμαχίσουν, γιατί μόνο έτσι θα μπορέσουν να το αφομοιώσουν. Τα παιδιά είναι "αθώα" που λέει και η Ελευθεροτυπία, είναι ΠΑΙΔΙΑ όπως έλεγε χτες με κεφαλαία γράμματα. Εντοπισμένο εκεί στα ΠΑΙΔΙΑ που είναι στο περίπου κάτι σαν μία μαύρη τρύπα απονοηματοδοτούνται τα πάντα. Φταίνε οι ορμόνες μάλλον, είναι συνασθηματικά και γω δεν ξέρω τι άλλο. Συναισθηματισμός να την πέφτεις επί 7 μέρες στους μπάτσους (and counting); Ω, ελάτε τώρα άθλιοι δημοσιογραφίσκοι και κοινωνιολόγοι. Ειδικά η Ελευθεροτυπία πάντως, παρούσιάσε το όλο θέμα κάτι σαν ένα οικογενειακό εφηβικό καυγαδάκι σε πανελλήνια διάσταση. Λογικό, δεν μπορεί να είναι κάτι άλλο. Γιατί τι άλλο θα μπορούσε να είναι;

Επίσης έχει πέσει φουλ επίθεση στο ζήτημα των μεταναστών και της βίας, (για το δεύτερο μας τα λέει εδώ μία χαρά ο Αρσέν). Εντάξει, (στις καλύτερες των περιπτώσεων), είδανε αναμπουμπούλα και την εκμεταλλεύτηκαν... Φτωχοί είναι, στην πίεση τους έχουμε, λογικό... Αλλά όλως παραδόξως τσιμουδιά για τους μετανάστες 2ης γενιάς που έκαναν μέσα σε μία βδομάδα μέχρι τώρα ότι δεν έκαναν οι γονείς τους 20 χρόνια τώρα. Εμ, βέβαια πονάει αυτό το θέμα ακόμα και σα νύξη τους κρατούντες. Δεν πειράζει θα το ξεπεράσουν και αυτό...

Αυτή η εξέγερση κατέκτησε μία ενότητα στο δρόμο, στις καταλήψεις και στις συγκρούσεις. Το νεανικό προλεταριάτο (άνθρωποι που ήδη δουλέυουνε σε σκατοδουλειές πληρωμένες με ψίχουλα, άνθρωποι που τις βλέπουνε μπροστά τους τώρα, και άνθρωποι -άνθρωποι ρε ηλιθιοι άνθρωποι είναι όχι παιδιά- που είναι ήδη σε μια διαδικασία πίεσης για να μπούνε σε ένα πανεπιστήμιο και να βγούνε μετά να ψάχνουνε για μία σκατοδουλειά πληρωμένη με ψίχουλα), ήταν εδώ και ήταν παρόν. Ενιαίο.

Αυτή την ενότητα θέλουνε να τσακίσουν όλες οι ιδεολογικές μηχανές του κεφαλαίου και του κράτους. Αυτή την ενότητα που ήταν μία χαρά τσακισμένη τόσα χρόνια τώρα...

Ένα πράγμα που είναι εντυπωσιακό της κατάστασης είναι το ενδιαφέρον των ξένων. Λογικό. Πάρα πολύ λογικό θα έλεγε κανείς. Είμαστε η πρώτη εξέγερση σε παγκόσμιο επίπεδο μετά την Κρίση (αν και φαινομενικά άσχετο με αυτήν...). Επίσης είμαστε ένα πολύ κακό παράδειγμα. Δεν είναι Οαχάκα, ούτε Λατινική Αμερική... Είναι εδώ στο υπογάστριο της Ευρώπης... Είπα να ρίξω μια ματιά τι λένε στο εξωτερικό για τη φάση εδώ, και στο libcom έπεσα πάνω σε αυτό εδώ το κείμενο. Είναι στα αγγλικά αλλά βαριέμαι να το μεταφράσω γιατί δεν αξίζει. Αξίζει όμως να το διαβάσετε.

Riots in Greece: The undercover news

International Analyst Network December 11 2008
By Ioannis Michaletos

The present Analyst-Network website has as a main aim to inform a specialized and enlightened audience of the “undercover” nature of events within the global security & intelligence sector.

In this case, an alternative point of view is going to be presented which derives from a careful analysis and observation of the riots in Greece and reliable information streaming from the domestic security circles. For obvious reasons, matters concerning operational or intelligence procedures will not be mentioned or commented.

The riots were orchestrated since late summer 2008. There were reports within the Greek police that the riots would commence by the Christmas period at the latest; the location and the justification was not known, but any event could have caused them. This is a copycat case of what happened in France in Octomber 2005.

The culprits in the higher level are Islamic netowrks in the Middle East, hand-in-hand with corrupted Western officials that are selling their services for the highest bidder.

The purpose is to destabilize Greece, since it is the “Weakest link” of the Eurozone countries. The ultimate goal is the creation of a European space suitable for expansion of the Middle Eastern networks. For the moment the latter use a variety of techniques to bolster their aims:

Terrorism, disinformation, Psy Ops, bribing officials. They are trying to throw USA against Russia from one side and disentegrate the bonds between EU-USA from the other side. They are the ones that burned Greek forests in summer 2007, in an operation some call “Ibrahim Project”, thus reminding of the same damages in the same region by Ibrahim Pasha of Egypt during the Greek revolution in the summer of 1827.

There is a great issue nowadays with the existence of more than obvious links between renegade intelligence officers of Western origin with anarchist-radical movements in order to destabilize European countries.

The anarchist-radical network of disoriented youth is very strong in Europe as the riots in 2005 showed where the radicals and the Muslims joined forces to damage Sarkozy’s image to no avail. In France recently it was announced by the Ministry of Interior that French anarchists that were in contact with Greek and Italian counterparts, tried to sabotage the railway network (TGV trains). The inability of the western goverments to comprehend what is really at stake already has grave consequences for Europe.

Moreover the deals being made between European and Russian energy companies that will increase natural gas imports by the former, greatly diminishes the influence of the Saudis in Europe along with their long-term income.

The new American Administration should really understand that it has been used for a number of years by Riyad (and others) that has already managed to throw American forces into the Iraqi and Afgani battlefields were the new 21st century Mujahedeen forces are being molded. They will be used against Europe in a few years in a play that surpasses the ability of the Western capitals to deal with this kind of war.

Back to Greece, the riots were executed using internet-new media techniques, such as instant messaging from a mobile phone to webpages such as Indymedia along with use of CB’s, facebook pages, walkie-talkies, and construction of “Flow-networks” and already established “dark networks” within the city.

The French goverment has already called for tough action by the Greek goverment, whilst the intelligence apparatus of the former provides assistance to the latter. Over the coming days it seems that all the known security forces in the world will either try to take advantage of the situation or take the side of the Greek goverment.

As a concluding mark, the present blog emphatically notes that the responsibility of the Western capitals is of historical purpotions. Rioting by “Radical youth” will become an everyday reality in the Continent in the coming years and the security forces should look further than their noose when assesing a situation.

A 4th world war errupted in 2001, which has enemy collaborators within our ranks. Before any victory can be called, they should be removed and punished accordingly.

The riots in Greece are just one small incident of the ongoing war that may last more than the previous ones and it is one of all-encompassing national, social, and economic nature.

Interested readers should not forget that the first “Little war” of the Cold war started in Greek soil in 1946. The enemy then was clear and present. Now it is not and the effort will be much more difficult.


Post Scriptum

1)Quite a few Greek “radical groups” have adopted Arabic "Noms de Guerre", promote illegal immigration of Muslims into Europe and call in for the destruction of Western civilazation. They are part of an almost global network that acts as a “Soft power” element of the hard one as envisaged by Al Qaeda. Once more, it has to be stressed that rogue elements of Western security forces protect them and they have to be dealt with as soon as possible.

Και να ρωτήσω εγώ τώρα: Πόσο διαφέρουν όλα αυτά από τις μαλακίες του ΚΚΕ;;; Ε;;;

Νεότερες αναρτήσεις Παλαιότερες αναρτήσεις Αρχική σελίδα