Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μεταφράσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μεταφράσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ο σύντροφος Hobo, μας έκανε την τιμή να μας στείλει τη μετάφραση του κειμένου του Caffentzis έχω αναφέρει παρακάτω. Ακολουθεί μία μικρή εισαγωγή του μεταφραστή.

Η παρακάτω μετάφραση έγινε πολύ γρήγορα, είναι σχετικά ελεύθερη, αλλά ακριβής στα νοήματα του πρωτότυπου (υπάρχει το αγγλικό κείμενο με το οποίο μπορεί να αντιπαρατεθεί και οι υποδείξεις για διορθώσεις είναι ευπρόσδεκτες). Μεταφράζω το food crisis ως «κρίση των τροφίμων» και όχι ως «επισιτιστική κρίση», ούτε ως «διατροφική κρίση». Ο πρώτος όρος παραπέμπει μάλλον σε μια κρίση πραγματικής έλλειψης τροφίμων (όπως π.χ. στο β- παγκόσμιο πόλεμο), ενώ ο δεύτερος σε κρίση στην ποιότητα των τροφίμων (π.χ. διοξίνες, μελανίνες, κλπ). Ενώ αυτό το οποίο μάλλον συμβαίνει είναι μία κρίση που αφορά το εμπόρευμα τρόφιμα σαν χρηματιστηριακή αξία. Οι υποσημειώσεις στο τέλος, οι τονισμοί και τα εισαγωγικά (αλλά όχι όλη η στίξη), είναι του Caffentzis. Οι ελάχιστες δικές μου, είναι ενσωματωμένες στο κείμενο, ως στμ.

Μετάφρασα το κείμενο γιατί αποτελεί πιθανόν το καλύτερο γραπτό που διάβασα φέτος, όχι μόνο σε σχέση με την κρίση. Αξίζει να διαβαστεί τουλάχιστον δύο φορές και να συζητηθεί αρκετά. Αξίζει επίσης να διανεμηθεί πλατιά. Δεν γράφονται συχνά τέτοια πράγματα σήμερα.

Κάποια πράγματα που αναφέρονται επίσης στο κείμενο, ή στις παραπομπές, και έχω την εντύπωση ότι δεν μας είναι γνωστά, όπως οι “clean clothes” campaigns (καμπάνιες «καθαρά ρούχα»), ή οι διαδηλώσεις σε Φιλιππίνες και Μεξικό σε κάποιες φάσεις αυτής της κρίσης, είναι σημαντικό να ερευνηθούν και να αναδειχτούν. Κατά την γνώμη μου, βεβαίως, βεβαίως…

Αυτά.

Ηobo

Ερμηνεύοντας την κρίση των τροφίμων


Μετά από τρεις δεκαετίες σχετικής σταθερότητας, οι τιμές των τροφίμων αυξάνονται δραματικά για πάνω από τρία χρόνια. Ανάμεσα στο Μάη του 2007 και του 2008 η τιμή του καλαμποκιού αυξήθηκε κατά 46%, του σιταριού κατά 80%, της σόγιας κατά 72%, του ρυζιού κατά 75%. Σαν αποτέλεσμα, σύμφωνα με το Παγκόσμιο πρόγραμμα την Ηνωμένων Εθνών για τα τρόφιμα (UN World Food Program), επιπλέον 130 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν προστεθεί στα εκατοντάδες εκατομμύρια των κιόλας λιμοκτονούντων, ή όσων υποφέρουν από υποσιτισμό.

Δεν αποτελεί έκπληξη, ότι σε μια ντουζίνα πόλεων σε όλο τον κόσμο, από το Πορτ- ο- Πρενς στο Κάιρο και στην Μανίλα, ότι οι άνθρωποι έχουν κατέβει σε διαμαρτυρίες ενάντια στην οικονομική ποινή θανάτου που τους έχει επιβληθεί, γνωρίζοντας ξεκάθαρα, πως οι διακυμάνσεις στις τιμές των εμπορευμάτων, δεν είναι «γεγονότα της φύσης». Πράγματι, τα ιερογλυφικά των τιμών των τροφίμων και κρύβουν και αποκαλύπτουν ένα κόσμο σχεδίων, πολιτικών και αγώνων που έχουμε ανάγκη να ξεκαθαρίσουμε, για να είμαστε ικανοί να ερμηνεύσουμε τις ρίζες της «κρίσης των τροφίμων».

Για τις τέλειες θύελλες και τις παράλογες φούσκες

Το πρώτο μας βήμα πρέπει να είναι η απόρριψη του χαρακτηρισμού αυτής της κρίσης, σαν «τέλειας θύελλας», δηλαδή σαν αποτέλεσμα ενός συνδυασμού παραγόντων που κανένας δεν θα ήταν δυνατό να προβλέψει. Τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι πιο μακριά από την αλήθεια. Όπως και με την «ενεργειακή κρίση», που έστειλε τις τιμές του πετρελαίου στον ουρανό, η άνοδος των τιμών στα τρόφιμα βασικής διατροφής, ήταν εύκολα προβλέψιμη και πραγματικά προβλέφτηκε από αναλυτές και ακτιβιστές σε όλο τον κόσμο. Για χρόνια, πράσινοι, οικο-φεμινίστριες, και πάνω από όλα, μέλη των κινημάτων ειρήνης, ισχυρίζονταν πως οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές που επιβάλλει η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στις χώρες του παγκόσμιου Νότου, στο όνομα της οικονομικής ανάκαμψης και της δομικής προσαρμογής, θα έχουν καταστροφικά αποτελέσματα στην παραγωγή τροφίμων και στην ικανότητα των ανθρώπων να αναπαράγουν τους εαυτούς τους.(1)

Παρόλα αυτά, η δομική προσαρμογή παρέμεινε η Βίβλος για την ρύθμιση των οικονομιών στην Αφρική, την Ασία και στην Λατινική Αμερική μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με αυτή, κυβερνήσεις σ’ αυτές τις περιοχές πιέστηκαν να ιδιωτικοποιήσουν το χρόνο μίσθωσης της γης, να κόψουν τις επιδοτήσεις στους αγρότες, αν ανακατευθύνουν των γεωργική παραγωγή προς εξαγόμενα αγαθά, ενώ άνοιγαν την πόρτα σε εισαγωγή τροφίμων (ειδικά από τις ΗΠΑ και τις χώρες της ΕΕ). Επιπρόσθετα, αναγκάζονταν να καταστρέψουν τα αποθέματα τροφίμων, με το επιχείρημα, ότι τέτοιοι προστατευτικοί μηχανισμοί δεν έχουν θέση στο ελεύθερο εμπόριο, στην παγκόσμια οικονομία, όπου τα τρόφιμα φτάνουν με ευκολία και φτηνά στα χέρια των καταναλωτών.

Ακόμα κι όταν συσσωρεύονταν οι ενδείξεις, πως αυτές οι πολιτικές δημιουργούσαν συνθήκες λιμού και μείζονες εξαρθρώσεις του κοινωνικού ιστού, κάνοντας εκατομμύρια ανθρώπους να εξαρτώνται από τις παραξενιές της διεθνούς αγοράς, οι ενστάσεις απορρίφθηκαν. «Ειδικοί» επικαλέστηκαν την αρχή του «συγκριτικού πλεονεκτήματος» και κρίθηκε «σκανδαλώδες» για τις χώρες του Νότου να απαιτούν «διατροφική ανεξαρτησία», δηλ. «το δικαίωμα κάθε πληθυσμού αν αποφασίζει τι θα φάει και πώς να το παράγει, έχοντας πρόσβαση σε γη και δάνεια με φτηνά επιτόκια», όταν τα τρόφιμα βασικής ανάγκης αυτών των χωρών μπορούν πιθανώς να παράγονται «πιο αποδοτικά» στις ΗΠΑ(2). Σαν αποτέλεσμα, σε διάστημα δύο δεκαετιών, πολλές χώρες που ήταν εντελώς αυτάρκεις στην παραγωγή τροφίμων, έγιναν ένα δίκτυο εισαγωγέων των τροφικών αποθεμάτων από την Ευρώπη, ή τις ΗΠΑ και εκατομμύρια μικρών γεωργών καταστράφηκαν, εξαναγκασμένοι να μεταναστεύσουν σε πόλεις ή στο εξωτερικό. Πολλοί στην Ινδία, συντριμμένοι από τα χρέη, οδηγήθηκαν στην αυτοκτονία (150.000 στα τελευταία χρόνια)(3).

Στην Ευρώπη επίσης, από την δημιουργία της Κοινής Αγοράς, η πιθανότητα της τροφικής αυτάρκειας υπονομεύθηκε, καθώς ο αντικειμενικός σχηματισμός της γεωργικής παραγωγής έχει γίνει η συντήρηση μιας κερδοφόρου δομής τιμών, ακόμα κι αν κατορθώνεται διαμέσου της καταστροφής του περισσότερου πλούτου. Χτίζοντας ένα υψηλά κερδοφόρο γεωργικό τομέα, στην πραγματικότητα, σημαίνει την θέσμιση αναλογιών ρύθμισης, τι ποσότητας κάθε προϊόντος ένα μέλος της χώρας επιτρέπεται να παράγει, και την επιβολή αυστηρών προστίμων σε εκείνους που υπερβαίνουν αυτές τις ποσότητες. Βασισμένη στην χώρα και ειδικά στην αναλογία που της αντιστοιχεί, αγρότες γαλακτοκομίας έχουν πληρωθεί να σκοτώνουν τις «παραπάνω» αγελάδες τους, ούτως ώστε η παραγωγή γάλακτος να μην υπερβεί τα όρια που έχουν προγραφεί, και έχουν φάει πρόστιμο όταν δεν συμμορφώνονται, ενώ άλλοι αγρότες έχουν αναγκαστεί να ξεπατώσουν οπωροφόρα δέντρα, να καταστρέψουν τις «παραπάνω» σοδειές, και πάει λέγοντας.

Συνοψίζοντας, ενώ η επίσημη ρητορική εκφρασμένη από τον οργανισμό για τα τρόφιμα και την γεωργία (FAO), έχει βάλει σαν στόχο την παγκόσμια «ασφάλεια τροφίμων», η παραγωγή τεχνητής «σπανιότητας» στην υπηρεσία των υψηλότερων κερδών και η απάλειψη των αυτοσυντηρούμενων αγροτών, έχουν γίνει η πραγματική κατευθυντήρια οδηγία της διεθνούς πολιτικής για τα τρόφιμα, εδώ κι αρκετό καιρό.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, να μιλήσεις για «κρίση τροφίμων» σαν ένα αποτέλεσμα, για το οποίο δεν υπήρχε πρόθεση, ή να την κατηγορήσεις για τις υψηλές τιμές του πετρελαίου, ή για την αλλαγή κατεύθυνσης της γης προς τα βιοκαύσιμα, ή την αυξημένη ζήτηση σόγιας στην Κίνα, είναι ένα προκάλυμμα. Πράγματι, αποτελεί άσκηση κυνισμού της Παγκόσμιας Τράπεζας να κουνάει το δάκτυλο στις κυβερνήσεις που προάγουν την παραγωγή βιοκαυσίμων, όπως έγινε πρόσφατα.(4) Η παραγωγή βιοκαυσίμων είναι τέλεια εναρμονισμένη με τις πολιτικές προτάσεις που έχουν συστηματικά προάγει την εμπορευματοποίηση της γεωργίας και την μεγιστοποίηση του κέρδους σε βάρος των υποκείμενων αναγκών.

«Τέλεια θύελλα», όμως, δεν είναι μόνο μια περιγραφή που θολώνει τους κοινωνικούς παράγοντες τους υπεύθυνους για την ξαφνική αύξηση των τιμών των τροφίμων. Επειδή, η κρίση απεικονίζεται επίσης συχνά σαν μια τιμή «φούσκα», που καθοδηγείται από μια παράλογη κερδοφόρα δραστηριότητα κοντόθωρων επενδυτών, οι οποίοι πλειοδοτούν στο μέλλον του σιταριού, του καλαμποκιού, του ρυζιού, μακράν από την «πραγματική αξία» τους με μια απελπισμένη επιθυμία να στίψουν κάθε τελευταία σταγόνα κέρδους πριν η φούσκα σκάσει και οι τιμές καταρρεύσουν. Υπονοείται έτσι, ότι αυτοί οι επενδυτές έχουν πιαστεί σ’ αυτή την διαδικασία, όπως οι άνθρωποι που δεν έχουν χρήματα για να πληρώσουν το καλαμποκάλευρο για να φτιάξουν τις τορτίγιες της μέρας! Έτσι, σύμφωνα με αυτή την λογική, αν μια αγοραστική φούσκα είναι υπεύθυνη για τον θάνατο από πείνα και υποσιτισμό εκατομμυρίων, τότε κανένας δεν είναι υπεύθυνος.

Η περιγραφή σαν «φούσκα» της ανόδου των τιμών είναι εύλογη, διότι όλο και περισσότερες όψεις του καπιταλισμού σ’ αυτή την νεοφιλελεύθερη περίοδο, έχουν «οικονομικοποιηθεί». Έτσι, οι μεγάλες εμπορικές ανταλλαγές για σπόρους, επενδύσεις τροφίμων και κερδοσκοπικού κεφαλαίου, έχουν συνδεθεί με αγροεπιχειρήσεις και με εταιρίες επεξεργασίας τροφίμων, σαν οι κύριοι αγοραστές και πωλητές. Αυτές οι εταιρίες, εμπλέκονται σ' αυτές τις αγορές, όχι με σκοπό να βγάλουν κέρδος πουλώντας εμπορεύματα, ή διαμέσου της χρήσης αυτού του κέρδους να παράγουν άλλα εμπορεύματα, αλλά στην πώληση του δικαιώματος να πουλάς εμπόρευμα σε κάποια καθορισμένη τιμή στο μέλλον. Αυτή η κίνηση δημιουργεί τις συνθήκες για την ανάπτυξη μιας φούσκας.

Η μέθοδος της «φούσκας», η οποία αύξησε δραματικά την τιμή των βασικών ειδών διατροφής είναι αρκετά διαφορετική από τον τρόπο που γινόταν στην τελευταία ιστορική αύξηση των τιμών αυτών, στα πρώιμα χρόνια των 70ς. Όπως περιγράφει εντυπωσιακά ο Harry Cleaver, η κυβέρνηση των ΗΠΑ δημιούργησε απελπιστικά μια έλλειψη σπόρων, βάζοντας όρια στις διανομές πολλών τετραγωνικών μέτρων γης για καλλιέργεια το 1970, το '71 και το '72, ακόμα και μετά που συμφώνησε μια μαζική αγοροπωλησία σπόρων με την Σοβιετική Ένωση (5). Αυτό οδήγησε σε μια σπανιότητα σπόρων στην παγκόσμια αγορά και μια δραματική αύξηση της τιμής τους. Αυτός ο τύπος του χειρισμού της αγοράς, έγινε κατά την διάρκεια της Κεϋνσιανής περιόδου, όταν το κράτος μπορούσε δικαιωματικά να ελέγξει την αγορά. Μετά από αυτό, υπήρξε η περίοδος του ελέγχου των μισθών από το Νίξον. Στην παρούσα νεοφιλελεύθερη περίοδο, αυτό το ανοιχτό σχέδιο θα ήταν ένα ιδεολογικό ανάθεμα, ειδικά για την διακυβέρνηση του προέδρου Μπους, και έτσι οι αυξήσεις στις τιμές των σπόρων πραγματοποιούνται διαμέσου της αγοράς.

Αλλά δεν πρέπει να εξαπατηθούμε με την σκέψη ότι οι «φούσκες» είναι διαστροφές χωρίς πρόθεση, που με τον καιρό θα διορθωθούν και τα πάντα θα επιστρέψουν στο «φυσιολογικό». Αν και οι «φούσκες» δεν είναι παράλογες, παρόλα αυτά οι επενδυτές που εμπλέκονται σ’ αυτές μπορεί να είναι. Οι φούσκες δομούνται, φουσκώνουν και σπάνε από τους οικονομικούς θεσμούς και το κράτος (για ένα κλασικό παράδειγμα δες το ρόλο του Ομοσπονδιακού αποθέματος (Federal Reserve) του Alan Greenspan στην φούσκα των «dot.com» στα τέλη των 90ς). Έχουν τους σκοπούς και τους τραπεζίτες τους, τους εκτελεστές επενδυτικού κεφαλαίου, και οι επίσημοι των κυβερνήσεων της ΕΕ και των ΗΠΑ, είναι υπεύθυνοι για την δημιουργία και για την κατάρρευση τους, συμπεριλαμβανομένου αυτής της «φούσκας» των τιμών των τροφίμων του 2008.

Το γιατί της κρίσης των τιμών των τροφίμων.

Εάν η «κρίση των τιμών των τροφίμων» είναι αποτέλεσμα όχι λάθους και παραλόγου, αλλά σχεδίου και καπιταλιστικής λογικής, ποιος είναι ο σκοπός της; Τι αντικειμενικότητες υποτίθεται ότι κατορθώνει; Πιο πλατιά, ποια είναι η σημαντικότητα από την σκοπιά των βράχυ- και μάκρο-πρόθεσμων τάσεων της καπιταλιστικής συσσώρευσης και των ταξικών σχέσεων;

Μια βέβαια απάντηση σ’ αυτά τα ζητήματα είναι ότι η παρούσα κρίση τιμών των τροφίμων είναι το τελευταίο βήμα στην διεθνή πορεία του κεφαλαίου προς την εγκατάσταση του ελέγχου του, πάνω στις κύριες πλανητικές πηγές ενέργειας και αξίας: η παραγωγή τροφίμων είναι το κλειδί για την ρύθμιση των οικονομικών δραστηριοτήτων, του επιπέδου των μισθών, και της παραγωγής της εργατικής δύναμης σε κάθε τμήμα του κόσμου. Είναι μια μακρά πορεία που πάει πίσω στην αποικιοκρατική περίοδο, όταν όχι μόνο η γη και άλλες φυσικές πηγές απαλλοτριώθηκαν από το κεφάλαιο, αλλά το προσανατολισμένο για εξαγωγή ρευστό από τις σοδειές και οι μονοκαλλιέργειες, είχαν εφαρμοστεί σε βάρος των αναγκών επιβίωσης των αποικιοκρατούμενων λαών. Από τότε, κάθε νέα πολιτική που αναφέρεται στην γεωργία και στην παραγωγή τροφίμων (κατά καιρούς εμπλέκοντας «φτηνά» και άλλες φορές «ακριβά» τρόφιμα), έχει διαμορφωθεί από της αρχή ότι εκείνος που ελέγχει την παραγωγή τροφίμων, ελέγχει επίσης την πολιτική οικονομία του πλανήτη.

Οι οδηγίες της ιδιωτικοποίησης των κοινοτικών γαιών και της βιομηχανοποίησης της γεωργίας διαμέσου του ριζώματος της χημικής βιομηχανίας και αργότερα της βιοτεχνολογίας, από την Πράσινη Επανάσταση στην επινόηση των Γενετικά Τροποποιημένων (GM) Σπόρων, ρυθμίστηκαν προς αυτό τον σκοπό. Έτσι ήταν η πολιτική των γεωργικών επιδομάτων και της «βοήθειας σε τρόφιμα», την οποία, οι ΗΠΑ (ο κύριος κινητήρας στην εμπορευματοποίηση και επιχειρηματικοποίηση της παγκόσμιας παραγωγής τροφίμων), έχει προωθήσει από τα 50ς. Ένα σημείο στροφής ήταν η Food for Peace Act (η δράση «Τρόφιμα για Ειρήνη»), που πολιτικοποίησε την βοήθεια σε τρόφιμα και άρχισε να κάνει τυπικά της αποικιακές χώρες να εξαρτώνται από τους σπόρους των ΗΠΑ. Το μεγαλύτερο κομμάτι από αυτά, κατορθώθηκε διαμέσου της πολιτικής των «φτηνών» τροφίμων, που, τότε, υποτίμησε τα προς το ζειν των αυτάρκων αγροτών στην Αφρική, την Ασία και τη Λατινική Αμερική, κάνοντας αδύνατο γι’ αυτές να ανταγωνιστούν με την καλά επιδοτούμενη και βιομηχανοποιημένη γεωργία των ΗΠΑ.

Είναι σημαντικό εδώ να τονίσουμε ότι η χρήση των τροφίμων σαν μέσο δημιουργίας εξάρτησης, έχει γίνει η καρδιά της ανόδου των αγροεπιχειρήσεων και η περιθωριοποίηση εκατομμυρίων μικρών αγροτών επίσης στις ΗΠΑ. Και είναι μια πολιτική που έχει συνεχιστεί μέχρι σήμερα, όπως αποδεικνύεται από την ισχυρή άρνηση της κυβέρνησης των ΗΠΑ να αποδεχτεί την πρόκληση πολλών ΜΚΟ, οι οποίες αγοράζουν τρόφιμα με τα χρήματα που «δωρίζει» στις τοπικές αγορές από των αγρότες των «φτωχών χωρών», παρά εισάγοντας τα από τις ΗΠΑ. Αυτή η άρνηση είναι τόσο σκανδαλώδης και τόσο ανοιχτά επιβλαβής στα κράτη που υποτίθεται ότι «βοηθούνται», που ακόμα και μια ημι- κυβερνητική ΜΚΟ σαν την CARE International, που είχε μια βαθιά υπακοή στην Ουάσιγκτον, έχοντας δουλέψει για δεκαετίες με το Πεντάγωνο σε καιρούς πολέμου, το 2007, «απέρριψε 46 δισεκατομμύρια $ βοήθειας σε τρόφιμα από την κυβέρνηση των ΗΠΑ, διότι η βοήθεια ήταν καταστροφική για τις ζωές πολλών ανθρώπων, των αγροτών, που υποτίθεται ότι θα βοηθούσε»(6).

Ποια είναι η λειτουργία μιας κρίσης της τιμής των τροφίμων τώρα;

Βάζοντας σε ένα πλαίσιο την σημερινή «κρίση τροφίμων» σε σχέση με αυτό το ιστορικό υπόβαθρο, αυτό θα μας υπενθυμίσει, πως ο καπιταλισμός παράγει σπανιότητα παρά πλούτο, τουλάχιστον για την πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού. Αλλά αυτή η εξήγηση ανεγείρει νέα ερωτήματα. Εάν η καπιταλιστική ανάπτυξη έχει για δεκαετίες δομηθεί από την ανάγκη ελέγχου των αποθεμάτων και χρήσης των τροφίμων σαν μέσα απολαβής κέρδους και σαν ένα όπλο στον ταξικό αγώνα, γιατί είναι ακόμα αναγκαίο, το 2008, να καταφεύγει σε μέτρα, όπως η δραματική αύξηση των τιμών των τροφίμων, τα οποία εγγυώνται να πυροδοτήσουν εξεγέρσεις σε πολλά μέρη του κόσμου; Γιατί οι Παγκόσμιοι Τραπεζίτες και άλλοι καπιταλιστικοί σχεδιαστές θέλουν να διατρέξουν αυτόν τον κίνδυνο; Γιατί δεν ήταν επαρκείς οι πολιτικές των δομικών προγραμμάτων; Και, είναι η κρίση των τροφίμων κομμάτι της κρίσης του νεοφιλελευθερισμού;

Αυτά τα ερωτήματα δεν είναι εύκολο να απαντηθούν, αλλά κάποιες υποθέσεις μπορούν να γίνουν. Οι δραματικές και εγκληματικές αυξήσεις των τιμών των τροφίμων έχουν πρόθεση να εξαναγκάσουν σε μια αποφασιστική μετατόπιση στον αστερισμό των ταξικών δυνάμεων σε όλο τον κόσμο υπέρ του κεφαλαίου.

Πρώτον, η κρίση των τροφίμων πρέπει να αναγνωστεί σαν μια απάντηση στην ευρέως εξαπλούμενη άρνηση της εμπορευματοποίησης της γης (που είναι ισχυρή ειδικά στην Αφρική) και του αγώνα, που οι κοινότητες κάνουν κατά μήκος της Λατινικής Αμερικής για να αναστρέψουν την ιδιωτικοποίηση της γης και των φυσικών πηγών και να ξαναδημιουργήσουν «νέα κοινά». Αυτό έχει λάβει την μορφή των ανοιχτών κινημάτων επανοικειοποίησης, όπως οι Ζαπατίστας, το κίνημα των ακτημόνων στην Βραζιλία (MST, στμ), το κίνημα των ακτημόνων λαών στη Νότια Αφρική, όπως και πολλές λιγότερο τυπικά οργανωμένες προσπάθειες σε όλο τον κόσμο(7). Σε πολλά μέρη της Αφρικής, οι αγρότες μεταναστεύουν στις πόλεις, ειδικά οι γυναίκες, συνεχίζοντας να καλλιεργούν αγροτοτεμάχια δημόσιας γης, μια κίνηση που τους κάνει ικανούς να κερδίζουν κάποια ανεξαρτησία, να αυξάνουν την οικογενειακή κατανάλωση και προϋπολογισμό και να μαζέψουν κάποια χρήματα από μόνοι τους, διαμέσου της μικρής κλίμακας πώλησης, ή με την ανταλλαγή του υπερπροϊόντος.

Και οι επίσημοι της Παγκόσμιας Τράπεζας και τα CEO των μεγαλύτερων πολυεθνικών επιχειρήσεων εμπορίου τροφίμων, αναμφίβολα σχεδιάζουν το, με ποιο τρόπο, οι αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων θα βάλουν ένα τέλος σ’ αυτή την αντίσταση, καθώς οι ανοδικές τιμές των τροφίμων παράγουν μια νέα «ορμή για γη», οδηγώντας σε μεγαλύτερη απαλλοτρίωση γης, σε μεγαλύτερη εμπορευματοποίηση της γεωργίας και σε νέες επιθέσεις στην βιώσιμη γεωργία, υπέρ της γεωργίας των σοδειών για εξαγωγή.

Δεύτερο, διαμέσου των αυξήσεων στα τρόφιμα και στις τιμές των καυσίμων, το κεφάλαιο προσπαθεί να εισάγει μια σειρά μεταρρυθμίσεων στην κοινωνική αναπαραγωγική διαδικασία, που ήταν για καιρό στη νεοφιλελεύθερη ατζέντα του, αλλά έτυχε επιτυχούς αντίστασης από εργάτες στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Παρά την εξάλειψη των οφελών λόγω του αυξημένου πληθωρισμού, δεν έχουν μειωθεί σημαντικά ούτε η κοινωνική ασφάλεια στις ΗΠΑ, ούτε οι συντάξεις σε πολλά μέρη της ΕΕ, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός. Σ’ αυτό το πλαίσιο, οι αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων είναι το ισοδύναμο της περικοπής των πραγματικών μισθών και μια μεταβίβαση ακόμα μεγαλύτερης αξίας στις γεωργικές πολυεθνικές εταιρίες. Αυτή η μεταβίβαση, διαθέτει εκείνες της «δυσκαμψίες του εισοδήματος», για να παραφράσουμε μια Κεϋνσιανή αντίληψη, που έχουν αποτρέψει αρκετά την από μακρού «μεταρρύθμιση του κράτους-πρόνοιας», την οποία το κεφάλαιο φιλοδοξεί να πετύχει εδώ και πολλά χρόνια. Όπως και με τον πληθωρισμό, ιστορικά οι αυξήσεις των τιμών των τροφίμων επιτίθενται στις κοινότητες της εργατικής τάξης στο πιο αδύναμο σημείο τους, σαν αγοραστές και καταναλωτές, παρά σαν μέλη εργατικών οργανώσεων.

Τρίτο, οι αυξήσεις των τιμών των τροφίμων, είναι στην υπηρεσία της υπερνίκησης της αντίστασης πολλών κυβερνήσεων, από την Ευρώπη στην Αφρική και την Λατινική Αμερική, ενάντια στην εισαγωγή Γενετικά Μεταλλαγμένων προϊόντων. Η απόρριψη των GM τροφίμων έχει προέλθει από κάθε κοινωνική πλευρά σ’ αυτές τις περιοχές, προς μεγάλο φόβο της αγροβιομηχανίας των ΗΠΑ. Είναι σημαντικό το γεγονός, ότι το επιχείρημα, ότι οι αυξήσεις των τιμών των τροφίμων θα διευκολύνουν την αποδοχή των αφρικανικών κυβερνήσεων, ήταν κιόλας καλά αρθρωμένο στην αναφορά για την παγκόσμια ανάπτυξη της Παγκόσμιας Τράπεζας, που δημοσιεύτηκε τον Οκτώβρη του 2007 (πριν τις πιο πρόσφατες αυξήσεις των τιμών). Πράγματι αυτή η αναφορά, παρουσίασε αρκετά προφητικά τις εξελίξεις που ήταν να έρθουν, εάν δεν αντιληφθούμε, ότι αυτές οι εξελίξεις επικράτησαν, σε μεγάλη έκταση, εξαιτίας των προσπαθειών της Παγκόσμιας Τράπεζας και των συμμάχων της στο σύστημα των Ηνωμένων Εθνών, του ΔΝΤ και της FAO, όντας «πρόβλεψη» να είναι συχνά ένας ευφημισμός για ένα στοχευμένο σχέδιο στο λόγο της Παγκόσμιας Τράπεζας(8).

Το μέλλον της παραγωγής τροφίμων

Είναι δύσκολο να προεξοφλήσουμε εάν η κρίση των τροφίμων θα κατορθώσει αυτούς τους τρεις στόχους της, ή θα προκαλέσει ένα παγκόσμιο ξεσήκωμα των κινημάτων για την επανοικειοποίηση της γης και την αποεμπορευματοποίηση της γεωργίας. Γιατί έτσι, και τα καλύτερα σχέδια τόσο των εκτελεστών της αγροβιομηχανίας, όσο και της σπείρας της Παγκόσμιας Τράπεζας, θα πάνε κατά διαόλου. Ένας καθοριστικός παράγοντας εδώ, θα είναι η συμπεριφορά των κυβερνήσεων του παγκόσμιου Νότου (ειδικά των μεγαλύτερων, της Κίνας, της Ινδίας και της Βραζιλίας), πολλές εκ των οποίων έχουν δείξει να είναι έτοιμες για μια πιο ανταγωνιστική στάση απέναντι στην πίεση που ασκείται πάνω τους από την «διεθνή κοινότητα». Η αποτυχία του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου στο γύρο της Doha, είναι ένα καλό σημάδι προς αυτή την κατεύθυνση. Αλλά η αντίσταση δεν περιορίζεται στα γιγάντια έθνη όπως η Κίνα, η Ινδία και η Βραζιλία. Είναι υποδειγματική, όπως και στις προηγούμενες, η περίπτωση του Μαλάουι, μια από τις μικρότερες αφρικάνικες χώρες. Παραδοσιακά αυτάρκης, και επίσης μια εξαγωγός προς τη Νότια Αφρική χώρα, οδηγήθηκε στα 1980 από την παγκόσμια Τράπεζα στο τέλος των επιδοτήσεων προς τους αγρότες και αργότερα, στα 2000, το ΔΝΤ επέμεινε να βάλει τα αποθέματα της σε τρόφιμα, στην αγορά. Αλλά μετά από χρόνια σε σχεδόν συνθήκες λιμού, πρόσφατα αυτές οι πολιτικές αναστράφηκαν, παρά την πίεση για το αντίθετο από την Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ. Έτσι έγινε μια σοφή κίνηση πράγματι, την οποία μία ή περισσότερες χώρες πιθανόν μιμηθούν, δεδομένου ότι για πρώτη φορά εδώ και χρόνια το Μαλάουι μπορεί να περηφανευθεί ξανά για απόθεμα στην παραγωγή τροφίμων. Τα κράτη όμως, είναι προβληματικοί σύμμαχοι στον αγώνα ενάντια στο δημιουργημένο από τις αυξήσεις των τροφίμων λιμό, επειδή σχεδόν πάντα ενδιαφέρονται για την ανάπτυξη του καπιταλιστικού γεωργικού τομέα, αλλά με τους δικούς τους όρους. Ότι θα συμβάλλει περισσότερο στην έκβαση του αποτελέσματος των κρίσης των τροφίμων, θα είναι η ικανότητα των κινημάτων, ενάντια στις διαιρέσεις που μας επιβάλλονται, να συντονίσουμε στρατηγικές αντίστασης ενάντια στους σχεδιαστές της πείνας και του λιμού. Ο αγώνας ενάντια στο λιμό και στην απαλλοτρίωσης της γης δεν μπορεί να δοθεί μόνο στην Αφρική, ή στα βουνά της Chiapas. Πρέπει να διεξαχθεί στα supermarket και στους δρόμους των ΗΠΑ και της Ευρώπης, όπως οι καμπάνιες των «καθαρών ρούχων» των 90ς, που μετασχημάτισαν το shopping σε πολιτική δράση, και με ενωμένους τους εργάτες στα κάτεργα της υφαντουργίας του παγκόσμιου Νότου, με τους εργάτες του Βορά. Το αίτημα τρόφιμα για όλους, που θα ισχυροποιεί και δε θα δηλητηριάζει τους παραγωγούς και τους καταναλωτές, δημιουργεί τη βάση μιας υλικής πολιτικής, που μπορεί να αναστατώσει τους σκοπούς εκείνων που σχεδίασαν την κρίση των τιμών των τροφίμων.

Αλλά σ’ αυτό το σημείο, ας μην κάνουμε λάθος: τα στοιχήματα σ’ αυτό τον αγώνα είναι υψηλά. Εάν η στρατηγική των αυξήσεων των τιμών των τροφίμων δουλέψει και η παραγωγή τροφίμων εμπορευματοποιηθεί πλήρως, εάν ο αγώνας για την επανακοινωνικοποίηση της γης ηττηθεί, με τρόφιμα και γη να πηγαίνουν σε εκείνους που έχουν πιο πολλά μετρητά στα χέρια, εκατομμύρια θα πεθάνουν, η αγροτιά σαν ιστορική τάξη θα εξαφανιστεί, οι λαοί σε όλο τον πλανήτη θα έχουν πρόσβαση στην γη μόνο δουλεύοντας σαν peons ( έτσι ονομάζονταν οι μεξικανοί ακτήμονες στην υπηρεσία των φεουδαρχών κατά την περίοδο της ισπανικής κατάκτησης του Μεξικού, στμ) στην υπηρεσία των γεωργικών πολυεθνικών και εμείς θα έχουμε χάσει την τελευταία μας ευκαιρία να έχουμε κάποιο έλεγχο πάνω στην ποιότητα της τροφής που τρώμε, που είναι κιόλας σε μεγάλο βαθμό παραπροϊόν της πετρο-χημικής βιομηχανίας. Ακόμα πιο σημαντικό, εάν οι αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων καταφέρουν τους σκοπούς τους, η πιθανότητα συγκρότησης ενός κόσμου, όπου παραφράζοντας το Jose Bove «Η ζωή δεν είναι για πούλημα», θα εξαλειφθεί για δεκαετίες.

______

1. Δες: Maria Mies, Women, Food and Global Trade: An Ecofeminist Analysis of the World Food Summit, Rome, 13-17 November 1996, Bielefeld: Institute fur Theorie und Praxis der Subsistenz e.V., and Karen Lehman & Al Krebs, 'Control of the World’s Food Supply', in Jerry Mander and Edward Goldsmith (eds.) The Case Against the Global Economy and For a Turn Toward the Local. San Francisco: Sierra Club books, 1996.
2. Mariarosa Dalla Costa, 'Food Sovereignty, Peasants and Women', The Commoner, 2008, accessed at www.thecommoner.org, July 2008
3. Walden Bello, 'Manufacturing a Food Crisis', The Nation, 2 June, 2008
4. World Bank, 'World Bank Development Report for 2008: Agriculture for Development'. Washington, D.C.: World Bank, 2007
5. Harry Cleaver, 'Food, Famine and the International Crisis', Zerowork II, 1977, pp.7-70.
6. Kwesi W. Obeng, 'Soaring food prices send shockwaves and protest across Africa', African Agenda. Vol. 11, No. 1, 2008, pp.5-9.
7. Sam Moyo and Paris Yeros (eds.), Reclaiming the Land: The Resurgence of Rural Movements in Africa, Asia and Latin America, London: Zed Books, 2005
8. World Bank, οπ. παρ.

Για το Ιράκ



Αυτά που ακολουθούν παρακάτω είναι τέσσερα κείμενα σχετικά με την κτάσταση στο Ιράκ και κάποιες πτυχές της εκεί κατάστασης που διάφοροι επιμένουν να αγνοούν. Οι μεταφράσεις και η επιλογή των κειμένων έγινε από έναν σύντροφο, τον καιρό που και οι δύο μας συμμετείχαμε στην έκδοση του περιδικού Το Κιβώτιο. Ως εκ τούτου, η πολιτική μας θέση είναι αυτή που διατυπώνεται εδώ αλλά και στα υπόλοιπα κείμενα που αφορούν το ζήτημα του πολέμου. Τέλος, καλό θα ήταν οι όποιοι αναγνώστες θελήσουν να γράψουν κάτι να το κάνουν κάτω από αυτή την δημοσίευση για ευκολία.

Ούτε Πατρίδα Ούτε Σύνορα: Για να ξεκινήσουμε, μπορείς να μας μιλήσεις για την κατάσταση των γυναικών υπό την εξουσία του Σαντάμ Χουσεΐν;

Χουζάν Μαχμούντ: Το μπααθιστικό κόμμα άσκησε μια ολοκληρωτική εξουσία τα τελευταία τριάντα χρόνια. Πολλοί ήταν εκείνοι στο εξωτερικό που πίστευαν πως το Ιράκ είναι μια κοσμική και «σοσιαλιστική», μέσα σε εισαγωγικά, χώρα. Κάτι τέτοιο όμως δεν ίσχυε καθόλου. Το καθεστώς του Σαντάμ, το μπααθιστικό καθεστώς, ήταν ένα φασιστικό και εθνικιστικό σύστημα. Το 1959, πριν την ανάληψη της εξουσίας από το Μπαάθ, είχε ψηφιστεί ένα Σύνταγμα, μέσα από τους αγώνες για την ισότητα των δυο φύλων που διεξήγαν τα κινήματα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, και οι γυναίκες απέκτησαν μερικά βασικά δικαιώματα. Τα δικαιώματα αυτά αφορούσαν το δικαίωμα στην εκπαίδευση, στο διαζύγιο, στη φύλαξη των παιδιών, κτλ. Ο Σαντάμ προσπάθησε επανειλημμένα να αλλάξει το Σύνταγμα αυτό και τελικά κατάφερε να νομιμοποιήσει τα «εγκλήματα τιμής» (οι άντρες έχουν το δικαίωμα να σκοτώσουν τις γυναίκες της οικογενείας αν κρίνουν πως συμπεριφέρονται με μη «ηθικό» τρόπο). Ο Σαντάμ, κατά τη διάρκεια του πολέμου μεταξύ του Ιράν και του Ιράκ, έπειτα κατά τη διάρκεια του πρώτου πολέμου του Κόλπου και τέλος κατά τα δώδεκα χρόνια των οικονομικών κυρώσεων, καλούσε πάντοτε τις γυναίκες να θυσιάζουν τα δικαιώματά τους, να θυσιάζουν τη ζωή τους για το συμφέρον της εθνικής-μπααθιστικής κυβέρνησης του Ιράκ. Το Ιράκ, έλεγε ο Σαντάμ, έχει ανάγκη τις γυναίκες στο σπίτι, να ταΐζουν τους συζύγους τους και τα παιδιά τους, να διαχειρίζονται την οικονομία και να μην δαπανούν πολλά, ώστε να βοηθήσουν τη χώρα να εξέλθει [Σ.τ.Μ.: από την κρίση]. Όλα αυτά κατέληξαν στη συνεχή καταπάτηση των δικαιωμάτων των γυναικών. Ειδικότερα, κατά τη διάρκεια του πολέμου μεταξύ του Ιράκ και του Ιράν οι γυναίκες εκπροσωπούσαν πάνω από το 70% των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά με τη λήξη της σύρραξης, το καθεστώς τις έστειλε στα σπίτια τους. Οι γυναίκες πάντοτε χρησιμοποιούνταν με σκοπό να ικανοποιούν τους στόχους του μπααθιστικού-εθνικού καθεστώτος στο Ιράκ.
Έτσι, αν δεν ανήκατε στο κόμμα Μπαάθ δεν μπορούσατε να μπείτε στο πανεπιστήμιο, ούτε και να αποκτήσετε κάποιο δίπλωμα. Όλα λειτουργούσαν σύμφωνα με τις επιθυμίες του Κόμματος. Ο Σαντάμ μάλιστα διεξήγε προσωπικά μια εκστρατεία αποκεφαλισμού των εκπορνευμένων γυναικών, ή των υποτιθέμενα «εκπορνευμένων». Στην πραγματικότητα, εξαιτίας των κυρώσεων που επιβλήθηκαν από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους, πολλές γυναίκες εξαναγκάστηκαν να εκπορνευτούν. Πολλές γυναίκες έχασαν τη δουλειά τους και δε διέθεταν άλλους πόρους και έτσι, προκειμένου να επιβιώσουν, το μόνο μέσο που μπόρεσαν να βρουν ήταν η πορνεία. Η εκστρατεία έφερε τον τίτλο: «Εκστρατεία πίστης» (!). Όταν αποκεφάλιζαν μια γυναίκα βάζανε το κεφάλι της στο κατώφλι του σπιτιού της ως προειδοποίηση για όλες όσες συμπεριφέρονταν κατά τρόπο που οι μπααθιστικές αρχές έκριναν «ανήθικο». Οι γυναίκες ζούσαν σε πολύ δύσκολες συνθήκες υπό το καθεστώς του Σαντάμ. Αν συγκρίνουμε το Ιράκ με τη Σαουδική Αραβία και το Ιράν, μπορούμε ασφαλώς να συμφωνήσουμε πως η χώρα αυτή διέθετε ένα καθεστώς, λίγο-πολύ, κοσμικό, αλλά αν το συγκρίνουμε με άλλα κράτη που διαθέτουν μια πιο προοδευτική νομοθεσία, τότε το Ιράκ δεν αποτελούσε καθόλου ένα κοσμικό καθεστώς. Οι μουσουλμανικές αξίες κυριαρχούσαν, οι γυναίκες αποτελούσαν πολίτες δεύτερης κατηγορίας, έστω κι αν μπορούσαν να κάνουν ανώτατες σπουδές, να εργαστούν και να συμβάλλουν στον πλούτο της κοινωνίας.

ΟΠΟΣ: Μπορείς να μας εξηγήσεις τις θρησκευτικές και εθνοτικές ανισότητες στο Ιράκ και τις συνέπειές τους στη θέση των γυναικών;

Χ.Μ.: Κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας του καθεστώτος του Σαντάμ και έως το 1991 η κατάσταση ήταν παντού η ίδια στο Ιράκ. Μετά το 1991 η κατάσταση άλλαξε στο Βορρά, ο οποίος έπεσε στα χέρια των Ηνωμένων Εθνών και των εθνικιστικών κουρδικών κομμάτων. Υπό τον Σαντάμ, τα δικαιώματα των γυναικών καταπατούνταν συστηματικά. Το Ιράκ ήταν (και συνεχίζει να είναι) μια πατριαρχική κοινωνία όπου οι μουσουλμανικές θρησκευτικές αξίες κυριαρχούν, όπου οι γυναίκες ταπεινώνονται. Η βία στο σπίτι ήταν πολύ διαδεδομένη και η βία αυτή αυξήθηκε ακόμα περισσότερο μετά τον πόλεμο. Το Ιράκ δεν ήταν ούτε ένα προοδευτικό ούτε ένα κοσμικό Κράτος. Η θέση της γυναίκας δεν ήταν ούτε κοσμική ούτε προοδευτική, όπως ορισμένοι πιστεύουν. Εμείς τα στρατευμένα μέλη του Κομμουνιστικού-Εργατικού Κόμματος (ΚΕΚ) και της Οργάνωσης για την Ελευθερία των Γυναικών του Ιράκ (ΟΕΓΙ), δε συγκρίνουμε την κατάσταση των γυναικών στο Ιράκ με εκείνη χειρότερων καθεστώτων, αλλά απαιτούμε την πλήρη ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών καθώς και ένα κοσμικό Σύνταγμα, το οποίο δε θα βασίζεται σε καμία θρησκεία.

ΟΠΟΣ: Υπήρχαν αγώνες των γυναικών στο κόμμα Μπαάθ ώστε να αλλάξουν το καθεστώς από τα μέσα;

Χ.Μ.: Υπήρχε μία και μόνο γυναικεία οργάνωση υπό τον Σαντάμ: η Ένωση των ιρακινών γυναικών που αποτελούσε παράρτημα του μπααθιστικού κόμματος. Δεν έκανε απολύτως τίποτα, ή μάλλον συνέβαλε στο να αυξηθεί η καταπίεση των γυναικών υποστηρίζοντας ή εφαρμόζοντας όλα όσα το μπααθιστικό καθεστώς απαιτούσε από τις γυναίκες να κάνουν. Ήταν μια παθητική οργάνωση. Οι περισσότερες γυναίκες δεν ήθελαν να ανήκουν σε μια τέτοιου είδους οργάνωση. Δεν υπήρχε λοιπόν, καμία ανεξάρτητη οργάνωση ούτε για τις γυναίκες ούτε και για τους εργαζομένους. Στην πραγματικότητα, υπό το μπααθιστικό καθεστώς, τα πάντα έπρεπε να είναι υποταγμένα στο Κόμμα. Δεν υπήρχε κανένα απολύτως δικαίωμα συνεταιρισμού ή σύστασης οργάνωσης. Στην περίπτωση που αναλαμβάνατε να οργανωθείτε, ή ακόμα και αν σας υποπτεύονταν ότι το θέλετε, σας συλλάμβαναν και σας έριχναν στη φυλακή ή ακόμα και σας εκτελούσαν. Ορισμένα άτομα που προσπάθησαν να αποκτήσουν μεγαλύτερη επιρροή μέσα στο Κόμμα, ή ακόμα και να το μεταρρυθμίσουν από τα μέσα, είτε φυλακίστηκαν είτε εκτελέστηκαν.

ΟΠΟΣ: Οι θρησκευτικές δυνάμεις ήταν οργανωμένες στο Ιράκ;

Χ.Μ.: Όχι. Υπήρχε ένα σιιτικό κίνημα στους «Άραβες των Αλυκών», όλοι τους όμως σφαγιάστηκαν. Οι σιίτες δεν αντιπροσωπεύουν την πλειοψηφία των Ιρακινών. Υπάρχουν παρά μόνο ένα ή δυο πόλεις πραγματικά θρησκευτικές στο Ιράκ, η Κερμπάλα και η Νατζάφ, αλλά δεν αντιπροσωπεύουν καμία αξιόλογη δύναμη σε εθνική κλίμακα.

ΟΠΟΣ: Ποια η σημασία της έννοιας της φυλής στο Ιράκ;

Χ.Μ.: Η εξουσία δούλευε κατά βάση σε συνεργασία με τους αρχηγούς των φυλών που, οι οποίοι ήθελαν να επωφεληθούν από το μάννα του καθεστώτος. Αυτοί οι αρχηγοί των φυλών δεν ενδιαφέρονταν καθόλου για την πολιτική. Ο Σαντάμ τους χρησιμοποιούσε προκειμένου να στρατολογήσει άνδρες στο στρατό ή στην πολιτοφυλακή. Οι φυλές από την άλλη, ασκούσαν επιρροή κυρίως στις πόλεις. Η φυλετική νοοτροπία, ακόμα και μέσα στο περιβάλλον της πόλης, δε διαφέρει διόλου από εκείνη των νομάδων της ερήμου. Οι αρχηγοί των φυλών κέρδιζαν πολλά χρήματα, ζούσαν μέσα σε παλάτια και συμβούλευαν τους νέους να καταταγούν στο στρατό. Ήταν θρησκευόμενοι με οπισθοδρομική νοοτροπία, ορισμένοι δε απ’ αυτούς ήταν πολύ θρησκευόμενοι, μεταχειρίζονταν και μεταχειρίζονται ακόμα τις γυναίκες με σκανδαλώδη τρόπο.

ΟΠΟΣ: Για να βρει κάποιος εργασία έπρεπε να ανήκει σε κάποια φυλή;

Χ.Μ.: Η ιρακινή κοινωνία δεν είναι καθόλου μια φυλετική κοινωνία – υπάρχουν λίγες μόνο φυλές. Η ιρακινή κοινωνία είναι κατά βάση κοσμική, έστω κι αν υπάρχουν αντιδραστικές θρησκευτικές ή φυλετικές τάσεις. Η νοοτροπία του λαού είναι προοδευτική. Το να ανήκες στο μπααθιστικό Κόμμα σου επέτρεπε να κερδίζεις πολλά χρήματα κατασκοπεύοντας τον πληθυσμό (κυρίως τους πολιτικοποιημένους και τους αριστερούς) ή και να κατέχεις θέση δημοσίου υπαλλήλου ακόμα και αν δε διέθετες καμία απολύτως εκπαίδευση. Αναμφίβολα, οι φυλές δεν εκπροσωπούν πάνω από το 5% του πληθυσμού. Οι αρχηγοί τους κέρδιζαν χρήματα με σκοπό να ελέγχουν κυρίως τα μέλη τους, όχι όμως και την κοινωνία. Παρόλα αυτά, δεν ήταν απαλλαγμένοι από τη στρατιωτική θητεία ή ακόμα και από τη συμμετοχή στον πόλεμο σε περίπτωση σύρραξης. Προφανώς, αν είχες τη δυνατότητα να διαθέτεις βύσματα στη διοίκηση και αν δωροδοκούσες μπορούσες να διεκπεραιώσεις τις υποθέσεις σου πιο εύκολα. Ένα και μόνο δίκτυο φίλων αρκούσε. Δε χρειάζονταν φυλετικοί δεσμοί ώστε να εκπληρωθούν τα θελήματά σου.

ΟΠΟΣ: Υπήρχε αντιπολίτευση στο καθεστώς από την πλευρά των γυναικών πριν τον Ιούνιο του 2003;

Χ.Μ.: Όχι. Υπήρχαν ίσως μικρές ομάδες γυναικών που σκέφτονταν, αλλά μόνο μετά τον πόλεμο του 2003 γεννήθηκαν πολλά κινήματα για την ισότητα μεταξύ των δυο φύλων. ειδικότερα, η Οργάνωση για την Ελευθερία των Γυναικών στο Ιράκ, ιδρύθηκε τον Ιούνιο του 2003. Το κίνημα αυτό γρήγορα έγινε πολύ ισχυρό. Αγωνίζεται για ένα κοσμικό Σύνταγμα, για ελευθερία έκφρασης και οργάνωσης, για την ελευθερία του να ντύνεσαι όπως επιθυμείς. Το τελευταίο αυτό δικαίωμα είναι πολύ σημαντικό γιατί οι ισλαμιστές οργανώνουν ένοπλες ομάδες και από την πρώτη μέρα άρχισαν να εξαναγκάζουν τις γυναίκες να φορούν τη μαντίλα. Τους απαγόρευσαν επίσης να εργάζονται, να φοιτούν στα πανεπιστήμια, ή να πηγαίνουν χωρίς μαντίλα στις εξετάσεις τους. Καταφτάνουν στα σχολεία με όπλα και εξαναγκάζουν όσα κορίτσια δε φορούν μαντίλα να επιστρέψουν σπίτι τους.

ΟΠΟΣ: Η κατάσταση ήταν παντού η ίδια;

Χ.Μ.: Στο Βορρά του Ιράκ η κατάσταση ήταν λίγο διαφορετική, λόγω του ότι η περιοχή αυτή από το 1991 διευθύνονταν από δυο κόμματα την Πατριωτική Ένωση του Κουρδιστάν (ΠΕΚ) και το Δημοκρατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (ΔΚΚ). Ειδικά μάλιστα αυτό το τελευταίο βασίζεται σε ένα φυλετικό σύστημα. Οι οργανώσεις αυτές δεν αναγνωρίζουν τα δικαιώματα των γυναικών. Οργανώσεις γυναικών δημιουργήθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του ’90, αλλά δέχθηκαν επίθεση από το ΠΕΚ και η έδρα τους έκλεισε μετά από μερικά χρόνια συγκρούσεων. Μάλιστα, κατάφεραν να απαγορεύσουν την Ανεξάρτητη Οργάνωση των Γυναικών, μια σοσιαλιστική οργάνωση, προοδευτική και κοσμική που ήταν πολύ ισχυρή. Το ΠΕΚ και το ΔΚΚ απαγόρευαν στις γυναίκες να συμμετέχουν σε συνελεύσεις ή να οργανώνουν διαδηλώσεις. Στο Βορρά του Ιράκ το κίνημα αυτό των γυναικών αγωνίστηκε για τα δικαιώματα των γυναικών και κέρδισε σημαντική επιρροή. Πέτυχε τη συνειδητοποίηση πολλών γυναικών, αλλά το 2000 τα κουρδικά κόμματα κατάφεραν να καταπνίξουν το κίνημα αυτό. Το κίνημα αυτό των γυναικών συνδέονταν με το Κομμουνιστικό-Εργατικό Κόμμα του Ιράκ. Οι διευθύνοντες της οργάνωσης αυτής ήταν επίσης και διευθύνοντες του ΚΕΚΙ, αν και υπήρχαν και εκατοντάδες ανεξάρτητες γυναίκες. Στο υπόλοιπο Ιράκ το ανεξάρτητο κίνημα για την εκκοσμίκευση και την ισότητα δεν ξεκίνησε παρά μετά τον Ιούνιο του 2003. Διάφορες ομάδες ανεξάρτητων γυναικών ενώθηκαν με την ΟΕΓΙ.

[…]

ΟΠΟΣ: Οι εξόριστοι διανοούμενοι έχουν παίξει κάποιο θετικό ρόλο επιστρέφοντας στο Ιράκ; Επέστρεψαν στη χώρα με φεμινιστική συνείδηση ή έστω συνειδητοποίησαν κάποιες όψεις της γυναικείας καταπίεσης;

Χ.Μ.: Οι εξόριστοι μικροαστοί που επέστρεψαν στο Ιράκ δεν έπαιξαν κανένα προοδευτικό ρόλο. Αυτοί που επιστρέφουν στη χώρα δεν επιστρέφουν με σκοπό να εισάγουν φεμινιστικές και δημοκρατικές ιδέες. Στη Δύση θεωρούμε τους κατοίκους της Μέσης Ανατολής ως μουσουλμάνους, θρησκευόμενους και οπισθοδρομικούς. Στη Μεγάλη Βρετανία, της αριστεράς συμπεριλαμβανομένης, όταν μιλάω για γυναικεία απελευθέρωση, για ισότητα, για ελευθερία μου απαντούν πως στη χώρα μου όλοι είναι μουσουλμάνοι και κανένας στο Ιράκ δε σκέφτεται σαν εμένα! Όλα τα πολιτικά κόμματα του προσωρινού Συμβουλίου της κυβέρνησης συστάθηκαν στο εξωτερικό. Ορισμένοι δε από τους πολιτικούς αυτούς έζησαν για τριάντα χρόνια στην εξορία. Ο Σαντάμ δεν κατάφερε να επιβάλλει τη Σαρία ούτε όμως και οι πολιτικοί του μετανάστες, που δεν είχαν καν εκλεγεί, κατά τους 3 με 4 μήνες. Ακόμα και οι ιδρυτές της Οργάνωσής για την Ελευθερία των Γυναικών ήταν εξόριστοι (για παράδειγμα η Γιανάρ Μοχάμντ ζούσε στον Καναδά προτού επιστρέψει στη γενέτειρα της), αν και ήταν μέλη του Κομμουνιστικού-Εργατικού Κόμματος του Ιράκ. Στον Ιράκ συναντούμε συνέχεια γυναίκες που επιθυμούν την απελευθέρωσή τους, που θέλουν να ζήσουν μόνες, που δε θέλουν οι άντρες να τους λένε τι να κάνουν, πόσο δε μάλλον να έχουν το δικαίωμα να τις σκοτώσουν στην περίπτωση που η συμπεριφορά τους κριθεί, υποτίθεται, ως «ανήθικη». Υπάρχει μια θετική τάση ανάμεσα στις γυναίκες αυτήν τη στιγμή στο Ιράκ, γι’ αυτό και η οργάνωσή μας είναι τόσο δημοφιλής.

ΟΠΟΣ: Ποια η σημασία της θρησκείας αυτή τη στιγμή στο Ιράκ;

Χ.Μ.: Δώδεκα χρόνια κυρώσεων και πολέμων επέβαλαν μια τέτοια φτώχεια και τέτοιου μεγέθους καταστροφές ώστε η θρησκεία γνώρισε μια ορισμένη άνοδο. Ξέρουμε καλά πως η φτώχεια ευνοεί τη θρησκεία, και πως οι άνθρωποι προσφεύγουν σ’ αυτήν προκειμένου να επιβιώσουν συναισθηματικά. Αυτό συνέβη τα τελευταία δεκατρία χρόνια. Το ισλάμ απέκτησε δύναμη και ενισχύθηκαν οι εχθρικές προς τις γυναίκες δυνάμεις. Οι πιο πιστοί είναι οι πιο φτωχοί άνθρωποι, αυτοί που ανήκουν στα χαμηλότερα στρώματα της κοινωνίας και δεν έχουν λάβει κανενός είδους εκπαίδευση. Τα εγκλήματα τιμής έτσι συνεχίζουν και είναι πολύ διαδεδομένα μεταξύ αυτών των κοινωνικών στρωμάτων. Στο Ιράκ, από τον Ιούνιο του 2003, υπάρχουν ορισμένοι που μας λένε πως δεν πρέπει να πάμε πολύ μακριά, πως δεν πρέπει να μιλάμε πολύ για ελευθερία και για τα δικαιώματα της γυναίκας. Σήμερα όμως υπάρχουν γυναίκες που δολοφονούνται επειδή θέλουν να σέβονται τα δικαιώματά τους, επειδή επιθυμούν να ζήσουν όπως επιθυμούν. Αν μια γυναίκα θέλει να παραμείνει παρθένα μέχρι το γάμο της, ή ακόμα και για όλη της τη ζωή, είναι καθαρά δικό της δικαίωμα. Ωστόσο, κανένας νόμος δε θα πρέπει να επιβάλει σε όλο το γυναικείο πληθυσμό μιας χώρας αν θα το πράξει ή όχι.

ΟΠΟΣ: Είναι εύκολο να οργανώσει κανείς συγκεντρώσεις στο Ιράκ; Δεν αντιμετωπίζετε προβλήματα με τις αρχές ή τους ισλαμιστές;

Χ.Μ.: Δεν υπάρχει Κράτος το οποίο να είναι σε θέση να ελέγξει ό,τι συμβαίνει. Τα στρατευμένα μας μέλη πηγαίνουν μπροστά σε εργοστάσια, σε σχολεία, σε πανεπιστήμια κάνουν επαφές και κατόπιν καλούν σε συγκέντρωση με σκοπό να μιλήσουν για τα δικαιώματα των γυναικών. Μια φορά απειληθήκαμε από ισλαμιστές που ήθελαν να απαγορεύσουν το meeting μας, αλλά η συγκέντρωσή μας πραγματοποιήθηκε και μάλιστα με επιτυχία, αφού την ημέρα εκείνη ήρθαν στην οργάνωσή μας σαράντα γυναίκες. Όλα μας τα στρατευμένα μέλη, γυναίκες και άνδρες, κυκλοφορούν με ένοπλους σωματοφύλακες γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα δεχτούν επίθεση από ισλαμιστές. Το ΚΕΚΙ εγγυάται την ασφάλεια όλων των συγκεντρώσεων της Οργάνωσης για την Ελευθερία των Γυναικών του Ιράκ, η οποία επεκτείνεται και της οποίας οι ιδέες αποκτούν μια όλο και μεγαλύτερη επιρροή. Η Γιανάρ Μοχάμεντ και άλλα στρατευμένα μέλη της οργάνωσης απειλήθηκαν με θάνατο και οι φονταμενταλιστές δεσμεύτηκαν να ανατινάξουν τις εγκαταστάσεις μας. Αυτά όμως τα ξέραμε από την αρχή, δεν εκπλαγήκαμε από την αντίδραση των ισλαμιστών, ξέρουμε τις μεθόδους τους όταν πρόκειται να φιμώσουν τους αντιπάλους τους και να πετύχουν τους στόχους τους.

ΟΠΟΣ: Τι συμβαίνει σχετικά με την αντισύλληψη και την έκτρωση στο Ιράκ;

Χ.Μ.: Πρώτα απ’ όλα πρέπει να γνωρίζει κανείς πως η υγιεινή είναι σε πολύ κακή κατάσταση εδώ και χρόνια. Και τη στιγμή αυτή δεν υπάρχει ούτε Κράτος, ούτε κάποιος κυβερνητικός οργανισμός επιφορτισμένος με το ζήτημα της υγείας, ούτε και καμία εξειδικευμένη κλινική για γυναίκες. Αν μια γυναίκα βιαστεί, δεν μπορεί να πάει στο νοσοκομείο παρά μόνο μετά από πολλές ώρες. Έτσι, τις στέλνουν σπίτι τους χωρίς καν να τις εξετάσουν, για να μην αναφέρουμε για τα μειωμένα ωράρια λειτουργίας των κλινικών. Δεν υπάρχει οικογενειακό Planning, ούτε ενώσεις υποστήριξης προς τις βιασμένες και κακοποιημένες γυναίκες. Πολλές γυναίκες εξάλλου κρύβουν το γεγονός ότι βιάστηκαν επειδή φοβούνται μήπως τις σκοτώσει η ίδια τους η οικογένεια ή μήπως τις απορρίψει η κοινωνία. Δεν υπάρχει λοιπόν καμία υπηρεσία για αντισύλληψη και έκτρωση. Γι’ αυτό και θέλουμε να δημιουργήσουμε κλινικές για γυναίκες σε όλες τις πόλεις, σε όλες τις συνοικίες, οι οποίες θα βοηθούν τις γυναίκες και δε θα τις κρίνουν και στις οποίες θα μπορούν να μιλούν για τα προβλήματά τους εν πλήρη ελευθερία. Πριν από τον πόλεμο, υπό το καθεστώς του Σαντάμ δεν υπήρχε καμία πληροφόρηση πάνω στην αντισύλληψη. Αν πηγαίνατε σε έναν γιατρό ή σε ένα νοσοκομείο θα μπορούσατε να πάρετε κάποια βασική πληροφόρηση πάνω στην εγκυμοσύνη και την αντισύλληψη, αλλά η πληροφόρηση αυτή αφορούσε αποκλειστικά τις παντρεμένες γυναίκες. Προφανώς βέβαια, αν διαθέτατε τα μέσα θα μπορούσατε να πληρώσετε για να σας κάνουν έκτρωση παράνομα ή ακόμα και να αγοράσετε χάπια στη μαύρη αγορά. Όλα αυτά όμως δεν αφορούσαν παρά μόνο μια μειοψηφία προνομιούχων. Από την άποψη αυτή η κατάσταση σήμερα είναι ακόμα χειρότερη από ό,τι ήταν υπό τον Σαντάμ.

Οι γυναίκες πρέπει να προσέχουν να μην τις σκοτώσουν οι συγγενείς τους. Εκείνες δε που έχουν σεξουαλικές σχέσεις πριν το γάμο, τις έχουν παράνομα και ζουν υπό το διαρκή φόβο μήπως μείνουν έγκυες και ανακαλύψει η οικογένειά τους ότι δεν είναι πια παρθένες. Οι θρησκευτικές αξίες και η ισλαμική νοοτροπία διαποτίζουν ακόμα την κοινωνία: ένα μικρό κορίτσι πρέπει να μείνει αγνό, παρθένο πριν το γάμο. Υπάρχουν βέβαια, ορισμένες οικογένειες που είναι πιο προοδευτικές και ανέχονται να έχουν και άλλοι σχέση με τις κόρες τους. Στο χώρο της αριστεράς το πρόβλημα, κατά γενική ομολογία, είναι λιγότερο οξύ.

[…]

ΟΠΟΣ: Υπάρχουν γυναικεία περιοδικά στο Ιράκ; Οι εφημερίδες αφιερώνουν στήλες ειδικά στις γυναίκες;

Χ.Μ.: Υπό τον Σαντάμ υπήρχαν κάποιες πολύ αντιδραστικές επιθεωρήσεις που εξυπηρετούσαν τους προπαγανδιστικούς σκοπούς του Μπααθιστικού κόμματος. Σήμερα, οι ομάδες εκείνες που ενδιαφέρονται να εκδώσουν ωραία περιοδικά τυπωμένα σε γλασέ χαρτί έχουν ένα και μοναδικό στόχο: να εξασφαλίσουν ένα κομμάτι της εξουσίας. Υπάρχουν ελάχιστα άρθρα πάνω στις γυναίκες στον καθημερινό τύπο. Στο ράδιο και την τηλεόραση (υπάρχει ένα μόνο κανάλι αυτήν τη στιγμή το οποίο μάλιστα δε λειτουργεί όλη την ημέρα) η κατάσταση είναι η ίδια. Ένας από τους στόχους μας είναι να δημιουργήσουμε κάτι σε καθημερινή βάση, είτε ράδιο είτε ακόμα και κανάλι στην τηλεόραση, αλλά δεν έχουμε καθόλου τα οικονομικά μέσα. Το αλ-Τζαζίρα πήρε συνέντευξη από την Γιανάρ Μοχάμεντ όπως επίσης και τα ιρακινά ΜΜΕ. Εκείνη πήρε θέση εναντίον της Σαρία και εναντίον των αντιδραστικών αστών γυναικών που οι αμερικάνοι θέλουν να επιβάλλουν. Δεν έχουμε καμία εμπιστοσύνη στην κυρίαρχη ιρακινή τάξη και η παρουσία κάποιων γυναικών στο Συμβούλιο της προσωρινής κυβέρνησης δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα γιατί όλο το σύστημα είναι εναντίον των γυναικών.

ΟΠΟΣ: Υπάρχουν διεθνείς οργανώσεις που να ανέλαβαν ή να αναλαμβάνουν δράσεις υπέρ των γυναικών του Ιράκ;

Χ.Μ.: Υπήρξαν διαφορετικές προσπάθειες, οι Αμερικάνοι όμως ελέγχουν το τι συμβαίνει. Έγινε για παράδειγμα μια συζήτηση για τις γυναίκες, οι Αμερικάνοι όμως επέλεξαν τις τρεις γυναίκες που θα συμμετείχαν στο Συμβούλιο της προσωρινής κυβέρνησης. Εμπόδισαν ακόμα την Γιανάρ Μοχάμεντ, την πρόεδρο της Οργάνωσης για την Ελευθερία των γυναικών του Ιράκ, να συμμετάσχει, την ίδια στιγμή που επέτρεψαν να μπουν στην αίθουσα αποκλειστικά και μόνο αντιδραστικές και συντηρητικές γυναίκες που ήταν μέλη φυλών και εθνικιστικών ή θρησκευτικών ομάδων. Εξάλλου, ένα από τα τρία μέλη του Συμβουλίου της προσωρινής κυβέρνησης (η Χακίλα Χακίμι) δολοφονήθηκε επειδή είχε δεσμούς με το μπααθιστικό κόμμα.

ΟΠΟΣ: Οι γυναίκες πρέπει να ντύνονται με συγκεκριμένο τρόπο προκειμένου να βγουν στο δρόμο;

Χ.Μ.: Η βία επιβλήθηκε από τις ισλαμικές ομάδες και τις πολιτοφυλακές τους, οι οποίες χρηματοδοτήθηκαν από το Ιράν και τη Σαουδική Αραβία. Έχουν την εξουσία να τραυματίσουν ή να σκοτώσουν όσες δεν τους υπακούν. Όσες γυναίκες δε φορούν τη μαντίλα έχουν μακριά φορέματα παντελόνια και ρούχα με μακριά μανίκια. Πολλές από αυτές που φορούν τη μαντίλα για να πάνε να ψωνίσουν ή να δουλέψουν ελπίζουν πως η κατάσταση αυτή δε θα διαρκέσει πολύ. Πολλές γυναίκες απολύθηκαν από υπουργεία και από τη δημόσια διοίκηση, η οποία μάλιστα δεν υπάρχει καν σήμερα. Γενικά, οι περισσότερες γυναίκες είναι άνεργες, μιας και, όπως σε όλες τις κοινωνίες, η ανεργία θίγει περισσότερο τις γυναίκες από ότι τους άντρες. Κάποιες μάλιστα δουλεύουν ακόμα σε εργοστάσια, σε νοσοκομεία ή και σχολεία. Φοβούνται όμως να κυκλοφορήσουν μήπως τις επιτεθούν και τις απαγάγουν. Στην πραγματικότητα, υπάρχει μια αγορά γυναικών με ταρίφα βάσης τα 200 δολάρια για μια παρθένα και τα 100 δολάρια για μια μη-παρθένα. Οι γυναίκες αυτές πωλούνται έπειτα σε γειτονικές χώρες.

ΟΠΟΣ: Οι ισλαμιστές προσπαθούν να επιβάλλουν μη μικτά σχολεία;

Χ.Μ.: Προς το παρόν όχι. Τα πολιτικά κόμματα προσπαθούν να εισχωρήσουν σε όλους τους θεσμούς, όπως και στα σχολεία, και να επηρεάσουν τη λειτουργία τους. Δεν επιβάλλουν ξεχωριστά σχολεία, αλλά εισβάλλουν στα κτίρια και απειλούν όσες δασκάλες δε φορούν τη μαντίλα. Επικρατεί άλλωστε ένα τέτοιο χάος τη στιγμή αυτή. Δεν έχουμε ούτε Κράτος, ούτε κοινωνία των πολιτών. Ζούμε μεροδούλι μεροφάι. Ευτυχώς που υπάρχουν κάποιες προοδευτικές οργανώσεις που αναπτύσσονται αυτήν τη στιγμή όπως το ΚΕΚΙ, η ΟΕΓΙ, η Ένωση των Ανέργων, τα συνδικάτα και οι επιτροπές εργασίας, κτλ. Ελπίζουμε να γεννηθεί μια κοινωνία η οποία τουλάχιστον θα σέβεται τα δικαιώματα των γυναικών, τα δικαιώματα των εργαζομένων, τα δικαιώματα του ανθρώπου, μια κοινωνία απελευθερωμένη από την αμερικανική κατοχή. Ελπίζουμε πως το Ιράκ δε θα πέσει στη βαρβαρότητα. Οι ιρακινοί είναι κατά γενική ομολογία αντιαμερικανοί και μάλιστα μια μερίδα εξ’ αυτών είναι εχθρικοί απέναντι στο Συμβούλιο της προσωρινής κυβέρνησης. Το πολιτικό ισλάμ αντιπροσωπεύει για εμάς μια εξίσου σοβαρή απειλή. Εμείς είμαστε ο προοδευτικός πόλος και εκείνοι εκφράζουν τον πιο αντιδραστικό και βίαιο πόλο. Για την ώρα οι ισλαμιστές είναι πολύ διαιρεμένοι πράγμα που είναι καλό για εμάς γιατί είναι λιγότερο αποτελεσματικοί. Μερικές φορές μάλιστα παλεύουν μεταξύ τους προκειμένου να αποκτήσουν εξουσία. Κάθε ομάδα όμως από αυτούς προσπαθεί επιβάλει τον τρόμο εναντίον τόσο των γυναικών, όσο και των προοδευτικών κομματιών της κοινωνίας.

[…]

ΟΠΟΣ: Οι ομάδες της ριζοσπαστικής αριστεράς, στις περισσότερες διεθνείς συρράξεις, διχάζονται πάνω στο ζήτημα αυτό: ορισμένοι υποστηρίζουν μια παρέμβαση των Η.Ε, ενώ άλλοι τίθενται ευνοϊκά απέναντι σε αυτό που αποκαλούν εθνική ανεξαρτησία, οποίες και αν είναι οι κυρώσεις για τον τοπικό πληθυσμό.

Χ.Μ.: Οι ομάδες αυτές θέτουν με εντελώς λανθασμένο τρόπο την ερώτηση. Στη Μεγάλη Βρετανία είχαμε ένα πρόβλημα με ομάδες της άκρας αριστεράς που υποστήριζαν το πολιτικό ισλάμ. Θεωρούν πως οι φονταμελιστικές αντιδραστικές ομάδες είναι αντι-ιμπεριαλιστικές επειδή σκοτώνουν αμερικανούς και βρετανούς στρατιώτες. Εμείς δεν πιστεύουμε στην αποτελεσματικότητα των επιθέσεων αυτοκτονίας, ούτε και στην τρομοκρατία γιατί όλα αυτά δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να διευρύνουν το χάος. Πιστεύουμε αντίθετα σε ένα μαζικό κίνημα, πιστεύουμε πως οι μάζες πρέπει να οργανωθούν από μόνες τους, να λάβουν μόνες τις αποφάσεις τους. Στη Βαγδάτη, σε ορισμένες συνοικίες, οργανώσαμε τοπικά συμβούλια που είναι υπεύθυνα για την ασφάλεια. Στις ζώνες αυτές βασιλεύει στοιχειωδώς η τάξη. Πιστεύουμε πως οι ιρακινοί πρέπει να οργανώσουν τις εργατικές τους επιτροπές, τα συνδικάτα τους, τις γυναικείες οργανώσεις τους, κτλ. και να έχουν τους δικούς τους αντιπροσώπους.

[…]

ΟΠΟΣ: Ορισμένα στρατευμένα μέλη στο αντιπολεμικό κίνημα και στην άκρα αριστερά χαίρονται κάθε φορά που πεθαίνει ένας αμερικανός στρατιώτης, ενώ ορισμένοι επιθυμούσαν νίκη του Σαντάμ. Εσύ τι πιστεύεις πάνω σ’ αυτό;

Χ.Μ.: Οι άνθρωποι αυτού του είδους επικεντρώνονται στην υποτιθέμενη «ήττα του ιμπεριαλισμού», αλλά δεν λαμβάνουν υπόψη τους πως αν οι ισλαμιστές κερδίσουν στο Ιράκ το καθεστώς τους θα είναι το ίδιο καταστροφικό με εκείνο των αμερικάνων. Εμείς πιστεύουμε πως ο ισλαμισμός είναι στον ίδιο βαθμό ολέθριος με τον ιμπεριαλισμό. Αν οι ισλαμιστές έρθουν στην εξουσία θα σκοτώσουν τους κομμουνιστές, τους σοσιαλιστές και τους δημοκράτες. Ο ιμπεριαλισμός όπως και το πολιτικό ισλάμ είναι στο ίδιο βαθμό αντιδραστικά. Το καθήκον μας είναι να συμμαχήσουμε με τις σοσιαλιστικές και προοδευτικές δυνάμεις του Ιράκ, να τους παράσχουμε την υλική και πολιτική μας υποστήριξη και όχι να μετράμε τους νεκρούς του αμερικανικού στρατού. Οι αμερικανοί άλλωστε στρατιώτες δεν έχουν καμία ευθύνη για την απόφαση που πάρθηκε ώστε να γίνει ο πόλεμος. Πολλοί δε από αυτούς αποτελούν θύματα μιας και κατάγονται από την Κεντρική Αμερική και θέλουν να κατορθώσουν να αποκτήσουν την αμερικανική ιθαγένεια. Εγώ δεν ευχαριστιέμαι ούτε με το θάνατο αμερικανών στρατιωτών ούτε με το θάνατο ιρακινών πολιτών. Η αντίστασή μας βασίζεται στην αντίσταση των μαζών, των γυναικών, των εργατών και όχι στην τρομοκρατία. Πιστεύουμε στην ελευθερία και την ισότητα και όχι στην τρομοκρατία.

Συνέντευξη της Hoozan Mahmood, μέλους της ΟΕΓΙ, στην αντιεξουσιαστική επιθεώρηση Ni patrie ni frontières που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα www.mondialisme.org. Η επιλογή των αποσπασμάτων είναι δική μου.

Το Ιράκ γνώρισε, όπως και οι περισσότερες χώρες της Μέσης Ανατολής, μια συγκεκριμένη διαδικασία εκκοσμίκευσης από το 1958 με την ανάληψη της εξουσίας από τον στρατηγό Κασέμ, ο οποίος ήταν και αυτός που συνέβαλε στο να εκμοντερνιστεί η χώρα, θεσπίζοντας ιδιαίτερα ένα νόμο που παρείχε νέα ατομικά δικαιώματα στις γυναίκες. Πιο συγκεκριμένα, ο νόμος αυτός εξασφάλισε το δικαίωμα στην εκπαίδευση, το διαζύγιο και τη φύλαξη των παιδιών. Το μπααθιστικό κόμμα, που εκείνη την εποχή είχε εξαγγείλει ένα εκκοσμικευτικό και σοσιαλίζον πρόγραμμα, ανεβαίνει στην εξουσία το 1968 έχοντας αναμειχθεί τόσο στην άνοδο όσο και στην πτώση του στρατηγού Κασέμ. Έτσι, το κόμμα παραλαμβάνει μια κοινωνία ήδη σε μεγάλο βαθμό εκκοσμικευμένη και εκμοντερνισμένη και αρχικά ακολουθεί μια πολιτική σύμφωνη με το πρόγραμμά του. Πιο συγκεκριμένα, η ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών θεωρητικά εξασφαλίστηκε από το προσωρινό σύνταγμα του 1970, ενώ το δικαίωμα ψήφου παραχωρήθηκε από τον Σαντάμ Χουσεΐν το 1980. Πρέπει επίσης να σημειωθεί πως «ο ιρακινός νόμος πάνω στα ατομικά δικαιώματα» προέβλεπε πως, στις μη προβλεπόμενες από το νόμο περιπτώσεις, ίσχυε η σαρία: για παράδειγμα η πολυγαμία είναι νόμιμη έστω κι αν τείνει να εξαφανιστεί.

Εντούτοις, η εξαγγελθείσα εκκοσμίκευση του μπααθιστικού καθεστώτος, η οποία ήταν και αυτή που του εξασφάλιζε τη συμπάθεια ενός μέρους της διεθνούς αριστεράς, κατέστη τελικά το κεντρικό στοιχείο του μοντέρνου του εθνικισμού. Ιδιαίτερα, με την ανάληψη της εξουσίας και προσωπικά από τον Σαντάμ Χουσεΐν το 1979, η εκκοσμίκευση μετατράπηκε σε ένα από τα εργαλεία του ολοκληρωτισμού του, μιας και το Κόμμα μεταμορφώθηκε σε μια γιγαντιαία μηχανή επιτήρησης του πληθυσμού, απαιτώντας την απουσία οποιασδήποτε άλλης πολιτικής ή θρησκευτικής μορφής δικαιοδοσία –έστω και αν η συμμετοχή κάποιων θρησκευτικών ταγών ευνομούμενων του καθεστώτος επέτρεπαν στο κόμμα να ασκήσει, ιδιαίτερα στον τομέα αυτόν, την εξουσία του. Με τη σύγκρουση Ιράν-Ιράκ από το 1980 και έπειτα, το θρησκευτικό ζήτημα τέθηκε στο προσκήνιο μιας και ο σιισμός αφομοιώθηκε από τον ιρανικό του αντίπαλο.

Πρέπει να υπενθυμίσουμε πως ο σιισμός, που θεωρείται αίρεση από τους σουνίτες μουσουλμάνους, αναπτύχθηκε στο νότιο και κεντρικό Ιράκ κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Μπορεί η άρχουσα τάξη, προσδεμένη στην οθωμανική εξουσία, να είναι παραδοσιακά σουνίτικη, ωστόσο ο σιισμός κατέστη σημείο αναφοράς μιας όλο και μεγαλύτερης μερίδας του πληθυσμού που κατοικεί στις πόλεις και που στο μεγαλύτερό της μέρος αποτελείται από μικροεμπόρους και χειροτέχνες. Έτσι, συγκροτείται αφενός μεν μια νέα κοινότητα, αποδεσμευμένη από κάθε είδους φυλετική δικαιοδοσία, που σπέρματά της βρίσκονται ακόμα στην επαρχία, αφετέρου δε μια μορφή αντίστασης στην κεντρική εξουσία. Μετά και το τέλος του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, το πάθος για το σιισμό αντικαθίσταται σταδιακά από την προσήλωση στις γραμμές του Κομμουνιστικού Κόμματος του Ιράκ, το οποίο γίνεται και ένα από τα πιο σημαντικά κομμουνιστικά κόμματα πέραν των «ανατολικών χωρών». Η βάση του όμως δεν είναι εργατική, κατά τρόπο ανάλογο για παράδειγμα με εκείνη της Γαλλίας ή της Ιταλίας την ίδια περίοδο, αλλά στηρίζεται περισσότερο στις λαϊκές τάξεις που κατοικούσαν στις πόλεις: σε μικροαστούς, με την κλασική έννοια του όρου, που θέλγονταν από την ταχεία ανάπτυξη της ΕΣΣΔ σε σχέση με την αγροτική και καθυστερημένη χώρα τους. Αυτοί άλλωστε είναι και οι όροι με τους οποίους οι τάξεις αυτές κατανοούσαν τη χώρα στην οποία ζούσαν, το Ιράκ.

Το μπααθιστικό κόμμα, με το να καταστεί προνομιακός εταίρος της Μόσχας, θα επωφεληθεί της προσδοκίας αυτής και έτσι θα παραγκωνίσει τον κομμουνιστικό του αντίπαλο. Παρόλα αυτά όμως, το μπααθιστικό κόμμα έμμεσα στηρίχτηκε και από τις σουνίτικες φυλές, όπως το έκανε άλλοτε και η Οθωμανική αυτοκρατορία. Η επίσημη ιδεολογία αρνείται κατηγορηματικά το γεγονός αυτό, αλλά οι πιθανότητες να ανέλθει κανείς στην ιεραρχία του μπααθιστικού κόμματος εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από το αν ανήκει κανείς σε μια από τις υπό επιρροή φυλές. Για παράδειγμα οι Τακρίτοι, των οποίων μέλος είναι ο Σαντάμ Χουσεΐν, ευνοούνταν ιδιαίτερα. Η θρησκευτική διάσταση δεν είναι το βασικό στοιχείο, αλλά αποτελεί περισσότερο ένα δευτερεύον στοιχείο της φυλετικής κοινότητας, τη στιγμή που το κοινωνικό πεδίο κυριαρχείται από εκκοσμικευμένες, κατά κύριο λόγο, αξίες όπως και κατά τη δεκαετία του 1960 και του 1970. Ωστόσο, όταν το Ιράκ, το 1980, θα έλθει αντιμέτωπο με το ιρανικό καθεστώς στο οποίο εκδηλώνεται ο σιίτικος φονταμενταλισμός, αυτή η απόσταση θα καλυφθεί. Ο Σαντάμ Χουσεΐν ταυτίζει τον «σιίτικο» νότο –ο οποίος, σε κάθε περίπτωση, μένει απείθαρχος απέναντι στην κεντρική εξουσία– με τον περσικό του αντίπαλο και εξορίζει δεκάδες χιλιάδες άτομα. Ομοίως, αναβαθμίζει την εκτίμησή του στο σιίτικο κλήρο, που ήταν υποτιμημένος μέχρι τότε και θεωρούνταν οπισθοδρομικός και υποκριτής ακόμα και από τους ίδιους τους «σιίτες». Το Ιράν θα επωφεληθεί της κατάστασης αυτής χρηματοδοτώντας τα ευνοϊκά προσκείμενα στην ύπαρξη ενός ισλαμικού καθεστώτος κινήματα της σιίτικης αντίστασης –πράγμα άλλωστε το οποίο έκανε σε μεγάλο βαθμό και σε όλη την περιοχή της Έγγειας και Μέσης Ανατολής.

Πρέπει να σημειωθεί πως ο πόλεμος Ιράν-Ιράκ αποτέλεσε ένα πρώτο βήμα για την υποβάθμιση της κατάστασης των ιρακινών γυναικών. Όπως, δε, εξηγεί η ιρακινή φεμινίστρια Χουζάν Μαχμούτ: «το Ιράκ, έλεγε ο Σαντάμ, έχει ανάγκη τις γυναίκες στο σπίτι, να ταΐζουν τους συζύγους τους και τα παιδιά τους, να διαχειρίζονται την οικονομία και να μην δαπανούν πολλά, ώστε να βοηθήσουν τη χώρα να εξέλθει [Σ.τ.Μ.: από την κρίση]. Όλα αυτά κατέληξαν στη συνεχή καταπάτηση των δικαιωμάτων των γυναικών. Ειδικότερα, κατά τη διάρκεια του πολέμου μεταξύ του Ιράκ και του Ιράν οι γυναίκες εκπροσωπούσαν πάνω από το 70% των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά με τη λήξη της σύρραξης, το καθεστώς τις έστειλε στα σπίτια τους». Η υποβάθμιση αυτή συνοδεύτηκε από την υιοθέτηση πατριαρχικών αξιών. Ένα από τα θεμελιώδη μέτρα που πάρθηκαν από το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν εναντίων των γυναικών ήταν η επίσημη ανοχή απέναντι στα «εγκλήματα τιμής», δηλαδή το δικαίωμα σε έναν άνδρα να σκοτώσει τη γυναίκα, την αδελφή ή την κόρη του αν την υποπτεύονταν για απιστία, για ανηθικότητα ή αν έπεφτε θύμα βιασμού. Το 1990 ο Σαντάμ εισήγαγε στο νέο ποινικό κώδικα, το άρθρο 111, το οποίο απάλλασσε από οποιαδήποτε ποινή τον άνδρα εκείνο που, προκειμένου να υπερασπίσει την τιμή της οικογένειάς του, σκότωνε μια γυναίκα. Αυτή η πρακτική δεν έχει τίποτα το θρησκευτικό και δε θα μπορούσε να βρει καμία αιτιολόγηση στο ίδιο το Ισλάμ, για τους χριστιανούς δε του Ιράκ κάτι τέτοιο φαίνεται ανήκουστο.

Η μεγάλη στροφή προς τη θρησκεία που θα κάνει ο ιρακινός Μπααθισμός θα γίνει με τον πόλεμο του Κόλπου το 1991, όταν το Ιράκ επιχείρησε να εισβάλει στο Κουβέιτ –σε αντιπερισπασμό των δυνάμεών του στον πόλεμο με το Ιράν–, λίγο πριν εκδιωχθεί από τη γιγαντιαία διεθνή συμμαχία. Το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν φαίνεται πως περνά τις τελευταίες του μέρες. Το Μάρτιο του 1991, εξεγέρσεις ξεσπούν σε διάφορα μέρη της χώρας. Αν όμως στο βορρά, στα βουνά του Κουρδιστάν, η εξέγερση δείχνει να διευθύνεται και να εμψυχώνεται από την αντιεθνικιστική και αντιθρησκευτική άκρα αριστερά, η οποία οργανώνει εργατικά συμβούλια τύπου σοβιέτ, δε γίνεται το ίδιο και στο νότο όπου οι ισλαμιστές γρήγορα επιβάλλονται. Ο Φαλάχ Αλγάν, διευθύνων σήμερα της Ομοσπονδίας των εργατικών συμβουλίων και των συνδικάτων, αναφέρει: «Ήμουν στην Χίλλα, στο νότο της Βαγδάτης. Με καμιά σαρανταριά συντρόφους οργανώσαμε την κατάληψη των κυβερνητικών κτιρίων. Γρήγορα όμως οι ισλαμιστές κατέφθασαν, με τα σλόγκαν τους υπέρ μιας ισλαμικής δημοκρατίας. Είχαν φτάσει πολύ ενισχυμένοι και δεν μπορέσαμε να τους σταματήσουμε γιατί δεν ήμασταν αρκετά προετοιμασμένοι για την εξέγερση».

Από την αρχή της εξέγερσης, η επιθετικότητα της συμμαχίας σταμάτησε, δίνοντας στον Σαντάμ Χουσεΐν όλη την ευχέρεια να οργανώσει την καταστολή της. Ο Σαντάμ ανακίνησε τη θρησκευτική απειλή, λέγοντας στους σουνίτες πως αν οι σιίτες πάρουν την εξουσία τότε θα τους σφαγιάσουν. Ήδη, τους μήνες που προηγήθηκαν των βομβαρδισμών, ο Σαντάμ πρόβαρε το ένδυμα του θρησκευτικού ταγού, προκειμένου να αντικαταστήσει τον ετοιμοθάνατο αραβικό εθνικισμό. Έτσι, αύξησε τις αναφορές στο Ισλάμ, προσθέτοντας γρήγορα ένα μουσουλμανικό μανδύα: «Ο Θεός είναι μεγάλος και ο Μωάμεθ είναι ο προφήτης του», και όλα αυτά υπό την εθνική σημαία. Ο ύστερος μπααθισμός του 1991-2003 θα πάρει λοιπόν σταδιακά τη μορφή ενός σουνίτικου ισλαμοεθνικισμού, παρά τη μικρή αξιοπιστία του Σαντάμ Χουσεΐν στο ρόλο του ως ευσεβή πιστού. Η θρησκεία, αντί να απωθηθεί, ενσωματώθηκε στην ολοκληρωτική ιδεολογία του μπααθιστικού καθεστώτος, ενώ το βάρος του ρόλου της φυλής Τακρίτη αυξήθηκε τόσο μέσα στο Κόμμα όσο και στους κόλπους του στρατού. Αυτή η θρησκευτική στροφή συνοδεύεται επίσης και από μια εξύμνηση των φυλετικών χαρισμάτων: οι φυλές μετατρέπονται σε νόμιμες οντότητες, οι σίκ [Σ.τ.Μ.: αρχηγοί της φυλής] βλέπουν να επιβεβαιώνεται η τοπική τους εξουσία και δημιουργούνται φυλές, λίγο έως πολύ φανταστικές, σε μέρη όπου αυτές είχαν εξαφανιστεί.

Ενόσω οι ειδικοί του αμερικανικού στρατού ετοιμάζουν την εισβολή στο Ιράκ με σκοπό να ολοκληρώσουν το έργο που είχε ξεκινήσει το 1991, ο τρόπος ανάλυσης της ιρακινής κοινωνίας που κάνουν είναι, κατά βάση, ο ίδιος με εκείνον που ο Σαντάμ Χουσεΐν τους προτείνει. Έτσι, έρχονται σε επαφή με την ιρακινή αντίσταση που βρίσκεται στην εξορία ευνοώντας, εκτός από τους συμμάχους τους, τους εθνικιστές Κούρδους και κάποιους μπααθιστές ηγέτες που είχαν υποπέσει σε δυσμένεια καθώς και τις ισλαμιστικές οργανώσεις, εκ των οποίων μεγάλος αριθμός εδρεύει, κατά ειρωνικό τρόπο, στο Ιράν –όπως, πιο συγκεκριμένα, η οργάνωση Dawa και η ένοπλή της πτέρυγα, ή το ανώτατο Συμβούλιο της ισλαμικής επανάστασης στο Ιράκ. Ακόμα και το άλλοτε ισχυρό κομμουνιστικό Κόμμα του Ιράκ, που ανέκαθεν αποτελούσε φορέα εκκομικευτικών αξιών, είναι υποχρεωμένο τώρα, προκειμένου να διαπραγματευτεί την αδύνατη συμμαχία του με τις ΗΠΑ που θα του ανοίξει τις πόρτες για συμμετοχή στη διακυβέρνηση, να βάλει στο παιχνίδι και τα στηρίγματα που έχει στη «σιίτικη» ζώνη της ενδοχώρας. Μην μπορώντας να αξιολογήσουν την πραγματική αντιπροσωπευτικότητα των οργανώσεων πάνω στις οποίες στηρίζονται –πράγμα δύσκολο στο ολοκληρωτικό Ιράκ–, οι αμερικάνοι ειδικοί περιορίστηκαν στο να ασχοληθούν μόνο με τις οργανώσεις που μιλούσαν εν ονόματι διαφορετικών κοινοτήτων που να ταυτίζονταν με τον τρόπο ανάλυσής τους. Με τον τρόπο αυτό, εδραίωσαν την οπτική μιας ιρακινής κοινωνίας χωρισμένης σε έθνη, σε φυλές, σε θρησκείες, η οποία συγκροτήθηκε από τον αντίπαλο –και παλιό σύμμαχό τους– κατά τα τριάντα χρόνια του στην εξουσία. Αυτή η αντίληψη για το Ιράκ –που βασίζεται στον εθνοτικό και θρησκευτικό διαχωρισμό, Κούρδοι/Άραβες και Σιίτες/Σουνίτες αντίστοιχα χωρίς να συνυπολογίζεται το πλήθος των μειονοτήτων– ήταν και ο ακρογωνιαίος λίθος της αμερικανικής πολιτικής, που αναζήτησε επίμονα ένα είδος ισορροπίας στον καταμερισμό των εξουσιών, κατ’ ανάλογο τρόπο με εκείνον του Λιβάνου. Το δίδυμο των Ιλιάντ Αλάουι –πρώην μπααθιστής που πέρασε κατόπιν στη CIA και φημισμένος «σιίτιης»– και του Γκαζούλ Αλ-Γιαουάρ –επιχειρηματίας στον τομέα της ασφάλειας, αρχηγός φυλής και «σουνίτης»– στις σεβάσμιες θέσεις του πρωθυπουργού και του προέδρου της δημοκρατίας αντίστοιχα είναι αρκετά ενδεικτικό της πολιτικής αυτής.

Αντίθετα με ό,τι γενικά πιστεύεται, το πολιτικό Ισλάμ στο Ιράκ δεν αποτελεί μια ανίκητη αντίσταση εναντίον της αμερικανικής και συμμαχικής κατοχής. Το να πιστεύει κανείς κάτι τέτοιο είναι σα να ξεχνά το γεγονός ότι η πλειοψηφία των εμπλεκόμενων κομμάτων, πριν τους βομβαρδισμούς του Μαρτίου του 2003, είναι ισλαμική. Μια μερίδα του νεοσύστατου ιρακινού στρατού, που εκπαιδεύεται από αμερικανούς, αναδύθηκε στην πραγματικότητα από το Ιράν, όταν το ανώτατο Συμβούλιο της ισλαμικής επανάστασης στο Ιράκ διέθεσε 6.000 μάχιμους. Το συμβούλιο της προσωρινής κυβέρνησης που ιδρύθηκε από την στρατιωτική συμμαχία πρότεινε το Φεβρουάριο του 2004 να αντικατασταθεί ο κώδικας των ατομικών δικαιωμάτων, στον οποίο προαναφερθήκαμε, από τις ρυθμίσεις της ισλαμικής σαρίας. Ενάντια σε αυτό το σχέδιο κινητοποιήθηκε μια συμμαχία από 85 γυναικείες οργανώσεις, οι οποίες οργάνωσαν, παρά τους σημαντικούς κινδύνους που κάτι τέτοιο περιλάμβανε, meetings και διαδηλώσεις. Η Γιανάρ Μοχάμεντ, εκπρόσωπος της Οργάνωσης για την Ελευθερία των Γυναικών του Ιράκ συνοψίζει: «Το Ιράκ ξεμπέρδεψε με τον Σαντάμ Χουσεΐν, πρέπει τώρα να ξεμπερδέψει και από τις ιδέες του». Οι ομάδες όμως που πρόσκεινται στο Ισλάμ ελέγχουν ένα μεγάλο μέρος της χώρας, ιδιαίτερα τα προπύργια του νότου όπως η Βασόρα. Ο αμερικανικός στρατός παρενέβη σε ορισμένες περιπτώσεις, προσπαθώντας να τις σταματήσει, είτε ανακυκλώνοντας ορισμένα στελέχη και αξιωματούχους του μπααθιστικού καθεστώτος με σκοπό να αφοπλίσουν τη «σουνίτικη» αντίσταση, η οποία σε μεγάλο βαθμό πλαισιώνονταν από τις παλιές επίλεκτες δυνάμεις του ιρακινού στρατού, όπως οι διάσημοι Γενταγίν Σαντάμ («αυτοί που θέλουν να πεθάνουν για τον Σαντάμ»)∙ είτε διεξάγοντας σκιώδεις διαπραγματεύσεις με τους «σιίτες» ηγέτες, όπως ο διάσημος Αλ-Σαντρ’, νεαρός φιλόδοξος κληρικός που ονειρεύεται να σφετεριστεί ένα μεγάλο μέρος των καταβαλλόμενων θρησκευτικών δωρεών από τους προσκυνητές των ιερών τόπων του σιιτισμού∙ είτε χρησιμοποιώντας πιο δυναμικά μέσα, όπως στη Φαλούτζα όπου οι απώλειες μεταξύ των πολιτών ήταν πολύ περισσότερες από εκείνες των «τρομοκρατών». Δεν πρέπει όμως να ξεχνάει κανείς πως ο αμερικανικός στρατός παρενέβη αποκλειστικά και μόνο σε πόλεις όπου απειλούνταν άμεσα η εξουσία του. Ποτέ δεν παρενέβη σε πόλεις όπου οι ισλαμιστές έθεταν σε εφαρμογή το πρόγραμμά τους, χωρίς να πολυσκοτίζονται για τις δυνάμεις κατοχής.
Είτε βρίσκονται από την πλευρά της κυβέρνησης, είτε από την πλευρά της αντίστασης, είτε είναι σιίτες είτε σουνίτες, είτε πανισλαμιστές (όπως η Αλ-Κάιντα) είτε ισλαμοεθνικιστές, είτε προσφεύγουν στον ένοπλο αγώνα είτε όχι, όλα τα διαφορετικά ρεύματα του πολιτικού Ισλάμ συμφωνούν σε ένα απλό πράγμα: το Ιράκ πρέπει να γίνει ένα ισλαμικό κράτος και οι γυναίκες να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Σε κοινωνικό επίπεδο οι αντιλήψεις του είναι εντελώς αρχαϊκές, αν και με κάποιες εξαιρέσεις, ριζικά αντίθετες με κάθε αντίληψη περί πάλης των τάξεων ή ύπαρξης οποιουδήποτε είδους συνδικαλιστικής οργάνωσης. Η εφημερίδα του Aλ-Σαντρ’ ποτέ δεν απαγορεύτηκε όσο έκανε λόγο για θανάτωση των συνδικαλιστικών ηγετών, παρά μόνο όταν αντιτάχθηκε ανοιχτά στις ΗΠΑ. Το να βασιστεί κανείς στη λαϊκή βάση –με την ευρεία έννοια που μπορεί να έχει ο όρος σε μια χώρα με τις κοινωνικές δομές του Ιράκ– για τη στρατολόγηση των ισλαμιστών θα ήταν μια μεγάλη αυταπάτη, στο βαθμό που το πρόγραμμά τους είναι εξολοκλήρου και ξεκάθαρα αντιδραστικό, κατ’ ανάλογο τρόπο με εκείνο των παλιών φασιστικών οργανώσεων.

Οι εκλογές που διεξήχθησαν στο τέλος του Ιανουαρίου του 2005, υπό συνθήκες που καταγγέλθηκαν ακόμα και από τους πιο ένθερμους οπαδούς της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, ανέδειξαν με σαφήνεια πως ο κίνδυνος της μετατροπής του Ιράκ σε ισλαμικό καθεστώς δε συνδέονταν μόνο με την «αντίσταση», αλλά πριν από όλα με τις κυβερνητικές δυνάμεις που εγκαθιδρύθηκαν από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους. Χωρίς, αφενός μεν, να υποτιμούμε τον κίνδυνο που αντιπροσωπεύει η κυριάρχηση του ένοπλου αγώνα –ο οποίος για την ώρα έχει στοιχίσει τη ζωή σε περισσότερους πολίτες από ότι στρατιώτες και στον οποίο ορισμένες οργανώσεις θεωρούν νόμιμο να αποκεφαλίζονται ένοχες γυναίκες που ασκούν το επάγγελμά τους ή μετανάστες εργάτες ένοχοι για το ότι διέφυγαν από τη μιζέρια της χώρα τους– δεν πρέπει, αφετέρου δε, να αυταπατόμαστε και σχετικά με τις αμερικανικές προθέσεις του αγώνα εναντίον του ισλαμισμού. Ο Σαντάμ Χουσεΐν διαμόρφωσε τη χώρα του επιτείνοντας συστηματικά τις εσωτερικές διαιρέσεις: αφύπνισε τις εθνοτικές και θρησκευτικές διαιρέσεις που η οικονομική ανάπτυξη δεν κατάφερε να αμβλύνει. Κατάφερε δε να αποτυπώσει την αντίληψη αυτή και στο μυαλό των αντιπάλων του. Δεν κατάφερε παρόλα αυτά να εξαλείψει την κριτική ικανότητα των κατοίκων του Ιράκ. Οι γυναικείες οργανώσεις, τα συνδικάτα στα οποία αναφερθήκαμε στο άρθρο αυτό, οι οργανώσεις γειτονιάς που παίρνουν στα χέρια τους τη κοινωνική ζωή στα προλεταριακά προάστια των μεγαλουπόλεων δείχνουν πως υπάρχει ακόμα ένα δυναμικό αυτονομίας και αγώνα ικανό να προτείνει ένα μέλλον διαφορετικό.

19 Μαϊου 2005

www.solidariteirak.org

Η νίκη των ισλαμιστών στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2005 στο Ιράκ αποκάλυψε ένα γεγονός το οποίο πολλοί δε θα ήθελαν να γνωρίζουν: πως δηλαδή το πολιτικό Ισλάμ αποτελεί σε αυτήν τη χώρα όχι μόνο μια δύναμη αντίστασης απέναντι στην κατοχή της συμμαχίας, αλλά επίσης και μια ισχυρή δύναμη συνεργασίας έτοιμη ανά πάσα στιγμή να εγκαθιδρύσει ένα αντιδραστικό καθεστώς, του οποίου οι γυναίκες θα είναι τα πρώτα θύματα. Η υποβάθμιση των συνθηκών διαβίωσης των γυναικών δεν ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2003 με την εισβολή των αμερικανικών και συμμαχικών στρατευμάτων στη Βαγδάτη. Αντίθετα, πρόκειται για μια μακρά διαδικασία, που έχει ξεκινήσει εδώ και πάνω από είκοσι χρόνια, και η οποία επιταχύνθηκε με τη συγκατάθεση των αρχών κατοχής και των εθνικιστικών κομμάτων στο Κουρδιστάν.

Πριν την κατοχή

Οι γυναίκες, σε σχέση με άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής, απολάμβαναν μιας καλύτερης θέσης καθώς και περισσότερων ελευθεριών, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει πως τους είχε αναγνωριστεί πλήρης ισότητα με τους άνδρες. Το γεγονός αυτό δεν οφείλονταν, όπως πιστεύεται, στο δήθεν «εκκοσμικευμένο» χαρακτήρα του μπααθιστικού καθεστώτος. Η θέση αυτή κατακτήθηκε μέσα από τους αγώνες των γυναικών κατά τη δεκαετία του 1950, πολύ πριν από την ανάληψη της εξουσίας από το μπααθιστικό κόμμα. Ο νόμος πάνω στα ατομικά δικαιώματα του 1958, που διασφάλιζε πρώτα και κύρια το δικαίωμα στην εκπαίδευση, στο διαζύγιο και τη φύλαξη των παιδιών διατηρήθηκε εν ενεργεία για κάποιο χρονικό διάστημα. Από τροπολογία σε τροπολογία όμως η εμβέλειά του άρχισε να περιορίζεται. Η ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών διασφαλίστηκε θεωρητικά από το προσωρινό σύνταγμα του 1970, ενώ το δικαίωμα ψήφου παραχωρήθηκε από τον Σαντάμ Χουσεΐν το 1980. Πρέπει επίσης να σημειωθεί πως «ο ιρακινός νόμος πάνω στα ατομικά δικαιώματα» προϋπέθετε πως, στις μη προβλεπόμενες από το νόμο περιπτώσεις, ίσχυε η σαρίαi.

Η υποβάθμιση των δικαιωμάτων των γυναικών ξεκίνησε στην πραγματικότητα με τον πόλεμο Ιράν-Ιράκ, το 1980. Όπως μάλιστα εξηγεί η ιρακινή φεμινίστρια Χουζάν Μαχμούτ: «το Ιράκ, έλεγε ο Σαντάμ, έχει ανάγκη τις γυναίκες στο σπίτι, να ταΐζουν τους συζύγους τους και τα παιδιά τους, να διαχειρίζονται την οικονομία και να μην δαπανούν πολλά, ώστε να βοηθήσουν τη χώρα να εξέλθει [Σ.τ.Μ.: από την κρίση]. Όλα αυτά κατέληξαν στη συνεχή καταπάτηση των δικαιωμάτων των γυναικών. Ειδικότερα, κατά τη διάρκεια του πολέμου μεταξύ του Ιράκ και του Ιράν οι γυναίκες εκπροσωπούσαν πάνω από το 70% των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά με τη λήξη της σύρραξης, το καθεστώς τις έστειλε στα σπίτια τους»ii. Οι οργανώσεις των γυναικών απαγορεύτηκαν, εκτός βέβαια από την Ένωση των Ιρακινών Γυναικών, της γυναικείας δηλαδή πτέρυγας του μπααθιστικού κόμματος.

Με τον πρώτο πόλεμο του Κόλπου το 1991 η κατάσταση επιδεινώθηκε ακόμα περισσότερο στο βαθμό που, προκειμένου να λάβει την υποστήριξη των μουσουλμανικών καθεστώτων και οργανώσεων, ο Σαντάμ Χουσεΐν υιοθέτησε μια φρασεολογία πιο συμβατή με τις ισλαμικές αξίες. Πιο συγκεκριμένα, ο Σαντάμ εξαπέλυσε την «εκστρατεία πίστης», που απέβλεπε στην εξόντωση των εκπορνευόμενων γυναικών δια μέσου του αποκεφαλισμού τους. Η Ανίκ Λε Φλοκ’μοάν, δημοσιογράφους του περιοδικού Elle, αφιέρωσε πάνω στο θέμα αυτό μια έρευνα, λίγο πριν από την πτώση του καθεστώτος. Όπως αναφέρει: «η Σουχάρ Μπελχασέν –αντιπρόεδρος της Τυνήσιας Ένωσης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (μέλος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Ενώσεων για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, ΔΟΕΑΔ)– και η Φρανσουάζ Μπριέ –επιφορτισμένη με την αποστολή της Συμμαχίας για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα– συνέλεξαν πολυάριθμες μαρτυρίες τόσο στο Αμμάν (Ιορδανία), όσο και στο Νταμάς (Συρία) με ιρακινούς πρόσφυγες. Συγκέντρωσαν τα ονόματα 150 δημόσια αποκεφαλισμένων γυναικών τον προηγούμενο χρόνο στο Ιράκ. Αυτόν τον αριθμό μπορεί κανείς, τουλάχιστον να τον διπλασιάσει: σε αυτήν τη φιμωμένη χώρα, οι αποκεφαλισμοί σκεπάστηκαν κάτω από ένα βαρύ πέπλο σιωπής»iii. Στην πραγματικότητα, ο χαρακτηρισμός πόρνη δε βρίσκεται κατ’ ανάγκη σε αντιστοιχία με την επαγγελματική δραστηριότητα του θύματος, αλλά πρόκειται περισσότερο για ένα είδος ηθικής απαξίωσης: «οι περισσότερες από τις γυναίκες που εκτελέστηκαν ήταν γυναίκες οι οποίες τόλμησαν να ασκήσουν κριτική στο καθεστώς ή οι σύζυγοί τους ήταν αντιφρονούντες. Ανάμεσα στις δολοφονημένες βρίσκουμε γυναίκες σιιτών ιμάμηδων, παρουσιάστριες της τηλεόρασης, γιατρούς, γυναικολόγους».

Ένα από τα εμφανή συμπτώματα της υποβάθμισης της κατάστασης των γυναικών κατά την περίοδο του επιβαλλόμενου εμπάργκο στο Ιράκ (1991-2003) ήταν και η κατακόρυφη άνοδος του αναλφαβητισμού. Παρόλο που το μπααθιστικό καθεστώς επαίρονταν επίσημα πως ο αλφαβητισμός πέρασε από το 7% στο 75% από τη διακήρυξη της Δημοκρατίας, ενώ στην πραγματικότητα αυτός ξαναέπεσε στο 25% κατά το 2000, συμβάλλοντας έτσι στη μαζική υποβάθμιση της κατάστασης των γυναικώνiv. Για αυτήν την πτώση δεν οφείλεται μονάχα η πολιτική του καθεστώτος, όσο, πριν από όλα, οι σκληρές οικονομικές και διατροφικές συνθήκες κατά τη διάρκεια του εμπάργκο, που έθεσαν σε προτεραιότητα την απλή επιβίωση. Οι πιο επιρρεπείς ανάμεσά τους ήταν οι χείρες του πολέμου ή οι τόσο φτωχές γυναίκες που δεν μπορούσαν να βρουν ένα σύζυγο.

Μπορεί κανείς επίσης να κρίνει –με βάση τα αποτελέσματα μιας μελέτης πάνω στις φυσικές συνέπειες του εμπάργκο πάνω στο γυναικείο πληθυσμό της Βαγδάτης που διεξήχθη το 1998, στην οποία συμμετείχε ο Αμάλ Σουαντιάν, γιατρός-διατροφολόγος που η Κατρίν Σιμόν, δημοσιογράφος της Monde πήρε συνέντευξη το Φεβρουάριο του 2003– πως: «Από τα περίπου 4.600 κορίτσια και αγόρια που η ομάδα του ακροάστηκε, ζύγισε και μέτρησε, αποδείχτηκε πως το 16% μεταξύ των πιο νέων, ηλικίας από 10 έως 14 χρόνων, υπέφεραν από “σοβαρό υποσιτισμό” και το 41% από “χρόνιο υποσιτισμό” –με συνέπειες ιδιαίτερα στο ύψος τους, που ήταν “ξεκάθαρα κάτω από το μέσο όρο”. Ο αρσενικός πληθυσμός πλήττονταν λιγότερο: οι καλύτερα σερβιρισμένοι του οικογενειακού τραπεζιού παρέμεναν ο πατέρας και ο γιος» v.

Ένα από τα θεμελιώδη μέτρα που πάρθηκαν από το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν εναντίων των γυναικών ήταν η επίσημη ανοχή απέναντι στα «εγκλήματα τιμής». Το 1990 ο Σαντάμ εισήγαγε στο νέο ποινικό κώδικα, το άρθρο 111, το οποίο απάλλασσε από οποιαδήποτε ποινή τον άνδρα εκείνο που, προκειμένου να υπερασπίσει την τιμή της οικογένειάς του, σκότωνε μια γυναίκαvi. Έγκλημα τιμής λοιπόν, ονομάζεται το δικαίωμα σε έναν άνδρα να σκοτώσει τη γυναίκα του, την αδελφή ή την κόρη του στην περίπτωση που την υποπτεύονταν για απιστία, για ανηθικότητα ή αν έπεφτε θύμα βιασμού. Πρόκειται για μια διαδεδομένη πρακτική σε όλη τη Μέση Ανατολή. Αυτού του είδους η δολοφονία συχνά, αν και όχι υποχρεωτικά, καλύπτεται υπό τον όρο ατύχημα στο σπίτι. «Οι γυναίκες πρέπει να προσέχουν να μην τις σκοτώσουν οι συγγενείς τους. Εκείνες δε που έχουν σεξουαλικές σχέσεις πριν το γάμο, τις έχουν παράνομα και ζουν υπό το διαρκή φόβο μήπως μείνουν έγκυες και ανακαλύψει η οικογένειά τους ότι δεν είναι πια παρθένες. Οι θρησκευτικές αξίες και ισλαμική νοοτροπία διαποτίζουν ακόμα την κοινωνία: ένα μικρό κορίτσι πρέπει να μείνει αγνό, παρθένο πριν το γάμο», εξηγεί η Χουζάν Μαχμούντvii.

Πρέπει να σημειωθεί πως στο, αυτόνομο από το 1991 έως το 2003, Κουρδιστάν η μπααθιστική νομοθεσία εναντίον των γυναικών διήρκεσε για πολύ καιρό, και αυτό παρά την μεγαλύτερη συμμετοχή των γυναικών στην κοινωνία των πολιτών, την κυβέρνηση και τις δυνάμεις των peshmergas. Επίσημα, ο νόμος πάνω στα εγκλήματα τιμής δεν καταλύθηκε παρά το 2000 και στη ζώνη που έλεγχε η Πατριωτική Ένωση του Κουρδιστάν (ΠΕΚ). Στη ζώνη που έλεγχε το Δημοκρατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (ΔΚΚ), μόνο κατά τη διάρκεια του 2000, διενεργήθηκαν πάνω από 500 εγκλήματα τιμής, σύμφωνα με στοιχεία που παραχωρήθηκαν από την ίδια την κυβέρνησηviii, ενώ ο μπααθιστικός νόμος δε φαίνεται να καταλύθηκε. Σε κάθε περίπτωση, οι εθνικιστές που βρίσκονται στην εξουσία ανέχονται την πρακτική αυτή. Δεν έθεσαν άλλωστε σε εφαρμογή κανένα μηχανισμό που να της αντιτάσσεται. Αντιθέτως, κατά τη διάρκεια του 2000, στις εγκαταστάσεις της Ανεξάρτητης Οργάνωσης των Γυναικών –συμπεριλαμβανομένης και της εστίας που είχε δημιουργηθεί στη Σολυμανία για να φιλοξενήσει με τρόπο ασφαλή τις γυναίκες εκείνες που οι οικογένειές τους αναζητούσαν για να σκοτώσουν– μπήκε λουκέτο από την Πατριωτική Ένωση του Κουρδιστάν. Η εστία αυτή –που πρωτολειτούργησε το 1998 και στην οποία διέμειναν πάνω από 400 γυναίκες– δημιουργήθηκε με την υποστήριξη ευρωπαϊκών φεμινιστικών οργανώσεων. Το μέτρο αυτό αποσκοπούσε κυρίως στο να μειωθεί η αυξανόμενη επιρροή του Κομμουνιστικού-Εργατικού Κόμματος με το οποίο συνδέονταν η Ανεξάρτητη Οργάνωση για τις Γυναίκες (ΑΟΓ).

Στις 14 Ιουλίου του 2000, οι ένοπλες δυνάμεις της ΠΕΚ εισέβαλαν τόσο στην εστία όσο και τις εγκαταστάσεις της ΑΟΓ συλλαμβάνοντας στρατευμένα μέλη της οργάνωσης, κατάσχοντας υλικά και έγγραφα, και κλείνοντάς τες. Στο χώρο αυτό τότε διέμεναν δώδεκα γυναίκες και πέντε παιδιά. Αν και η ομάδα της εστίας αφέθηκε ελεύθερη λίγο μετά, τρεις από τους σωματοφύλακες, όπως και όσες διέμεναν με τα παιδιά τους, παρέμειναν στη φυλακή. Την αμέσως επόμενη μέρα ένας άντρας σκότωσε την αδελφή του μαθαίνοντας πως δε διατρέχει πλέον τον κίνδυνο να παρενοχληθεί από τους ένοπλους φρουρούς της ΑΟΓ και του Κομμουνιστικού-Εργατικού Κόμματος, ενώ λίγες μέρες αργότερα ήταν η σειρά της Νασρίν Αζίζ, παλιάς κατοίκου της εστίας, να δολοφονηθεί από τον αδελφό τηςix.

Κατά τη διάρκεια της κατοχής

Παρά τις επίσημα διακηρυγμένες προθέσεις των αμερικανών κυβερνώντων να εγκαθιδρύσουν τη δημοκρατία και να ελευθερώσουν τις γυναίκες στο Ιράκ –και παρά τις προσδοκίες και τη δυσπιστία του πληθυσμού για την ίδια την κατοχή των συμμαχικών δυνάμεων–, η κατάσταση απέχει μακράν του να έχει βελτιωθεί από τον Μάρτιο του 2003. Το χάος που δημιουργήθηκε από τον πόλεμο μεταξύ των δυνάμεων κατοχής και τον ανταρτοπόλεμο στις πόλεις κατέστησε τη ζωή των γυναικών ακόμα πιο δύσκολη. Η μαντίλα, η οποία παλαιότερα θεωρούνταν ξεπερασμένη, κατέστη απαραίτητο εξάρτημα για τις γυναίκες εκείνες που θέλουν να βγαίνουν χωρίς κίνδυνο στο δρόμο. Εκτός από τις βρισιές, οι ισλαμιστές καταφεύγουν στη βία για να τις εξαναγκάσουν να τη φορέσουν, φτάνοντας μάλιστα σε σημείο να ρίξουν και βιτριόλι στο πρόσωπο ορισμένων από αυτές. Οι βιασμοί πολλαπλασιάστηκαν, όπως επίσης οι απαγωγές και η αγοροπωλησία γυναικών. Η ταρίφα εκκίνησης ξεκινά από τα 200 δολάρια για μια παρθένα και τα 100 δολάρια για μια μη παρθένα.

Το προσωρινό Συμβούλιο της κυβέρνησης, που ιδρύθηκε από τις δυνάμεις κατοχής, επιχείρησε, υπό την πίεση ισλαμιστικών συμμετοχικών οργανώσεωνx το Φεβρουάριο του 2004, να αντικαταστήσει το νόμο πάνω στα ατομικά δικαιώματα με τη σαρία. Τα κόμματα που συνδέονται με το ισλαμικό καθεστώς του Ιράν (το Αλ-Νταβά, το Ανώτατο Συμβούλιο της Ισλαμικής Επανάστασης στο Ιράκxi) μοιράζονται με τους αντιφρονούντες της θρησκευτικής αντίστασης ένα κοινό, κατά βάση, πρόγραμμα που αποσκοπεί στην εγκαθίδρυση ενός ισλαμικού κράτους στο Ιράκ. Εκείνο μόνο που διαφοροποιεί τα κόμματα αυτά από τους ισλαμιστές είναι η διαφορετική τακτική που έχουν επιλέξει για να το πετύχουν.

Μετά από συζητήσεις σχετικά με το μελλοντικό σύνταγμα του Ιράκ, η θέσπιση της σαρία υπήρξε ο βασικός στόχος των ισλαμιστών, το μοναδικό κοινωνικό τους πρόγραμμα. Η «απόφαση 137» του Συμβουλίου της προσωρινής κυβέρνησης –στο οποίο εδρεύουν μόλις τρεις γυναίκες από τα είκοσι δύο μέλη– ικανοποίησε τους ισλαμιστές σχετικά με τη θέση των γυναικώνxii, έστω κι αν ο Πωλ Μπρέμερ, αντιπρόσωπος της αμερικανικής διοίκησης, έδειχνε εχθρικός απέναντί της. Η απόφαση αυτή προκάλεσε την αποδοκιμασία του ιρακινού πληθυσμού. Πάνω από ογδόντα πέντε γυναικείες οργανώσεις, κάλεσαν σε διαδηλώσεις, παρά τον κίνδυνο που μια τέτοια ενέργεια εκπροσωπούσε, και κατάφεραν την απόσυρση της απόφασης 137 μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα από την ανακοίνωσή του.

Ανάμεσα στις οργανώσεις που αντιτάχθηκαν ήταν και η Οργάνωση για την Ελευθερία των Γυναικών του Ιράκ, που ιδρύθηκε τον Ιούνιο του 2003 από την Γιανάρ Μοχάμεντ. Η αρχιτέκτονας αυτή, με μαύρη ζώνη στο καράτε, ζούσε εξορισμένη στον Καναδά εδώ και πολλά χρόνια αγωνιζόμενη για τα δικαιώματα των γυναικών στη Μέση Ανατολή. Μετά την πτώση του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν αποφασίζει να επιστρέψει στο Ιράκ και συμμετέχει στην ίδρυση της οργάνωσης αυτής, η οποία επικεντρώνει τη δράση της τόσο στην παροχή βοήθειας προς τις γυναίκες πρόσφυγες, ιδιαίτερα στη φτωχή συνοικία Αλ-Χουντά στη Βαγδάτη, όσο και στην οργάνωση κέντρων υποδοχής γυναικών που απειλούνται από τα εγκλήματος τιμής ή είναι θύματα συζυγικής βίας. Με τους σφοδρούς λόγους της υπέρ της υπεράσπισης των δικαιωμάτων των γυναικών εναντίον της σαρία, η Γιανάρ Μοχάμεντ δέχεται απειλές για τη ζωή της εκ μέρους των μελών του Στρατού των συντρόφων του προφήτη, μιας, προ των ταλιμπάν, πακιστανικής οργάνωσης, γεγονός που την εξαναγκάζει να κυκλοφορεί οπλισμένη και περιτριγυρισμένη από σωματοφύλακες. Μια διεθνής εκστρατεία υποστήριξης, στην οποία συμμετείχαν φεμινιστικές οργανώσεις από όλο τον κόσμο, γνωστοποιεί την κατάστασή της και της δίνει μια νέα πνοή.

Τα εγκλήματα τιμής δεν εξαλείφθηκαν με την κατοχή. Η Αμέλ –πρόκειται για το όνομα που της έδωσε ο συγγραφέας της Humanité που της πήρε τη συνέντευξηxiii– ζει υπό την προστασία των συντρόφων του Κομμουνιστικού-Εργατικού Κόμματος του Ιράκ. Επί χρόνια, η οικογένειά της την αναζητεί για να τη σκοτώσει: «Η οικογένειά μου είναι πολύ αυστηρή, πολύ προσκολλημένη στις αξίες της φυλής και της θρησκείας», αναφέρει με ψυχραιμία. «Μια μέρα ερωτεύτηκα τον Αλί, τον γείτονά μου. Ήμασταν πολύ νέοι εκείνη την εποχή. Ήταν μια πολύ ωραία ιστορία» εξηγεί. Ο νεαρός άνδρας, ακολουθώντας το έθιμο, ζήτησε πολλές φορές το χέρι της Αμέλ από την οικογένειά της. Ο Αλί είναι όμως σιίτης, ενώ τα πεθερικά σουνίτικα. Η Αμέλ, αν και τότε μόλις 15 χρόνων, ήταν ήδη προορισμένη να κάνει έναν ευκατάστατο γάμο με έναν πενηντάρη. «Όταν είδα πως οι γονείς μου θα με έδιναν σ’ αυτόν, εξέφρασα την έντονη διαφωνία μου ομολογώντας πως ήμουν ερωτευμένη με κάποιον. Αποτέλεσμα, με έκλεισαν μέσα, με έβρισαν και με χτύπησαν». Έτσι, μαζί με τον Αλί αποφασίζουν να διαφύγουν στο Κουρδιστάν, ώστε να βρουν καταφύγιο από την εκδίκηση. Με την επιστροφή όμως σε καθεστώς αυτονομίας του Κουρδιστάν από το Ιράκ, το Μάρτιο του 2003, η Αμέλ δεν ήταν ούτε εκεί ασφαλής. Ο σύζυγος της αρνήθηκε την κόρη της γιατί η ιστορία αυτή προσέβαλε την ίδια του την τιμή…

Οι απαγωγές νέων κοριτσιών είναι ιδιαίτερα διαδεδομένες. Όπως φαίνεται βοηθούν στην τροφοδοσία των δικτύων εκπόρνευσης, ιδιαίτερα υπό τη διεύθυνση του Γιεμέν, χωρίς κάτι τέτοιο όμως να μπορεί να αποδειχτεί. Η Ζουμπαϊντά, εργαζόμενη σε τυπογραφείο, αφηγήθηκε στον ανταποκριτή της Monde στη Βαγδάτη, τον Ρεμί Ουρντάν, την απόπειρα απαγωγής της: «Έξι άντρες, σε δυο αυτοκίνητα, προκάλεσαν ένα είδος ατυχήματος προκειμένου να αναγκάσουν το σύζυγό μου να κατέβει από το αυτοκίνητό μας. Ενόσω συζητούσαν έξω, ο ένας εξ’ αυτών κάθισε στη θέση του οδηγού και θέλησε να απαγάγει το αυτοκίνητο και εμένα. Ευτυχώς ο άντρας μου είχε πάρει το κλειδί από το ταμπλό. Και έπειτα έφτασε η αστυνομία»xiv. Από τότε δεν κυκλοφορεί παρά οπλισμένη με ένα ρεβόλβερ μικρού διαμετρήματος κρυμμένο στην τσάντα της.

Η Οργάνωση για την Ελευθερία των Γυναικών του Ιράκ (ΟΕΓΙ), που διαδέχτηκε την Οργάνωση των Ανεξάρτητων Γυναικών, αναλαμβάνει ξανά τη δημιουργία κέντρων υποδοχής γυναικών που έχουν πέσει θύματα βίας ή απειλών για εγκλήματα τιμής. Η λειτουργία της εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη διεθνή βοήθεια, που παρέχεται κυρίως από τις γυναικείες αμερικανικές φεμινιστικές οργανώσεις. Το πρώτο κέντρο άνοιξε στη Βαγδάτη το Φθινόπωρο του 2003, υπό τη διεύθυνση της Λέυλα Μουχαμάντ, ενώ ένα δεύτερο ιδρύθηκε στη Σουλεϊμανίγια, στο Νότο. Αυτό το τελευταίο έγινε σχεδόν αμέσως στόχος προκλήσεων και απειλών από την Πατριωτική Ένωση του Κουρδιαστάν (ΠΕΚ). Η ΠΕΚ έστειλε τις δυνάμεις ασφάλειάς της να επισκεφτούν τις εγκαταστάσεις της ΟΕΓΙ και υπέβαλε τα μέλη της σε ανακρίσεις ώστε να ενημερωθούν για τις πολιτικές τους διασυνδέσεις.

Αυτή η επιμονή της ΠΕΚ, μέλος της Διεθνούς των Σοσιαλιστών, δε θα πρέπει διόλου να μας ξαφνιάζει. Γιατί αντανακλά πρώτα από όλα τον πατριαρχικό συντηρητισμό της κουρδικής κοινωνίας, στην οποία οι γυναίκες πρέπει ακόμα να αγωνιστούν με σθένος προκειμένου να αποκτήσουν μια θέση σ’ αυτήν και να μπορέσουν να κάνουν να προοδεύσει η νοοτροπία απέναντί τους. Από την άποψη αυτήν όμως η ΠΕΚ θεωρείται κατά γενική ομολογία ως πιο προοδευτική από το αντίπαλό του, Δημοκρατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (ΔΚΠ),. Και αυτό εξαιτίας της θέσης που οι γυναίκες έχουν κατακτήσει στους κόλπους του. Οι εθνικιστές όμως της ΠΕΚ δεν ξέχασαν την εξέγερση του 1991, κατά τη διάρκεια της οποίας τα εργατικά συμβούλια, επωφελούμενα της εξασθένισης της κεντρικής εξουσίας, ανέλαβαν την οργάνωση της κοινωνικής ζωής, με την ενεργή συμμετοχή της άκρας αριστεράςxv. Από τον Απρίλιο όμως του 1991, η λήξη των αμερικανικών βομβαρδισμών έδωσε την ευχέρεια στον Σαντάμ Χουσεΐν να ξαναπάρει την κατάσταση στα χέρια του. Οι εθνικιστικός στρατός, που είχε στρατοπεδεύσει στα βουνά, κατακτά διάφορες πόλεις και οργανώνει την αντεπίθεσή του με σκοπό να εμποδίσει τους στρατιώτες του μπααθιστικού καθεστώτος. Το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη μαζική έξοδο του πληθυσμού που κατοικούσε στις πόλεις που προφανώς δεν μπορούσε να παραμείνει στο κέντρο των μαχών. Τα δυο μεγάλα εθνικιστικά κόμματα, η ΠΕΚ και το ΔΚΠ, επωφελούμενα της κατάστασης παίρνουν στα χέρια τους την μπααθιστική διοίκηση, θέτουν ξανά σε λειτουργία, υπό τη διεύθυνσή τους, τα εργοστάσια και θέτουν υπό την επιρροή τους τα εργατικά συμβούλια. Με την ενέργεια αυτή, εκφράζουν τη μεγάλη τους δυσπιστία απέναντι στη ριζοσπαστική αριστερά, της οποίας οι δυνάμεις ανασυντάσσονται το 1993 με σκοπό να δημιουργήσουν το Κομμουνιστικό-Εργατικό Κόμμα του Ιράκ. Το ιστορικό της σχέσης μεταξύ του Κομμουνιστικού-Εργατικού Κόμματος και της ΠΕΚ βρίθει βίαιων περιστατικών που φτάνουν έως και το βασανισμό των στρατευμένων μελών των εργατών-κομμουνιστών, όπως αναφέρει η Διεθνής Αμνηστίαxvi.

Βίαιες ενέργειες αυτού του είδους λαμβάνουν χώρα επίσης και στη ζώνη που ελέγχει το Δημοκρατικό Κόμμα του Κουρδιστάν, χωρίς όμως αυτές να έχουν γίνει επίσημα γνωστές: η στρατευμένη φεμινίστρια Σακάρ Αχμέντ, διευθύνων μέλος της τοπικής ΟΕΓΙ στην Ερμπίλ, κακοποιήθηκε από τα δύο τις αδέλφια, ενόσω έγραφε ένα βιβλίο εναντίον των εγκλημάτων τιμής. Ο πατέρας της παραδέχτηκε την ενέργεια αυτή των γιων του, θεωρώντας όμως πως η βία εναντίον των γυναικών αποτελεί μια ιδιωτική υπόθεσηxvii.

Η Οργάνωση για την Ελευθερία των Γυναικών του Ιράκ δεν περιορίζεται μόνο στη δημιουργία εστιών για κακοποιημένες γυναίκες και στη μάχη εναντίον των εγκλημάτων τιμής. Έστω και αν ορισμένες πλευρές των παρεμβάσεών της θυμίζουν ενέργειες παραδοσιακών ΜΚΟ, αρνείται ριζικά τη διάκριση μεταξύ κοινωνικής δράσης και πολιτικής δέσμευσης. Αντίθετα μάλιστα θεωρεί τη συμμετοχή των γυναικών στην πολιτική θεμελιώδους σημασίας για την αναγέννηση της κοινωνίας των πολιτών στο Ιράκ. Η συμμετοχή των γυναικών στην πολιτική δε γίνεται με οποιοδήποτε τίμημα: έτσι, αμέσως μετά από τις πρόσφατες εκλογές του Ιανουαρίου του 2005, οι βασικοί υπεύθυνοι της ΟΕΓΙ κάλεσαν σε αποχή από αυτές, θεωρώντας τες ως παράνομες από τη στιγμή που διεξάγονταν μέσα σε ένα κλίμα βίας και έντασης. Η εντολή αυτή για αποχή ακολουθήθηκε μονάχα μερικώς, ακόμα και ανάμεσα στους πιο οικείους του κόμματος, εξαιτίας της αβεβαιότητας που προκλήθηκε από το, βάσιμο, κίνδυνο μιας πιθανής νίκης των σιιτικών θρησκευτικών κομμάτων. Η Γιανάρ Μοχάμεντ, σε άρθρο της που βρίθει ειρωνειών, με τίτλο «Να γευτούμε την ιρακινή δημοκρατία», αναφέρει τις αμφιβολίες των στρατευμένων φίλων της στη Βαγδάτη, που δεν αποτελούν όπως αυτή μέλη του Κομμουνιστικού-Εργατικού Κόμματος. Την ημέρα άλλωστε των εκλογών όλοι ήταν σε θέση να διαπιστώσουν τόσο τις επίσημες πιέσεις εναντίον όσων αποφάσισαν να απέχουν –τους οποίους μάλιστα απείλησαν να τους διαγράψουν από τα μητρώα διανομής τροφής (μητρώα τα οποία χρησίμευσαν στο να συνταχτούν οι εκλογικές λίστες)–, όσο και τις ισλαμιστικές πιέσεις εναντίον εκείνων που έφεραν στο χέρι τους το ενδεικτικό σημάδι του περάσματος από τις κάλπες. Η αδελφή μιας φίλης της, νοσοκόμας στο επάγγελμα, της ανέφερε ότι στο νοσοκομείο όπου δούλευε γύρω στα τριάντα άτομα εισήχθησαν με κομμένο το δάχτυλο εκείνο που έφερε το σημάδι της συμμετοχής στην ψηφοφορίαxviii.

Εξάλλου, ήδη από την προηγούμενη εθνοσυνέλευση που είχε ως σκοπό να προετοιμάσει τη μεταβίβαση της εθνικής κυριαρχίας, η θέση των γυναικών αποτέλεσε αντικείμενο έντονων συζητήσεων, οι οποίες όμως, όπως σημειώνει η Γιανάρ Μοχαμέντ, ήταν: «από την πλευρά της αμερικανικής διοίκησης που μας απελευθέρωσε, όπως αυτή ισχυρίζεται, αλλά που στην πραγματικότητα η απελευθέρωση αυτή δεν ήταν παρά μια φενάκη. Διατείνεται επίσης [η αμερικανική διοίκηση] πως ανέβασε σε 25% την αντιπροσώπευση των γυναικών στην πολιτική εθνοσυνέλευση καθώς και πως καθιέρωσε ακόμα και το ίδιο το δικαίωμα της αντιπροσώπευσης των γυναικών. Αυτό όμως το 25% το οποίο μετέχει στην εθνοσυνέλευση δεν κάνει λόγο για κανένα δικαίωμα των γυναικών. Οι περισσότερες δε εξ’ αυτών, δεν είναι γνωστές ως στρατευμένα μέλη πολιτικών κομμάτων, αλλά ως μέλη αντιδραστικών ομάδων. (…) Συνεπώς, δεν επιθυμούν στις τάξεις τους καμία βουλευτή που θα ήθελε την ισότητα μεταξύ των αντρών και των γυναικών, ή μια εκκοσμίκευση που να περιλάμβανε μια τέτοια ισότητα»xix.

Τη στιγμή της απαγωγής της η ιταλίδα δημοσιογράφος της αριστερής εφημερίδας Il Manifesto, Τζουλιάνα Σγκρένα είχε ήδη περάσει αρκετές ημέρες περιοδεύοντας μαζί με στρατευμένα μέλη της Οργάνωση για την Ελευθερία των Γυναικών του Ιράκ, όπου ανάμεσα στα άλλα επισκέφτηκε και τις εγκαταστάσεις της οργάνωσης. Παραδόξως, την ίδια περίοδο και η Φλωράνς Ομπενά προετοίμαζε, όπως φαίνεται, ένα άρθρο πάνω στην κατάσταση των γυναικών στο Ιράκ. Όλα συνέβησαν με τρόπο που να δείχνει πως το θέμα αυτό δεν έπρεπε να θιχτεί... Έστω κι αν στις επιθέσεις εναντίον των δημοσιογράφων δόθηκε μεγάλη δημοσιότητα, αυτές δεν αποτελούν παρά μια μόνο όψη του αγώνα εναντίον των γυναικών που ασκούν δημόσιο επάγγελμα. Έτσι για παράδειγμα, η δολοφονία, εν μέσω του Ραμαζανιού, της χορεύτριας Χιναντί –της οποίας το αληθινό όνομα είναι Γκεντά Σαάντ Χασάν, η ηλικία της 27 ετών και είναι βεντέτα της ομάδας ελ-Πορτοκάλα– από μια συμμορία ισλαμιστών που έκρινε ως «πορνογραφικά» τα βίντεο κλίπς της, λόγω του ότι αναφέρονταν στην αγάπη μεταξύ κοριτσιών και αγοριών, είναι ενδεικτική της συμπεριφοράς των ένοπλων θρησκευτικών ομάδωνxx.

Και όλα αυτά χωρίς να συνυπολογίσουμε τους ξυλοδαρμούς των γυναικών που φορούν τζην, ή που πάνε στο κομμωτήριο, από το να κρύψουν τα μαλλιά τους κάτω από τη μαντίλα. Σύμφωνα με την ΟΕΓΙ πάνω από 1000 φοιτήτριες εγκατέλειψαν το πανεπιστήμιο μετά το ξεκίνημα της εκστρατείας ελέγχου των ιδρυμάτων από τους ισλαμιστές. Στη Μοσσούλι η κοσμήτορας της νομικής του πανεπιστημίου, Λαΐλα Αμπτουλά αλ-Αντζ Σαΐντ, δολοφονήθηκε με μια σφαίρα, αφότου αποκεφαλιστεί μαζί με το σύζυγο της. Η Αμπούλ Ιμάμ Μονέμ Γιουνίς, διευθύντρια του τμήματος μετάφρασης, υπέστη και αυτή τα ίδια, όπως και καμιά δεκαριά γυναίκες που ασκούσαν δημόσια επαγγέλματα όπως εκείνα του γιατρού, του κτηνιάτρου, του δημοσίου υπαλλήλου, κτλ. Στο στόχαστρο αυτή τη στιγμή βρίσκονται μεταφράστριες που δουλεύουν για ιδιωτικές επιχειρήσεις. Όπως αναφέρει η ΟΕΓΙ: «το απλό γεγονός του να είσαι γυναίκα αποτελεί από μόνο του κίνδυνο»xxi. Το αποκορύφωμα της φρίκης πραγματοποιήθηκε με μια φετφά που συντάχτηκε από το Συμβούλιο των Μουτζαχεντίν της Φαλλούτζα κατά τη διάρκεια της επίθεσης των αμερικανών, που επέτρεπε στους μαχητές να παντρεύονται κορίτσια ηλικίας από δέκα χρονών και πάνω προκειμένου να μην βιαστούν από τους αμερικανούς στρατιώτεςxxii. Η αυθεντικότητα της πληροφορίας αυτής αμφισβητήθηκε από κύκλους προσκείμενους στην αντίσταση, που σπάνια αμφισβητούν τα δεδομένα που παρέχει η ΟΕΓΙ.

Η βία που δέχονται οι γυναίκες αναδεικνύει περίτρανα και σε παγκόσμια κλίμακα τη σημερινή κατάσταση στο Ιράκ. Αυτό είναι το καταλληλότερο κλειδί ώστε να κατανοήσουμε την πραγματικότητα. Ο μισογυνισμός, ή για να χρησιμοποιήσουμε το λεξιλόγιο της ΟΕΓΙ ο «ανδρικός σωβινισμός» διαπερνά –και εκφράζει ευρέα– και την ίδια την αντιπολίτευση: είτε αυτή πρόκειται για τους κυβερνητικούς συμμάχους των αμερικανών, είτε για το ισλαμικό κίνημα αντίστασης. Το ιρακινό κράτος δε διαθέτει τα μέσα ώστε να θέσει ένα τέρμα στην ενδημική βία, για την οποία η δραστηριότητα των μαφιόζικών συμμοριών ευθύνεται περισσότερο από τον κλεφτοπόλεμο στις πόλεις. Η ατομικιστική κοινωνία των πολιτών του παλαιού ολοκληρωτικού καθεστώτος δεν είναι σε θέση σε καμία περίπτωση να παράσχει τα μέσα, πέρα και έξω από την κρατική δικαιοδοσία, του αγώνα εναντίον σε αυτή τη βία. Και στην περίπτωση που το κράτος θα παρείχε τα μέσα αυτά, μοιράζεται κατά βάση τα ίδια ιδεολογικά θεμέλια της βίας αυτής, γεγονός που φαίνεται από την απουσία οποιασδήποτε αληθινής αντίδρασης. Όπως για παράδειγμα της ειλικρινούς του εχθρότητας απέναντι στις γυναίκες που εκφράζεται από την κουρδική εθνικιστική τοπική κυβέρνηση, της οποίας ο έλεγχος που ασκεί πάνω στη διατήρηση της κατάστασης αυτής είναι πιο σημαντικός και από τον έλεγχο που ασκεί η ίδια η κεντρική κυβέρνηση. Οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις, που ο κατοχικός στρατός τους έχει αναθέσει το ρόλο του εκμοντερνισμού της ιρακινής κοινωνίας, δείχνουν ανίκανες να το πράξουν. Είναι ενδεικτικό πως οι μόνοι χώροι ελευθερίας των γυναικών, στους οποίους μπορούν να κυκλοφορήσουν χωρίς μαντίλα και να μην διατρέχουν σοβαρό κίνδυνο και στους οποίους η βία εναντίον τους απαγορεύεται, είναι μερικές συνοικίες που ελέγχονται από τις ένοπλες ομάδες του Κομμουνιστικού-Εργατικού Κόμματος του Ιράκ, το οποίο ήταν και αυτό που έκανε την ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών τη δύναμη πυρός του προγράμματός του. Το κόμμα αυτό μέσα από τις θεωρίες που αναπτύσσει, έχει γίνει το κόμμα της σεξουαλικής ελευθερίας και της ισότητας μεταξύ των δυο φύλων.


Σημειώσεις

i Βλ. Lucy Brown και David Romano «Women in Post-Saddam Iraq One Step Forward or Tow Steps Back?», http://upload.mcgill.ca/icames/iraqwomen.pdf.

ii Συνέντευξη στον Yves Coleman που δημοσιεύθηκε στο Ni patrie, ni frontières.

iii Annick Le Floc'Hmoan, «Irak, le pays où les femmes sont décapitées », 2003.

iv Βλ. Lucy Brown και David Romano «Women in Post-Saddam Iraq One Step Forward or Tow Steps Back?», http://upload.mcgill.ca/icames/iraqwomen.pdf.

v Catherine Simon, «Femmes de Bagdad», στη Le Monde της 7ης Φεβρουαρίου του 2004.

vi Βλ. Lucy Brown και David Romano «Women in Post-Saddam Iraq One Step Forward or Tow Steps Back?», http://upload.mcgill.ca/icames/iraqwomen.pdf.

vii Συνέντευξη στον Yves Coleman που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση Ni patrie, ni frontières.

viii Επερώτηση που τέθηκε στο κοινοβούλιο από τον M. Ferguson στον M. Downer, υπουργό εξωτερικών και εμπορίου. Βλ. http://www.dfat.gov.au/qwon/1999_2001/001102_f.html.

ix Soheila Sharifi (2000), «Attacks on the Independent Women’s Organisation and the Women’s Shelter in Iraqi Kurdistan», στο Medusa.

x Reuters, « Irak: Annonce du futur gouvernement sur fond de violences », διαθέσιμο στο site: http://www.aloufok.net/article.php3?id_article=127.

xi Juan Cole (2004), « Les partis religieux chiites comblent le vide en Irak du sud », http://www.alencontre.org/page/Irak-USA/irak60.htm.

xii Reuters, « Irak : Vers une réintroduction subreptice de la charia », http://www.solidariteirak.org/article.php3?id_article=48.

xiii P.B., « Irak: Amel doit vivre avec la menace d’être ‘‘tuée pour l’honneur’’ ». Στην Humanité της 12ης Νοεμβρίου του 2003.

xiv Rémi Ourdan, « Les Irakiennes, premières victimes du chaos politique et social de l’après-Saddam ». Στη Le Monde της 16ης Νοεμβρίου του 2003.

xv Συνέντευξη με τον Muayad Ahmad, παλιό υπεύθυνο του Κομμουνιστικού κινήματος, και σήμερα μέλος του πολιτικού γραφείου του Κομμουνιστικού-Εργατικού Κόμματος του Ιράκ, Δεκέμβριος του 2004.

xvi Ανακοινωθέν της Διεθνούς Αμνηστίας της 3ης Νοεμβρίου του 2000.

xvii ΟΕΓΙ, «Όχι στη βία εναντίον της Σακάρ Αχμάντ, στρατευμένης ιρακινής φεμινίστριας». Ανακοινωθέν της ΟΕΓΙ διαθέσιμο στη γαλλική γλώσσα στην ιστοσελίδα www.solidariteirak.org.

xviii Γιανάρ Μοχαμέντ, «Να γευτούμε την ιρακινή δημοκρατία».

xix Συνέντευξη στην Amy Goodman στο ράδιο Democracy Now!, 13/09/04.

xx ΟΕΓΙ, «Έγκλημα εναντίον μιας χορεύτριας».

xxi ΟΕΓΙ, «Ισλαμικά εγκλήματα εναντίον των γυναικών της Μοσούλης».

xxii ΟΕΓΙ, «Ισλαμικά εγκλήματα εναντίον των γυναικών κατά τη διάρκεια του Ραμαζανιού».



www.solidariteirak.org


Παλαιότερες αναρτήσεις Αρχική σελίδα