Σε εκείνη την εκδήλωση προσπαθήσαμε να μιλήσουμε και προσπαθήσαμε να διατυπώσουμε την άποψη μας. Σε εκείνη την εκδήλωση είχε έρθει να μιλήσει ένας Παλαιστίνιος τον οποίο εμείς γνωρίζαμε προσωπικά, και ο οποίος μας είχε πει παλιότερα όταν στη Φατάχ άρχισε να κάνει κουμάντο ο Αραφάτ και οι δικοί του, πιάναν τους πιο αριστερούς και τους βασανίζανε με μπουκάλια στον κώλο. Σε εκείνη την εκδήλωση το βασικό πολιτικό αίτημα ήταν το "ένα ευρώ για παιδιά της Παλαιστίνης" (πόσο μα πόσο γαμημένα χυδαίοι μπορεί να γίνουν οι αριστεριστές δεν ξέρω...). Σε εκείνη την εκδήλωση επειδή προσπαθήσαμε να καταδείξουμε τον εθνικισμό, την θρησκεία και το κεφάλαιο σαν τους κύριους υπεύθυνους για τη συνεχιζόμενη κατάσταση στη μέση ανάτολη σχεδόν μας πέταξαν έξω. Σε εκείνη την εκδήλωση επειδή είπαμε ότι όσο είναι έγκλημα το Άουσβιτς, άλλο τόσο είναι έγκλημα ο βομβαρδισμός της Δρέσδης και άρα ότι όλοι οι πόλεμοι στρέφονται καταρχήν εναντίον των εκμεταλλευομένων μας είπαν φασίστες. Επειδή τέλος καταδείξαμε την αθλιότητα του να ζητάς ένα Παλαιστινιακό κράτος υπό τους όρους που το ζητάει η παλαιστινιακή άρχουσα τάξη αλλά και το πλήθος των αλληλέγγυων ανά των κόσμο σημαίνει ένα μόνο πράγμα: γκέτο.
Αλλά βέβαια, όλα αυτά είναι ουτοπικά, αφελή και δε συμμαζεύεται. Καλύτερα αφελής πάντως, παρά απολογητής φασισμών.
Οι εχθροί των παλαιστινιών και ισραηλινών εκμεταλλευομένων είναι τα κράτη τους, οι θρησκείες τους, τα αφεντικά τους και ο ανθρωπισμός της Δύσης που δεν μπορεί να κάνει Χριστούγεννα και να σκοτώνονται παιδάκια...
Αναδημοσιεύω εδώ το κείμενο που είχαμε γράψει τότε. Και δυστυχώς ή ευτυχώς δεν μπορώ να αλλάξω ούτε μία λέξη ακόμα και σήμερα. (Οι αριθμοί είναι υποσημειώσεις στο τέλος του κειμένου).
Ο λογαριασμός...
«Η έλλειψη επαναστατικού κινήματος στην Ευρώπη ανήγαγε την αριστερά στην απλούστερη έκφραση της: μια μάζα θεατών που εκστασιάζονται κάθε φορά που οι εκμεταλλευόμενοι των αποικιών παίρνουν τα όπλα ενάντια στους αφέντες τους, και που έχει την ακατάσχετη ροπή να βλέπει εκεί το άκρο άωτο της επανάστασης.»
«Δύο τοπικοί πόλεμοι», Internationale Situationiste, Νο. 11, Οκτώβριος 1967.
Ο πόλεμος στην μέση ανατολή δεν είναι ούτε μεταξύ εθνών, ούτε μεταξύ θρησκειών. Στην μέση ανατολή υπάρχει από την μια το ισραηλινό κράτος και κεφάλαιο και μια παλαιστινιακή άρχουσα τάξη, και από την άλλη μια μαζική φτηνή εργατική δύναμη παλαιστινίων και μια ισραηλινή εργατική δύναμη που συντηρεί το κόστος σε ανθρώπινο και υλικό δυναμικό των πολεμικών επιχειρήσεων. Ο πόλεμος εκεί είναι αυτό που κάθε πόλεμος είναι παντού πάνω στον πλανήτη: ταξικός.
Δεν έχουμε την δυνατότητα να αναλύσουμε διεξοδικά την ιδεολογία του έθνους1 και την χρησιμότητά της για την αστική τάξη. Στην περίπτωση της δημιουργίας του έθνους κράτους, ο εθνικισμός αποτελεί το ιδεολογικό άλλοθι της αστικής τάξης απέναντι στον φεουδαρχικό κόσμο, και χρησιμεύει στην εξασφάλιση ενός εργατικού δυναμικού ικανού να λειτουργήσει στα πλαίσια του καπιταλισμού. Σε ένα επόμενο στάδιο, ο εθνικισμός χρησιμεύει σαν ιδεολογικό άλλοθι απέναντι σε άλλους εθνικισμούς (διαμέσου ιδεολογημάτων καθαρότητας, ανωτερότητας κλπ.), προκειμένου να ντύσει την ιμπεριαλιστική φύση κάθε κράτους. Ταυτόχρονα με το δεύτερο, ο εθνικισμός έρχεται να επικαλύψει τις όποιες ταξικές αντιθέσεις εντός του έθνους κράτους επιδιώκοντας την διατήρηση της ταξικής ειρήνης.
Αυτό που ονομάζεται εθνικός πόλεμος, είναι πάντα στην ουσία του ταξικός. Σε γενικές γραμμές, οι αυτοαποκαλούμενοι εθνικοί πόλεμοι, είτε έχουν σαν αιτία την αντιπαράθεση αρχουσών τάξεων είτε (ή επίσης) αποσκοπούν στην πειθάρχηση των εργατών, στο τσάκισμα της ταξικής συνείδησης και οργάνωσης τους, και στην αποδιάρθρωση και αναδιάρθρωση της δομής της εργατικής τάξης αλλά και της ίδιας της καπιταλιστικής οικονομίας. Ο εθνικισμός αποτελεί σε αυτή την περίπτωση την ιδεολογική επικάλυψη αυτής της σύγκρουσης.
Η περίπτωση των δύο μεγάλων σφαγείων του αιώνα που πέρασε είναι αποκαλυπτικές.
Στην περίπτωση του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, ελάχιστοι ήταν εκείνοι που αντιτάχθηκαν στις εκατέρωθεν σφαγές, αναλύοντας την ταξική φύση του πολέμου και καλώντας τους εργάτες και τους στρατιώτες όλων των χωρών να μετατρέψουν τους εθνικούς πολέμους σε ταξικούς «εμφύλιους» πολέμους2 . Η Β’ Διεθνής διαλύθηκε κάτω από την θύελλα των εθνικισμών και των εκατέρωθεν διεκδικήσεων φανερώνοντας το πόσο διαβρωμένη ήταν ήδη από τότε, από την ιδεολογία του έθνους, αλλά και την βαθύτερη ουσία της σαν αριστερά του συστήματος.
Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι συνθήκες ήταν ακόμα χειρότερες, διότι ενώ στον Α’ Π.Π. ήταν «σαφείς3 » κάποιες ιμπεριαλιστικές βλέψεις των κρατών, στον Β’ Π.Π. αυτές είχαν ντυθεί με ένα λαμπρό ένδυμα ιδεολογίας: από την μια η «δημοκρατία» της δύσης και η «μεγάλη σοβιετική πατρίδα» και από την άλλη ο φασισμός του άξονα. Και αν στον Α’ Π.Π. οι ταξικές τοποθετήσεις αγωνιστών ήταν ήδη μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού, στον Β’ Π.Π. ήταν σχεδόν ανύπαρκτες. Εδώ αξίζει να αναφέρουμε την περίπτωση της οργάνωσης της Κ.Δ.Ε.Ε.4 , η οποία ήταν η μοναδική στην ελλάδα, αν όχι σε όλο τον κόσμο -από όσο ξέρουμε- που αποκάλυψε την αθλιότητα του πολέμου αλλά και του εθνικοαπελευθερωτικού μετώπου, προτάσσοντας μία ξεκάθαρα ταξική θέση, και πράττοντας προς αυτή την κατεύθυνση: ο εχθρός είναι πάντα τα αφεντικά σε όποιο «έθνος» και αν ανήκουν, κανένα αφεντικό δεν είναι καλύτερο από το άλλο, σαν συμμάχους μας αναγνωρίζουμε μόνο τους εκμεταλλευόμενους άλλων «εθνών», μαζί πρέπει να αγωνιστούμε ενάντια στα αφεντικά μας και όχι να σφαζόμαστε για χάρη τους.
Κάτω λοιπόν, από το πρίσμα του επαναστατικού διεθνισμού (ή μήπως αεθνισμού;) ας δούμε και την περίπτωση της παλαιστίνης.
***
Πριν προχωρήσουμε παρακάτω οφείλουμε να θίξουμε και το ζήτημα της τρομοκρατίας (αλλά και της ασφάλειας), ζήτημα που στον κυρίαρχο λόγο -ειδικά μετά τις 11-9- καταλαμβάνει κεντρική θέση. Δεν θα αναφερθούμε διεξοδικά στο τι θεωρούμε τρομοκρατία, απλά θα θυμίσουμε αυτό που είχαμε γράψει για αυτήν στο 15ο τεύχος:
«Κατά τη γνώμη μας, για να προσαφθεί σε μια ομάδα ατόμων, σε μια οργάνωση ή σ’ ένα μηχανισμό η μομφή αυτή, θα πρέπει η βίαιη δραστηριότητά τους να οριοθετείται από κάποια βασικά χαρακτηριστικά: α) να είναι ποικιλόμορφη, δηλαδή να ασκεί φυσική, υλική, ψυχολογική, ιδεολογική βία, β) να ασκείται επί της μεγάλης πλειοψηφίας του πληθυσμού ενός κράτους ή μιας περιοχής, γ) να είναι συνεχής και τεράστια ποσοτικά. Καθίσταται σαφές, ότι τέτοιου είδους δραστηριότητα μόνο τα κράτη με τους πανίσχυρους θεσμούς-μηχανισμούς που διαθέτουν είναι σε θέση να την ασκήσουν. Επίσης, τρομοκρατική βία μπορούν να επιβάλλουν και αντάρτικες οργανώσεις στο έδαφος που ελέγχουν ή δρουν. Και αυτό γιατί αποτελούν πυρήνες κρατών και σκοπό έχουν την κατάληψη της κρατικής εξουσίας.»
Με βάση λοιπόν, και αυτήν μας την θέση πάνω στο ζήτημα, θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα ποιος, πως και σε τι έκταση ασκεί τρομοκρατία σε αυτή την περιοχή του κόσμου. Τρομοκρατία και στην παλαιστίνη και στο ισραήλ ασκεί το ισραηλινό κράτος και κεφάλαιο. Αυτός είναι και ο μόνος μηχανισμός ο οποίος έχει στην διάθεση του όλα τα τεχνικά μέσα για να ασκήσει τρομοκρατία (και την ασκεί): ελέγχει τους πληθυσμούς, καταστρέφει οικισμούς παλαιστινίων, ξεριζώνει καλλιέργειες, επιτίθεται, βομβαρδίζει, σκοτώνει αδιακρίτως, εκμεταλλεύεται, επιβάλλει περιορισμούς στην κίνηση και την διάθεση των ανθρώπων, φτιάχνει νέους οικισμούς, πολιορκεί, και άλλα πολλά, που ειλικρινά δεν γνωρίζουμε άλλη τόσο εκτεταμένη, τόσο διαρκής, τόσο «σκληρή», επιβολή ενός κράτους πάνω σε έναν πληθυσμό. Σημείωση: η τρομοκρατία του ισραηλινού κράτους και κεφαλαίου δεν αφορά μόνο τους παλαιστίνιους, αφορά και σε ένα μεγάλο βαθμό και τους ισραηλινούς πολίτες.
Αλλά αν σταματούσαμε εδώ, δεν θα λέγαμε όλη την αλήθεια, έτσι λοιπόν, τρομοκρατία ασκεί επίσης, αλλά περιορισμένα προς το παρόν και μόνο προς τον παλαιστινιακό πληθυσμό, και η εκκολαπτόμενη παλαιστινιακή κρατική εξουσία. Αυτός λοιπόν, ο οποίος τρομοκρατεί στην μέση ανατολή, όπως και σε κάθε άλλη γωνιά του κόσμου (με διαφορετικές βέβαια εντάσεις και εκτάσεις) είναι η άρχουσα τάξη κάθε περιοχής. Ίσως η παραπάνω προσέγγιση να δημιουργεί κάποιες απορίες, όμως, στην μέση ανατολή υπάρχουν δύο άρχουσες τάξεις (ισραήλ, παλαιστίνης). Το «πρόβλημα» έγκειται στο ότι μόνο η μία από αυτές τις τάξεις έχει το δικό της κράτος5 , η ισραηλινή, άρα και μόνο αυτή ασκεί τρομοκρατία. Όμως, το γεγονός ότι η παλαιστινιακή άρχουσα τάξη δεν έχει το δικό της κράτος δεν σημαίνει και ότι δεν ασκεί τρομοκρατία στο βαθμό εκείνο που έχει την δυνατότητα και που της επιτρέπεται. Άλλωστε για αυτόν ακριβώς το λόγο, κλήθηκε η ΟΑΠ κατά την διάρκεια της πρώτης ιντιφάντα στην παλαιστίνη. Ήταν η πιο αξιόπιστη οργάνωση της τοπικής ελίτ. Και η ΟΑΠ, ανέλαβε να κάνει καλύτερα στην περιοχή ότι δεν μπορούσε, λόγο της ιντιφάντα, να κάνει αποτελεσματικά το ισραήλ: τον μπάτσο και τον τρομοκράτη.
Επίσης, ειδική αναφορά θα πρέπει να γίνει στις ισλαμιστικές οργανώσεις που δρουν στην παλαιστίνη. Οι ηγεσίες των ισλαμιστικών οργανώσεων δεν είναι παρά τμήματα της παλαιστινιακής άρχουσας τάξης, και κατ’ αυτή την έννοια ασκούν και αυτές ένα μέρος της τρομοκρατίας (θα το επαναλάβουμε) προς τον παλαιστινιακό πληθυσμό και μόνο. Η τρομοκρατία, βέβαια που ασκείται από αυτές τις οργανώσεις τείνει να είναι περισσότερο ιδεολογική, κοινωνική και πολιτική παρά υλικά βίαιη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν ασκούν και βία περιορισμένης έκτασης6 .
Η κουβέντα τώρα περί τρομοκρατίας και ασφάλειας, αν και χρήζει διεξοδικότερης προσέγγισης, νομίζουμε πως δεν είναι του παρόντος να αναλυθεί. Θα περιοριστούμε μόνο στο εξής: το ισραήλ, αναγνώρισε την παλαιστιανιακή αρχή υπό τον όρο, ότι η δεύτερη θα κάνει ότι είναι δυνατόν προκειμένου να διατηρήσει την «ασφάλεια» του ισραήλ. Δεν τα καταφέρνει -λόγο καμικάζι-, επομένως το ισραήλ, για λόγους δικής του πολιτικής θεωρεί την παλαιστινιακή αρχή «τρομοκρατική», και σύμφωνα με τις συνθήκες, που έχει υπογράψει η παλαιστινιακή αρχή, «νόμιμα» δηλ., μπουκάρει όποτε αυτό κρίνει απαραίτητο σε παλαιστινιακούς οικισμούς προκειμένου να διατηρήσει την «ασφάλεια» του. Το ισραήλ, σε ένα μεγάλο βαθμό, δεν κινείται μόνο λόγο της στρατιωτικής ισχύος του, αλλά και λόγο των συμφωνιών που έχει υπογράψει ο ίδιος ο Αραφάτ.
***
Σε κατά καιρούς αναλύσεις του ζητήματος της παλαιστίνης ελάχιστες αναφορές έχουν γίνει στους ισραηλινούς εκμεταλλευόμενους. Το γεγονός ότι αυτοί «ανήκουν» στην πλευρά του «καταπιεστή» μάλλον, πετάει στα σκουπίδια οποιαδήποτε στοιχειώδη διεθνιστική αλληλεγγύη από αυτούς που διαρρηγνύουν τα ιμάτια τους -κατά τ’ άλλα- για αυτούς που κάθε φορά τους κάνει κέφι. Δεν θα προσπαθήσουμε, ούτε να δικαιολογήσουμε, ούτε να απαλλάξουμε τους ισραηλινούς καταπιεσμένους, από τις ευθύνες που τους αναλογούν. Όμως δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να θεωρήσουμε ότι έχουν ευθύνη «θανάτου» για τα εγκλήματα του κράτους τους. Δεν είναι όλοι οι ισραηλινοί ένοχοι -και μάλιστα ένοχοι ποινής θανάτου. Η λογική αυτή ξέρουμε ίσως τί σημαίνει... και αν την προεκτείνουμε, μάλλον σε αυτό τον πλανήτη δεν θα πρέπει να απομείνουν και πολλοί ζωντανοί, αν αποδοθεί σε κάθε κοινωνία η ευθύνη «θανάτου» που αναλογεί στο κράτος της. Να μιλήσουμε για την ελλάδα; Άντε να μείνουν ζωντανές οι αρκούδες στην Πίνδο και τα κρι-κρι στον Ψηλορείτη... Για τις επα; Που έχουν κατασφάξει όλον τον πλανήτη, τί ευθύνη να αποδώσουμε;
Με όλα τα παραπάνω δεν θέλουμε να πούμε ότι οι κοινωνίες αλλά και οι ίδιοι οι εκμεταλλευόμενοι, δεν έχουν ευθύνη. Ειδικά στο ισραήλ, έχουν ευθύνη, και έχουν μάλιστα και πολύ μεγάλη την ευθύνη για τα εγκλήματα του ισραηλινού κράτους (όπως άλλωστε και η ελληνική κοινωνία για τα εγκλήματα του ελληνικού κράτους7 ).
Όμως πριν μιλήσει, ο καθένας για την οποιαδήποτε ευθύνη καλό είναι να έχει υπόψην του και μερικά πραγματάκια.
Το ισραηλινό κράτος αποτελεί ίσως την πιο πρωτότυπη δημιουργία έθνους κράτους στον πλανήτη, οδηγώντας στην ακρότατη συνέπεια της την εθνικιστική ιδεολογία. Εβραίοι από κάθε γωνία της γης, συγκεντρώθηκαν και δημιούργησαν το κράτος του ισραήλ στην μέση ανατολή, χωρίς να υπάρχει εκεί κάποιος προηγούμενος εθνοτικός πληθυσμός (πέραν ελάχιστων εποίκων). Ο παραλογισμός της ιδεολογίας, ή η ιδεολογία του παραλογισμού;
Η εθνική ιδεολογία του ισραηλινού κράτους στηρίζεται σε δύο βασικά στοιχεία: στον διωγμό και στις πανταχόθεν απειλές. (Το δεύτερο σαν απόρροια και του πρώτου).
Είναι γεγονός ότι οι εβραίοι ανά τους αιώνες έχουν κυνηγηθεί και έχουν καταδιωχθεί, με αποκορύφωμα τα στρατόπεδα της ναζιστικής γερμανίας. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε ποσοτικά, αλλά ίσως να έχουν κυνηγηθεί περισσότερο από κάθε άλλη εθνοτική ομάδα. Δεν είναι όμως οι μόνοι, και ούτε αυτό το γεγονός, το οποίο αποτέλεσε «επιχείρημα» για την δημιουργία κράτους, έγινε επιχείρημα για την δημιουργία κρατών από τους τσιγγάνους π.χ., που και αυτοί και έχουν κυνηγηθεί και έχουν σκοτωθεί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ναζί.
Από την άλλη τώρα, το κράτος του ισραήλ εκμεταλλευόμενο και το ολοκαύτωμα8 φτιάχνει το μύθο των πανταχόθεν απειλών. Φανταστείτε μια κατάσταση σαν αυτήν που βιώνουμε στην ελλάδα σε σχέση με την τουρκία, που τα τελευταία 170 χρόνια απειλεί9 «το έθνος μας», πολλαπλασιασμένη αρκετές φορές. Ίσως για να δει κανείς το βάθος, την πυκνότητα, την έκταση και τις συνέπειες της ιδεολογίας, ας θυμηθεί το μακεδονικό ζήτημα του ’92, τότε που το ελληνικό έθνος «απειλούνταν». Όσοι είχαν αντίθετη άποψη ας θυμηθεί κανείς πως αντιμετωπίστηκαν. Πόσο λοιπόν, εύκολο, είναι για κάποιον στο ισραήλ, να διακρίνει αλλά και να δράσει; Ειδικότερα πόσο εύκολο είναι κάτι τέτοιο, όταν οι εκμεταλλευόμενοι της άλλης όχθης τους θεωρούν όλους υπεύθυνους «θανάτου»;
Να λοιπόν, δύο ενδιαφέροντα ερωτήματα...
***
Ο καιρός της «ειρήνης» στα παλαιστινιακά εδάφη δεν φαίνεται να διαφέρει και ιδιαίτερα από τον καιρό του πολέμου. Η μόνη διαφορά έγκειται μάλλον ότι στον καιρό του πολέμου σκοτώνονται πιο πολλοί παλαιστίνιοι. Η «ειρήνη» στην παλαιστίνη, είναι το άλλο όνομα της αθλιότητας, το άλλο όνομα μιας ζωής στα γκέτο.
Από την άλλη η πραγματικότητα των ισραηλινών εκμεταλλευομένων, χωρίς να είναι βέβαια εξίσου εξαθλιωμένη, δεν μπορούμε να την θεωρήσουμε και την ιδανικότερη. Καπιταλισμό έχουν και εκεί, και μάλιστα στρατιωτικοποιημένο. Ο διαρκής πόλεμος, απέναντι σε πανταχόθεν απειλές, έχει κόστος και έχει και αυτός και την δική του εξαθλίωση, οικονομική και ηθική. Η πραγματικότητα του καπιταλισμού είναι θεμελιωδώς η ίδια και στην παλαιστίνη και στο ισραήλ. Ή μήπως η αλλοτρίωση σε αυτή την γωνιά του κόσμου είναι καλύτερη, ομορφότερη ή «απαλότερη»;
Το κίνημα των παλαιστινίων υπήρξε ένα από τα πιο ριζοσπαστικοποιημένα και με σαφείς ταξικές αναφορές κίνημα του αραβικού κόσμου, αποτελώντας παράδειγμα για τους καταπιεσμένους, ενώ ήταν και ταυτόχρονα άμεσα συνδεδεμένο με τους κοινωνικούς αγώνες των μητροπόλεων του δυτικού κόσμου. Υπήρξαν εποχές που στον αραβικό κόσμο γινόταν πορείες όπου καιγόταν το κοράνι10 . Και σε αυτές τις εποχές οι ισλαμιστές δεν είχαν καμία κοινωνική βάση. Τί συνέβη όμως και σήμερα πια, το μόνο που έχει μείνει στον αραβικό κόσμο να είναι οι ισλαμιστές;
Πρώτ’ απ’ όλα τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα ξεκινούν και κατόπιν κατευθύνονται από τις νεοδημιουργημένες αστικές τάξεις των αποικιακών χωρών, με σαφέστατο στόχο την δημιουργία κράτους. Σκοπός τους δεν είναι άλλος, και δεν μπορεί να είναι άλλος από το να πάρουν μια όσο καλύτερη θέση στον διεθνή καταμερισμό εργασίας και εξουσίας. Τα νεοδημιούργητα κράτη σύντομα θα συνεργαστούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με τον ιμπεριαλισμό. Υπάρχει καμία ιστορική αντίρρηση σε αυτό; Τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα προτάσσουν το εθνικό, διότι μόνο κάτω από αυτούς τους όρους μπορούν να εξασφαλίσουν, οι κατά τόπους αστικές τάξεις, τις προϋποθέσεις ανάπτυξης τους. Από την στιγμή που οι εκμεταλλευόμενοι έχουν την αυταπάτη ότι εισερχόμενοι σε έναν τέτοιο αγώνα θα εξυπηρετήσουν τα ταξικά τους συμφέροντα, η μάχη είναι ήδη χαμένη. Κάτω από την πόλωση του ένοπλου αγώνα αυτός χάνει όποια ταξικά χαρακτηριστικά έχει και επικαλύπτεται από τις ιδεολογίες εθνών και θρησκειών. Το εθνικό και το ταξικό είναι αντιθετικά. Το ταξικό ή θα είναι εχθρικό απέναντι της ή θα μπορέσει να υπάρξει δίπλα της σαν μια ιδεολογία, σαν μια επίφαση, σαν μια καλή συνταγή υποταγής των εκμεταλλευομένων στους εκμεταλλευτές τους. Αυτό δείχνουν όλα: υπό τις προϋποθέσεις των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων αυτό που πάντα καταβαραθρώθηκε ήταν το ταξικό.
Επιπλέον, τα δυτικά κράτη καλλιέργησαν και ενθάρρυναν φονταμενταλιστικά κινήματα. Ας μην ξεχνάμε ότι το ίδιο το ισραήλ (το ισραήλ!!!) ενθάρρυνε και έδειξε ανοχή στους παλαιστίνιους ισλαμιστές. Και οι ίδιοι οι ισλαμιστές βέβαια, σαν καλοί σοσιαλδημοκράτες, ασκώντας μια πολιτική πρόνοιας κατάφεραν να αποκτήσουν μια ευρεία κοινωνική βάση. Όσο για τις επα, ενδεικτικά θα αναφέρουμε μόνο ένα όνομα: Οσάμα Μπιν Λάντεν.
Έτσι λοιπόν, οι ταξικές και κοινωνικές αναφορές των παλαιστίνιων αγωνιστών παραχώρησαν ξεκάθαρα την θέση τους στις εθνικές και θρησκευτικές.
Εδώ να τονίσουμε το εξής: οι παλαιστίνιοι έχουν κάθε δικαίωμα να θεωρούν τον αγώνα τους εθνικοθρησκευτικό ή ότι άλλο, αλλά και ‘μεις από την πλευρά μας θα πρέπει να αναγνωρίσουμε τις ταξικές αιτίες και πραγματικότητες αλλά και να καταδείξουμε το αδιέξοδο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα.
***
Η κυρίαρχη αριστερή-φιλανθρωπική αντίληψη απαιτεί μια de facto αλληλεγγύη προς τον παλαιστινιακό «λαό». Αντιθέτως, από την πλευρά μας θεωρούμε την κριτική αναπόσπαστο στοιχείο της αλληλεγγύης. Αν η αλληλεγγύη δεν στέκεται κριτικά απέναντι σε όσους αγωνίζονται, εάν δεν εντοπίζει λάθη, αδυναμίες και αδιέξοδα, εάν δεν επιθυμεί να εμπλουτίσει την πράξη και την θεωρία και των δύο πλευρών, δεν έχει νόημα να υπάρξει. Αλληλεγγύη δεν είναι το 1 ευρώ για τα παιδιά της παλαιστίνης. Αυτό είναι μπουγάδα συνειδήσεων.
Υπάρχουν δύο σημεία τα οποία θα πρέπει να κρίνουμε: το ένα είναι το αίτημα για την δημιουργία κράτους και το άλλο η τακτική των καμικάζι-παλαιστίνιων.
Θεωρείται «λογικό», το να διεκδικούν οι παλαιστίνιοι ένα κράτος, σε ποιο σημείο ακριβώς βρίσκεται η «λογική» σε αυτό, δεν ξέρουμε, πάντως θα πρέπει να είναι πολύ καλά κρυμμένη. Η μόνη «λογική» με την οποία συμφωνεί το αίτημα ίδρυσης ενός παλαιστινιακού κράτους είναι η «λογική» του εθνικισμού, η λογική της κυριαρχίας, η λογική του σφαγείου. Η «λογική» ότι το δικό «μας» κράτος θα είναι καλύτερο από του γείτονα. Η δημιουργία κράτους στην παλαιστίνη δεν εκπορεύεται από καμία «λογική». Εκπορεύεται μόνο από τις επιθυμίες τις παλαιστινιακής άρχουσας τάξης και τις ψευδαισθήσεις των καταπιεσμένων. Κανένα αίτημα για κράτος δεν θα μας βρει σύμφωνους ποτέ και πουθενά, χρέος των καταπιεσμένων σε όλο τον πλανήτη δεν είναι να κατασκευάσουν και να συντηρούν καθεστώτα εκμετάλλευσης, όσες ποιοτικές και ποσοτικές διαφορές να έχει το ένα καθεστώς από το άλλο, αλλά να τα καταστρέφουν. Το αίτημα για την δημιουργία κράτους να βρει αλληλέγγυους τους αριστερούς, που ξέρουν πολύ καλά πως φτιάχνονται τα κράτη, και τους αναρχικούς, που ξέρουν να δείχνουν κατανόηση, αλληλεγγύη και αγάπη σε όλο τον κόσμο.
Έχουμε την (σοβαρή) υποψία ότι αυτό που ενδιαφέρει περισσότερο τους παλαιστίνιους εκμεταλλευόμενους είναι να σταματήσει η καταπίεση του ισραηλινού στρατού. Το ότι μπορεί να έχει πειστεί ότι ο μοναδικός τρόπος για να συμβεί αυτό είναι η δημιουργία κράτους είναι μια άλλη κουβέντα. Από την άλλη είμαστε πεπεισμένοι για το ποια είναι τα «ενδιαφέροντα» των παλαιστίνιων αφεντικών. Μία «ξένη» άρχουσα τάξη δεν θα αποδεχόταν δίπλα της μια παλαιστινιακή: οι δυνατότητες που προσφέρει η τάξη του σε ένα παλαιστινιακό αφεντικό εντός ενός ισραηλινού κράτους θα ήταν περιορισμένες. Δεν ξέρουμε σίγουρα τι μπορούν να επιθυμούν οι εργάτες της παλαιστίνης, ξέρουμε όμως τι επιθυμούν τα αφεντικά της. Το έθνος-κράτος είναι το μόνο κοινωνικό καθεστώς που μπορεί να εξελιχθεί και να λειτουργήσει η αστική τάξη, μέχρι ένα ορισμένο στάδιο ανάπτυξης της.
Το ζήτημα, των παλαιστίνιων καμικάζι είναι εξαιρετικά λεπτό, κυρίως επειδή σαν φαινόμενο είναι φορτισμένο συναισθηματικά. Πιστεύουμε, ότι πάνω σε αυτό το φαινόμενο θα πρέπει να ασκηθεί εξαντλητική κριτική, και για τον επιπλέον λόγο που διάφοροι μας καλούν να μην ασκήσουμε καθόλου κριτική: εκεί κάτω σκοτώνονται.
Πρώτα από όλα, η τακτική αυτή -που εγκαινίασαν ισλαμιστικές οργανώσεις, εκμεταλλευόμενες ίσως το πάθος για εκδίκηση των παλαιστινίων- δεν αποπνέει τίποτα απελευθερωτικό για τους καταπιεσμένους την στιγμή καταρχάς που γίνονται στο όνομα του Αλλάχ, ή ενός κράτους, που δεν παλεύουν από κοινού με τους ισραηλινούς καταπιεσμένους ενάντια στα αφεντικά και των δύο «εθνών», που οι φορείς τους κινούνται από την αρχή της συλλογικής ευθύνης. Επιπλέον η τακτική αυτή, έχει σαν αποτέλεσμα να καταστήσει αδύνατη την οποιαδήποτε μελλοντική πιθανότητα συμβίωσης αυτών των δύο πληθυσμών, πράγμα το οποίο εξυπηρετεί εξίσου και το ισραηλινό κράτος και την παλαιστινιακή άρχουσα τάξη. Τέλος αυτή η τακτική φαίνεται να εξυπηρετεί με ύποπτη συνέπεια και τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του ισραηλινού κράτους, προκειμένου αυτό να δικαιολογήσει τις επεμβάσεις του. Κατά την πρώτη ιντιφάντα τέτοιες τακτικές δεν εφαρμόζονταν -αυτό και μόνο αυτό το γεγονός φανερώνει πολλά πράγματα (ασύλληπτα πολλά πράγματα) για την τοτινή αλλά και την τωρινή κατάσταση- πράγμα το οποίο έφερνε σε δύσκολη θέση το ισραηλινό κράτος. Παραείναι άνισο, ακόμα και για τους δικούς σου υπηκόους να δικαιολογήσεις τα τανκς απέναντι σε πιτσιρικάδες με πέτρες. Από την άλλη στις 11-9 τι συνέβη; Μήπως και μια καλή αφορμή;
Σε καμία περίπτωση δεν ισχυριζόμαστε ότι όλα αυτά είναι σχεδιασμένα από κάποιο μεγάλο κεφάλι, ή από κύκλους που απεργάζονται την δυστυχία του κόσμου. Όμως κάποια πράγματα παραείναι προφανή για να είναι τυχαία. Η ανάπτυξη του ισλαμισμού στον αραβικό κόσμο, δείξαμε παραπάνω σε τι οφείλονταν και τί στόχο είχε, έρχεται λοιπόν τώρα να δώσει τροφή σε ένα νέο δίπολο καλού-κακού. (Φαίνεται ότι ο καπιταλισμός απαιτεί μια απειλή για να λειτουργήσει). Όμως ο ρόλος τους θα πρέπει να γίνει κατανοητός. Εν ολίγοις, ο ισλαμικός φονταμενταλισμός δεν είναι παρά η άλλη πλευρά του νομίσματος.
***
Οι έλληνες αριστεροί, για άλλη μια φορά απέδειξαν το μεγαλείο της σκέψης τους. Από την ηλιθιότητα στην αθλιότητα και τούμπαλιν... έχουμε ζαλιστεί. Κοινή συνισταμένη όλων σχεδόν των απόψεων η δημιουργία παλαιστινιακού κράτους. Υποτίθεται λοιπόν, ότι κάτι τέτοιο είναι ρεαλιστικό και ότι η ύπαρξη ενός τέτοιου κράτους θα προσφέρει και θα εξασφαλίσει την ειρήνη στην περιοχή. Ποια ήταν εκείνη η φορά που η δημιουργία κράτους ήταν προϋπόθεση της ειρήνης; Και τι μας λέει ότι θα σταματήσει η σφαγή ή ότι θα καλυτερέψουν οι συνθήκες διαβίωσης, αν οι παλαιστίνιοι αποκτήσουν ένα κράτος; Και ακόμα (το έσχατο και αίσχιστο), η προοπτική δημιουργίας ενός κράτους στις σημερινές συνθήκες και με τους όρους που αποδέχεται η παλαιστινιακή αρχή, περισσότερο προς ένα γκέτο φέρνει παρά σε μία αυθύπαρκτη κρατική οντότητα. Η δημιουργία παλαιστινιακού κράτους αυτή την στιγμή θα είναι μια θεσμοθετημένη γκετοποίηση των πληθυσμών. Τί διαφορετικό θα επιθυμούσε το ισραηλινό κράτος;
Ο ιμπεριαλισμός, σαν μια φάση ανάπτυξης του καπιταλιστικού συστήματος είναι ένα φαινόμενο ξεκάθαρα ταξικό. Μπορούν λοιπόν να μας απαντήσουν τα λαμπρά μυαλά της αριστεράς, πως μπορεί να απαντηθεί ο ιμπεριαλισμός με εθνικούς όρους; Με την δημιουργία αντι-ιμπεριαλιστικών, δημοκρατικών, προοδευτικών κρατών όπου πεφωτισμένοι ηγέτες σαν τον Πολ Ποτ θα αντισταθούν στην παγκόσμια κυριαρχία; Όχι τίποτα, αλλά για να κανονίσουμε από τώρα τις δουλειές μας...
Επιπλέον, όλοι έχουν βαλθεί να καταγγέλλουν τα εγκλήματα του «σιωνιστικού κράτους», μπορεί να μας πει κάποιος από αυτούς τους ανθρωπιστές πότε ένα κράτος, υπό παρόμοιες συνθήκες έκανε κάτι διαφορετικό; Το ελληνικό μήπως, που φρόντισε να εκτοπίσει πλείστες όσες μειονότητες, όπως στην κύπρο την δεκαετία του ’60;
Από την άλλη ένα μεγάλο τμήμα του αντιεξουσιαστικού χώρου, επιμένει να θεωρεί τον μουσουλμανικό φονταμενταλισμό σαν κάτι θετικό, θεωρώντας ότι είναι το μοναδικό κίνημα το οποίο αντιστέκεται στην παγκόσμια κυριαρχία. Πρώτον, αυτό αν μη τι άλλο φανερώνει αδυναμία ανάπτυξης ανταγωνιστικής σκέψης καταρχάς, και κατά συνέπεια κοινωνικού προτάγματος και κινήματος από τους ίδιους. Επιπλέον, έχουν κατασκευάσει ένα ιδεολογικό σχήμα το οποίο μόνο το κριτικό πνεύμα δεν προάγει. Ο ζωσμένος με τα εκρηκτικά, δεν τους προκαλεί ερωτήματα (αιτίες, αφορμές, λόγους, κοινωνικές συνθήκες, που κρύβονται πίσω από τον καμικάζι), αλλά απλά και μόνο -με την συνοδεία της άρπας ενός αφελούς επαναστατικού ρομαντισμού- τον άκριτο θαυμασμό τους. Ξεχνώντας, ότι όσο ηρωική και αν είναι μια ενέργεια (και οι πράξεις των καμικάζι είναι όντως ηρωικές), αυτό που μετράει σε κάθε ενέργεια είναι τα κίνητρα. Δηλαδή, αν ανατιναχθεί κάποιος στον σταθμό στην Ομόνοια φωνάζοντας «Ζήτω η χούντα» είμαστε υποχρεωμένοι να τον σεβαστούμε; Και εντάξει, με την χούντα είναι, θα τον φτύσουμε όλοι. Αν όμως ανατιναχθεί φωνάζοντας «Ζήτω η Αναρχία!», τότε τί; Δεν καθορίζει μόνο ο σκοπός τα μέσα, αλλά εξίσου και τα μέσα τον σκοπό. Δηλ., μπορούμε ίσως καλύτερα να καταλάβουμε το σκοπό κάποιου και από τα μέσα που χρησιμοποιεί. Ο σκοπός είναι θεωρία, τα μέσα πράξη, και αν αυτά δεν βρίσκονται σε μια διαλεκτική σχέση μεταξύ τους τότε δεν έχουμε παρά για μια ακόμα φορά την θαυμάσια εκείνη οπτασία της ιδεολογίας.
Η δυστυχία της σκέψης αυτών των ανθρώπων είναι ότι δεν θέλουν να δουν καν, τί ρόλο έχει αποκτήσει και πως τον απέκτησε ο φονταμενταλισμός στον αραβικό κόσμο. Το δε τραγικότερο όλων; Το λαμπρό επιχείρημα ότι ο φονταμενταλισμός έχει ταξικά χαρακτηριστικά. Χαρήκαμε πολύ για την γνωριμία: σε μια ταξική κοινωνία τα πάντα θα έχουν ταξικά χαρακτηριστικά. Το ζήτημα είναι η συνειδητοποίηση αυτών των ταξικών χαρακτηριστικών, διότι μέσα στα πλαίσια του φονταμενταλισμού η ταξική συνείδηση απλά πάει για προσκύνημα στην Μέκκα. Μέσα στα πλαίσια ενός κινήματος που προϋποθέτει 15.653 καταναγκασμούς δεν μπορεί να υπάρξει κανένα απελευθερωτικό πρόταγμα. Οι ταξικοί αγώνες θα πρέπει να είναι και ενάντια στον φονταμενταλισμό, ειδάλλως δεν θα είναι τίποτα. Όσοι θέλουν τζιχάντ, να πάνε να βρούνε τον Σαντάμ, να δούμε αν θα τους αρέσει εκεί η τζιχάντ. Άλλο πράγμα η ευκολία διατύπωσης μιας θέσης και άλλο η ίδια η θέση... Έτσι;
Όπου ξαφνικά, λίγο πριν το επιδόρπιο, καταλαβαίνει κανείς ποιοι τελικά τρώνε
και ποιοι τελικά πληρώνουν το λογαριασμό...
Ο Α. Στίνας αναφέρει κάπου, και μιλώντας για την περίοδο της κατοχής ότι δεν είναι τόσο υποχρέωση των εργατών της κατεχόμενης χώρας να εκδιώξουν τα εχθρικά στρατεύματα, όσο υποχρέωση των εργατών της χώρας που τα στέλνει να επιστρέψουν αυτά πίσω, εννοώντας ότι οι εργάτες της γερμανίας ήταν αυτοί που όφειλαν να εξαναγκάσουν το γερμανικό κράτος να ανακαλέσει τα στρατεύματα του. Σύμφωνα με τον ίδιο και στην περίπτωση της ελληνικής κατοχής οι εργάτες στην ελλάδα όφειλαν να καλέσουν τους γερμανούς-ιταλούς στρατιώτες να συμφιλιωθούν και να αγωνιστούν μαζί ενάντια στα αφεντικά σε ελλάδα, ιταλία, γερμανία. Δηλ. θα πρέπει ο αγώνας των κατεχόμενων εκμεταλλευομένων να διεξάγεται έτσι ώστε να υποβοηθήσει ένα κίνημα στην χώρα που κατέχει, να αντιμετωπίσει δηλ. τα στρατεύματα του εχθρού όχι σαν στρατεύματα εθνικής κατοχής αλλά σαν στρατεύματα ταξικής επιβολής. Και εδώ εμείς από την πλευρά μας να θυμίσουμε το αντιπολεμικό κίνημα που αναπτύχθηκε στις ΕΠΑ κατά την διάρκεια της επέμβασης στο Βιετνάμ, ένα κίνημα που κινήθηκε σαφέστατα προς αυτή την κατεύθυνση, ενώ από την άλλη το εθνικοαπελευθερωτικό και προοδευτικό κίνημα των Βιετκόγκ, δεν απευθύνθηκε ούτε μια φορά διεθνιστικά απέναντι στους αμερικανούς φαντάρους και εκμεταλλευόμενους.
Η παραπάνω άποψη, παρόλο τον «ουτοπικό11 » στόχο της παραμένει η μόνη ειλικρινής και με προοπτικές κοινωνικής απελευθέρωσης στάση πάνω στο ζήτημα του πολέμου. Κάθε άλλη πρόταση θα συντηρεί τους εθνικούς διαχωρισμούς, τις σφαγές αμάχων, τις κρατικές οντότητες και την εξαθλίωση (ποσοτική και ποιοτική) πάνω στον πλανήτη.
Κάτω από αυτό το πρίσμα στην περίπτωση της παλαιστίνης, σαν την μόνη λύση που θα θέσει τέρμα στην σημερινή κατάσταση πραγμάτων βλέπουμε τον κοινό αγώνα παλαιστινίων και ισραηλινών εκμεταλλευομένων ενάντια στα ισραηλινά και παλαιστινιακά αφεντικά. Ο αγώνας των παλαιστινίων θα ξαναποκτήσει τις ταξικές του αναφορές εάν αρχίσει να δημιουργεί ρωγμές εντός της εθνικής ενότητας της ισραηλινής κοινωνίας, και αφού στείλει στο διάολο μια και καλή την δική του εθνική ενότητα.
***
Υστερόγραφο: Θα θέλαμε να θυμίσουμε ένα ιστορικό γεγονός: την παρισινή κομμούνα. Κατα την διάρκεια του πολέμου γαλλίας-πρωσσίας, οι εργάτες του Παρισιού εξεγέρθηκαν (λεπτομέρειες σε όλα τα καλά βιβλία ιστορίας και στους δρόμους). Το γαλλικό κράτος, λοιπόν, συμμάχησε με το πρωσσικό ενάντια στους κομμουνάρους του Παρισιού και κατάφερε να συντρίψει τους κομμουνάρους. Ταξική αλληλεγγύη έτσι; Όχι μαλακίες...
Σημειώσεις:
1. Σαν εθνικισμό δεν εννοούμε μόνο ακραίες τάσεις ολοκληρωτισμού, αλλά την αποδοχή της έννοιας και της σημασίας του έθνους και της εθνικής καταγωγής στις ζωές των ανθρώπων. Η ιδεολογία του εθνικισμού (η οποία τυγχάνει μεγάλης αποδοχής από ένα μεγάλο φάσμα ιδεολογιών) από το 1890 περίπου συμπυκνώνεται στην θέση ότι κάθε «έθνος» ολοκληρώνεται μονάχα με την δημιουργία ενός δικού του κράτους. Όσους αποδέχονται αυτή την θέση αποκαλούμε εθνικιστές, και όποια ιδεολογία την περιλαμβάνει εθνικιστική.
2. Αυτή ήταν και η θέση της Β’ Διεθνούς πριν τον πόλεμο. Από ομάδες και οργανώσεις χωρών που συμμετείχαν στον πόλεμο συνοπτικά θα αναφέρουμε για ιστορικούς λόγους: τους γερμανούς σπαρτακιστές (Λούξεμπουργκ, Λήμπκνεχτ), τους ρώσους μπλοσεβίκους και μενσεβίκους, τους γάλλους αναρχοσυνδικαλιστές (Ροσμέρ, Μονάτ), τους ιταλούς μπορντεκιστές, τους ολλανδούς συμβουλιακούς κομμουνιστές (Πάνεκουκ, Γκόρτερ).
3. Όση σαφήνεια θα μπορούσε να επιτρέψει σε αυτές η εθνική ιδεολογία κάθε κράτους.
4. Μέσα στα πλαίσια της οποίας θα δράσουν και οι Α. Στίνας, Γ. Ταμτάκος και αργότερα και ο Κ. Καστοριάδης.
5. Κράτος με τα «γνωστά» χαρακτηριστικά του κράτους.
6. Εδώ να σημειώσουμε τα λιντσαρίσματα που λαμβάνουν χώρα από ένοπλους κουκουλοφόρους, με την κατηγορία του συνεργάτη των παλαιστινίων... Εδώ εμείς θα ρωτήσουμε, τι είναι για τις Χαμάς-Τζιχάντ ένας παλαιστίνιος που καλεί τους ισραηλινούς να αγωνιστούν μαζί; Μήπως «συνεργάτης» του ισραήλ; Και σύμφωνοι, σαφώς και θα υπάρχουν συνεργάτες των ισρηλινών στην παλαιστίνη, αλλά δεν είναι δουλειά των ένοπλων κουκουλοφόρων να τους ξεκάνουν...
7. Ή μήπως, το ελληνικό κράτος δεν κάνει εγκλήματα;
8. Είναι τρισάθλια η απαίτηση μερικών ισραηλινών η χρήση της λέξης ολοκαύτωμα να αφορά μόνο αυτούς: στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ήταν επίσης: κομμουνιστές (για αυτούς φτιάχτηκαν τα πρώτα), ομοφυλόφιλοι, και τσιγγάνοι.
9. Όλο απειλούσαν οι τούρκοι το ελληνικό κράτος, αλλά όλο «εις βάρος τους» αυτό επεκτεινόταν...
10. Πιο συγκεκριμένα στην Βαγδάτη το 1959. Το 1959.
11. Εάν οι επαναστάτες δεν είναι και ουτοπιστές, τί θα πρέπει να είναι; Ρεαλιστές αριστεροί;
Κατηγορία: Αναδημοσιεύσεις, Αναλύσεις, Εθνικισμός
Άλλωστε, όλα αυτά με τους νεκρούς του παρελθόντος, τα λάβαρα, τους μακεδονομάχους (τους ποιους; 100 χρόνια μετά αυτοί ακόμα ζούνε;), και άλλα διάφορα εμένα μόνο ζόμπι μου θυμίζουν... Άλλωστε το "προσδοκώ ανάσταση νεκρών" τι στο διάολο σημαίνει; Αγγελάκια από τα Jumbo;
Αν το κίνημα (ποιο;) είχε λίγο χιούμορ θα έπρεπε να ντυνόμασταν όλοι ζόμπι και να παρελαύνουμε αυτές τις μέρες!
Εκεί που έψαχνα λοιπόν, να βρω διάφορα για να σας διαφωτίσω,βρήκα μερικά καταπληκτικά βίντεο ξεκινάμε με ένα ηθικοπλαστικό και συνάμα ανεβαστικό βίντεο. Αθάνατη ελληνική ψυχή και μαλακία! Δείτε:
Αχ, ωραία ήταν. Έλα όμως που το διαολεμένο του youtube εχει και από δίπλα προτεινόμενα βιντεάκια, πατώντας λοιπόν πιο 'κει, είπα λίγο να δω κάτι και να θυμηθώ τις παλιές ένδοξες στιγμές της ανθρωπότητας. Μετά από αυτό, τι να κλάσωμεν και ημείς ως έθνος;
Θα πείτε αυτά πάνε τελειώσανε κλπ. κλπ. Ποια Σοβιετική Ένωση και μαλακίες; Για να αντικρούσω αυτό το αισχρό επιχείρημα και για να βουλώσω στόματα, πάρτε να γουστάρετε. Κινα, Λαικός Απελευθερωτικός Στρατός. (Προσέχτε, σας παρακαλώ το ντελικάτο και συγκρατημένα χαλαρό βηματισμό των Κινέζων, που πετάει υπονοούμενα του στυλ: Άμα θέλουμε περπατώντας σας κατακτάμε όλους.)
Τέλος πάντων, πολύ στρατοκαυλίαση έπεσε σήμερα, (μπορεί να φταίει και το ότι μένω κοντά σε σχολείο και από τις 12 και μετά ακούω όλη μέρα τύμπανα).
Δεν ξέρω για εσάς, αλλά εγώ ΕΙΜΑΙ ΜΕ ΑΥΤΟΥΣ ΕΔΩ:
Κατηγορία: Αφορισμοί, Εθνικισμός
"Και εδώ, λοιπόν, βλέπουμε φανερά, ότι αυτοί που μας κατηγορούν πως θέμε να να διαλύσουμε την οικογένεια, δεν είναι άλλοι παρά αυτοί οι ίδιοι που τη διαλύουν στην πραγματικότητα ενώ εμείς επιδιώκουμε το στερέωμα της."
"Μας κατηγορούν ότι θέμε να καταργήσουμε τα σύνορα και διαλύσουμε το κράτος. Μα το κράτος εμείς το φτιάχνουμε σήμερα, γιατί δεν υπήρξε, μια και που οι ίδιοι το είχανε διαλύσει. Ποιος είναι λοιπόν πατριώτης; Αυτοί οι εμείς; Το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα και τρέχει νάβρει κέρδη σ' όποια χώρα υπάρχουνε τέτοια. Γι' αυτό δε νοιάζεται και ούτε συγκινείται με την ύπαρξη των συνόρων και του κράτους."
"Ο Λόγος της Λαμίας"
Γιατί εκτός από τα φυσεκλίκια, τα άλογα και το αντάρτικο, οι μεγάλοι ήρωες, πού τόσο θαυμάζονται από νεοναζί μέχρι και αναρχικούς είχαν και πολιτικό λόγο...
Κατηγορία: Αφορισμοί, Εθνικισμός
Τι στο καλό γίνεται σε έναν πόλεμο; Ποιος τον κάνει; Γιατί τον κάνει;
Υπάρχει όπως είναι αναμενόμενο η επιφανειακή διάσταση των πραγμάτων. Το τάδε κράτος εναντίον του δείνα κράτους. Η τάδε συμμαχία εναντίον της δείνα συμμαχίας; Αλλά τι στο καλό γυρεύανε οι Αυστραλοί στην ανατολική Θράκη στον Α' Π.Π., οι Νεοζηλανδοί στην Κρήτη, οι Γερμανοί στην Κίνα το 1900, και οι Ιταλοί στην Αιθιοπία; Αν ας πούμε τους πολέμους τους κάνουν οι εργάτες, υπήρχε καμία περίπτωση να κάναν εκδρομή με τα ντουφέκια τους οι Ιταλοί εργάτες στην Αιθιοπία; Λέτε να βάλανε ρεφενέ όλοι μαζί οι Αυστραλοί εργάτες να νοίκιασαν σκάφη και να πήγαν να πολεμήσουν τους Οθωμανούς στην Καλλίπολη; Είναι λίγο προβληματικές αυτές οι σκέψεις. Μα θα πει κάποιος γιατί πήγανε; Πέραν της συναίνεσης (είτε μας αρέσει είτε όχι για να λειτουργήσει μία εξουσία θα πρέπει να βασιστεί σε ένα συνδυασμό συναίνεσης και βίας: σου δίνω αυτό αλλά σου παίρνω του άλλο), και πέραν της προπαγάνδας, υπάρχει και η βία: επιστράτευση. Θα ήταν αστείο, τραγικά αστείο, να ισχυριστεί κανείς ότι στους πολέμους οι εργάτες συμμετέχουν σχεδόν αυτοβούλως τη στιγμή την οποία υπάρχει υποχρεωτική επιστράτευση, με ποινές που μπορούν να ξεκινούν από τη φυλάκιση και να καταλήγουν στην εκτέλεση.
Αν δούμε τον πόλεμο σαν ιστορικό φαινόμενο, σαν μία ιστορική κίνηση δηλ. από την οπτική εκείνη δηλ. που ζητάει να μάθει γιατί γίνεται ένας πόλεμος, πέραν του ότι εκ των πραγμάτων θα πρέπει να γενικέυσει σχεδόν αναγκαστικά προκειμένου να συμπεριλάβει ένα πλήθος συχνά ετερογενές, μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι από τη στιγμή κατά την οποία οι εργάτες πάνε στο μέτωπο, από τη στιγμή κατά την οποία δίνουν τα σώματα τους στη μηχανή άρα συμμετέχουν και συντελούν στο να γίνει ένας πόλεμος. Πέραν του ότι αυτό δεν εξηγεί εκείνο τον έρμο τον τρόπο (που αυτό είναι το ζητούμενο μας) και πέραν του ότι εξετάζει μία στιγμή ενός φαινομένου (ούτε με την πιο κοινή λογικό αυτό), αυτό το επιχείρημα θα ήταν σαν να αναζητά κανείς το πόσο συμμετέχει ένα φτυάρι στο σκάψιμο ενός λάκκου.
Μα θα αναφωνήσει κάποιος, δεν είναι ανθρώπινα υποκείμενα οι στρατιώτες; Δεν έχουνε βούληση; Φυσικά οι στρατιώτες είναι άνθρωποι με βούληση. Αλλά η βούληση δεν είναι κάτι το οποίο πάντα μπορεί ασκηθεί έτσι; (Φαντάζομαι όλοι μας έχουμε βρεθεί σε καταστάσεις κατά τις οποίες η βούληση ελάχιστη σημασία και δύναμη έχει). Και επιπλέον όποιος έχει πάει φαντάρος ξέρει και γνωρίζει πολύ καλά πόσο πολύ ενδιαφέρεται η στρατιωτική μηχανή για τη βούληση του φαντάρου, όχι μόνο στη διεξαγωγή του πολέμου αλλά και στο καθάρισμα της χέστρας.
Επομένως κατά πόσο κάνουν οι φαντάροι τους πολέμους; Ή για να το θέσω αλλιώς κατά πόσο υπάρχει ιστορικά συμμετοχή των φαντάρων σε έναν πόλεμο; Κατά πόσο συμμετέχει αυτοβούλως ο φαντάρος σε έναν πόλεμο; Όταν η άρνηση επιστράτευσης συνοδεύεται από φυλακή και εκτέλεση, και όταν η άρνηση εκτέλεσης εντολής και η λιποταξία συνοδεύονται από φυλάκιση και θάνατο, ε μάλλον δε θέλει και πολύ εξυπνάδα ή διαυγαστική ικανότητα να βγάλει κανείς το συμπέρασμα του.
Να ξέρουμε γενικώς ότι οι εργάτες μέσα στον καπιταλισμό, και γενικότερα μέσα σε ένα καθεστώς μισθωτής εργασίας, είναι κατά βάσην αντικείμενα. Πρέπει να είναι κατά βάσην αντικείμενα. Η υποκειμενικότητες μέσα σε αυτές τις συνθήκες έχουνε σαφή και συγκεκριμένα όρια και κατευθύνσεις. Το να συμμετέχεις εθελοντικά σε μία αποστολή αυτοκτονίας στο μέτωπο είναι ας πούμε μία αποδεκτή υποκειμενική δύναμη που καλλιεργείται και επιβραβεύεται. Το να την κάνεις όμως από το μέτωπο και να πάς σπίτι σου είναι μία άλλη μορφή υποκειμενικότητας η οποία δεν επιβραβεύεται καθόλου. Το να θες να δουλεψεις 6 ώρες τζάμπα για το καλό της επιχείρησης και το να σαμποτάρεις την παραγωγή είναι περίπου το ίδιο σε επίπεδο υποκειμενικότητας μιας και από τη στιγμή που σε εξαναγκάζει κανείς κατά κάποιο τρόπο το κάνεις ελεύθερα.
Και ο Χίτλερ; Ο Στάλιν; Ο Μάο; Όλοι αυτοί θα έκαναν ότι έκαναν αν δεν είχαν την συναίνεση του κόσμου; Όχι βέβαια. Θα συμφωνήσω απολύτως. Όσο έκαναν οι εργάτες την Παρισινή Κομμούνα, το 1917-18-19, το 1936 και το 1968 άλλο τόσο έκαναν και το 1914, και το 1931, και το 1940. Αν και μάλλον αυτό παραβλέπει (με έναν περίεργο τρόπο την διαδικασία- μιας και όλα στην ιστορία είναι διαδικασίες...) το πως ήρθε το '31 ή το '40. Οι εργάτες είναι υπεύθυνοι επειδή μάλλον δεν έκαναν τίποτε για να μην έρθει το '31 ή το '40.
Για να το πω πιο απλά οι επαναστάσεις, οι εξεγέρσεις, οι αγώνες, οι αντιστάσεις οφείλονται στο προλεταριάτο που προσπαθεί να συνειδητοποιήσει τον εαυτό του. Οι πόλεμοι, οι απολυταρχισμοί και όλα αυτά οφείλονται σε μία εργατική τάξη που δεν μπορεί να αντιληφθεί τον εαυτό της σαν κάτι άλλο πέρα από αυτό που είναι: ένα πλήθος ανθρώπων που εργάζονται. Η εργατική τάξη είναι υπεύθυνη για τον Χίτλερ όχι επειδή τον στήριξε, αλλά επειδή δεν τον έστειλε στο διάολο. Είναι λεπτή η διαφορά αλλά είναι διαφορά.
(Θα το αφήσω έτσι το επιχείρημα, χωρίς να εξετάζω τις πολύ πιο περίπλοκες διαδικασίες που φέρνουν ένα Χίτλερ ένα Στάλιν ή ένα Καραμανλή στην εξουσία...).
Με απλά λόγια οι εργάτες μπορούν να κάνουν (ή να μην κάνουν) και το '17 και το '31.
Και για μένα το ζήτημα δεν είναι ότι πρέπει να είναι κανείς γενικώς και αορίστως με ότι μπορούν να κάνουν οι εργάτες, αλλά ότι πρέπει να είναι κανείς με συγκεκριμένα πράγματα που κάνουν ή έχουν κάνει ή μπορούν να κάνουν οι εργάτες.
Παράρτημα Α': Περιπτώσεις εξεγέρσεων και ανταρσιών εν μέσω πολεμικών συγκρούσεων.
Ανταρσίες κατά τον Α' Π. Π.
Ανταρσίες και αντιστάσεις στο Βασιλικό Ναυτικό της Βρετανίας (1918-1930)
Αντιστάσεις στρατιωτών στον πόλεμο του Βιετνάμ
Μαζική ανταρσία Ιρακινών στον πόλεμο του Κόλπου
Ανταρσία σέρβων στη Μπάνια Λούκα
Ισραηλινοί πιλότοι αρνούνται να συμμετάσχουν σε επιχειρήσεις εναντίον παλαιστινιών
Περιπτώσεις ατομικών αντιδράσεων στον αμερικανικό στρατό στο Ιράκ
(Όλα αυτά προέρχονται από μία και μόνο ιστοσελίδα.)
Παράρτημα Β'. Προπαγάνδα (αμερικάνικες αφίσες από τον Β' Π.Π. που αφορούν τους εργάτες δε φτάνει δηλ. που κάποιοι δε θέλανε να πολεμήσουνε μερικοί δε θέλανε ούτε να δουλεψουνε)










Κατηγορία: Αναλύσεις, Εθνικισμός, Ιστορία
Γιατί χαμογελάνε οι νάνοι την άνοιξη;
8 ακόμα είπαν και ελάλησαν Είπε και ελάλησε ο βα.αλ. στις 00:03Από την άλλη ο χοντρός που κατά τα άλλα όλοι τον έχουμε για φτύσιμο έγινε ηγέτης, και γαμώ τα παιδιά και δε συμμαζεύεται. Κόντεψα να πάθω πολλαπλούς οργασμούς στην Πατησίων διαβάζοντας τα πρωτοσέλιδα... Και ας μην έχουν οι άντρες πολλαπλούς οργασμούς... Τέλος πάντων δεν ξέρω αν το διαβάσατε στις εφημερίδες αλλά βέτο δεν έβαλε μόνο η Ελλάδα για τη Μακεδονία, έβαλε και η Γαλλία με τη Γερμανία για τη Γεωργία και την Ουκρανία... Και γενικώς έχω την ταπεινή ψευδαίσθηση ότι δεν έγινε και τίποτα. Άλλωστε το γαλλογερμανικό βέτο μάλλον ήταν πιο βαρβάτο από άποψη στρατηγικής (στην τελική άμα είσαι καλός ιμπεριαλιστής και έχεις συμμάχους όλα σχεδόν τα Βαλκάνια χέστηκες για το χωραφάκι που λέγεται Μακεδονία). Τέλος πάντων το βέτο ήταν καθαρά για εσωτερική κατανάλωση. Έχουμε και μία εθνική ενότητα να διαφυλάξουμε βρε αδερφέ...
Ανάμεσα στα πολλά εμετικά αυτών των ημερών που διαβάσαμε (ευτυχώς δεν έχω τηλεόραση και έτσι δεν είδα τα κατορθώματα του Δελαστίκ, μου τα μετέφεραν μόνο) θέλω να ξεχωρίσω τον αγαπητό για τις ελληνικούρες του και εξυπνάδες του ευφυιολόγο Στάθη της Ελευθεροτυπίας. Γενικώς τον διαβάζω και γελάω για τους ακριβώς αντίθετους λόγους από ότι επιδιώκει ο συγραφεύς. Σήμερα που λέτε αγαπητοί ο κ. Στάθης έδωσε ρεσιτάλ. (Για κάποιο λόγο η ιστοσελίδα της εγημερίδας δεν δουλεύει και έτσι χάνετε που δεν το έχετε διαβάσει.) Ξέθαψε που λέτε ο Στάθης το γύφτικο σκεπάρνι του τελειωμένου του εθνικισμού και καμάρωνε. Τι καμάρωνε; Μα φυσικά την εθνική ομοιογένεια αυτού του λαμπρού τόπου, και αυτού του λαμπρού έθνους...
Λέει λοιπόν ο Στάθης ποιοι Σλαβομακεδόνες αυτοί είναι ελάχιστοι και παίρνουνε 5.000 ψήφους όταν κατεβάινουνε στις εκλογές. Ποιοι τουρκοπομάκοι; Αυτοί είναι 120.000 και στις εκλογές δεν τα πάνε καλύτερα. Και χαχα και χούχου. Και τι γαμάτη εθνική ομοιογένεια που έχουμε και δε συμμαζεύεται...
Μάλιστα. Μπορεί να μας πει λοιπόν ο κυρ Στάθης με ποιον όμορφο τρόπο κατακτήθηκε αυτή η εθνική ομοιογένεια για την οποία τόσο πολύ καγχάζει λες και το περιβόλι που αγόρασε πέρσι το είχε από πάντα;
Θέλει να μας πει τι απέγιναν όλοι αυτοί οι πληθυσμοί της Μακεδονίας του 1912; Οι τούρκοι της Κρήτης; Οι τούρκοι των νησιών του Αιγαίου; Οι εβραίοι; Που πήγανε; Φύγανε μόνοι τους; Ξεστραβωθήκανε και είδανε ότι τελικά είναι έλληνες; Τι απέγιναν λοιπόν όλοι αυτοί; Δια μαγείας εξηφανίσθησαν εκ του προσώπου της γαιός (για να μιλήσω με τις γκλαμουράτες ελληνικούρες που μιλάει αυτός ο αναλφάβητος). Τα αληθινά εμετικό στην περίπτωση αυτού του τρισάθλιου υποκειμένου δεν είναι ότι υπερασπίζεται την εθνική ομοιογένεια. Ένας σοβαρός εθνικιστής θα μπορούσε με όμορφο και ωραίο τρόπο να πει, το έθνος κράτος πρέπει να έχει συνοχή και όλοι αυτοί αφομοιώθηκαν, εκδιώχθηκαν ή ανταλλάχτηκαν. Το ίδιο έγινε σχεδόν παντού. Όχι, για τον κυρ Στάθη δεν υπήρξε ποτέ αναγνωστικό του ελληνικού κράτους στα σλαβομακεδονικά, δεν υπήρξαν ποτέ τούρκοι, ιταλοί, εβραίοι, σλάβοι, αρβανίτες, βλάχοι, και δεν συμμαζεύται.
Ανέκαθεν αυτή η γη ήτο ελληνική.
Όταν ήμουνα μικρός θυμάμαι και είχα πρωτακούσει την έδρα της Λάρισας, (το Αλκαζάρ), είχα ρωτήσει ένα θείο καθηγητή γιατί στο καλό λέγεται έτσι η έδρα της Λάρισας. Η θείος μου απάντησε ότι είναι αραβικά σημαίνει κάστρο και μάλλον οφείλεται στο ότι για καμιά 70αριά χρόνια οι Ισπανοί είχαν ένα κρατίδιο στην περιοχή της Θεσσαλίας το 15ο αιώνα... Μετά τον ρώτησα τι σχέση έχουν οι Ισπανοί με τους Άραβες και γιατί οι Ισπανοί να ονομάσουν αραβικά κάτι που το έχουν αυτοί. Η απάντηση ήταν αρκετά περίπλοκη για ένα 11χρονο και δεν τη θυμάμαι. (Αν έχει κανείς περισσότερες πληροφορίες είναι καλοδεχούμενες...)
Τέλος πάντων.
Επειδή μεγαλώνει το γρασίδι και τους γαργαλάει τα αρχίδια.
Ο Στάθης είναι το ερώτημα γιατί χαμογελάει...
ΥΓ. Ένας ξάφερφός μου χουλιγκάνος γαύρος (εννοείται) χανιώτης μου είχε πει κάποτε ότι στα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία στα Χανιά φωνάζανε το εξής: Η Μακεδονία είναι ελληνική πάρτε το Ηράκλειο που είναι πουτάνας γη.
Κατηγορία: Αναλύσεις, Αφορισμοί, Εθνικισμός
Θα αρχίσω από το Κόσοβο. Οκ, λοιπόν ανακύρηξε την ανεξαρτησία του. Με γεια του και με χαρά του. Αν η αστική του τάξη εει τη δύναμη να το κάνει ή τις πλάτες να το κάνει ας το κάνει. Οι κάθε λογής έλληνες εθνικιστές όμως τι ζόρι τραβάνε μπορεί να μου πει κανείς; Ειδικότερα διάφορα μεταμοντέρνοι εθνικιστές σαν τον Καραμπελιά που έχουν αναγάγει την εθνική ιδέα σαν κάτι "καλό" για όλους τους "λαούς" τι πρόβλημα έχουν; Δεν υποτίθεται ότι είναι "καλό" τα έθνη να βρίσκουν τον τελικό τους σκοπό στην δημιουργία του έθνους κράτους; Τέλος πάντων, φυσικά στην προκειμένη περίπτωση όλως παραδόξως δεν ισχύει κάτι τέτοιο... Το Κόσοβο φαντάζομαι οτι θα έχει κάτι να κάνει με το μουσουλμανικό τόξο, ή/και τους αμερικάνους (μα καλά η αμερικάνοι δεν είναι εναντίον των μουσουλμάνων;;;), ή τέλος πάντων με την δημιουργία ενός μουσουλμανικού κράτους στην Ευρώπη. (Λες και το θέμα είναι οι μουσουλμάνοι που έτσι και αλλιώς είναι στο Κόσοβο έχουν ή όχι κράτος... Μαλακίες έτσι και αλλιώς άμα πάρεις 2 επιχειρήματα να τα βάλεις δίπλα, δίπλα το ένα αναιρεί το άλλο πράγμα το οποίο φανερώνει φυσικά και το μέγεθος της συνοχής του πολτού που λέγεται εθνικισμός.
Ωραία θα πω εγώ ο φτωχός. Οι εθνικιστές έχουν δίκιο να βλέπουν σαν απειλή το Κόσοβο. Διάφοροι κουμουνιστές τώρα τι ζόρι τραβάνε; Αμερικάνικος ιμπεριαλισμός είπαμε; Ω ελάτε τώρα... Αν δεν με απατά η μνήμη μου η ιστορία της δέσμης δεν είναι αυτή που έλεγε ότι το ελληνικό κράτος στήθηκε εκεί γύρω στα 1828 μπας και πάρουν πίσω οιγαλλοεγγλεζικες τράπεζες τα λεφτά τους και έτσι για να υπάρχει μία σφήνα στην Οθωμανική αυτοκρατορία; Με τις ίδιες ακριβώς αναλογίες η δημιουργία του ελληνικού κράτους είχε λίγο πολύ την ίδια λειτουργικότητα που ευελπιστεί να αποκτήσει το Κόσοβο σε σχέση με την Ρωσσία. (Αν και στην προκειμένη περίπτωση είναι κάπως πιο μακριά αν και οι αποστάσεις έχουν μικρύνει...). Τέλος πάντων για να τελειώνουμε με αυτή την ιστορία τα πράγματα είναι απλά: όποιος θεωρεί ότι ο πατριωτισμός είναι "εν γένει" καλός για τους λαούς, θα πρέπει να θεωρεί καλή και την ανεξαρτητοποίηση του Κοσόβου.
Ειδικώς τώρα το ΚΚΕ και διάφοροι της εξωκοιβουλευτικής αριστεράς έχουν ακόμα διάφορες ψευδαισθήσεις και θαρρούν ότι στο πρώην ανατολικό μπλοκ υπάρχει η δυνατότητα της επαναφοράς στην προηγούμενη κατάσταση. Μόνο κάπως έτσι μπορώ να εξηγήσω την υπεράσπιση των σέρβων εθνοκαθαριστών του καθεστώτος Μιλόσεβιτς ή μια περίεργη μούγκα που επικρατεί γύρω από τα καμώματα της Ρωσίας. Αλλά όλα αυτά είναι απλά κατάλοιπα ενός παλιού καλού αντιιμπεριαλισμού, ο οποίος ενώ παλιά είχε το αξίωμα ότι υποστηρίζουμε και σπάμε τους αδύναμους κρίκους του ιμπεριαλισμού κάτι το οποίο είναι προς όφελος της σοσιαλιστικής πατρίδας, σήμερα που δεν υπάρχει σοσιαλιστική πατρίδα γενικώς "ας είμαστε ενοχλητικοί στους αμερικάνους", έτσι στο χαλαρό μπορούμε να υποστήριξουμε ότι πιο αντιδράστικο μπορεί να υπάρχει σε μία κοινωνία μιας και είναι το μόνο που αντιστέκεται στους αμερικάνους (το οποίο καμιά φορά μπορεί να δηλώνει και πολύ απλά ότι σκοτώνουν αμερικάνους...).
Εν μέρει όλη αυτή η κατάσταση δεν είναι παρα λογική συνέπεια και σχεδόν ντετερμινιστικά αποτέλεσμα προηγούμενων πολιτικών στάσεων, θέσεων και αντιλήψεων. Αντιλήψεις που δεν εστίαζαν καταρχήν στους ταξικούς ανταγωνισμούς αλλά πολύ περισσότερο στους διεθνείς συσχετισμούς δυνάμεων, στους ενδοκαπιταλιστικους ανταγωνισμούς και σε άλλα ενδιαφέροντα ζητήματα για διπλωματικά τραπέζια και ταινίες κατασκοπείας... Αντιλήψεις που με απλά λόγια κατέληγαν πάντα να καλούν τους προλετάριους να σφαχτούν για την τάδε ή δείνα αστική τάξη... Αντιλήψεις που πάντα διαλέγουν μεταξύ 2 κακών το λιγότερο κακό. Αντιλήψεις που δεν έχουν να κάνουν σε τίποτα με την ανάπτυξη ενός ανταγωνιστικού κινήματος και την δημιουργία επαναστατικών διαδικασιών. Απλά πράγματα...
Ας διαλέξει ο καθένας τον εθνικιστή που του ταιριάζει και ας πάει να σκοτωθεί για αυτόν. Αλλά ας μην καμώνεται ότι το κάνει για το καλό της εργατικής τάξης...
ΥΓ. Υποτίθεται ότι θα έγραφα και κάτι για τη Μακεδονία αλλά τα έχω πει και παλιότερα, αν και το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι ευτυχώς που έχει πεθάνει ο Χριστόδουλος.
Κατηγορία: Αναλύσεις, Εθνικισμός, Ιστορία
Είχα κατα νου να γράψω ένα κατεβατό αλλά μάλλον δεν έχει νόημα. Άλλωστε να συζητήσεις τι; Ότι την ώρα που καίγεται ο κώλος του Καραμανλή θα πρέπει να υπολογίσει ότι ο γιος του Πλεύρη είναι βουλευτής; Άμα θέλει καμιά ψήφο εμπιστοσύνης ποιος θα του τη δώσει; Ο Ψαριανός ή ο Χαραλάμπους; Για να σοβαρευτούμε. Έχουμε ολόκληρο κράτος να κουμαντάρουμε. Να πεις ότι -ειδικά οι Ματατζήδες- είναι κώλος και βρακί με τους χρυσαυγίτες; Να κάτσεις να κάνεις μία ιστορική αναλύση για να δείξεις πως τελικά όσα χρόνια και να περάσουν οι παρακρατικοί θα είναι εκεί και με συγκεκριμένα πολιτικά χαρακτηριστικά σαν αυτοί που θα κάνουν τις βρωμοδουλειές του "επίσημου" κράτους. Να πεις για άλλη μια φορά ότι αυτή η πανέμορφη αριστερά και άκρα αριστερά σηκώνεται και φεύγει; Αυτά είναι γνωστά λοιπόν και εγώ μάλλον πέρα από το να τα επαναλάβω μάλλον δεν έχω να προσθέσω και πολλά.
Αυτό που κάποτε πρέπει να συζητηθεί γενικώς πάντως από τον αντιεξουσιαστικό χώρο στην Ελλάδα είναι το ζήτημα της οργάνωσης. Όσο να 'ναι σύντροφοι 100 συλλήψεις δεν είναι και το πιο ευχάριστο νέο είτε είναι Σάββατο είτε είναι Τετάρτη...
Η φώτο από το indymedia (που κάτι τέτοιες στιγμές επιβεβαιώνει τα καλά της λειτουργίας του).
Κατηγορία: Εθνικισμός
Κατηγορία: Εθνικισμός
Πρόσφατα χάζευα κάτι χάρτες κρατών. Είχα φάει ένα περίεργο σκάλωμα με αυτές τις περίεργες γραμμές πάνω στο χάρτη που ονομάζονται "σύνορα" και που συνιστούν "κράτη". Εκεί λοιπόν που κοίταζα έπεσα πάνω σε αυτό.

Αυτή είναι η Γκάμπια. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν, για ποιο διαολεμένο λόγο η Γκάμπια αποτελεί ξεχωριστό κράτος από τη Σενεγάλη. Το δεύτερο πράγμα που σκέφτηκα ήταν αυτό: πρώην αποικία.
Πάω λοιπόν στη Wikipedia να ρίξω ματιά. Αντιγράφω: Η Δημοκρατία της Γκάμπιας (Αγγλικά: Republic of The Gambia) είναι μια χώρα στην Δυτική Αφρική με έκταση 11.300 km² και πληθυσμό 1,593,256 . Αποτελεί βασικό τουριστικό προορισμό από τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης κυρίως με πτήσεις τσάρτερ. Θεωρείται τόπος σεξοτουρισμού, καθώς δημιουργούνται πολλές σχέσεις μεταξύ ηλικιωμένων γυναικών με ντόπιους νεαρούς που θεωρούν ευκαιρία την απόκτηση ενός ευρωπαϊκού διαβατηρίου. Περικλείεται από την Σενεγάλη, είναι μια από τις μικρότερες χώρες της Αφρικής και έχει μακρόστενο σχήμα, ακολουθώντας την πορεία του ποταμού Γκάμπια προς τον Ατλαντικό. Πρωτεύουσα είναι η Μπανζούλ.
Και λίγη από την ιστορία της: Η Γκάμπια αποτέλεσε από το 8ο αιώνα τμήμα της αυτοκρατορίας της Γκάνας. Ανακαλύφθηκε από τους Ιταλούς Αλβίζε Κα ντα Μόστο και Αντόνιο Ουζοντιμάρε, για λογαριασμό της Πορτογαλίας, το 1455-1456. Το 1580 οι Βρετανοί απέκτησαν τα εμπορικά δικαιώματα του ποταμού Γκάμπια και το 1783 η χώρα γίνεται τμήμα της αποικίας της Σενεγάλης. Το 1816 ενώνεται με τη Σιέρα Λεόνε και αργότερα με τη Χρυσή Ακτή (τη σημερινή Γκάνα). Αγγλική κτήση και στη συνέχεια προτεκτοράτο, η Γαμβία όπως ονομαζόταν σε παλιότερες ελληνικές εκδόσεις, απέκτησε την ανεξαρτησία της στις 18 Φεβρουαρίου 1965, δύο χρόνια μετά την αυτονομία της.
Ωραία, είναι προφανές λοιπόν. Μία πρώην αποικία γύρω από ένα μεγάλο ποταμό. Για να πάμε να δούμε τι γίνεται με την γειτόνισσα της Γκάμπια, τη Σενεγάλη.
Αντιγράφω: Πολλές ήταν οι ευρωπαϊκές δυνάμεις που ήρθαν στην περιοχή από τον 15ο αιώνα και μετά, μέχρι που η Γαλλία πήρε υπό την κυριαρχία τη Σενεγάλη, που θεωρείτο στρατηγικό λιμάνι για το δουλεμπόριο. (Βασικά ήταν η βασικότερη πηγή για το δουλεμπόριο για τη Γαλλία). Η Σενεγάλη κήρυξε την ανεξαρτησία της από τη Γαλλία στις 4 Απριλίου 1960. Την 1η Φεβρουαρίου του 1982, η Σενεγάλη και η Γκάμπια σχηματίζουν μια συνομοσπονδία γνωστή ως Σενεγκάμπια, η οποία όμως διαλύθηκε το 1989.

Μάλιστα. Ηλίου φαεινότερον. Γαλλική αποικία η Σενεγάλη, αγγλικός ο ποταμός στη μέση. Ε δε γαμιέται λοιπόν; Να σου λοιπόν δύο κράτη που ακολουθούν πιστά όλη τη δυτική ιδεολογία για έθνη και τα κράτη και το πως ένα έθνος βρίσκει την ολοκλήρωση του μέσα από το έθνος κράτος. (Κάτω από τη Σενεγάλη στον από πάνω χάρτη βλέπουμε άλλα δύο έθνη κράτη: Τη Γουινέα και τη Γουινέα Μπισάου. Και 'μεις κατα τα άλλα αγχωνόμαστε πως θα λέγεται η Μακεδονία.)
Τον Mike Davis πιθανά οι περισσότεροι να τον γνωρίζετε. Αν όχι δείτε εδώ. Πριν από κάμποσο καιρό διάβασα ένα κεφάλαιο από το βιβλίο του Late Victorian Holocausts, αυτό που αναφέρονταν στην Κίνα. Το βιβλίο κάνει μία σύνδεση ανάμεσα στα παγκόσμια κλιματικά φαινόμενα και την πολιτική οικονομία και ειδικότερα για το μετεωρολογικό φαινόμενο El Niño-Southern Oscillation. Και περιγράφει την επίδραση της αποικιοκρατίας και την εισαγωγή του καπιταλισμού κατά την διάρκεια των σχετικών με το μετεωρολιγικό φαινόμενο λοιμώντων ετών 1876-1879, 1896-1897, και1899-1902, στην Ινδία, την Κίνα, τη Βραζιλία, την Αιθιοπία,την Κορέα, το Βιετνάμ, τις Φιλλιπίνες και τη Νέα Καληδονία. Και επικεντρώνετια στο πως η αποικιοκρατία και ο καπιταλισμός σε αυτά τα μέρη αύξησε την φτώχεια στην ύπαιθρο και επαύξησε τις επιπτώσεις του λοιμου.
Δυστυχώς τότε δεν είχα χρόνο να το διαβάσω ολόκληρο, και ως εκ τούτου θα μεταφέρω κάποια πράγματα σε σχέση με την Κίνα. Η Κίνα σχεδόν πάντοτε αντιμετώπιζε από καιρό σε καιρό το φαινόμενο της ταυτόχρονης ξηρασίας στο Βορρά και της πλημμύρας στο Νότο. Η κινέζικη αυτοκρατορία είχε φροντίσει (όχι από αγάπη αλλά από φόβο εξεγέρσεων) να μπορεί να αντιμετωπίζει αυτές τις καταστάσεις με σημαντικότερο τρόπο την κατασκεύη του μεγάλου καναλιού. Όμως με την αποικιοκρατία στην Κίνα, που ξεκινά από τον πρώτο Πόλεμο του Οπίου και επιταχύνεται μία δεκαετία αργότερα με τον δεύτερο, εγκαταλείπονται και καταστρέφοντες όλες εκείνες οι δομές και όλοι εκείνοι οι τρόποι με τους οποίους το κινέζικο κράτος μπορούσε να αντιμετωπίσει μία τέτοια κατάσταση. Όλο αυτό οδήγησε σε μία άνευ προηγουμένου κατάσταση στη Βόρεια Κίνα, όπου ολόκληρες περιοχές ερημώθηκαν και που τελικά οδήγησε στην εξέγερση των Επουράνιων Γρόνθων της Δικαιοσύνης (Boxers).
Επίσης δεν ξέρω πόσοι έχετε δει το ντοκυμαντέρ "Ο εφιάλτης του Δαρβίνου" που αναφέρεται στο πως η παραγωγής πέρκας στην λίμνη Βικτώρια επηρρεάζει τη ζωή των κατοίκων.
Τέλος πάντων εκεί που θέλω να καταλήξω, αν και από αλλου ξεκίνησα, είναι ότι όταν ακούω για λοιμούς και ξηρασίες σήμερα, στέκομαι σκεπτικός πάνω από την είδηση και αναρωτιέμαι που σταματά το φυσικό φαινόμενο, και που αρχίζει ο καπιταλισμός.

Κατηγορία: Αναλύσεις, Εθνικισμός, Ιστορία
Μπορεί κανείς από τους ιστοριοδίφεις αναγνώστες τούτου εδώ του ταπεινού ιστολογίου να απαντήσει δύο πολύ απλά ερωτήματα;
1. Γιατί ως κράτος και ως έθνος έχουμε 2 (δύο) εθνικές εορτές; Ποια είναι η παγκόσμια τακτική επί του φαινομένου;
2. Πως και γιατί καθιερώθηκε η 28η 10ου ως εθνική εορτή;
Δηλώνω ειλικρινά ότι δεν γνωρίζω τις απαντήσεις.
Κατηγορία: Εθνικισμός
Ο Χριστόδουλος θα ζει για πάντα στις καρδιές μας.
4 ακόμα είπαν και ελάλησαν Είπε και ελάλησε ο βα.αλ. στις 00:35Είναι η ιδέα ότι ο ελληνισμός ότι και να του κάνουν θα καταφέρει να ζει για πάντα και να μεγαλουργεί γιατί είναι πλασμένος για να μεγαλουργεί.
Είναι η ιδέα ότι αυτό το κομμάτι γης είναι η Ελλάδα, Ελλάδα σημαίνει Ορθοδοξία, Ορθοδοξία σημαίνει Εκκλησία, Εκκλησία σημαίνει εγώ.
Είναι η ιδέα Πατρίς Θρησκεία Οικογένεια.
Είναι η ιδέα της πιο θριαμβευτικής στιγμής του ελληνισμού. Αυτής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Είναι η ιδέα του πιο επιτυχημένου θεσμού των Ελλήνων. 400 χρόνια κατοχής άντεξε, παρόλο τον πόλεμο των αλλόθρησκων. Και αντέχει και σήμερα στους καιρούς της νεοταξικής επέλασης με πρωτοπαλίκαρα σαν τον Καραμπελιά και την Κανέλλη.
Είναι η ιδέα του απόλυτα επιτυχημένου νταβατζή. Και δη του μεταφυσικού νταβατζή. Σε μία εποχή νταβατζήδων το να έχεις παραπάνω προσόντα είναι πιο ανταγωνιστικό.
Είναι η ιδέα του δεν έχω παράγει ποτέ ούτε το πιο ευτελές πράμα και ωστόσο έχω ένα τεράστιο πλούτο. Είναι η ιδέα του ιδανικού επαγγέλματος. Πουλάω φούμαρα για μεταξωτές κορδέλες.
Είναι η ίδια η ιδέα στην προσπάθεια της να συναντήσει την ιδέα.
Ο Χριστόδουλος δεν θα πεθάνει ποτέ. Θα ζει για πάντα σε αυτό τον κόσμο.
Θα πεθάνει μόνο μαζί με αυτό τον κόσμο. Και ως τότε δεν θα είναι λιγότερο ή περισσότερο ανυποφόρος με ή χωρίς τον Χριστόδουλο.
Κατηγορία: Αφορισμοί, Εθνικισμός
Ρε δε μας γαμάτε εσείς και η Μακεδονία σας!!!
8 ακόμα είπαν και ελάλησαν Είπε και ελάλησε ο βα.αλ. στις 00:43Μιλάμε για γαμημένα ιστορικά γεγονότα και για γαμημένη κοινή λογική.
Ιστορικό γεγονός νούμερο ένα. Η γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας μετά τους Βαλκανικούς πολέμου χωρίστηκε στα 3 (τρία) ένα κομμάτι πήρε το ελληνικό κράτος, ένα η Βουλγαρία και ένα οι βόρειοι γείτονες μας. Μακεδονία έχουν και οι μεν και οι δε και "εμείς". Κατα παράδοξο τρόπο το κράτος στα βόρεια μας το μεγαλύτερο μέρος του έδαφός του καλύπτεται από το γεωγεραφικό χώρο της Μακεδονίας. Πως στο διάολο θα ονομαστούν οι άνθρωποι; Ιάπωνες;
Κοινή λογική νούμερο ένα. Επί 50 χρόνια το κράτος της Μακεδονίας ονομαζόταν στα πλαίσια της Ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας Μακεδονία. Επί 50 χρόνια κανείς δεν είχε κανένα πρόβλημα με αυτό. Και ξαφνικά το 92 μας προέκυψε το "τεράστιο θέμα" της ΠΓΔΜ και των Σκοπίων. Και καλά μας απειλούν και άλλες τέτοιες παπαριές.
Επ' ευκαιρία για να μην ξεχνιόμαστε το '92 παιζόταν στον ευρωπαικό και διεθνή διπλωματικό στίβο ένα τεράστιο αλισβερίσι πάνω στην διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, και επίσης για να μην ξεχνιόμαστε το '90-'91 γινόταν ο χαμός στα εσωτερικά της χώρας (μαθητικά, ΕΑΣ κλπ). Στο εξωτερικό το χαρτί με το όνομα ήταν ένα καλό ατού στα χέρια του ελληνικού κράτους και στο εσωτερικό ήταν ένα ακόμα καλύτερο για την επίτευξη της κοινωνικής συναίνεσης. Είναι πολύ καλύτερα οι πιτσιρικάδες να κατεβαίνουν κατα χιλιάδες για το όνομα παρά να κάνουν καταλήψεις και να παίρνουν ναρκωτικά. (Και για να μην ξεχνιόμαστε μετά από την "κινητοποίηση" -αν δεν πήγαινες με το σχολείο, έπαιρνες απουσία (εγώ πήρα την απουσία μου και πήγα σπίτι μου)- το μαθητικό κίνημα χρειάστηκε 6 χρόνια να πάρει πάλι τα πάνω του.)
Κατά τα άλλα πια το θέμα είναι να έχουμε κάτι να ασχολούμαστε. Κάποιος να υπάρχει να απειλεί την "εθνική μας ακεραιότητα". Οι Τούρκοι δεν είναι, οι κομμουνιστές είναι στη Βουλή, οι αναρχικοί είναι μόνο στα Εξάρχεια, ε ας ασχοληθούμε με τους Σκοπιανούς.
Το όλο θέμα είναι αναμφισβήτητα μία προεκλογική παπαριά του ΠΑΣΟΚ, που θέλει να δείξει ενδιαφέρον για τα "εθνικά" ζητήματα που είναι τόσο της μοδός λόγω Παπαθεμελήδηδων και Καρατζαφέρηδων μπας και φάει κάνα ψήφο από κει.
Τα πράγματα είναι απλά: Από τη στιγμή που έχουν οι Έλληνες δικαιώμα να λέγονται Έλληνες έχουν και οι Μακεδόνες δικαίωμα να λέγονται Μακεδονές. Οι αστοί τα λένε αυτά, όχι εγώ.
...Εμείς όμως θα επιμείνουμε.
Κανενά κράτος στη Βαλκανική κανένα κράτος σ' ολόκληρη τη γη.
Κατηγορία: Εθνικισμός, Ιστορία
Αυτό το βρήκα σε μία αναδημοσίευση στο Indymedia, όπου κάποιος τα χώνει στον κύριο απο κάτω γιατί ήταν (είναι;) πρεζέμπορας. Μιας και με έπιασε το "ζωοφιλικό" μου είπα να το αναδημοσιεύσω γιατί το θεωρώ καταπληκτικό. Η αλήθεια είναι ότι όταν ξεκίνησα να το διαβάζω νόμιζα ότι ήταν χιουμοριστικό. Το παραθέτω και σχολιάζω μετά.
ΛΑ.Ο.Σ
ΤΟΜΕΑΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑΣ – ΖΩΟΦΙΛΙΑΣ
ΥΠΕΡΝΟΗΜΩΝ ΖΩΟΦΙΛΙΑ – ΑΕΝΑΗ ΑΝΑΔΑΣΩΣΗ
Καλώς ήλθατε στην Ιστοσελίδα του Τ.Ο.ΖΩ. ΛΑ.Ο.Σ.
Ο Τομέας Οικολογίας και Ζωοφιλίας του ΛΑ.Ο.Σ. αποτελεί το νεώτερο Πολιτικό Όργανο του κόμματος του Ευρωβουλευτή κ. Γ. Καρατζαφέρη και επικοινωνεί την οικολογική και ζωοφιλική Πολιτική Ευαισθησία και Πολιτική Βούλησή του.
(...)Ο ΤΟ.ΖΩ. / ΛΑ.Ο.Σ. στελεχώνεται από καταξιωμένους επιστήμονες και Ειδικούς των αντικειμένων που επιλαμβάνεται...
Μάνος Δασκαλάκης
Πρόεδρος, Διδάσκαλος Τζούντο, Επιθεωρητής–Σχολάρχης
Υπερνοήμων Ζωοφιλία;;;
Αέναη αναδάσωση;;;
Τομέας Οικολογίας Ζωοφιλίας;;;
ΤΟ ΖΩ ΛΑΟΣ;;;
επικοινωνεί την οικολογική και ζωοφιλική Πολιτική Ευαισθησία και Πολιτική Βούλησή του;;;Ειδικοί επί της ζωοφιλίας;;;
Διδάσκαλος Τζούντο;;;
Επίσης χαιρετίζουμε τους ειδικούς επί της ζωοφιλίας όπως και τους διδάσκαλους τζούντο.
Γουατ ελς γουι γουιλ χαβ του σι ιν δις τεριμπλ καουντρι;
Κατηγορία: Εθνικισμός
Περί εθνικισμού, πατριωτισμού και άλλων πλεούμενων στο βούρκο του μεταμοντερνισμού
0 ακόμα είπαν και ελάλησαν Είπε και ελάλησε ο βα.αλ. στις 16:46Τα ζητήματα γύρω από το έθνος για μένα είναι εξαιρετικά απλά. Μπορείτε να με αποκαλέσετε ότι θέλετε. Από μαλάκα μέχρι πράκτορα του ιμπεριαλισμού.
Όποιος έχει καταφέρει να κάνει πέρα τα 1456344 πέπλα της ιδεολογίας που σκεπάζουν αυτό το θέμα πιθανά να βλέπει το ζήτημα με την ίδια απλότητα που το βλέπω και εγώ.
1. Έχω μία κοινωνική, οικονομική και πολιτική θέση σε ένα συγκεκριμένο εκμεταλλευτικό και καταπιεστικό σύστημα. Με εκμεταλλεύονται και κυριαρχούν πάνω μου. Ποιοι; Αφεντικά και διευθυντές. Το κράτος και οι μηχανισμοί του.
2. Από αυτό απορρέουν μία σειρά συμπερασμάτων. α. Ο εχθρός μου είναι ΟΛΑ τα αφεντικά αυτού του κόσμου. β. Σύμμαχοι μου με την έννοια ότι έχουν τα ίδια συμφέροντα με εμένα είναι οι εκμεταλλευόμενοι και οι κυριαρχούμενοι ΟΛΟΥ του κόσμου. γ. Καμία κοινωνική πολιτική και οικονομική θέση ωστόσο δεν είναι ικανή απο μόνη της να εξασφαλίσουν αυτή τη συμμαχία. Και οι μπάτσοι παιδιά του λαού είναι. Αυτό δεν τους κάνει συμμάχους μου γιατί έχουν ΕΠΙΛΕΞΕΙ να πράξουν διαφορετικά.
3. Η εθνική ιδεολογία τα τελευταία 100 χρόνια είναι ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΕΧΘΡΙΚΗ για κάθε απελευθερωτικό πρόταγμα. Το μόνο που κατάφερε να κάνει ήταν να πείσει τους εκμεταλλευόμενους να σφαχτούν για τα αφεντικά τους.
4. Εγώ δεν ξεχνάω και δεν πρόκειται να ξεχάσω 30 χρόνια εκμετάλλευσης και καταπίεσης και να δώσω τη ζωή μου αμα λάχει για να συνεχίσει το κέθε αφεντικό και ο κάθε διευθυντής να με εκμεταλλεύται.
5. Ο ηττημένος αντιμπεριαλισμός με σαφή καταγωγή από τον λενινισμό, που ψάχνει να βρει αδύναμους κρίκους στην καπιταλιστική κυριαρχία έχει σήμερα καταντήσει ένα ηλίθιο αστείο. Όποιος θέλει να αναζητήσει αιτίες αυτής της νεότευκτης ιδεολογίας ας τις αναζητήσει εκεί. Δεν είναι καθόλου περίεργο όπου από την ίδια πολιτική μήτρα αυτή του αυτόνομου λενινισμού της δεκαετίας του '80 (η παλιά Ρήξη) προέρχονται δύο εντελώς διαφορετικές πολιτικές αντιλήψεις.
Μία που λέει "έλληνας σημαίνει δολοφόνος" και μία άλλη που λέει "έλληνας σημαίνει αντίσταση στον ιμπεριαλισμό". Και οι δύο απόψεις χρησιμοποιούν τον ίδιο τύπο για να ερμηνεύσουν την σημερινή κατάσταση. Ψάχνουν να βρούν αδύναμους κρίκους στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Αυτό που ήταν λάθος το 1910 100 χρόνια μετά είναι μαλακία.
6. Επανειλλημένως έχουν κατηγορήσει τους/τις συντρόφους-ισσες και εμένα ότι αυτά που λέμε είναι "ουτοπικά" μη "πραγματοποιήσιμα" δεν "δεν έχουν κανένα νόημα στις υπάρχουσες κοινωνικές συνθήκες" και άλλα ωραία. Πρώτον, τίποτα δεν είναι εφικτό από τη στιγμή που κανένας δεν θέλει να το κάνει (και άρα προσπαθείς να πείσεις τους ανθρώπους να το κάνουν...) και δεύτερον επειδή έχω ακόμη καθρέφτη στο σπίτι μου θέλω αφού έχω βουρτσίσει τα δόντια μου να κοιτάω και να βλέπω κάποιον που δεν υποστηρίζει σφαγές και πολέμους στο όνομα των αφεντικών μικρών ή μεγάλων αντιιμπεριαλιστικών ή όχι.
7. Οι κινήσεις σε παγκόσμιο επίπεδο ήταν πάντα ενιαίες και όσο προχωράει η καπιταλιστική κυριαρχία ολένα και πιο ενιαιές θα γίνονται (π.χ. οι επαναστάσεις μετά το 1917 και η παγκόσμια αναταραχή του '60). Αυτό είναι το μικρό κομμάτι που αφορά τις αντικειμενικές συνθηκες. ΦΥΣΙΚΑ υπάρχουν και οι υποκειμενικές συνθήκες, δηλ. η δράση των πολιτικών υποκειμένων. Αυτό θα φέρει η όχι την κοινωνική αλλαγή.
8. Τακτικός μου στόχος αυτή την στιγμή δεν είναι η παγκόσμια προλεταριακή επανάσταση ΦΥΣΙΚΑ. Τακτικός μου στόχος είναι να ξανακάνω (όχι μόνος μου φυσικά, ευτυχώς είμαστε αρκετοί διατεθιμένοι σε αυτό) το πρόταγμα της κοινωνικής επανάστασης επίκαιρο.
9. Ως εκ τούτου το κάλεσμα να ενωθώ μαζί με τα αφεντικά μου για να μην γίνει η χώρα "μου" προτεκτοράτο, όταν διατυπώνεται με αριστερά επιχειρήματα δεν είναι παρά το αποτέλεσμα της ΠΑΝΤΕΛΟΥΣ ΗΤΤΑΣ και ΧΡΕΩΚΟΠΙΑΣ μιας θεωρίας που κάποτε έλεγε ότι ήταν επαναστατική. ΗΤΤΑ γιατί αδυνατεί να δει τους καινουριους ανταγωνισμούς που εκδηλώνονται σήμερα και χρεωκοπία γιατί ανατρέχει στο καταφύγιο της ιδεολογίας. Προκειμένου να ερμηνεύσει η ιδεολογία αυτό που δεν μπορεί η πραγματικότητα.
10. Λυπάμαι, άλλα όπως είναι πολύ φυσικό όλα τα παραπάνω δεν σηκώνουν συζήτηση. Αποτελούν το οντολογικό συστατικό μίας πολιτικής θεωρίας και πράξης. Ως εκ τούτου μόνο πόλεμος μπορεί να υπάρξει.
Κατηγορία: Αναλύσεις, Εθνικισμός
Εδώ και κάμποσους μήνες ένα σωρό εθνικιστές και πατριώτες όλων των αποχρώσεων (σκούρο σκατουλί, κανονικό σκατουλί, σκούρο σκατουλί), μας ζάλισαν για τις "ανακρίβειες" ή μη του βιβλίου της ιστορίας της Στ' Δημοτικού.
Δεν θα μπω στην διαδικασία να αντιπαρατεθώ με κάποια από τα επιχειρήματα. Είμαι από άλλο πλανήτη. Ούτε καν η πλειοψηφία της αριστεράς μπήκε σε μία τέτοια διαδικασία και πολύ καλά έκανε φυσικά. Όλοι αναγνωρίζουν ότι το πρόβλημα της εκπαίδευσης είναι άλλο και για τα αφεντικά, και για τη σοσιαλδημοκρατία και για τους φοιτητές. (Άλλο για τον καθένα φυσικά, αλλά σε ένα κοινό επίπεδο).
Εδώ εγώ θέλω να επισημάνω μία πραγματικότητα. Την πραγματικότητα που λέει ότι τα 12χρονα χεστήκανε για το τι γράφει ή δεν γράφει το βιβλίο της ιστορίας τους. Ότι και να έγραφε (ακόμα και την πιο ριζοσπαστική πολιτική άποψη), πάλι στο βρόντο θα πήγαινε και πολυ καλά θα έκανε. Οι 12χρονοι-ες έχουν αλλού το μυαλό τους και πολύ καλά κάνουν. Έχουν το μυαλό τους στο παιχνίδι και στον εαυτό τους που σιγά σιγά ετοιμάζεται να μπει στην εφηβεία αν δεν έχει ήδη μπει. Έχουν το μυαλό τους στους κανόνες και στις νόρμες στις οποίες οι "μεγάλοι" προσπαθούν να τους βάλουν. Προσπαθούν ακόμα να την παλέψουν μέσα στην μέγγενη της κοινωνικοποίησης. Είμαι 30 χρονών και δεν θυμάμαι καν τι θέμα είχε η ιστορία της Στ'. Για την ακρίβεια η μόνη ιστορία που θυμάμαι είναι αυτή που έπρεπε να μάθω απ' έξω, για να δώσω πανελλήνιες.
Κλείνοντας η όλη υπόθεση με το βιβλίο μόνο τον γέλωτα μπορεί να προκαλέσει για αυτούς τους πικραμένους που τρέχουν το "θέμα" (και ειδικότερα κάτι αριτερούς). Μιας και η πρεμούρα που τους έχει πιάσει φανερώνει αυτό που είναι στην πραγματικότητα η ΙΣΤΟΡΙΑ τους. Η Ιστορία τους είναι η ιστορία ενός κράτους και της κυρίαρχης τάξης του. Η Ιστορία τους είναι η Ιστορία της καταπίεστικής εκπαιδευτικής διαδικασίας. Η Ιστορία τους εξαρτάται από το τι διδάσκονται τα 10χρονα παιδάκια. Η Ιστορία τους είναι η κυρίαρχη ιδεολογία. Εξαρτούν δε τόσο πολύ την εθνική τους ταυτότητα (που υποτίθεται κατα τ' άλλα ότι είναι κάτι "φυσικό", "λογικό" και "αυταπόδεικτο") από 10-20 αράδες ενός βιβλίου για πιτσιρίκια.
Αλλά όλοι αυτοί δεν αποδεικνύουν τίποτα άλλο πέρα από αυτό που ξέρουμε ήδη, για το πως φτιάχνοται οι "εθνικές ταυτότητες".
Και τώρα που η Μαριέττα τους έκανε το χατήρι μπορούν να κάθονται στα γόνατα της και να βλέπουν μαζί τις ηρωικές φιγουρές των ΜΑΤ να πλακώνουν στο ξύλο κόσμο.
Μην ανυσυχείτε το χρέος προς την πατρίδα εξετελέσθη. Και η πατρίδα σας το αναγνωρίζει. Στο ευγενικό πρόσωπο της κας Μαριέττας Γιαννάκου...
Στην φωτογραφία από πάνω βλέπουμε την καθημερινή ζωή σε έναν "Παρθενώνα του ελληνικού πολιτισμού" (κοινώς εξορία...). Όπως μπορείτε να δείτε το έργο που είχαν αναλάβει ήταν μεγαλεπίβολο, έφτιαχναν ψηφιδωτά του Βασιλέα Παύλου. Λέτε εμείς να είμαστε πιο τυχεροί και να φτιάχνουμε ψηφιδωτά με τη φάτσα του Καραμπελιά;
Κατηγορία: Αναλύσεις, Εθνικισμός, Ιστορία
H παρατεταμένη σιωπή, όπου δεν πήρε τη μορφή της επιτίμησης ή ακόμα και της πιο καταφανούς διαστρέβλωσης, με την οποία το τίμησαν εδώ και λίγους μήνες μετά την έκδοσή του τόσο ο αστικός τύπος όσο και η συντριπτική πλειοψηφία της ελληνικής Αριστεράς και του αντιεξουσιαστικού χώρου, αποτέλεσαν αναμφισβήτητα από τα γεγονότα εκείνα που σημάδεψαν την εμφάνισή του. Πρόκειται για το βιβλίο του Άκη Γαβριηλίδη με τίτλο Η Αθεράπευτη Νεκροφιλία του Ριζοσπαστικού Πατριωτισμού, που κυκλοφόρησε λίγο μετά από τη γνωστή διαμάχη του Μ. Θεοδωράκη με τον Ε. Αρανίτση γύρω από το επίμαχο θέμα, τον Μάιο του 2006. Δε θα μπορούσε άλλωστε να είχε γίνει αλλιώς. Εξίσου όμως δεν πρέπει να θεωρηθεί τυχαίο, μιας και αποδεικνύει περίτρανα την ανυπαρξία πολιτικού διαλόγου σε αυτή τη χώρα, πως η όλη συζήτηση που διεξήχθη για αυτό στο αθηναϊκό Indymedia, όπου δεν αφορούσε απλούς αφορισμούς για τον συγγραφέα του, είχε να κάνει με την πιο εξόφθαλμη διαστρέβλωση σχετικά το περιεχόμενο του βιβλίου και του ζητήματος που αυτό θέτει: αυτό της σχέσης της ελληνικής αριστεράς με το έθνος.
Έχοντας στο νου μου όλα αυτά, θεωρώ τη συζήτηση που γίνεται εδώ απόψε ιδιαίτερα σημαντική όχι μόνο γιατί επιτέλους ανοίγει ένα ζήτημα ταμπού σαν αυτό, αλλά και γιατί η συζήτηση αυτή το κάνει με ρητό σκοπό να πάρει πολιτική θέση απέναντι στο ζήτημα. Θεωρώ δε εξίσου σημαντικό -και έχει μια σημασία να το τονίσω- το χώρο που επιλέχθηκε να γίνει η κουβέντα, δηλαδή έναν αδιαμεσολάβητο και ανοικτό πολιτικό χώρο σαν αυτό που βρισκόμαστε. Για το λόγο αυτό αποφάσισα, έπειτα και από πρόσκληση του ίδιου του συγγραφέα για την οποία τον ευχαριστώ θερμά, να συμμετάσχω απόψε στη συζήτηση αυτή ώστε να αναδείξω την πολιτική σημασία του βιβλίου και να συζητήσουμε από κοινού την επιχειρηματολογία πάνω στην οποία αυτό έχει οικοδομηθεί. Όχι για το καλό της συζήτησης και του διαλόγου αυτού καθεαυτού, γενικά και αόριστα σε ένα υπερβατικό επίπεδο, αλλά για να προχωρήσουμε μπροστά την κριτική μας και να διευρύνουμε τη δράση μας ως υποκείμενα του αγώνα, ως πολιτικά υποκείμενα. Με την έννοια αυτή, και μιλώντας ως υποκείμενο που μέσα από την ίδια του την πράξη έχει πάρει ρητά θέση κατά του εθνικισμού, θα προσπαθήσω εδώ να συζητήσω κριτικά το βιβλίο θέτοντας ερωτήματα και διατυπώνοντας μια σειρά από απορίες που μου δημιουργήθηκαν διαβάζοντάς το. Στο σύντομο αυτό κειμενάκι, ασχολήθηκα μονάχα με ό,τι μου προξένησε μεγαλύτερη εντύπωση και θεώρησα πιο κεντρικό στο βιβλίο και αναγκαστικά άφησα διάφορα ενδιαφέροντα ζητήματα που σίγουρα θα άξιζαν εκτενέστερης ανάλυσης. Το βιβλίο άλλωστε είναι πολύ πλούσιο και σε προκαλεί να το συζητάς ατελείωτα. Σε κάθε περίπτωση πάντως, επειδή διατυπώνω και κριτικά τις απόψεις μου και καταθέτω τη θέση μου, αν καταφέρω από την πλευρά μου να συμβάλλω κι εγώ με τις ερωτήσεις μου στο διάλογο και μέσα από αυτές να τον διευρύνω, τότε πιστεύω πως το κειμενάκι αυτό θα έχει εκπληρώσει τον σκοπό του.
Λοιπόν, θα προσπαθήσω να πιάσω το ζήτημα από την αρχή, από εκεί που ο συγγραφέας θέτει τη κεντρική στόχευση της εργασίας του και ορίζει τα μέσα προκειμένου να πετύχει τη στόχευση αυτή. Θα εξετάσω έτσι τις κεντρικές του παραδοχές και τα αξιώματα πάνω στα οποία έχει οικοδομηθεί η όλη του επιχειρηματολογία και στη συνέχεια θα αναλύσω, εν τάχει, τα συμπεράσματα στα οποία οδηγείται με βάση τις παραδοχές αυτές. Τέλος, σε ένα τρίτο επίπεδο θα συζητήσουμε τη θέση που παίρνει πάνω στο ζήτημα που έχει θέσει.
Λοιπόν, όπως ο ίδιος ρητά αναφέρει το αντικείμενο του βιβλίου του είναι «η θυματοποίηση, δηλαδή το ερώτημα πώς και γιατί ένα υποκείμενο καταλήγει να οργανώσει την ύπαρξή του γύρω από την απώλεια και τη λύπη» (σ.16). Και μάλιστα, πιο ειδικά και συγκεκριμένα, η ίδια η «μαζοχιστική εμμονή στο παράπονο και στη λύπη όσον αφορά την περίπτωση» εκείνου που αποκαλεί «ελληνικό ριζοσπαστικό πατριωτισμό» (σ.16). Μια πρώτη παρατήρηση στο σημείο αυτό έχει να κάνει με το ίδιο το ερώτημα που θέτει ο συγγραφέας και το οποίο αποτελεί αντικείμενο έρευνας του βιβλίου του. Ως γνωστών, ο τρόπος με τον οποίο θέτουμε ένα ερώτημα προδιαγράφει, έως ένα σημαντικό βαθμό, την απάντηση που θα δώσουμε στο ερώτημα που θέσαμε. Λοιπόν, όπως αντιλαμβάνομαι το ζήτημα, στο σημείο αυτό τα πράγματα έχουν ως εξής: ο συγγραφέας ξεκινά κάπως ανάποδα. Από ότι φαίνεται έχει έτοιμη ήδη μια απάντηση και έπειτα φτιάχνει την ερώτηση. Συγκεκριμένα δηλαδή, ο συγγραφέας ήδη από την αρχή φαίνεται πως έχει αποφασίσει πως η Αριστερά πάσχει ήδη από το σύνδρομο της «θυματοποίησης» και μάλιστα προχωράει ακόμα περισσότερο διατυπώνοντας μια απόφανση: πως αυτή η θυματοποίηση αποτελεί μια «μαζοχιστική εμμονή» της.
Εδώ βέβαια πριν καν ακόμα καταλήξει στην απάντησή του ο συγγραφέας έχει ήδη προϋποθέσει πως η Αριστερά είναι ένα ανθρώπινο υποκείμενο με ψυχική υπόσταση όπως ακριβώς και οι κανονικοί άνθρωποι. Όπως αναφέρει «[η] αριστερά δεν είναι κράτος εν κράτει μέσα στην ελληνική κοινωνία∙ ακόμη περισσότερο, τα ανθρώπινα υποκείμενα τείνουν να συγκροτούνται συχνά μέσα από την μίμηση ή την ταύτιση με άλλα, ακόμα και όταν αυτά είναι αντίπαλα» (σ.15). Στο σημείο αυτό υπάρχει ένας υπαινικτικός παραλληλισμός του τρόπου με τον οποίο κατασκευάζουν την ταυτότητά τους τα ανθρώπινα υποκείμενα με τον τρόπο που την κατασκεύασε η Αριστερά. Και για το λόγο αυτό και ο συγγραφέας θα αναλάβει να εξετάσει όλο αυτό το «πολύπλοκο παιχνίδι υβριδισμού και ανταλλαγής των ταυτοτήτων ή μάλλον των ταυτίσεων […]» (σ.15). Δε θα μπω εδώ στην τεραστία φιλολογία για το πώς συγκροτεί ένα υποκείμενο την ταυτότητά του -που εξάλλου να θυμίσω πως αυτό το «παιχνίδι αυτό των ταυτίσεων» και ο «υβριδισμός» αποτελεί μια μόνο (και αρκετά μερική είναι αλήθεια) απάντηση πάνω στο τεράστιο στο ζήτημα των ταυτοτήτων. Απλώς και μόνον ας συγκρατήσουμε στο σημείο αυτό πως η Αριστερά παραλληλίζεται με υποκείμενο με ψυχική διάσταση. Παραλληλισμός ο οποίος λαμβάνεται στις πιο ακραίες του συνέπειες: η Αριστερά αποτελεί υποκείμενο με ψυχική διάσταση και μάλιστα πως όλες οι επιμέρους τάσεις της Αριστεράς συγκροτούν ένα ενιαίο υποκείμενο (σ.16).
Για να στηρίξει, δε, τη θέση του αυτή ο συγγραφέας θα ψάξει να αναζητήσει το ποια είναι η άποψη που έχει η Αριστερά για τον εαυτό της μέσα από τον ίδιο το λόγο που εκφέρει. Στο σημείο αυτό ο συγγραφέας είναι σαφής: «[…] εκκινώ από την υπόθεση ότι όλα αυτά τα στοιχεία συγκροτούν έναν λεκτικό σχηματισμό και ότι για την υλιστική κατανόηση αυτού του σχηματισμού, είναι θεμιτό και χρήσιμο να καταφύγουμε στη συμπτωματολογική ανάγνωση και να αξιοποιήσουμε κάποια θεωρητικά εργαλεία από την ψυχανάλυση» (σ.17). Η πρακτική αυτή επιτρέπει την καλύτερη συγκέντρωση ενός ογκώδους και ετερογενούς υλικού ώστε να υποβληθεί αργότερα σε συμπτωματολογική ανάγνωση. Οι λόγοι, δε, που παρατίθενται εκτενώς στο βιβλίο αποτελούν ένας είδος οδηγού που κατευθύνουν τον συγγραφέα στη διατύπωση μιας διάγνωσης, μια μορφή τροχιοδεικτικού βλήματος δηλαδή που οδηγεί κατευθείαν στην καρδιά μιας παθογένειας: της μαζοχιστικής εμμονής της ίδιας Αριστεράς στην περιγραφή του εαυτού της ως ακόμα ενός θύματος στο οποίο όλοι οφείλουν σεβασμό. Ένα μάλιστα ερώτημα που μου τέθηκε είναι αν και κατά πόσο η ίδια η τάση της Αριστεράς να παρουσιάζει τον εαυτό της ως θύμα αποτελεί ψυχική της αρρώστια ή αν (και θα επανέλθω) αποτελεί συγκεκριμένη πολιτική της επιλογή στην οποία προσφεύγει προκειμένου να εξυπηρετήσει τα άμεσα συμφέροντά της.
Πάντως, από τα λίγα αυτά προκαταρκτικά γίνεται φανερό πως εγείρονται διάφορα ερωτήματα γύρω από την ίδια την επιλογή της χρήσης των ψυχαναλυτικών εργαλείων πάνω σε πολιτικά ζητήματα. Ασφαλώς το ενδιαφέρον εδώ είναι πως ο συγγραφέας γνωρίζει πολύ καλά τις ανεπάρκειες και τα προβλήματα των εργαλείων αυτών. Για αυτό και παραπέμπει αλλού προκειμένου να δικαιολογήσει την ενέργειά του: «[…] [Π]ρόκειται για μια σχέση που προϋποθέτει τον κοινωνικό δεσμό του λόγου –όπως ακριβώς και το σύμπτωμα δεν είναι καθόλου άσχετο με τη δυσφορία στο πολιτισμό. Επιπλέον, η ίδια η αναλυτική σχέση, με τη σειρά της, παράγει μια γνώση και μια θεωρία με σημαντικές κοινωνικοπολιτικές συνέπειες». Και «[…] [τ]α περάσματα επομένως ανάμεσα στο ψυχικό και το κοινωνικό είναι ίσως ευκολότερα απ’ όσο συνήθως νομίζουμε». Μέσα από τον «κοινωνικό δεσμό του λόγου» που κρατά ανοιχτές τις γέφυρες μεταξύ πολιτικής και ψυχανάλυσης θα χρησιμοποιηθούν οι «λεκτικοί σχηματισμοί» δανεισμένοι από το φουκωϊκό μεταδομισμό. Νομίζω εδώ πως υπάρχει ένα επιστημολογικό ζήτημα που βρίσκεται ιστορικά στη βάση συγκρότησης τόσο του ψυχαναλυτικού λόγου όσο και δομισμού που, περιγραφικά μιλώντας, αφορά την ανάλυση μιας κατάστασης μέσα από την αναζήτηση κάποιων ενδείξεων, κάποιων κρυφών σημείων, κάποιου ίχνους ή ακόμα και νήματος που συνδέει μια σειρά από αντιφατικά μεταξύ τους στοιχεία (ίσως πάλι -δεν είμαι σίγουρος- αυτό να σχετίζεται ευρύτερα και με αυτό που έχει ονομαστεί ως philosophie du soupçon αν και δε χρειάζεται τώρα να ασχοληθούμε εδώ). Μιας, δε, και ο συγγραφέας αναφέρεται εδώ στην ψυχανάλυση, έχει σημασία πως ο Φρόυντ στηρίχτηκε ακριβώς στο επιστημολογικό μοντέλο αυτό προκειμένου να εδραιώσει με επιστημονικό τρόπο τον ψυχαναλυτικό λόγο. Ο γνωστός ιταλός ιστορικός της «μικρο-ιστορίας», Κάρλο Γκίνζμπουργκ σε ένα άρθρο του (« Signes, traces, pistes. Racines d’un paradigme de l’indice », Le Débat, Novembre 1980, pp. 3-44) δείχνει πως ο Φρόυντ εμπνεόμενος την τέχνη πήρε την ιδέα της αναζήτησης της αλήθειας για μια ψυχική ασθένεια μέσα από επιμέρους ενδείξεις που χρησίμευαν ως δηλωτικά μιας ασθένειας. Πρόκειται για το paradigme de l’indice ή τη «σημειοτική ιατρική» που επιτρέπει την διατύπωση μιας διάγνωσης πάνω σε ασθένειες που ξεφεύγουν από την επιφανειακή παρατήρηση. Μοντέλο που από τις αρχές του 20ου αιώνα άρχισε να κυριαρχεί στις ανθρωπιστικές επιστήμες και το οποίο βασίζονταν κατά βάση στη σημειοτική. Σημασία τώρα για εμάς εδώ έχει πως το μοντέλο αυτό έχει μια πολύ συγκεκριμένη συλλογιστική στη δημιουργία αιτιωδών σχέσεων μεταξύ αυτών των επιμέρους ενδείξεων προκειμένου να διατυπωθούν γενικά συμπεράσματα.
Δε θα επεκταθώ τώρα στο ζήτημα αυτό. Το αναφέρω μονάχα στα γρήγορα πρώτων για να πω πως τα ψυχαναλυτικά εργαλεία δεν είναι ουδέτερα, αλλά είναι φορείς αξιών και δεύτερον πως τα εργαλεία αυτά υποτίθεται επιτρέπουν σε όποιον ξέρει να τα χειρίζεται να κάνει διαγνώσεις σχετικά όχι με αυτό που λέει κάποιος, αλλά με αυτό που υπονοούν αυτά που θέλει να πει. Δεν ξέρω κατά πόσο λειτουργεί το μοντέλο αυτό στην ψυχαναλυτική πρακτική, αν και από ότι άκουσα έχει υποβληθεί εδώ και αρκετό καιρό σε κριτική, ωστόσο υπάρχει ένα ζήτημα όσον αφορά την πολιτική ανάλυση. Αν κάτι δηλαδή μου έκανε εντύπωση, όταν σε διάφορες περιπτώσεις αναλύονται δηλώσεις και κείμενα διάφορων «ταγών του Έθνους», είναι πως ο συγγραφέας (ειδικά στο σημείο που ασχολείται με τον Θεοδωράκη) ερμηνεύει σημεία από λόγους στους οποίους μας εξηγεί όχι τι έχει πει ο συγκεκριμένος «ταγός», αλλά τι ήθελε να πει σε ένα δεύτερο επίπεδο με όσα ρητά δηλώνει… Νομίζω, λοιπόν, πως εκείνο που επιτρέπει να πει κάποιος ότι μπορώ να αναλύσω καλύτερα από εσένα τον ίδιο αυτά που λες έχει να κάνει με τον επιστημονικό αυτό μοντέλο που περιέγραψα και τις αιτιώδεις αλληλουχίες που ψάχνει να δημιουργήσει. Γιατί κανείς δεν αμφιβάλλει και στην ουσία ούτε και διαφωνώ με τη συντριπτική επιχειρηματολογία που αναπτύσσει ο συγγραφέας αποδεικνύοντας πόσο εθνικιστικός, σεξιστικός, αιμοδιψής και μοιρολατρικός είναι ο λόγος των εθνικιστών. Αν όμως υποστηρίζω πως τα εργαλεία που χρησιμοποιεί δεν είναι ουδέτερα είναι γιατί μέσα από αυτά τους εμφανίζει σαν να είναι παθητικοί δέκτες όσων λένε, σα να βρίσκονται χαμένοι μέσα στις αναπαραστάσεις και τα ιδεολογικά τους σχήματα, σα να μιλιούνται μέσα από την ίδια τους τη γλώσσα, σαν τελικά να πάσχουν από κάτι.
Θεωρώ δε πως σε κάποια σημεία, όπως στην ανάλυση για το διάλογο στο Indymedia, πως αυτά οδηγούν αποπροσανατολιστικά για την επιχειρηματολογία που θέλει να στηρίξει ο συγγραφέας. Έτσι, όσα άκρως εθνικιστικά υποστηρίζει ο χρήστης «G…», ο συγγραφέας τα θεωρεί πως ανάγονται «μάλλον στην αρμοδιότητα της ψυχιατρικής παρά της πολιτικής». (σ. 97). Και εύλογα θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς πως αν ίσχυε κάτι τέτοιο τότε γιατί να ασχολούμαστε με έναν «ψυχοπαθή» με παράξενες απόψεις… Τι γίνεται όμως τώρα που είναι τόσοι πολλοί αυτοί με τις παράξενες εθνικιστικές απόψεις και όσοι έχουμε πάρει θέση ρητά κατά των εθνικισμών είμαστε η μειοψηφία; Μήπως ότι όλοι αυτοί πάσχουν και εμείς όχι; Ήδη μάλλον το να κατηγορεί κανείς (πράγμα που ουκ ολίγες φορές έχει γίνει στα media) πως οι απόψεις του έχουν κάτι το παθολογικό (πέρα από το ότι υπονοούμε ότι οι δικές μας σφύζουν «υγείας» -που και προσοχή εδώ μιλάμε για μοντέλα κοινωνίας…) είναι σα να προσπαθούμε να τον υποβιβάσουμε ώστε να αποδείξουμε πως οι απόψεις του δεν έχουν το κύρος που έχουν οι δικές μας ώστε να είναι σε θέση να τους αντιπαρατεθούμε… Ή μήπως το ταξικό μίσος που οφείλουμε σε κάθε μικρό ή μεγάλο αφεντικό, στον κάθε προϊστάμενο που μας εκμεταλλεύεται με τον χειρότερο τρόπο προκειμένου να μας ποδοπατήσει και να ανέλθει στην ιεραρχία είναι μια ατομική ψυχολογική κατάσταση ή μια απλή ασθένεια της ψυχής και του νου από την οποία μερικές ψυχαναλυτικές συνεδρίες θα μας απάλλασσαν. Μήπως δηλαδή αυτό σημαίνει πως πρόκειται, απλά και μόνο, για ένα ατομικό πρόβλημα του καθένα; Και αν είναι πολλοί αυτοί οι εκμεταλλευόμενοι με ταξικό μίσος τότε ο καθένας τους πάσχει από το δικό του ατομικό πρόβλημα; Πώς απαντά κανείς σε έναν πόλεμο που άλλοι του έχουν κηρύξει και που τον ζούμε κάθε μέρα;
Από την άλλη πάλι, τι θα συνέβαινε με όλους εμάς για παράδειγμα που αγωνιζόμαστε για την «κομμουνιστική», «αναρχική» ή όπως αλλιώς θέλετε πείτε τη κοινωνία φέρνοντας τη συζήτηση στο επίπεδο ψυχολογικών νευρώσεων και εμμονών; Μήπως πως αυτό είναι το μοναδικό «υγειές» μοντέλο κοινωνίας απέναντι στο «παθολογικό» εξουσιαστικό και καπιταλιστικό μοντέλο; Και αν είναι το μοναδικό τότε τι γίνεται με τις «υβριδικές» καταστάσεις όπως για παράδειγμα ο εθνικοσοσιαλισμός; Και τι σημαίνει αυτό το «υγιές» που συνεχώς υπονοείται;
Ένα άλλο επίσης ζήτημα που υπάρχει σχετικά με τη χρήση των ψυχαναλυτικών εργαλείων έχει να κάνει ακριβώς με τη μετάβαση από το ψυχικό στο κοινωνικό μέσω του κοινωνικού δεσμού του λόγου, όπως είδαμε. Γράφει ο Α. Γ.: «Ωστόσο, η ανταπόκριση του Θεοδωράκη, και εν συνεχεία της ελληνικής αριστεράς και της ελληνικής κοινωνίας στο σύνολό της, προς το Άξιον Εστί, δεν ήταν αποτέλεσμα της λογικής συνοχής του σχήματος. Το αφηγηματικό σχήμα μπορεί να ήταν αντιιστορικό ή φαντασιωτικό, αλλά ως γνωστόν η πρακτική επιτυχία και αποτελεσματικότητα μιας παρανοϊκής ιδέας δεν είναι ευθέως ανάλογη με την αλήθεια της, αλλά μάλλον με την ψυχολογική ανάγκη του υποκειμένου» (σσ. 57-58). Εδώ η ελληνική Αριστερά και η ελληνική κοινωνία παρουσιάζονται ως ένα ενιαίο σώμα με ένα ιδιαίτερο βάθος, με μια ενιαία ψυχή, ένα δηλαδή συλλογικό ασυνείδητο στο οποίο μπορούμε να αναζητήσουμε όλα τα τραύματα της «παιδικής ηλικίας», δηλαδή του εμφυλίου πολέμου. Θεωρώ πως αναλύσεις τέτοιου είδους, που βρίθουν στο έργο του, αποτελούν συνέπεια των μεθοδολογικών επιλογών και των εργαλείων που χρησιμοποιεί ο συγγραφές, την ίδια στιγμή που γνωρίζει πολύ καλά πως οι συνειδήσεις των ανθρώπων έχουν μια δυναμική δεν είναι ενιαίες και αλλάζουν στο χρόνο και πως άλλωστε «οι εξελίξεις στην ελληνική κοινωνία» όπως ο ίδιος γράφει παρακάτω, «είναι αποτέλεσμα και συμπύκνωση των αντιθέσεων και του συσχετισμού δυνάμεων που αναπτύσσονται στο εσωτερικό της» (σσ. 85-86). Αυτή η τελευταία φράση σημαίνει πως υπήρξαν και κατά τον εμφύλιο ρωγμές στον κυρίαρχο αυτό εθνικιστικό λόγο που πρόσβαλλαν όχι μόνο το σχήμα της θυματοποίησης, αλλά πρότασσαν μια ανταγωνιστική οπτική προς την εθνικιστική. Αναφέρομαι στο διεθνισμό και τον επαναστατικό ντεφετισμό του Άγι Στίνα που κατά τον εμφύλιο ήρθε σε ευθεία ρήξη με κάθε είδους πατριωτική ιδεολογία. Η δράση και το πρόταγμα του Στίνα, όσο και το πόσο σημαντική υπήρξε η οργάνωση που δημιούργησε κατά τον εμφύλιο (και που δε θεωρώ τυχαίο πως μέσα από αυτήν αναδείχθηκαν μια σειρά από επαναστάτες, και δεν εννοώ μόνο τον Καστοριάδη) νομίζω είναι γνωστή. Αν το αναφέρω όμως είναι γιατί πρέπει να έχουμε υπόψη μας πως οι ψυχαναλυτικές μεταφορές αποκρύπτουν τις συγκρούσεις και τις μάχες (σε ιδεολογικό και πρακτικό επίπεδο) που ιστορικά δόθηκαν για την επικράτηση αυτών που σήμερα έχουν γίνει κυρίαρχα και αδιαμφισβήτητα. Και όλοι γνωρίζουμε τι σήμαινε στα χρόνια του εμφυλίου το να υποστηρίζεις μια διεθνιστική οπτική και να αντιλαμβάνεσαι πως η εξουσία δεν είναι πράγμα, αλλά σχέση. Οι απίστευτοι διωγμοί και οι δολοφονίες των διεθνιστών στην ιστορία, η ήττα της ισπανικής επανάστασης, τι άλλο μαρτυρούν και τι σημαίνουν για εμάς σήμερα; Δε θα επεκταθώ άλλο στο σημείο αυτό, μιας και θεωρώ πως στην ουσία ο συγγραφέας σε άλλα σημεία στο έργο του διατηρεί μια ανταγωνιστική οπτική των πραγμάτων.
Ωστόσο, νομίζω πως από το να μπλέκαμε στους λαβυρίνθους αυτούς θα μπορούσαμε, ίσως, να βλέπαμε τη χρησιμοποίηση του εθνικισμού από την Αριστερά ως μια πολιτική της επιλογή. Επιλογής που ιστορικά η Αριστερά έκανε με ρητό σκοπό να καταλάβει την εξουσία στέλνοντας στο διάολο οποιαδήποτε απελευθερωτικό πρόταγμα έθετε σε αμφισβήτηση την αξίωσή της αυτή για εξουσία. Επιλογής άρα που είχε μια χρηστική αξία για την ίδια. Ας θυμηθούμε την απάντηση του Λένιν για τον τρόπο οργάνωσης του κόμματος. Όταν η Αριστερά κατά το 40 καλούσε τους εργάτες να πολεμήσουν με τον Μεταξά, ή όταν στον ελληνικό εμφύλιο κατέσφαζε οποιαδήποτε αντιπολίτευση εντός ή εκτός του κόμματος ή όταν στη Γαλλία στα τέλη του 40 βρίσκονταν στην εξουσία το Κ.Κ.Γ. και είχε καταφέρει να πνίξει, μέσα από τους μηχανισμούς της, σχεδόν ολοκληρωτικά τις εργατικές αντιδράσεις απέναντι στους νόμους που περνούσε, το έκανε αφενός για να καταφέρει να αναρριχηθεί στην εξουσία και αφετέρου για να αποδείξει στην αστική τάξη ότι είναι σε θέση να διαχειριστεί τα συμφέροντα που αυτή της είχε αναθέσει. Εκείνο λοιπόν που έχει σημασία είναι να δούμε πώς έδρασε η Αριστερά μέσα σε συγκεκριμένες ιστορικές πραγματικότητες και πως στην ιστορία ο εθνικιστικός λόγος την εξυπηρέτησε περίφημα στο στόχο που είχε για κατάληψη της εξουσίας. Και ασφαλώς ας έχουμε υπόψη μας και το γεγονός πως όταν οι εθνικοί «ταγοί» υπερασπίζονται την πατρίδα τους και το λαό τους και προβαίνουν μάλιστα στους πιο ανιστορικούς και παραπλανητικούς ισχυρισμούς για αυτούς, το κάνουν για να προασπίσουν και τη θέση (με τα προνόμια και τις απολαβές που αυτή συνεπάγεται) μέσα στην ιεραρχική οργάνωση της κοινωνίας. Το ότι η υπεράσπιση τώρα αυτή δεν αφορά μόνο τη θέση τους, αλλά και τη διαιώνιση μιας κατάστασης που τους εξασφαλίζει τη θέση αυτή (δηλαδή απόκρυψη των ταξικών και κοινωνικών διαιρέσεων στο όνομα της εθνικής ενότητας) αυτό είναι κάτι το οποίο αποδεικνύεται και από την αποδοχή που έχουν στους κόλπους του καθεστώτος που επικρίνουν (βλ. Αλτουσέρ). Κατά τη γνώμη μου λοιπόν, όταν η Αριστερά προσπαθεί να κρύψει την επεκτατικότητα του ελληνικού κεφαλαίου και μυωπικά επικεντρώνεται στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, όταν προσπαθεί να εμφανίσει έναν πόλεμο ως εθνικό ή θρησκευτικό και να αποκρύψει το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα που γεννά αυτόν τον πόλεμο, όταν σιωπά για την ταξικό πόλεμο που διχάζει βαθιά αυτήν την κοινωνία δεν το κάνει επειδή κινητοποιεί κάποιο «μηχανισμό προβλητικής ταύτισης» (σ. 207) όπως αναφέρεται σε κάποιο σημείο, αλλά γιατί έχει να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα που απορρέουν από την προνομιακή θέση που έχει μέσα στο σύστημα της καταπίεσης και εκμετάλλευσης που σε επιφανειακό επίπεδο επικρίνει. Αν επισημαίνω και τονίζω το σημείο είναι γιατί θεωρώ πως παραγνωρίζεται στο βιβλίο σχεδόν ολοκληρωτικά και πως θάβεται κάτω από μια σειρά ψυχολογίζοντα επιχειρήματα. Το κάνω επίσης γιατί δείχνει πως η Αριστερά δεν υπήρξε θύμα ούτε παθητικός δέκτης της εθνικιστικής ιδεολογίας, αλλά πως έπαιξε και παίζει ενεργητικό ρόλο στη διαιώνιση και της καθεστηκυίας τάξης και, κατά προέκταση, της ίδιας ως τέτοιας: αριστερή διαμεσολάβηση συμφερόντων.
Θα ήθελα όμως τώρα να επισημάνω ακόμα ένα λόγο για τον οποίο αναφέρθηκα στην αρχή στο επιστημολογικό αυτό μοντέλο. Το έκανα λοιπόν και για τον πρόσθετο λόγο πως αυτό προϋποθέτει κάποιους θεμελιώδεις διαχωρισμούς μεταξύ κάποιων ειδικών που κατέχουν την ανακλαστική γνώση και μπορούν να βρίσκουν λύσεις (στα πολιτικά) προβλήματα και των υπόλοιπων που δεν γνωρίζουν και για αυτό δεν πράττουν ανάλογα. Αυτό, παρά το γεγονός πως ο συγγραφέας έχει απορρίψει την ύπαρξη μιας από τα έξω συνείδησης την οποία κάποιοι ειδικοί πρέπει να φέρουν στις μάζες. Το να επεκτείνεις όμως το σχήμα γιατρός-ασθενής, θεραπευτής-αναλυόμενος στο πολιτικό επίπεδο είναι σα να πρεσβεύεις πως υπάρχει ένας θεμελιώδης διαχωρισμός μεταξύ θεωρίας και δράσης, μεταξύ θεωρητικών και αγωνιστών, αλλά και πολύ περισσότερο (καθαρός φροϋδισμός εδώ!) πως το ασυνείδητο μιας κατάστασης, ενός φαινομένου βρίσκεται και υπάρχει ήδη εκεί, έτοιμο και μορφοποιημένο και περιμένει τον ειδικό να έρθει να το αναλύσει… Δεν αμφιβάλλω ασφαλώς ούτε για την αναγκαιότητα να αναλύουμε και να υποβάλλουμε σε εξαντλητική κριτική κυρίαρχα μυθεύματα, ούτε όμως και σε καμιά περίπτωση θεωρώ πως η πρόθεση του συγγραφέα είναι αυτή. Το πρόβλημα όμως δεν είναι αυτό. Το ερώτημα, για να το πω όσο ποιο απλά γίνεται, είναι ως τι καλούμαστε να θεραπεύσουμε την «αθεράπευτη νεκροφιλία του ριζοσπαστικού πατριωτισμού»; Και κάνω την ερώτηση αυτή γιατί θεωρώ δεδομένο πως η κομμουνιστική οπτική θα πρέπει να είναι και να παραμένει μια άλλη πρόταση, μια ανταγωνιστική οπωσδήποτε πρόταση, αλλά μια πρόταση και τίποτε παραπάνω. Εδώ ερχόμαστε αμέσως στο τρίτο ζήτημα που θέλω να θίξω.
Μπορώ να αφήσω στην άκρη τώρα για μια στιγμή την κριτική στις μεθοδολογικές επιλογές του συγγραφέα, από τη στιγμή άλλωστε που αποτελούν συνειδητές του επιλογές. Όπως διάβαζα όμως το βιβλίο μου δημιουργήθηκαν απορίες οι οποίες δεν περιορίζονται, όπως ο ίδιος λέει, μόνο στη νομιμότητα ενός ψυχαναλυτικού λόγου πάνω στην κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα (σ. 17), αλλά πως υπάρχουν και ευρύτερα ζητήματα που έχουν να κάνουν με την ίδια τη χρησιμοποίηση επιστημονίστικων μεθόδων πάνω σε μια πολιτική και ιστορική πραγματικότητα. Γιατί το ερώτημα που θα μπορούσε να θέσει κάποιος είναι γιατί και πώς μια επιστημονική ανάλυση μπορεί να θεωρηθεί ως βάση για την προάσπιση μιας πολιτικής θέσης. Κατά πόσο δηλαδή νομιμοποιείται όχι απλά και μόνο ο ψυχαναλυτικός λόγος για την ανάλυση ενός πολιτικοκοινωνικού φαινομένου, αλλά και ευρύτερα ένας επιστημονικός λόγος (με τις γνωστές αξιώσεις ουδετερότητας, αλλά και τους διαχωρισμούς που τον διακρίνουν) προκειμένου να τεκμηριώσει μια πολιτική θέση. Γιατί αν κάτι διαφοροποιεί το εν λόγω βιβλίο από την ακαδημαϊκή βιβλιογραφία πάνω στον εθνικισμό αυτό δεν είναι άλλο από την πολιτική θέση που παίρνει απέναντι στο ζήτημα. Ο συγγραφέας του δηλαδή δεν αρκείται ούτε σε μια απλή παράθεση αναφορών και πηγών, ούτε σε μια απλή αποδόμηση του κυρίαρχου εθνικιστικού λόγου, αλλά παίρνει σοβαρά και υπεύθυνα πολιτική θέση απέναντι στο θέμα υπερασπίζοντας ρητά το πρόταγμα για μια άλλη κοινωνία. Όλη η κριτική που ασκείται στον εθνικισμό γίνεται με σκοπό την κατάργηση των εθνικιστικών διαιρέσεων και διαχωρισμών μέσα από μια κομμουνιστική οπτική. Αν άρα γίνεται λόγος για το αδιέξοδο του εθνικισμού αυτό δε γίνεται παρά για να καταδειχθεί πως αυτός δεν αποτελεί έναν αιώνιο και σιδερένιο νόμο της ιστορίας, αλλά πως υπάρχουν απαντήσεις και πως μάλιστα οι απαντήσεις αυτές είναι δίπλα μας και είναι εφικτές.
Το τελευταίο μέρος του βιβλίου έχει αφιερωθεί στη διατύπωση της πολιτικής θέσης του συγγραφέα και στην περιγραφή ενός αγώνα που τον θεωρεί κεφαλαιώδους σημασίας για το «παγκόσμιο κίνημα στον 21ο αιώνα» όπως μάλιστα λέει (σ. 290). Ο αγώνας αυτός στην ουσία παρουσιάζεται ως το αντι-παράδειγμα στον εθνικισμό, ως η απάντηση απέναντι στη θυματοποίηση, το μαζοχισμό και τις εμμονές της Αριστεράς. Επομένως γίνεται προφανές πως αποτελεί το υγιές παράδειγμα απέναντι σε μια παθολογία. Το πρόβλημα λοιπόν εδώ δεν είναι γιατί αποτελεί υγεία ο αγώνας αυτός, αλλά γιατί ακριβώς η πολιτική επιλογή των ανθρώπων αυτών που αγωνίστηκαν από κοινού παρουσιάζεται από τον συγγραφέα ως εάν επρόκειτο για κάτι που θα απάλλασσε την Αριστερά από τις εμμονές της και θα επέτρεπε τη θεμελίωση της «χαράς του να είσαι κομμουνιστής» στη δράση. Ασφαλώς θεωρώ σωστό πως ο συγγραφέας ψάχνει απαντήσεις στον εθνικισμό στη δράση και όχι σε ερμητικά φιλοσοφικά συστήματα για παράδειγμα. Τελικά όμως, το να καταλήγεις αποδεικτικά και με βάση όσα έχεις πει σε όλο σου το βιβλίο σε μια τέτοια θέση (στην οποία θα πατήσεις «την ελαφρότητα και τη χαρά του να είσαι κομμουνιστής») είναι σα να κρύβεις την πολιτική θέση που έχεις ήδη πάρει εναντίον του εθνικισμού πίσω από έναν επιστημονικό-ψυχαναλυτικό λόγο προκειμένου να προσδώσεις το κύρος που νομίζεις ότι λείπει ακριβώς από αυτήν την πολιτική σου θέση. Για να το πω δηλαδή διαφορετικά το να είναι κανείς εναντίον του έθνους και υπέρ μια α-εθνικής ή διεθνιστικής οπτικής δε χρειάζεται κανέναν επιστημονικό λόγο που να του το αποδεικνύει. Η ιστορική εμπειρία με τους δύο παγκόσμιους αρκεί. Από ότι φαίνεται οι άνθρωποι που κατέβηκαν στο δρόμο στο συγκεκριμένο αγώνα έδειχναν πως είχαν κατανοήσει, ως ένα βαθμό, μέσα από την καθημερινή τους εμπειρία το πολύ απλό αυτό πράγμα.
Βέβαια, τα ερωτήματα που υπάρχουν για τον συγκεκριμένο αγώνα είναι άλλα. Μπορεί να μη γνωρίζω επακριβώς το περιστατικό όμως προφανώς ποτέ δεν κατεβαίνουν «σώματα» ή «ταυτότητες» στο δρόμο, αλλά αληθινοί άνθρωποι με αιτήματα και διεκδικήσεις. Το κατά πόσο τώρα ο «υβριδιμός αποτελούσε μέσο πάλης, αλλά και ταυτόχρονα διακηρυγμένο στόχο της κινητοποίησής τους» (σ. 291) είναι κάτι που ομολογουμένως δεν καταλαβαίνω τι ακριβώς σημαίνει. Και δεν το καταλαβαίνω γιατί σε έναν αγώνα εξετάζει κανείς πρώτα και κύρια μορφές και τρόπους οργάνωσης, αν είναι διαμεσολαβημένος από κόμματα ή συνδικάτα, τι αιτήματα έχουν όσοι κατεβαίνουν και με τι μέσα προσπαθούν να τα επιτύχουν, αν βάζουν ευρύτερα ζητήματα που δεν αφορούν απλώς και μόνο την επίτευξη άμεσων διεκδικήσεων, αν προσπαθούν να ξεπεράσουν ό,τι τους διαχωρίζει και σε ποιο βαθμό και μια σειρά από ζητήματα που δεν είναι άσχετα ούτε με το τι έχουν στο κεφάλι τους ούτε και κυρίως με το πώς δρουν. Το να αναζητά κανείς σε έναν αγώνα «σώματα», «πληθυντικότητες» και διάφορα τέτοια σε ένα τουλάχιστον πρώτο επίπεδο είναι σα να προσπαθεί να προσαρμόσει την πραγματικότητα ενός αγώνα με τα (φιλοσοφικά) σχήματα που έχει υιοθετήσει∙ και να το κάνει μάλιστα αυτό παραβλέποντας, σε ένα πρώτο πάντα επίπεδο, αυτό για το οποίο αγωνίζονται και διεκδικούν οι άνθρωποι αυτοί. Επομένως, δε διαφωνώ καθόλου στο ότι πρέπει να αναλύσουμε καλύτερα τον αγώνα αυτό, όπως και κάθε αγώνα που τουλάχιστον δεν υποκινείται από κόμματα ή συνδικάτα, αλλά το ζήτημα που θέτω είναι με τι κριτήρια το κάνουμε.
Ο αγώνας αυτός είναι σημαντικός όμως για τον συγγραφέα γιατί τον επιλέγει ώστε να ασκήσει κριτική στην Αριστερά: «[…] η ελληνική αριστερά όφειλε να ήταν εκεί, είχε στοιχειώδες καθήκον να ακούσει, να συνομιλήσει, να συνεργαστεί με το κίνημα αυτό. Ακόμα και ο όρος «καθήκον» είναι καταχρηστικός εδώ: αυτό που επέβαλλε αυτή τη συνάντηση δεν ήταν η συμμόρφωση σε κάποια δεοντολογία, αλλά το ίδιο το συμφέρον της ελληνικής αριστεράς, η οποία είχε έτσι μια χρυσή ευκαιρία να απεγκλωβιστεί από την κακοδαιμονία και τον επαρχιωτισμό της, να πάρει μέρος σε αυτήν την πληθυντική γιορτή και να εισπνεύσει μια πνοή καθαρού αέρα» (σσ. 290-291). Το ερώτημα τώρα εδώ είναι πώς και γιατί ο συγγραφέας παρά τη συντριπτική κριτική που ασκεί στις ιδεολογικές παρωπίδες της Αριστεράς μπαίνει σε μια διαδικασία να υποδείξει τι πρέπει αυτή να κάνει. Και μάλιστα να το υποδείξει όχι ως μια απλή πολιτική πρόταση, αλλά συνοδευόμενη από την ισχύ μιας επιστημονικής απόφανσης. Με δεδομένο δηλαδή πως είναι «αθεράπευτη» αυτή της η «νεκροφιλία» (αυτό δε λέει η διάγνωση;) γιατί θέλει να τη θεραπεύσει; Μήπως έτσι δεν εγκλωβίζεται και ο ίδιος στο αδύνατο ενός διαλόγου με «φαντάσματα» και «βρυκόλακες»; Γιατί βέβαια το να θεωρεί κανείς πως οι συνέπειες του εθνικιστικού της λόγου είναι απλώς «κακοδαιμονία» ή «επαρχιωτισμός» είναι σα να διαγράφει μια σειρά από ζητήματα που έχουν να κάνουν με το ρόλο της ως θεσμισμένης εξουσίας και ως γραφειοκρατίας. Ζητήματα δηλαδή για τα οποία η Αριστερά έχει ευθύνη. Ή μήπως αν πάλι ήταν τόσο απλό και «θεραπεύονταν» η Αριστερά αυτό πάλι θα αναιρούσε το γεγονός πως είναι θεσμισμένη εξουσία και πως αναπαράγει μια σειρά από διαχωρισμούς και διαιρέσεις. Από την άλλη, το ποιο είναι το συμφέρον της ελληνικής αριστεράς, αυτό νομίζω είναι κάτι που το γνωρίζει πολύ καλά η ίδια και δε χρειάζεται τρίτους να της το πούνε. Το ζήτημα για μένα είναι πως αν είχε συμφέρον η ελληνική αριστερά σε έναν τέτοιο αγώνα τότε θα έπρεπε να εξετάσουμε τι είδους συμφέρον είναι αυτό. Αλλά σε τελική ανάλυση, τι νόημα θα είχε και τι θα πρόσφερε σε όσους αγωνίζονται μια αριστερή αντιπολίτευση στην Αριστερά; Αυτό πιστεύω είναι το θέμα.
Να λοιπόν που εντοπίζω το κεντρικό πρόβλημα του βιβλίου, που στην τελική είναι και πρόβλημα πολιτικής θέσης. Στο ότι η «ελαφρότητα και η χαρά του να είσαι κομμουνιστής» και η ψυχική υγεία δεν μπορούν να κρύψουν μια σειρά από πραγματικά δεδομένα που τα συναντά κανείς όταν αποφασίσει να οργανωθεί και να δράσει στηριζόμενος στις δικές του δυνάμεις. Γιατί όσοι αγωνιζόμαστε για αυτήν την κομμουνιστική και ελεύθερη κοινωνία και συμμετέχουμε σε αγώνες εξωθεσμικούς και αυτοοργανωμένους έχουμε μάθει μέσα από την ίδια την καθημερινή μας εμπειρία πόσο εχθρικά διατίθεται απέναντί μας ολόκληρη η κατεστημένη οργάνωση της κοινωνίας –τμήμα της οποίας, ας μην το ξεχνάμε, είναι και η θεσμισμένη Αριστερά. Και πως ακόμα αυτό ο άλλος κόσμος θα έρθει μέσα από την αντιπαράθεση και τη σύγκρουση με ό,τι μας κρατά πίσω, αλλά και τη δημιουργία αμεσοδημοκρατικών θεσμών και σχέσεων που δε θα δηλητηριάζονται από κάθε μορφής εκμετάλλευση. Υπό την έννοια αυτή το πρόταγμα μιας ελευθεριακής κοινωνίας δε θεμελιώνεται ούτε και δικαιολογείται κατά κανέναν τρόπο ούτε στην ψυχαναλυτική θεωρία ούτε και σε καμιά επιστημονική θέση. Ούτε αποδεικνύεται ούτε συνάγεται η κομμουνιστική κοινωνία από καμία εξίσωση ή μαθηματικό τύπο. Υπερασπιζόμαστε και αγωνιζόμαστε ρητά για μια άλλη κοινωνική οργάνωση γιατί το έχουμε επιλέξει, γιατί έχουμε συμφέρον και γιατί το επιθυμούμε. Τόσο απλά.
Κατηγορία: Αναδημοσιεύσεις, Αναλύσεις, Εθνικισμός
Παλαιότερες αναρτήσεις Αρχική σελίδα