Ενότητα Α’
Η Κίνα από το 1700 εώς και το 1911
1. Το αγροτικό σύστημα κατά τον 18ο αιώνα
Τα κρατικά κτήματα (κτήματα κρατικών ιδρυμάτων, ναών, αξιωματούχων κλπ) έπαιζαν πολύ μεγάλο ρόλο και είχαν μεγάλη έκταση. Ολόκληρη η Μαντζουρία για παράδειγμα ήταν μία τέτοια κτήση , στην οποία μάλιστα απαγορευόταν στους Κινέζους να εγκατασταθούν εκεί. Ακόμα τα πιο καλά εδάφη δίνονταν στο στρατό των Οχτώ Σημαιών (ο στρατός των Μαντσού) και στις φρουρές των πόλεων. Οι στρατιωτικού συνοικισμοί βρίσκονταν στα εδάφη που είχαν κατακτηθεί. Τις εκτάσεις αυτές τις καλλιεργούσαν αγρότες στρατιώτες, όχι όμως σαν ελεύθεροι αγρότες αλλά σαν δουλοπάροικοι. Παράλληλα, υπήρχε και η ιδιωτική ιδιοκτησία της γης την οποία οι κάτοχοι της την μεταχειρίζονταν όπως ήθελαν.
Στον αγροτικό πόλεμο του 17ου αιώνα και στις εξεγέρσεις που ακολούθησαν εναντίον των Μαντσού ένα μεγάλο μέρος της γης πέρασε στα χέρια των αγροτών, αλλά αυτό ήταν πρόσκαιρο, καθότι με την σταδιακή εγκαθίδρυση και σταθεροποίηση της εξουσίας των Μαντσού, αποκαταστάθηκε και το παλιό φεουδαρχικό σύστημα. Οι αγρότες ήταν υποχρεωμένοι να εγκαθίστανται εκεί που δήλωναν και απαγορεύονταν η μετακίνηση τους αλλού. Το φορολογικό σύστημα εκείνη την περίοδο ήταν αρκετά βαρύ, και οι αγρότες έπρεπε να πληρώνουν το φεουδαρχικό κράτος, την αριστοκρατία και την τοπική γραφειοκρατία. Οι πιο πολλοί αγρότες νοίκιαζαν γη από τους φεουδάρχες στους οποίους έδιναν την μισή και παραπάνω σοδειά τους. Υπήρχαν όμως και ακτήμονες αγρότες που πούλαγαν την εργατική τους δύναμη. Ακόμα όλοι αυτοί ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν δώρα στον φεουδάρχη, να δίνουν τα κορίτσια τους για το χαρέμι και να κάνουν θελήματα και εργασίες για το νοικοκυριό του φεουδάρχη.
Σταδιακά αυτή η κατάσταση οδήγησε στην όλο και μεγαλύτερη συγκέντρωση της γης στα χέρια λίγων, το 1760 τα 6/10 της καλλιεργούμενης γης είχε περάσει στα χέρια των γαιοκτημόνων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έδειξαν οι Μαντσού για τα κτήματα του στρατού, τα οποία δεν μπορούσαν να πουληθούν, μιας και οι ιδιοκτήτες τους οι στρατιώτες αγρότες τα υποθήκευαν, αλλά αδυνατούσαν να τα πάρουν πίσω. Αυτές οι υποθήκες όμως ακυρωνόταν και τα χτήματα επιστρέφονταν στους στρατιώτες αγρότες.
Οι μεγάλοι γαιοκτήμονες συμφιλιώθηκαν με τους κατακτητές ενώ η εξαθλίωση των αγροτών επεκτεινόταν. Οι ενοικιαστές της γης έχανα την γη τους και όλο και περισσότεροι γινόταν ακτήμονες. Για τα αλέτρια χρησιμοποιούνταν άνθρωποι, πάρα πολλοί δεν είχαν καν τόπο να μείνουν στη στεριά και έμεναν σε μαούνες και σχεδίες. Οι τιμές των τροφίμων είχαν αυξηθεί και λιμός οδήγησε στο θάνατο εκατομμύρια ανθρώπους.
Στις πόλεις εγκαθιδρύεται σχεδόν από την αρχή της κυριαρχίας των Τσινγκ (η δυναστεία των Μαντσού που βασίλευε) μία εξουσία από υπαλλήλους, εφοριακούς , στρατιώτες και αστυνόμους οι οποίοι ελέγχουν την οικονομική δραστηριότητα που υπάρχει εκεί (μέσω φόρων αλλά και περιορισμών). Οι Τσινγκ φοβούνταν την ανάπτυξη των πόλεων διότι εκεί είχαν συναντήσει αρκετή αντίσταση . Έτσι κατέστρεψαν π.χ. το λιμάνι του Ναντζίνγκ και απαγόρευαν την ναυπήγηση μεγάλων πλοίων. Επανήλθαν ακόμα τα παλιά μονοπώλια στο αλάτι και τα μέταλλα. Επίσης υπήρχαν πολλοί περιορισμοί στο εμπόριο με το εξωτερικό. Στις πόλεις αναπτύσσονται μικρές βιοτεχνίες (μεταξιού, πορσελάνης) και οι τάξεις των βιοτεχνών και των εμπόρων, ακόμα υπάρχουν και αρκετοί τεχνίτες.
2. Το κρατικό σύστημα των Τσινγκ και το σύστημα των καστών
Οι Μαντσού κατακτητές χρησιμοποίησαν και διατήρησαν το διοικητικό σύστημα που προϋπήρχε. Ο αρχηγός του κράτους ήταν απόλυτος μονάρχης με κληρονομική εξουσία. Σε αυτόν υπάγονταν ο φεουδαρχο-γραφειοκρατικός μηχανισμός με τις διακλαδώσεις του: το κρατικό συμβούλιο, τον πρωθυπουργό, τις 6 βουλές και τα άλλα κυβερνητικά όργανα. Οι Τσινγκ στηρίζονταν στο στρατό των «Οχτώ Σημαιών» που τον αποτελούσαν κυρίως Μαντσού, αλλά συμπεριλαμβάνονταν και αρκετά μογγολικά και κινέζικα στρατεύματα όμως χειρότερα εξοπλισμένα.
Το διοικητικό σύστημα της Κίνας είχε το εξής σχήμα:
Αυτοκρατορία
Επαρχία (με 10 διοικήσεις)
Περιοχή
Υποπεριοχή
Διαμέρισμα
Περιφέρεια
(η πιο μικρή μονάδα ήταν τα 10 νοικοκυριά)
Οι διοικητές και οι κυβερνήτες ήταν προσωρινοί και διορίζονταν από το Πεκίνο αλλά είχαν απόλυτη εξουσία. Οι επαρχίες ήταν απομονωμένες μεταξύ τους. Οι υπάλληλοι διορίζονταν με εξετάσεις στις θέσεις τους αλλά συχνά αυτές πωλούνταν.
Στη κορυφή του συστήματος των καστών υπήρχε η αριστοκρατία των Μαντσού και στο αμέσως χαμηλότερο σκαλοπάτι η παλιά κινέζικη αριστοκρατία.
Οι μικροί και μεσαίοι φεουδάρχες ήταν ευγενείς, μόνο οι ίδιοι χωρίς κληρονομικό δικαίωμα, και ήταν αυτοί που διορίζονταν στις δημόσιες υπηρεσίες.
Οι αγρότες δεν είχαν κανένα απολύτως δικαίωμα (χωρίς άδεια δεν έσφαζαν αγελάδα ή δεν μπορούσαν να αγοράσουν αλάτι). Σε κάθε τους βήμα κινδύνευαν να βασανιστούν, να τους δημεύσουν την περιουσία, να τους βάλουν σε καταναγκαστικά έργα ή να τους θανατώσουν.
Παρόμοια ήταν η θέση των βιοτεχνών και των κατώτερων στρωμάτων των πόλεων. Σε κατάσταση δουλείας ήταν ακόμη οι ηθοποιοί και οι κατώτεροι υπάλληλοι των κρατικών υπηρεσιών. Οι Μαντσού απαιτούσαν από όλους να ξυρίζουν το κεφάλι τους και να αφήνουν κοτσίδα ως ένδειξη υποταγής.
3. Οι αγώνες των αγροτών εναντίον των Μαντσού
Οι μυστικές εταιρείες με θρησκευτικό μανδύα αποτελούν την βασική μορφή οργάνωσης των εξεγέρσεων. Μέλη τους είναι βιοτέχνες, αγρότες, φτωχοί των πόλεων, αλήτες, ζητιάνοι. Οι μυστικές εταιρείες ήταν εξαιρετικά μαζικές μυστικές οργανώσεις οι οποίες προπαγάνδιζαν την ανατροπή των Τσινγκ. Οι Τσινγκ πήραν αυστηρά μέτρα εναντίον των μυστικών εταιρειών. Υπήρξε έντονη καταστολή και τα μέλη τους θανατώνονταν. Ακόμα η όποια λογοτεχνική δραστηριότητα που καταφέρονταν ενάντια στην κυριαρχία των Μαντσού απαγορεύτηκε, υπήρχε λογοκρισία, πολλά βιβλία κάηκαν, οι συγγραφείς και οι αναγνώστες θανατώνονταν.
Το 1735 οι Μίαο στο Χουνάν εξεγείρονται στην προσπάθεια των Μαντσού να τους εντάξουν στην δομή της αυτοκρατορίας. Ο αγώνας των Μίαο κράτησε ως και το 1800.
Στο Σετσουάν οι Τσιντσουάν εξεγέρθηκαν το 1772. Το 1783 ξεσηκώθηκαν οι μουσουλμάνοι στην επαρχία Γκανσού. Στην Ταϊβάν έγιναν πολλές εξεγέρσεις. Το 1721 30.000 αγρότες επιτέθηκαν σε πόλεις του νησιού τις κατέλαβαν και δημιουργήθηκε τοπική κυβέρνηση. Οι αξιωματούχοι των Τσινγκ έφυγαν αλλά απέστρεψαν για να αποκαταστήσουν την τάξη. Πάλι εκεί το 1786 οργανώνεται από την μυστική εταιρεία Σανχεχόϊ καινούρια εξέγερση, οι εξεγερμένοι καταλαμβάνουν πολλές πόλεις μέχρι να ηττηθούν το 1788.
Στα τέλη του 18ου αιώνα ξεσπούν πολλές εξεγέρσεις καθοδηγούμενες από τις μυστικές εταιρείες. Η Μπαϊλιαντσιάο οργάνωσε την εξέγερση στο Σαντόνγκ στα 1744-1775. Οι εξεγερμένοι καταλαμβάνουν πολλές πόλεις και κυριαρχούν σε μεγάλο μέρος της χώρας. Θα ακολουθήσει έντονη καταστολή αλλά τα μέλη της Μπαϊλιαντσιάο θα συνεχίσουν την δράση τους. Το 1786 γίνεται στο Γιουνάν και το Σαντόνγκ καινούρια εξέγερση. Η κυβέρνηση απαντάει με διωγμούς και ομαδικές εκτελέσεις αλλά δεν καταφέρνει να εξαλείψει την μυστική εταιρεία. Η Μπαϊλιαντσιάο οργανώνει το 1796 και άλλη εξέγερση όπου ξεσηκώνονται οι αγρότες στο Χουπέι. Μαζί τους ενώνονται και πολλοί κάτοικοι των πόλεων. Οι ξεσηκωμένοι κυριεύουν την πόλη Σινγκάν. Το καλοκαίρι η εξέγερση έχει απλωθεί εκτός από το Χουπέϊ στο Γιουνάν, στο Σενσί, στο Σετσουάν, στο Γκανσού. Η κυβέρνηση στέλνει στρατό αλλά δεν καταφέρνουν να νικήσουν.
Οι ξεσηκωμένοι αρπάζουν τις περιουσίες των πλουσίων και τις μοιράζουν. Επίσης στις εξεγέρσεις αυτές υπάρχει έντονη η συμμετοχή των γυναικών. Το 1800 η εξέγερση έχει ηττηθεί ωστόσο ορισμένα σώματα συνεχίζουν την αντίσταση στο Χουπέϊ και στο Σενσί.
4. Η Κίνα στις αρχές του 19ου αιώνα
Ο 19ος αιώνας είναι η εποχή όπου εντείνονται οι αγώνες των κινέζων ενάντια στην φεουδαρχία και στην δυναστεία των Τσινγκ, παράλληλα όμως θα ενταθούν και οι απόπειρες –συχνά αποτελεσματικές- των αποικιοκρατικών δυνάμεων για διείσδυση στην αχανή έκταση του Μέσου Βασιλείου.
Η Κίνα βασίζονταν στην αγροτική παραγωγή η οποία τότε απασχολούσε ένα ποσοστό πάνω από το 90%. Οι αγρότες δεν παρήγαγαν μόνο αγροτικά προϊόντα αλλά σε μεγάλο βαθμό παρήγαγαν και τα βιοτεχνικά τα οποία είχαν ανάγκη. Το μεγαλύτερο μέρος της αγροτικής και βιοτεχνικής παραγωγής πήγαινε υπό την μορφή ενοικίου στους φεουδάρχες. Αυτοί συνεχίζουν να κατέχουν το μεγάλο ποσοστό της καλλιεργήσιμης έκτασης. Ιδιοκτησίες έκτασης δεκάδων χιλιάδων μου ήταν συνηθισμένο φαινόμενο. Η κατάσταση που επικρατούσε ήδη από τον περασμένο αιώνα, με τα ενοίκια και τους τοκογλύφους, οδήγησε πολλούς από αυτούς στο να γίνουν μικροτσιφλικάδες. Η γη συγκεντρώνονταν διαρκώς σε ολοένα και λιγότερα χέρια. Στις αρχές του 19ου αιώνα η συντριπτική πλειοψηφία των αγροτών ή δεν κατείχε καθόλου γη ή είχε πολύ μικρούς κλήρους. Η βασική παραγωγική μονάδα ήταν το μικρό αγροτικό νοικοκυριό με την οικιακή βιοτεχνία.
Στο κινέζικο φεουδαρχικό σύστημα τα καπιταλιστικά στοιχεία ωρίμαζαν πάρα πολύ αργά. Στις παραθαλάσσιες πόλεις δημιουργούνται ιδιωτικές βιοτεχνίες και εργαστήρια. Στα μέσα του 19ου αιώνα υπάρχουν παράλληλα με τις κρατικές και ιδιωτικές βιοτεχνίες που απασχολούσαν μισθωτούς (ένας συνηθισμένος αριθμός ήταν μερικές δεκάδες, αρκετά συχνό ήταν και ένα νούμερο γύρω στους 100 εργάτες). Στην επαρχία Σενσί λειτουργούσαν 140 εργαστήρια χαρτοποιίας με 10-100 εργάτες το καθένα). Στην περιοχή Φουτζόου λειτουργούσαν 2.500 επιχειρήσεις υφαντουργίας που απασχολούσαν 50.000 εργαζόμενους. Όμως η πολιτική που εφάρμοζε η δυναστεία των Τσινγκ δύσκολα επέτρεπε την ανάπτυξη καπιταλιστικών στοιχείων. Το εμπόριο υπόκεινταν σε αυστηρούς περιορισμούς, βαριά φορολογία, οι κρατικές αρχές προαγόραζαν μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων σε χαμηλότερη τιμή από αυτή της αγοράς. Η παραγωγή εξάλλου των ιδιωτικών βιοτεχνιών παρέμενε ακόμα ασήμαντη μπροστά στον όγκο της βιοτεχνικής παραγωγής των αγροτικών νοικοκυριών. Τέλος, οι Τσινγκ με την πάγια τακτική της απομόνωσης δεν επέτρεπε τις επαφές με το διεθνές εμπόριο, με αποτέλεσμα η όποια εμπορευματική κίνηση να είναι κατά βάση τοπική.
Η κατάσταση των αγροτών συνεχώς χειροτέρευε, και πια πολλοί είναι εκείνοι οι οποίοι εγκαταλείπουν τα σπίτια τους και γίνονται ζητιάνοι ή πύκνωναν τις γραμμές των «ληστών-ανταρτών» που την περίοδο αυτή είχαν απλωθεί πολύ στην Κίνα. Οι εξεγέρσεις των αγροτών και των χαμηλών στρωμάτων των πόλεων μέσα σε αυτό τον αιώνα αρχίζει να παίρνει ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις. Οι Μαντσού αντιπροσώπευαν για τους κινέζους όλο το σύστημα εκμετάλλευσης και καταπίεσης για αυτό και σχεδόν πάντα οι εξεγέρσεις είχαν ένα σαφές αίτημα «Αποκατάσταση της δυναστείας των Μινγκ».
Η γραφειοκρατία της αυτοκρατορίας (η οποία είχε στα υψηλότερα κλιμάκια Μαντσού και στα κατώτερα κινέζους) ήταν ένας ακόμα παράγοντας καταπίεσης και καταλήστευσης πληθυσμού, Στο στρατιωτικό επίπεδο η πειθαρχία του στρατού των Μαντσού είχε κλονιστεί σοβαρά, με αποτέλεσμα να έχει χάσει την πολεμική του αξία.
Το 1813 ξεσπάν ένοπλες λαϊκές εξεγέρσεις στο Χουνάν, το Τζιλίν και στο Σαντόνγκ, υπό την καθοδήγηση της μυστικής εταιρείας «Αίρεση του ουράνιου νόμου». Οι εξεγερμένοι επιτέθηκαν και στα ανάκτορα του Πεκίνου, αλλά συντρίφτηκαν. Στην κατάπνιξη της εξέγερσης έχασαν την ζωή τους 20.000 άνθρωποι. Από το 1820 εώς και το 1840 ξεσπούν σε διάφορες επαρχίες πάνω από 30 εξεγέρσεις με την συμμετοχή των αγροτών, των χαμηλών στρωμάτων των πόλεων και διάφορων εθνικοτήτων. Μερικές από τις εξεγέρσεις αυτές απλώθηκαν σε πολλές περιοχές και κράτησαν πολλά χρόνια. Πολλές όμως συντρίβονταν με λύσσα από τις αρχές των Μαντσού.
5. Ο Πρώτος Πόλεμος του Οπίου
Ο πρώτος πόλεμος του οπίου θα είναι ουσιαστικά το βεβιασμένο άνοιγμα της κίνας στον υπόλοιπο κόσμο. Μέχρι τότε η πολιτική της Κίνας θα χαρακτηρίζεται από την απομόνωση. Το εμπόριο μέχρι το 1840 περιορίζεται σε μία μόνο πόλη, την Καντόνα, όπου τις επαφές με τους δυτικούς εμπόρους τις κάνει ένα σώμα κρατικών υπαλλήλων, αυτοί κανόνιζαν τα πάντα, και οι δυτικοί έμποροι απαγορεύονταν να έχουν επαφές με άλλους εμπόρους ή απλούς κινέζους και ήταν περιορισμένοι σε συγκεκριμένο σημείο της πόλης. Αν θέλουμε να δούμε λίγο τους λόγους αυτής της απομόνωσης θα βρούμε τρεις βασικούς λόγους. Ο πρώτος ήταν κατά βάσην ιδεολογικός, η Κίνα θεωρούνταν το κέντρο του (τετράγωνου) κόσμου, το Ουράνιο Κεντρικό Βασίλειο. Οι υπόλοιποι ήταν βάρβαροι που κατοικούσαν στις γωνίες αυτού του τετραγώνου και οι οποίοι δεν άξιζαν να περπατούν στο ίδιο έδαφος με τον αυτοκράτορα, «το γιο του ουρανού». Ένας δεύτερος λόγος είχε να κάνει με το ότι η οικονομία της χώρας ήταν αυτάρκης και ελάχιστα είχε να κερδίσει από τις εμπορικές σχέσεις με τους δυτικούς. Ένας τρίτος λόγος τέλος, ήταν ακόμα πιο πραγματιστικός. Η Κίνα ήταν απομονωμένη αλλά όχι τόσο ώστε να μην γνωρίζει τι συνέβαινε γύρω από αυτήν. Η αποικιοκρατία στις Φιλιππίνες, στην Μαλαισία, στην Ιαπωνία και κυρίως στον παλιό γείτονα της Κίνας την Ινδία δεν πέρασε απαρατήρητη από τον Γιο του Ουρανού. Στην κινέζικη ιστορία πολύ συχνά μία δυναστεία ανατρέπεται όταν συνδυαστούν εξωτερικοί παράγοντες με εσωτερικές αναταραχές, οι ίδιοι οι Μαντσού με αυτό τον τρόπο κατέκτησαν την εξουσία. Επιπλέον, οι σχέσεις των δυτικών με τους γείτονες της Κίνας ήταν καταστροφικές και βίαιες. Και μάλλον πάνω σε αυτό θα πρέπει να κάνουμε την ερμηνεία της απομόνωσης της Κίνας, και για έναν ακόμη λόγο. Στο βορρά, ήδη εδώ και αρκετό καιρό (από τον 17ο αιώνα) ανθούσε το εμπόριο με την Ρωσία, το οποίο ήταν βασισμένο στην ισοτιμία και την ισορροπία, η πολιτική της απομόνωσης λοιπόν δεν αφορούσε τους Ρώσους εμπόρους.
Ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα οι χώρες της δύσης, με επικεφαλής την Αγγλία επιδιώκουν την είσοδο στην Κίνα. Ο τεράστιος πλούτος της σε πρώτες ύλες, και η δυνατότητα δημιουργίας αγορών για τα εμπορεύματα ήταν αρκετά ισχυρό κίνητρο. Όμως η πολιτική της δυναστείας των Τσινγκ ήταν αυτή της διεθνούς απομόνωσης. Επανειλημμένες προσπάθειες των δυτικών να αποκτήσουν βάσεις για το εμπόριο στην κινέζικη επικράτεια δια μέσου της διπλωματικής οδού (αλλά και περιορισμένης βίας) οδήγησαν σε αποτυχία. Το 1793 φτάνει στην Κίνα η αποστολή του λόρδου Μακάρτνεϋ η οποία ζητούσε να ανοιχτούν μερικά λιμάνια για το αγγλικό εμπόριο, να καταργηθούν κάποια μονοπώλια, και να μετακινούνται ελεύθερα οι Άγγλοι. Όλα απορρίφθηκαν. Το 1808 οι Άγγλοι θα προσπαθήσουν να κατακτήσουν το Μακάο, αλλά τελικά θα υποχωρήσουν. Το 1816 μία καινούρια αποστολή θα πάει στο Πεκίνο με ίδια αιτήματα με αυτά της αποστολής του 1793, όμως οι άγγλοι θα εκδιωχθούν επειδή αρνήθηκαν να προσκυνήσουν 9 φορές τον αυτοκράτορα. Ύστερα από αυτό ο αυτοκράτορας θα απαγορεύσει την είσοδο ξένων πρεσβευτών στο Πεκίνο. Θα ακολουθήσει άλλη μία αποτυχημένη επαφή το 1834.
Την περίοδο αυτή είναι όπου το εμπόριο του οπίου θα πάρει μεγάλες διαστάσεις, συγκριτικά με το σήμερα κανένα καρτέλ διακίνησης δεν φτάνει τις ποσότητες που διακινούσε η Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών. Το όπιο εισάγονταν στην Κίνα ήδη από το τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα. Αρχικά ήταν πολύ περιορισμένο σε μερικές χιλιάδες κιβώτια, αλλά το 1816 φτάνει τις 22 χιλιάδες κιβώτια, και το 1838 ξεπερνά τις 40 χιλιάδες. Το όπιο είχε γίνει μία πληγή, ουσιαστικά όλοι οι άντρες κάτω τον 40 κάπνιζαν, όλος ο στρατός ήταν εθισμένος, ήταν διαδεδομένο σε όλες τις τάξεις από πλούσιους εμπόρους μέχρι Ταοϊστές. Ο συνολικός αριθμός των εθισμένων έφτανε τα 12 εκατ. Το εμπόριο του οπίου ήταν πολύ επικερδές και σύντομα βρήκε μιμητές τις ΕΠΑ , την Πορτογαλία και άλλες χώρες. Η κυβέρνηση των Τσινγκ είχε απαγορεύσει το εμπόριο του οπίου, όμως οι τοπικές αρχές παίρνοντας τεράστια ποσά επέτρεπαν την διακίνηση του. Στα 1830-1840 αρχίζει ένα κίνημα για την απαγόρευση του οπίου με επικεφαλής τον αξιωματούχο Λιν Τσε Σίουι, κάτω από την πίεση του κινήματος αυτού ο αυτοκράτορας θα κάνει τον Λιν Τσε Σίουι ειδικό πληρεξούσιο για να σταματήσει την εισαγωγή οπίου στην χώρα. Ο Λιν Τσε Σίουι το 1839 μεταβαίνει στην Καντόνα (η οποία ήταν και το κέντρο του εμπορίου οπίου) και πιέζει τους άγγλους και αμερικανούς εμπόρους να του παραδώσουν τα αποθέματα που είχαν. Οι δυτικοί έμποροι υπακούν και έτσι 20.000 κιβώτια οπίου θα καταστραφούν. Η Αγγλία τότε κατηγόρησε την Κίνα ότι δεν σεβάστηκε τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των άγγλων εμπόρων. Ο Λιν Τσε Σίουι τότε θα απειλήσει ότι θα διακόψει όλες τις εμπορικές σχέσεις με την Αγγλία και ότι θα απελάσει όλους τους άγγλους. Τον Απρίλιο του 1840, και ύστερα από μία σειρά πειρατικών επιδρομών των άγγλων, η Αγγλία θα κηρύξει τον πόλεμο στην Κίνα.
Οι Άγγλοι ήταν κατά πολύ ολιγάριθμοι ωστόσο ήταν πολύ καλύτερα εξοπλισμένοι και ήταν πολύ περισσότερο συντονισμένοι. Οι Άγγλοι θα κυριεύσουν μία σειρά πόλεων και περιοχών. Σε αυτό τον πόλεμο ωστόσο θα βρουν και συμμάχους αρκετούς κινέζους αξιωματούχους, οι οποίοι επειδή φοβούνταν τον εξοπλισμό των αγροτών και των κατοίκων των πόλεων που είχαν συγκροτήσει εθελοντικά σώματα αντίστασης (τα πιν ιν τουάν «σώματα φρονηματισμού των Άγγλων») συνεργάζονταν στενά με τους Άγγλους. Όταν το 1841 τα σώματα αυτά θα κυκλώσουν ένα μεγάλο σώμα του εγγλέζικου στρατού οι αξιωματούχοι των Τσινγκ θα είναι εκείνοι που θα βοηθήσουν τους Άγγλους να ξεφύγουν από την πολιορκία. Γενικότερα οι Τσινγκ υποχώρησαν σύντομα, ακύρωσαν την απαγόρευση του οπίου, και προσπάθησαν πολλές φορές να συμβιβαστούν με τους Άγγλους. Το τέλος του πολέμου ήρθε όταν το καλοκαίρι του 1842 μία αγγλική μοίρα κινήθηκε για να καταλάβει το Ναντζίνγκ, μπροστά σε ένα τέτοιο κίνδυνο η κυβέρνηση των Τσινγκ συνθηκολόγησε.
Τον Αύγουστο του 1842 υπογράφεται στο Ναντζίνγκ η αγγλοκινέζικη συνθήκη, η οποία ουσιαστικά σήμαινε συνθηκολόγηση της Κίνας. Η συνθήκη αυτή προέβλεπε άνοιγμα για το αγγλικό εμπόριο πέντε λιμανιών της χώρας (Κουαγκτσέου, Σιαμέν, Φουτζόου, Νίγκπο, Σαγκάη), ίδρυση προξενείων σε αυτά τα λιμάνια, παράδοση της νήσου Σιανγκάν (Χονγκ Κονγκ) στην παντοτινή κυριαρχία της Αγγλίας, κατάργηση των μονοπωλίων, τέλος η Κίνα υποχρεωνόταν να θεσπίσει χαμηλούς τελωνειακούς δασμούς στα αγγλικά προϊόντα (από 65% σε 5%). Όμως οι Άγγλοι δεν θα σταματήσουν εδώ, ύστερα από εάν χρόνο θα υπογραφτεί το συμπληρωματικό πρωτόκολλο το οποίο προέβλεπε την παραχώρηση καθεστώτος ετεροδικίας για τους άγγλους υπηκόους, το δικαίωμα της Αγγλίας να οργανώνει settlements στα ανοιχτά λιμάνια της χώρας (χώροι δηλ. όπου οι αλλοδαποί θα είχαν την δικιά τους διοίκηση, στρατό και αστυνομία), και τέλος αναγνωρίζεται στην Αγγλία η ρήτρα του μάλλον ευνοούμενου κράτους, δηλ. η Κίνα ήταν υποχρεωμένη να αναγνωρίζει αυτομάτως στην Αγγλία όλα τα δικαιώματα και τα προνόμια που παραχωρούσε σε κάθε άλλη χώρα.
Έτσι ουσιαστικά θα ανοίξει ο χορός της εισόδου των αποικιοκρατικών δυνάμεων στην Κίνα. Την Αγγλία θα την ακολουθήσει οι ΕΠΑ, με την οποία η Κίνα θα υπογράψει μία σειρά ανάλογων συνθηκών, η Γαλλία, η οποία θα αποκτήσει το δικαίωμα οι ιεραπόστολοι της να κυκλοφορούν ελεύθερα στο εσωτερικό της χώρας και φτιάχνουν εκκλησίες, και η Ρωσία, για την οποία θα ανοιχτούν κάποιες πόλεις και λιμάνια στα βόρεια της χώρας.
Έτσι η Κίνα θα γίνει μισοαποικία και θα χάσει ένα μεγάλο μέρος από τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Η επεμβατικότητα των ξένων στα εσωτερικά της χώρας μεγάλωνε διαρκώς, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση των Τσινγκ να γίνει εντολοδόχος των ξένων. Μία σειρά εξεγέρσεων που θα γίνουν ανάμεσα στα 1842-1849 θα συντριφτούν σκληρά.
Οι ετεροβαρείς συνθήκες θα μετατρέψουν την Κίνα σε μία χώρα στην οποία εισάγονταν προϊόντα των δυτικών κρατών και από την οποία εξάγονταν πρώτες ύλες. Η αξία των εισαγωγών των Άγγλων μόνο από 969.300 λίρες το 1842 ανέβηκε στις 2.394.800 λίρες το 1845. Ανάλογα οι εξαγωγές της Κίνας από 1787 μπάλες ακατέργαστου μεταξιού το 1843 έγιναν 23.000 μπάλες το 1851 και το τσάι στο ίδιο χρονικό διάστημα από 17,7 εκατομ. πάουντ έγινε 99,2 εκατ. πάουντ.
Η κατάσταση του πληθυσμού στα λίγα χρόνια που ακολουθούν χειροτερεύει ολοένα και περισσότερο. Παράλληλα με την αριστοκρατία, τους κρατικούς αξιωματούχους, τους φεουδάρχες και τους τοκογλύφους υπάρχει τώρα και το ξένο κεφάλαιο που απομυζά τον αγροτικό πληθυσμό. Ακόμα το εμπόριο του οπίου επεκτείνεται (το 1851 φτάνει τα 55.600 κιβ.), κάτι που προκαλεί ακόμα μεγαλύτερη εξουθένωση στον πληθυσμό. Το επικερδές εμπόριο μεταξιού και τσαγιού θα οδηγήσει στην μεγάλη επέκταση αυτών των καλλιεργειών και περιορισμό της καλλιέργειας τροφίμων η οποία θα προκαλέσει αύξηση των τιμών των τροφίμων. Τέλος νέοι φόροι, λόγο των πολεμικών αποζημιώσεων και των στρατιωτικών δαπανών, επιβαρύνουν τον πληθυσμό με αποτέλεσμα την αύξηση των τοκογλύφων (τα ενεχυροδανειστήρια γνώρισαν ακόμα μεγαλύτερη αύξηση, μία εκτίμηση κάνει λόγο για την λειτουργία τουλάχιστον 10 σε κάθε επαρχιακή πόλη της χώρας).
Ο πόλεμος του οπίου θα γίνει ακόμα η πρώτη απόπειρα εκμοντερνισμού της Κίνας. Η ήττα από τους Άγγλους ήταν ταπεινωτική με πολλές έννοιες. Ο Λιν Τσε Σίουι εξορισμένος στο Τουρκεστάν θα προσπαθήσει να βγάλει το συμπέρασμα της ήττας. Το οποίο δεν ήταν άλλο από το ότι αν η Κίνα ήθελε να είναι ξανά δυνατή θα έπρεπε να οικειοποιηθεί τα μέσα των δυτικών (τεχνολογίες, πολιτικές και οικονομικές δομές). Ακόμα, θα ξεκινήσει και μία προσπάθεια γνωριμίας με τον δυτικό πολιτισμό, είναι η εποχή που εκδοθούν τα πρώτα περιγραφικά βιβλία με χάρτες και στοιχεία για την δύση, τα οποία θα τοποθετήσουν στην σωστή της διάσταση την εικόνα των κινέζων για την δύση.
6. Η επανάσταση των Ταϊπίνγκ
Τα επίσημα κινέζικα χρονικά γράφουν πως από το 1841 εώς και το 1849 έγιναν πάνω από 110 αγροτικές εξεγέρσεις. Το 1842 θα εξεγερθούν οι Φαν στο Τσινχάι, το 1843 ξεσπά εξέγερση στο Γιουνάν, το 1844 στην Ταϊβάν, στο Χουνάν, και στο Γκουανγκσί, το 1845 στο Γκουαντόνγκ, στο Σαντούγκ, στο Γκανσού, και στο Τσενγιάγκ, το 1846 στο Γκουανγκσί, στο Χουνάν, στο Κιαγκσού και στο Γιουνάν. Μέσα από αυτές τις εξεγέρσεις και στις περιοχές νότια του ποταμού Γιανγκτσέ, αρχίζουν να αναπτύσσονται πολύ οι διάφορες μυστικές εταιρείες οι οποίες συνήθως ονομάζονταν Σανχεχόϊ (Τριάδες). Οι πιο πολλές ήταν τοπικές οργανώσεις με χιλιάδες μέλη χωρίς όμως να συνδέονται μεταξύ τους. Σε αυτές την μεγάλη μάζα την αποτελούσαν οι φτωχοί της υπαίθρου και τα κατώτερα στρώματα των πόλεων, επίσης συμμετείχαν και έμποροι και μικροφεουδάρχες οι οποίοι μισούσαν τους Μαντσού. Το βασικό πολιτικό σύνθημα των τριάδων ήταν «ανατροπή της δυναστείας των Τσινγκ και αποκατάσταση της δυναστείας των Μινγκ». Άλλα συνθήματα: «Οι υπάλληλοι καταπιέζουν ο λαός ξεσηκώνεται.», «Χτύπα τους υπαλλήλους μην αγγίζεις τον λαό», «Πάρτε από τους πλουσίους τις περιουσίες για να βοηθήσουμε τους φτωχούς», «Να γκρεμίσουμε τους φράχτες και να ζούμε όλοι μαζί σαν μία οικογένεια». Οι τριάδες έπαιξαν μεγάλο ρόλο στην ανάπτυξη του ένοπλου αντιφεουδαρχικού αγώνα στην Κίνα, προετοίμασαν και καθοδήγησαν πολλές λαϊκές εξεγέρσεις.
Ο ένοπλος αγώνας θα δυναμώσει πιο πολύ στις νότιες επαρχίες το 1847, μιας και φυσικές καταστροφές θα φέρουν σε ακόμα πιο δύσκολη θέση τους αγρότες. Τον Οκτώβριο εκείνης της χρονιάς θα ξεσπάσουν εξεγέρσεις στο Γιουνάν και το Γκουανγκσί. Η εξέγερση κράτησε μερικούς μήνες. Την άνοιξη του 1848 θα ξεσπάσει και άλλη εξέγερση στα σύνορα του Κουαγκσι και του Κουαγκτούνγκ. Οι εξεγερμένοι σκότωναν τους υπαλλήλους, ελευθέρωναν, τους φυλακισμένους, υποχρέωναν τους εμπόρους και τους μεγαλοτσιφλικάδες να πληρώνουν πολεμική εισφορά και άρπαζαν τα τρόφιμα από τις αποθήκες και τα μοίραζαν στο λαό. Το 1849 θα ξεσπάσει μία ακόμα πιο μεγάλη εξέγερση η οποία θα απλωθεί σε πάνω από 10 περιοχές των επαρχιών Γκουανγκσί, Χουνάν και Κουειτσέου. Αυτή η εξέγερση θα κρατήσει σχεδόν ενάμιση χρόνο μέχρι να συντριφτεί με πολύ δυσκολία από τις δυνάμεις των Τσινγκ.
Μέσα λοιπόν μέσα σε ένα τέτοιο ταραγμένο κλίμα στις νότιες επαρχίες θα ξεπηδήσει η μυστική εταιρεία Μπαϊσαντιχόϊ (Οι Λάτρεις του Υπέρτατου Όντος). Ιδρυτής αυτής της μυστικής οργάνωσης ήταν ο Χογκ Σιουτσιούαν στα 1843, και στην αρχή της δεν είχε παρά τον χαρακτήρα μίας θρησκευτικής σέκτας. Το δόγμα της ήταν μία ανάμειξη χριστιανικών πεποιθήσεων και κινέζικων δοξασιών, σε τέτοιο βαθμό που μάλλον θα πρέπει να μιλάμε για άλλη θρησκεία. Τα όρια όμως μεταξύ μιας θρησκευτικής σέκτας και ενός ριζοσπαστικού πολιτικού κινήματος έμοιαζαν πολύ συγκεχυμένα. Τα μέλη της Μπαϊσαντιχόϊ προπαγάνδιζαν ότι πολεμούσαν εναντίον της κυριαρχίας των Μαντσού, κήρυτταν την ισότητα και ασκούσαν έντονη κριτική. Ένας από τους ηγέτες τους έγραφε «Κάθε χρόνο οι Μαντσού μετατρέπουν τόνους από το χρυσό και το ασήμι της χώρας σε όπιο και αποσπούν εκατομμύρια από το εισόδημα και το υστέρημα του κινέζικου λαού για να τα κάνουν κοκκινάδι και πούδρα… Πως θα μπορούσαν οι πλούσιοι να μην γίνουν φτωχοί; Πως θα μπορούσαν οι φτωχοί να είναι υπάκουοι στους νόμους;» Γρήγορα γνώρισαν μεγάλη ανάπτυξη, στα μέσα του 1849 είχαν 10 χιλιάδες μέλη, και όπως ήταν φυσικό τράβηξαν πάνω τους την προσοχή των αρχών των Τσινγκ. Έτσι θα αρχίσει η καταστολή των μελών της Μπαϊσαντιχόϊ. Όμως τα μέλη της μυστικής εταιρείας μάλλον είχαν δει την ιστορία να επαναλαμβάνεται πάρα πολλές φορές για να την υποστούν ακόμα μία. Γρήγορα άρχισαν να αναδιοργανώνονται σε στρατιωτικό σώμα. Τα μέλη της έδιναν όλα τα χρήματα τους σε κοινά ταμεία από όπου αγοράζονταν τρόφιμα, πολεμοφόδια και όπλα και τα οποία μοιράζονταν με την αρχή της ίσης αναλογίας. Έτσι όταν το 1850, στάλθηκε ένα σώμα στρατού να συλλάβει τους ηγέτες η μυστική εταιρεία ήταν σε θέση να απατήσει στρατιωτικά και να νικήσει το εχθρικό σώμα στρατού. Από τον Αύγουστο εώς και το Δεκέμβρη του 1850 στο στρατιωτικό σώμα της Μπαϊσαντιχόϊ προσχωρούν και πολλές άλλες ομάδες μυστικών εταιρειών και θα νικήσουν επανειλημμένα τα κυβερνητικά στρατεύματα που θα σταλθούν εναντίον τους. Στις 11 Ιανουαρίου του 1851 ανακοινώνεται επίσημα ότι αρχίζει ο ένοπλος αγώνας για την ανατροπή της εξουσίας των Μαντσού και των φεουδαρχών.
Το σύνθημα για την κατάργηση της εξουσίας των Μαντσού όπως ήταν λογικό είχε μεγάλη ανταπόκριση μέσα στον πληθυσμό. Ο στρατός των ξεσηκωμένων σύντομα έφτασε να είναι μερικές δεκάδες χιλιάδες. Το Σεπτέμβριο του 1851 οι εξεγερμένοι καταλαμβάνουν την πρωτεύουσα του Γιουνάν και ιδρύουν το Ταϊπίνγκ Τιενγκό (Ουράνιο κράτος της μεγάλης ευδαιμονίας). Από την ονομασία αυτή πήραν και το όνομα τους οι εξεγερμένοι σαν Ταϊπίνγκ, οι οποίοι πια ελάχιστη σχέση έχουν είτε με την Μπαϊσαντιχόϊ είτε με άλλες μυστικές εταιρείες. Τον Απρίλιο του 1852 ο στρατός των Ταϊπίνγκ διασπά τον κλοιό των κυβερνητικών στρατευμάτων και προχωρεί προς βόρεια στην περιοχή του μέσου Γιανγκτσέ. Οι τολμηρές επιθέσεις των Ταϊπίνγκ και η πειθαρχία τους ήταν τα βασικά όπλα τους. Τον Δεκέμβριο του 1852 θα καταλάβουν το Ιοτσέου ένα σπουδαίο λιμάνι, και τον Ιανουάριο του 1853 ύστερα από σφοδρές μάχες θα καταλάβουν το Βουχάν που είναι ένα από τα πιο μεγάλα κέντρα της κοιλάδας του Γιανγκτσέ. Καθώς οι Ταϊπίνγκ προχωρούσαν από τις επαρχίες Χουνάν και Χουπέι θα γίνουν ακόμα πιο μαζικοί, ο στρατός τους θα φτάσει στις 500 χιλ. Στην συνέχεια οι Ταϊπίνγκ θα κινηθούν ανατολικά ακολουθώντας το ρουν του Γιανγκτσέ και στις 19 Μαρτίου κατέλαβαν το Ναντζίνγκ, μία από τις μεγαλύτερες πόλεις της Κίνας, η οποία έγινε η πρωτεύουσα του κράτους των Ταϊπίνγκ.
Λίγο καιρό μετά την κατάκτηση του Ναντζίνγκ δημοσιεύτηκε ένα σπουδαίο προγραμματικό κείμενο ο νόμος για την γη. Ο νόμος αυτός όριζε πως θα γινόταν το μοίρασμα της γης και το σύστημα οργάνωσης του αγροτικού πληθυσμού. Όριζε ακόμα πως «στο υπουράνιο κράτος όλη τη γη πρέπει να την καλλιεργούν όλοι μαζί οι κάτοικοι του κράτους. Όσοι δεν έχουν αρκετή γη σε ένα τόπο μεταναστεύουν αλλού. Στο υπουράνιο κράτος τυχαίνει σε άλλες περιοχές του η σοδειά να είναι καλή και σε άλλες κακή. Έτσι όταν σε μία περιοχή η σοδειά είναι κακή με την καλή σοδειά θα πρέπει να την ενισχύσουν, Πρέπει να πετύχουμε να υπάρχουν παντού στο υπουράνιο κράτος τα τεράστια αγαθά που παρέχει ο θεός-παντοκράτορας, να καλλιεργούν όλοι μαζί οι άνθρωποι την γη, να τρέφονται κα να ντύνονται όλοι εξίσου, να ξοδεύουν όλοι τα ίδια χρήματα και να μην υστερεί ο ένας από τον άλλο σε τίποτα, έτσι που κανείς να μην πεινάει και κανείς να μην κρυώνει». Σύμφωνα με αυτές τις αρχές όλη η γη θα μοιράζονταν σε εννέα κατηγορίες και να μοιραστεί ανάλογα με τα στόματα που έπρεπε να τραφούν, έτσι ώστε κάθε οικογένεια θα μπορούσε να έχει σοδειά ανάλογη των αναγκών της. Οι γυναίκες θα έπαιρναν ίσους κλήρους με τους άντρες και τα παιδιά κάτω των 16 μισούς.
Σύμφωνα με τον ίδιο νόμο η οργάνωση της ζωής του αγροτικού πληθυσμού θα στηρίζονταν στην αρχή της μισοστρατιωτικής κοινότητας. Κάθε 25 οικογένειες θα αποτελούσαν μία κοινότητα η οποία θα είχε κοινή αποθήκη στην οποία θα δίνονταν τα χρήματα και τα εφόδια που τους περίσσευαν αφού κρατούσαν ότι χρειάζονταν για τις οικογένειες τους. Τα χρήματα αυτά χρησιμοποιούνταν για την βοήθεια των αρρώστων, των ορφανών και των ανίκανων προς εργασία. Ακόμα σε περίπτωση γέννας, γάμου ή κηδείας η οικογένεια είχε δικαίωμα να παίρνει ανάλογο βοήθημα από την αποθήκη. Κάθε οικογένεια ήταν υποχρεωμένη να ορίζει ένα μέλος της για να υπηρετεί στο στρατό. Κάθε κοινότητα συγκροτούσε μία διμοιρία και 500 κοινότητες οργανωμένες σε λόχους και συντάγματα αποτελούσαν την ανώτατη στρατιωτική μονάδα στην περιφέρεια.
Το πρόγραμμα των Ταϊπίνγκ φυσικά δεν μπορούσε να εφαρμοστεί ολοκληρωτικά, αφενός διότι σαν σύστημα ήταν αρκετά περίπλοκο και αφετέρου διότι συναντούσε αντιστάσεις. Σε μεγάλο μέρος των περιοχών που ήταν υπό την εξουσία των Ταϊπίνγκ εξακολουθούσε να υπάρχει η φεουδαρχική ιδιοκτησία, ακόμα κυρίως στις αγροτικές περιοχές, την διοίκηση των Ταϊπίνγκ την κρατούσαν τσιφλικάδες, τέλος σε κάποιες περιοχές οι Ταϊπίνγκ παίρνοντας μεγάλα ποσά για αντάλλαγμα επέτρεπαν στους φεουδάρχες να κατέχουν την γη τους. Αλλά πολλά από τα μέτρα που έλαβαν οι Ταϊπίνγκ στην αγροτική πολιτική βοήθησαν να υπονομευτεί η οικονομική δύναμη των τσιφλικάδων και να χαλαρώσει η εκμετάλλευση των αγροτών. Αυξήθηκε η φορολογία των φεουδαρχών και ταυτόχρονα επιβαρύνονταν με έκτατες πολεμικές εισφορές, ενώ παράλληλα διευκολύνονταν οι φτωχοί στην πληρωμή των φόρων. Σε πολλά μέρη όταν πλησίαζαν οι Ταϊπίνγκ πολλοί φεουδάρχες έφευγαν, σκοτωνόταν ή πιάνονταν αιχμάλωτοι, σε όλες αυτές οι περιπτώσεις η γη περνούσε στα χέρια των αγροτών. Οι φεουδάρχες που παρέμεναν στις περιοχές αυτές σταμάτησαν να καταπιέζουν τους αγρότες και τα νοίκια δεν ήταν πια τόσο υψηλά. Σε ορισμένες μάλιστα περιοχές οι αγρότες αρνούνταν να πληρώνουν ενοίκιο. Το αποτέλεσμα ήταν φυσικά να καλυτερεύσουν οι όροι ζωής των αγροτών, ενώ η ελευθερία του εμπορίου και η χαμηλοί δασμοί βοήθησαν να σταθεροποιηθεί περαιτέρω η κατάσταση.
Στις γυναίκες αναγνωρίστηκαν ίσα δικαιώματα με τους άντρες και ιδρύθηκαν σχολεία για αυτές. Απαγορεύτηκε η πορνεία, η παραμόρφωση των ποδιών και η πώληση των κοριτσιών. Εξάλλου ο στρατός των Ταϊπίνγκ είχε αρκετές δεκάδες γυναικεία τμήματα που μάχονταν εναντίον εχθρού και δεν έλειπαν και οι γυναίκες διοικητές.
Η κυρίευση του Ναντζίνγκ ήταν βαριά ήττα για την κυβέρνηση των Τσινγκ, όμως για να ανατραπεί ολοκληρωτικά το καθεστώς του θα έπρεπε οι Ταϊπίνγκ να νικήσουν την μεγάλη στρατιωτική δύναμη που βρισκόταν στα βόρεια. Έτσι το Μάιο του 1853 άρχισε η εκστρατεία των Ταϊπίνγκ στην βόρεια Κίνα. Περνώντας μία σειρά επαρχιών θα φτάσουν έξω από το Τιεντζίνγκ τον Οκτώβρη, αλλά οι Ταϊπίνγκ δεν θα καταφέρουν κυριεύσουν αυτή την πολύ σημαντική πόλη της βόρειας Κίνας, και θα επιστρέψουν ηττημένοι νοτιότερα. Ταυτόχρονα θα ξεσπάσει και εξέγερση στην επαρχία Χουνάν από την μυστική εταιρεία Νιαντάν, η οποία με ένα στρατό 300.000 νίκησε πολλές φορές τις δυνάμεις των Τσινγκ. Οι Τσινγκ όμως κατόρθωσαν να μην ενωθούν αυτοί οι δύο εξεγερμένοι στρατοί. Από το 1853 εώς το 1856 οι δυνάμεις των Τσινγκ έκαναν επιθέσεις στα εδάφη που κατείχαν οι Ταϊπίνγκ οι οποίοι όμως αντιστέκονταν σθεναρά.
Παράλληλα με την εξέγερση των Ταϊπίνγκ συνεχίζονταν η δράση άλλων μυστικών εταιρειών. Το Μάιο του 1853 οι Τριάδες οργανώνουν ένοπλη εξέγερση στο Φουτζόου και καταλαμβάνουν μία σειρά πόλεων, τον Οκτώβριο οι Τριάδες θα οργανώσουν ένοπλη εξέγερση στην Σαγκάη και θα καταλάβουν την πόλη (εκτός του διεθνούς συνοικισμού) για δύο χρόνια, προσπάθησαν να επικοινωνήσουν με την κυβέρνηση των Ταϊπίνγκ αλλά οι απεσταλμένοι τους πιάστηκαν και εκτελέστηκαν. Στα 1852-1854 οι Τριάδες θα οργανώσουν εξεγέρσεις στο Γκουανγκσί, στο Κουαγκτούγκ και στο Κιαγκσί. Το 1854 θα εξεγερθούν οι Μιάο, η εξέγερση τους θα κρατήσει μέχρι το 1872.
Όλες αυτές οι εξεγέρσεις ήταν τοπικές και ασυντόνιστες και κυρίως δεν κατάφεραν να έρθουν σε επαφή με τους Ταϊπίνγκ, οι οποίοι αρχίζουν να έχουν εσωτερικά προβλήματα, με αποτέλεσμα να οδηγηθούν σε εμφύλιο πόλεμο. Σύντομα οι Τσινγκ βρήκαν ευκαιρία να εξαπολύσουν νέα επίθεση στις βάσεις των Ταϊπίνγκ. Ωστόσο το οριστικό τέλος τους δεν θα έρθει παρά με την συνδρομή, της Αγγλίας, των ΕΠΑ και της Γαλλίας.
Η επανάσταση των Ταϊπίνγκ δεν ήταν παρά το προανάκρουσμα των μεγάλων αναταραχών που θα ακολουθήσουν. Η μικρή διάρκεια του κράτους τους (10 χρόνια) κατάφερε ένα πολύ σημαντικό στρατηγικό πλήγμα στους Μαντσού σχεδόν σε όλα τα επίπεδα. Η ανατροπή τους μισό αιώνα αργότερα είναι προϊόν και της εξέγερσης των Ταϊπίνγκ.
7. Ο Δεύτερος Πόλεμος του Οπίου
Βρισκόμαστε στα 1854 και στην Κίνα υπάρχουν τρεις δυνάμεις, η κυβέρνηση των Τσινγκ, οι αποικιοκρατικές δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, ΕΠΑ) και οι Ταϊπίνγκ. Οι αποικιοκρατικές δυνάμεις εκείνη την στιγμή θεώρησαν ιδανική για να πιέσουν περαιτέρω τον αυτοκράτορα. Έτσι λοιπόν ζήτησαν αναθεώρηση των συμφωνιών του 1842 η οποία θα περιελάμβανε: αναγνώριση του δικαιώματος να εμπορεύονται σε όλη την έκταση της χώρας, να γίνουν δεκτοί στο Πεκίνο μόνιμοι αντιπρόσωποι των χωρών αυτών και νομιμοποιηθεί το εμπόριο οπίου. Ο αυτοκράτορας κάτω από την πίεση και της επανάστασης των Ταϊπίνγκ και φοβούμενους μην ξεσπάσουν νέες αναταραχές και εκμεταλλευόμενος επίσης το γεγονός ότι αυτές οι τρεις χώρες πολεμούσαν εναντίον της Ρωσίας αρνήθηκε να ικανοποιήσει τα αιτήματα τους. Έξι μήνες όμως μετά την λήξη του πολέμου με την Ρωσία (1856) η Αγγλία με μία ασήμαντη αφορμή κήρυξε τον πόλεμο στην Κίνα.
Το αγγλικό ναυτικό βομβάρδισε την Καντόνα καταστρέφοντας 5.000 περίπου σπίτια. Οι αμερικανοί χωρίς να έχουν κηρύξει πόλεμο συνέδραμαν τους Άγγλους. Η Καντόνα θα ξαναβομβαρδιστεί αυτή την φορά από τους Άγγλους και τους Γάλλους τον Δεκέμβρη του 1857, θα αποβιβαστεί στρατός και σχεδόν θα ισοπεδώσει την πόλη. Το 1858 ο πόλεμος θα μεταφερθεί στο Βορρά. Αγγλογαλλικά στρατεύματα καταλαμβάνουν το Τιεντζίνγκ. Η κυβέρνηση της Κίνας συνθηκολογεί και τον Ιούνη του 1858 υπογράφονται νέες συνθήκες. Η Κίνα αναγκάστηκε να δεχτεί μόνιμες διπλωματικές αποστολές στο Πεκίνο, επιτράπηκε στους Άγγλους και τους Γάλλους να ταξιδεύουν σε όλη την έκταση της χώρας και να εμπορεύονται καθ’ όλο το μήκος του Γιανγκτσέ. Ακόμη άνοιξαν και άλλα λιμάνια για το εμπόριο και μειώθηκαν και άλλο οι τελωνειακοί και διαμετακομιστικοί δασμοί. Τέλος νομιμοποιήθηκε το εμπόριο του οπίου. Οι ΕΠΑ αν και δεν συμμετείχαν επίσημα στον πόλεμο κατάφεραν να τους αναγνωριστούν τα ίδια δικαιώματα. Οι αποικιοκρατικές δυνάμεις όμως δεν ήταν διατεθειμένες να σταματήσουν βλέποντας την αδυναμία των Τσινγκ να αντισταθούν, και θεώρησαν ότι ήρθε η ώρα να κατακτήσουν και εδάφη από την χώρα. Έτσι όταν το 1860 στάλθηκαν αντιπρόσωποι για την επικύρωση των συμφωνιών του 1858, οι αποικιοκράτες εξόπλισαν 19 πλοία τα όποια έπλευσαν προς το Τιεντζίνγκ, η κυβέρνηση των Τσινγκ διαμαρτυρήθηκε, οι δυτικοί δεν υποχώρησαν και τότε διατάχτηκαν τα κινέζικα οχυρά να χτυπήσουν τα ξένα πλοία. Οι δυτικοί τότε αποβιβάστηκαν στην χερσόνησο Λιατούγκ, κυρίευσαν και καταλεηλάτησαν το Τιεντζίνγκ και κατευθύνθηκαν προς το Πεκίνο το οποίο και κατέλαβαν.
Ο αυτοκράτορας είχε εγκαταλείψει το Πεκίνο, στο οποίο είχε μείνει ο πρίγκιπας Γκούν για να διαπραγματευτεί. Έτσι επικυρώθηκαν οι συμφωνίες του 1858, η Κίνα έπρεπε να πληρώσει πολεμική αποζημίωση και δόθηκε στην Αγγλία το νότιο τμήμα της χερσονήσου Καουλούν. Η κινέζικη κυβέρνηση δέχτηκε ακόμη να επιτρέψει στους ξένους να εξάγουν από την χώρα εργάτες (κούλι). Την ήττα της Κίνας εκμεταλλεύτηκε και η Ρωσία, στης οποία την κατοχή πέρασε η περιοχή βόρεια και νότια του ποταμού Ουσούρι, ταυτόχρονα άνοιξαν και για την Ρωσία μερικά λιμάνια και πόλεις.
Όμως παρόλη την νικηφόρα προέλαση των δυτικών, το κράτος των Ταϊπίνγκ αντιστέκονταν ακόμα. Οι δυτικοί βοήθησαν σχεδόν άμεσα τα κυβερνητικά στρατεύματα στην προσπάθεια τους να καταλύσουν το κράτος των Ταϊπίνγκ. Ο πόλεμος εναντίον των Ταϊπίνγκ θα κρατήσει σχεδόν άλλα 7 χρόνια. Αν και το 1864 καταλύθηκε ουσιαστικά το κράτος των Ταϊπίνγκ, ο στρατός τους θα συνεχίσει να αντιστέκεται σθεναρά. Αφού χαθεί το Ναντζίνγκ ο στρατός των Ταϊπίνγκ αναδιοργανώνεται, χωρίζεται σε δύο τμήματα. Το πρώτο θα κρατούσε τις περιοχές Χουνάν και Χουπέϊ σαν βάση τους και το δεύτερο θα ενωθεί με τους εξεγερμένους της μυστικής εταιρείας Νιαντάν προσπαθώντας να ιδρύσει ένα νέο επαναστατικό κράτος και φτάνοντας για δεύτερη φορά έξω από το Πεκίνο. Οι Ταϊπίνγκ έχοντας από την μία τον κυβερνητικό στρατό και από την άλλη τις δυτικές δυνάμεις, και πολύ συχνά τον συνδυασμό και τον δύο ηττήθηκε οριστικά τον Ιανουάριο του 1867. Και η δεκαετία του 1860 θα είναι μία δεκαετία συνεχών εξεγέρσεων, όπου εκτός από αυτές που περιγράψαμε στην ανατολική Κίνα, θα εξεγερθούν και οι μουσουλμάνοι των ανατολικών επαρχιών του βορρά και του νότου.
8. Οι προσπάθειες μεταρρύθμισης
Τα χρόνια που ακολούθησαν η χώρα, και ειδικά μετά την ήττα των Ταϊπίνγκ, θα γίνει ακόμα περισσότερο αντικείμενο των επιβουλών του ξένου κεφαλαίου. Στην ύπαιθρο η κατάσταση επανήλθε σε αυτό που συνηθίζονταν: εξοντωτικοί, φόροι, υψηλά νοίκια, τοκογλυφία, καταπίεση, πείνα. Στις πόλεις θα αρχίσουν σταδιακά να αναπτύσσονται εργοστάσια και βιομηχανίες τόσο του ξένου κεφαλαίου όσο και του κινέζικου. Από το 1860 εώς και το 1900 θα δημιουργηθούν μία σειρά εργοστασίων από κινέζους φεουδάρχες και εμπόρους όλα σχεδόν στις παραλιακές περιοχές της χώρας. Το αποτέλεσμα αυτής της ανάπτυξης του κινέζικου καπιταλισμού αλλά και της αποικιοκρατίας ήταν να δημιουργηθούν καινούρια κοινωνικά υποκείμενα. Η αστική τάξη της Κίνας, θα προέλθει από τους εμπόρους, τους γραφειοκράτες και τους φεουδάρχες και η περίοδος που αναφέραμε είναι η εποχή της γέννησης της. Οι αγρότες και τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα θα αποτελέσουν το προλεταριάτο, το οποίο θα κάνει την εμφάνιση του πρωτύτερα λόγο της αποικιοκρατίας και του ξένου κεφαλαίου. Η κατάσταση βέβαια για τους εργάτες δεν ήταν ιδανική: χαμηλοί μισθοί, απεριόριστη εργάσιμη μέρα, μηδενική ασφάλιση, πρόστιμα και παράνομες κρατήσεις. Ακόμα σαν αποτέλεσμα των συνθηκών του 1860 εκατομμύρια εργάτες στρατολογήθηκαν και μεταφέρθηκαν στο εξωτερικό, κυρίως στην αμερικάνικη ήπειρο για να εργαστούν.
Σύντομα οι αγώνες του κινέζικου πληθυσμού θα στραφούν ενάντια στους ξένους και κυρίως τους ιεραπόστολους οι οποίοι δεν σέβονταν καθόλου τις παραδόσεις των κινέζων. Οι ιεραπόστολοι επιδίδονταν στην τοκογλυφία, αγόραζαν και νοίκιαζαν γη με όρους υποδούλωσης. Το 1869-1870 θα ξεσπάσουν εξεγέρσεις βόρεια Κίνα εναντίον των ιεραπόστολων. Το 1883 στο Χαντζόου θα ξεσπάσουν αντιβρεταννικές ταραχές. Στο γαλλικινέζικο πόλεμο του 1884-1885 οι εργάτες των ναυπηγείων του Χονγκ Κονγκ θα αρνηθούν να επισκευάσουν γαλλικά πολεμικά πλοία. Το 1889 στο Τσενγίαγκ θα καταστραφούν από τους εξεγερμένους το αγγλικό και αμερικάνικο προξενείο. Το 1891 θα ξεσπάσουν καινούριες ταραχές εναντίον των ιεραποστόλων. Στα 1892-1893 σε πολλές πόλεις των επαρχιών Χουνάν, Χουπέϊ και Σετσουάν επικεφαλείς των εξεγέρσεων κατά των ξένων μπήκαν οι τριάδες.
Σταδιακά θα αρχίσουν και οι προσπάθειες μεταρρύθμισης. Οι αλλαγές στην οικονομική ζωή θα έχουν άμεσο επακόλουθο. Μερικοί εκπρόσωποι της φεουδαρχικής γραφειοκρατίας θα προτείνουν την θεωρία της μίμησης των ξένων. Πρότειναν το «αυτοδυνάμωμα» της αυτοκρατορίας με το να δανειστεί η Κίνα στοιχεία των δυτικών κρατών, προκειμένου να φτιάξει ισχυρό στρατό, «γερά πλοία και εξαιρετικά κανόνια» και να μπορέσει να αντισταθεί η χώρα στο κομμάτιασμα της και να συντριβούν οι εξεγέρσεις των αγροτών. Όμως σε εκείνο το σημείο δεν έμπαινε καν σαν ζήτημα η όποια πολιτική μεταρρύθμιση.
Ο πόλεμος του 1894-1895 με την Ιαπωνία και η ταπεινωτική ήττα ξεσήκωσαν νέο κλίμα λαϊκής δυσαρέσκειας. Ο πληθυσμός της Ταϊβάν θα ξεσηκωθεί τότε εναντίον των Μαντσού, αλλά αυτοί θα παραδώσουν το νησί στους Ιάπωνες οι οποίοι και θα το καταλάβουν. Ταυτόχρονα η ήττα από την Ιαπωνία θα ωθήσει ακόμα παραπέρα το αίτημα για μεταρρυθμίσεις. Με αφορμή την συνθήκη θα ξεκινήσουν από φοιτητές μία σειρά προσπαθειών μεταρρύθμισης με ηγέτη τον Κάγκ Γιουγουέι. Αυτοί θα υπογράψουν ένα υπόμνημα προς τον αυτοκράτορα με το οποίο θα ζητήσουν να συνεχιστεί ο πόλεμος εναντίον της Ιαπωνίας, να προστατευθούν τα συμφέροντα των κινέζων επιχειρηματιών, να δημιουργηθούν ευνοϊκές συνθήκες για τις επιχειρήσεις, για την αγροτική παραγωγή, της βιομηχανίας και τις μεταφορές. Το κυριότερο αίτημα του υπομνήματος αυτού ήταν η δημιουργία συντάγματος και κοινοβουλίου. Τον Αύγουστο του 1895 θα ιδρυθεί η «Εταιρεία για το δυνάμωμα του κράτους» που θα γίνει το επιτελείο του κινήματος για τις μεταρρυθμίσεις. Από το 1895 εώς και το 1898 στην Κίνα εκδίδονται κάμποσες εφημερίδες με βασικό άξονα τις αστικοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις.
Παράλληλα με τις μεταρρυθμιστικές αυτές κινήσεις θα ιδρυθεί η πρώτη επαναστατική οργάνωση η «Ένωση για την αναγέννηση της Κίνας», την οποία αποτελούσαν κατά βάση εκπρόσωποι της αστικής τάξης και διανοούμενοι, και η οποία είχε σαν ρητό σκοπό το γκρέμισμα της κυριαρχίας των Μαντσού, ηγέτης της οργάνωσης ήταν ο Σουν Γιατ Σεν γιατρός με καταγωγή από φτωχή αγροτική οικογένεια, ο οποίος πρωτύτερα άνηκε σε μυστική εταιρεία. Η πρώτη εξέγερση της Ένωσης τον Οκτώβρη του 1895 απέτυχε, διότι δεν είχε μαζική βάση. Ο Σουν Γιατ Σεν και άλλα μέλη αναγκάστηκαν να φύγουν από την χώρα για το εξωτερικό.
Τα τέλη του 19ου αιώνα θα δυναμώσει η πίεση των αποικιοκρατικών δυνάμεων. Το 1897 37 από τα μεγαλύτερα λιμάνια της χώρας είναι ανοιχτά στις ξένες δυνάμεις, οι οποίες απροκάλυπτα τώρα πια έχουν μπει σε μία διαδικασία εδαφικών κατακτήσεων. Παράλληλα θα κάνουν την εμφάνιση τους και νέες αποικιοκρατικές δυνάμεις με εξέχουσες την Γερμανία και την Ιαπωνία. Η χώρα θα πλημμυρίσει από επενδυτές και οικονομολόγους οι οποίοι με χαριστικές συμβάσεις θα πάρουν υπό την δικαιοδοσία τους τον πλουτοπαραγωγικό πλούτο της χώρας. Η οικονομική εξάρτηση επιπλέον της αυλής των Μαντσού είχε μεγαλώσει σε τεράστιο βαθμό. Το 1898 η κυβέρνηση χρωστούσε σε ξένες τράπεζες περισσότερα από 250 εκατ. δολάρια.
Το 1897 η Γερμανία με πρόσχημα την δολοφονία δύο ιεραπόστολων θα αποβιβάσει στρατό στην χερσόνησο Σαντόνγκ και λίγο αργότερα ένα εκστρατευτικό σώμα. Η Γερμανία ζητούσε να της παραχωρηθεί ο όρμος Κιατσέου στην χερσόνησο Σαντόνγκ, να έχει στρατό στο έδαφος της χώρας, να κατασκευάσει σιδηρόδρομο και να εκμεταλλεύεται το υπέδαφος. Η κινέζικη κυβέρνηση υποχώρησε. Μετά από αυτή την επέμβαση των Γερμανών θα αρχίσει η λεγόμενη «μάχη για τις χαριστικές συμβάσεις» όπως ονομάστηκε το μοίρασμα της Κίνας στις αποικιοκρατικές δυνάμεις. Η Ρωσία θα επιβάλλει στην Κίνα την ενοικίαση του Πορτ Άρθουρ και του Ταλιάν. Η Αγγλία πήρε το λιμάνι Ουάι Αι Ουάι και κατόρθωσε να της αναγνωριστεί σαν σφαίρα αγγλικών συμφερόντων η πεδιάδα του Γιανγκτσέ. Η Γαλλία νοίκιασε τον κόλπο της Καντόνας και στην Ιαπωνία αναγνωρίστηκαν τα «ιδιαίτερα συμφέροντα» της στην επαρχία Φουτζόου.
Οι νέες ήττες της Κίνας θα κάνουν ακόμα πιο επιτακτικό το ζήτημα της μεταρρύθμισης της αυτοκρατορίας. Σημαντικό ρόλο σε αυτό θα παίξει ο Καγκ Γιου Γουέι, του οποίου το κόμμα υποστήριζε ο νεαρός αυτοκράτορας Κουαγκχσού. Ύστερα από συμβουλή του Καγκ Γιου Γούει ο αυτοκράτορας θα εγκαινιάσει με διάταγμα του στις 11 Ιουνίου 1898 μία σύντομη περίοδο (που κράτησε 102 μέρες)μετριοπαθών αστικών μεταρρυθμίσεων στην Κίνα. Η περίοδος αυτή θα μείνει γνωστή σαν οι «εκατό μέρες μεταρρυθμίσεων». Ύστερα από αυτό το διάταγμα θα εκδοθούν πάνω από 60 ακόμα για την ενίσχυση της βιομηχανίας, της αγροτικής οικονομίας και του εμπορίου, για το άνοιγμα σχολείων και πανεπιστημίων, για την ανάπτυξη των μεταλλείων, για την κατασκευή σιδηρόδρομων, για τον εκσυγχρονισμό του στρατού, για την μετάφραση ξένων επιστημονικών βιβλίων, για την ενθάρρυνση των εφευρέσεων, για την ίδρυση οπλοποιείων, για την ριζική αντιμετώπιση των καταχρήσεων στον κυβερνητικό μηχανισμό. Οι επαρχίες πλημμύριζαν την κυβέρνηση με ένα χείμαρρο από σχέδια και προτάσεις για τον εκδημοκρατισμό του κοινωνικού συστήματος. Οι συντάκτες των σχεδίων αυτών επιμένανε ότι έπρεπε το συντομότερο να εφαρμοστεί συνταγματική διακυβέρνηση στην χώρα και να συγκληθεί συντακτική συνέλευση για να προετοιμάσει την εγκαθίδρυση κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Όμως οι δυνάμεις του κόμματος των μεταρρυθμίσεων δεν ήταν αρκετές για να υπερνικήσουν τις αντιδραστικές δυνάμεις που το υποστήριζε η αυτοκρατόρισσα Τζου Σι και ισχυροί αξιωματούχοι. Έτσι αποφάσισαν με ένα αυλικό πραξικόπημα να συλλάβουν τους πιο ονομαστούς αντιδραστικούς με πρώτη από όλους την Τζου Σι. Όμως, ο στρατηγός που θα υλοποιούσε τα σχέδια των μεταρρυθμιστών τους πρόδωσε. Η Τζου Σι συνέλαβε τον Κουαγκχσού και άλλα ηγετικά στελέχη των μεταρρυθμιστών τα οποία και εκτελέστηκαν. Η Τζου Σι ανέλαβε τον θρόνο και με διάταγμα της κατάργησε όλες τις μεταρρυθμίσεις.
9. Η εξέγερση των Αϊχοτουάν
«Θάνατος στους ξένους κατακτητές και τους πουλημένους υπαλλήλους». Αυτό το σύνθημα που ακούγονταν ολοένα και περισσότερο στην ύπαιθρο και στις πόλεις στα 1898-1899 ήταν το πιο αντιπροσωπευτικό της γενικής κατάστασης που επικρατούσε. Η εξέγερση των Αϊχοτσιουάν (Γρόνθοι της επουράνιας δικαιοσύνης-εξού και μπόξερς) θα ξεκινήσει από την επαρχία Σαντόνγκ στην οποία οι Γερμανοί συμπεριφέρονταν σαν απόλυτοι κατακτητές. Η Αϊχοτσιουάν οργάνωσε παραστρατιωτικά σώματα και ανάπτυξε μεγάλη προπαγανδιστική δράση. Τα μέλη της είχαν σιδερένια πειθαρχία και δρούσαν οργανωμένα εναντίον των ξένων ιεραποστόλων, των στρατιωτικών, των προξένων και των εμπόρων καθώς και εναντίον των Κινέζων που είχαν σχέσεις μαζί τους. Η συμπάθεια του πληθυσμού ήταν μεγάλη, εκτός από τους αγρότες, τους βιοτέχνες και τους εμπόρους στο κίνημα πήραν μέρος ορισμένοι τσιφλικάδες και κυβερνητικοί υπάλληλοι. Επικεφαλείς του κινήματος ήταν ο βετεράνος της εξέγερσης των Ταϊπίνγκ Λί Λαϊτσούν, ο βαρκάρης Τσαν Ντε Τσεν, ο αρχηγός των φτωχών των πόλεων Τσάο Φουτιάν και άλλοι.
Οι αιτίες της εξέγερσης των Αϊχοτουάν δεν είναι μονοσήμαντες, είναι ουσιαστικά μία ένδειξη του βαθμού που το Μέσο Βασίλειο έχει χάσει πια την συνοχή του εξαιτίας των αποικιοκρατικών επεμβάσεων. Η οικονομική και παραγωγική δραστηριότητα της Κίνας είχε δύο βασικούς άξονες, την κοιλάδα του Γιανγκτσέ και το Μεγάλο Κανάλι (με μήκος περίπου 1500 χλμ). Αυτά αποτελούσαν τους βασικούς δρόμους του εμπορίου, ενώ οι περιοχές που διαπερνούσαν αποτελούσαν και την βάση της αγροτικής του παραγωγής. Από τον πρώτο Πόλεμο του Οπίου και ύστερα, καθώς και όλα τα γεγονότα που αναφέραμε παραπάνω (δεύτερος Πόλεμος του Οπίου, εξέγερση των Ταϊπίνγκ, περαιτέρω αποικιοκρατική εισβολή) είχαν και μία επιπλέον συνέπεια την διάλυση της παραγωγικής αυτής βάσης καθώς και την παραμέληση του συγκοινωνιακού δικτύου (το οποίο στον άξονα βορρά-νότου γινόταν μέσω του μεγάλου Καναλιού). Το 1890 θα λάβουν χώρα ξηρασίες και πλημμύρες, οι οποίες θα έχουν σαν άμεσο επακόλουθο τον λιμό. Στο παρελθόν, το Μεγάλο Κανάλι αποτελούσε το μέσο διακίνησης της βοήθειας προς τις πληγέντες περιοχές. Όμως πια στα 1890, σχεδόν ολόκληρο το σύστημα άρδευσης και πλεύσης είναι παραμελημένο, από την άλλη οι μηχανισμοί αντιμετώπισης των ξηρασιών, των πλημμύρων και των λιμών, υπολειτουργούσαν. Σε αυτό θα συμβάλλουν και οι αποικιοκράτες οι οποίοι θα δημιουργήσουν ένα καινούριο συγκοινωνιακό δίκτυο για το εμπόριο το οποίο θα συντελέσει στην παραμέληση των παλιών συγκοινωνιακών δικτύων της χώρας αλλά δεν θα είναι ικανό στην αντιμετώπιση των λιμών, και αυτό γιατί το συγκοινωνιακό δίκτυο της Κίνας είχε δημιουργηθεί και για αυτό το λόγο.
Ο διοικητής της επαρχίας Σαντόνγκ βλέποντας πως η αιτία της αντίστασης του πληθυσμού ήταν η αποικιοκρατική καταπίεση αναγκάστηκε να έρθει σε συμφωνία με τους αρχηγούς της οργάνωσης. Οι τοπικές αρχές αποφάσισαν να την αναγνωρίσουν και αυτή με την σειρά της θα παραιτούνταν του αγώνα για την ανατροπή των Μαντσού που ήταν και βασικό χαρακτηριστικό κατά την πρώτη περίοδο δράσης της οργάνωσης. Έτσι η οργάνωση τώρα ρίχνει το σύνθημα υποστήριξης των Μαντσού και εξόντωσης των ξένων. Τώρα η οργάνωση ονομάζονταν Αϊχοτουάν (Στρατιά της επουράνιας δικαιοσύνης).
Το χειμώνα του 1899 οι ΕΠΑ και η Γερμανία θα καταφέρουν να αλλάξει ο διοικητής της επαρχίας επειδή υποστήριζε τους Αϊχοτουάν. Ο καινούριος διοικητής που ήταν φυσικά της αρεσκείας τους μόλις πάτησε το πόδι του στην επαρχία άρχισε μαζί με τον γερμανικό στρατό να καταδιώκει τους Αϊχοτουάν. Οι ξεσηκωμένοι που δεν είχαν πυροβόλα όπλα αντιστάθηκαν και κατόρθωσαν όχι μόνο να αποκρούσουν τα κυβερνητικά και γερμανικά στρατεύματα αλλά και να απλώσουν την δράση τους στην επαρχία Τζιλίν, στην οποία βρίσκεται και το Πεκίνο.
Οι δυτικοί βλέποντας την αύξηση του κινήματος των Αϊχοτουάν ζητούσαν από την κυβέρνηση να λάβει μέτρα. Στις 21 Μαΐου του 1900 οι δυτικοί απαίτησαν από την κυβέρνηση να αρχίσει δραστήριο αγώνα εναντίον των Αϊχοτουάν αλλιώς θα έπαιρναν αυτοί τα όπλα. Λίγες μέρες μετά ένα πολυεθνικό σώμα στρατού θα αποβιβαστεί στο Τιεντζίνγκ και θα αρχίσει να κατευθύνεται προς το Πεκίνο, όμως θα συναντήσει σθεναρή αντίσταση από τους Αϊχοτουάν και δεν θα καταφέρει να φτάσει εκεί. Ταυτόχρονα θα ξεσπάσουν και αγροτικές εξεγέρσεις: άρνηση πληρωμής φόρων και ενεργή αντίσταση στην καταπίεση των τσιφλικάδων και των γραφειοκρατών. Η κατάσταση στην καρδιά της αυτοκρατορίας όπως καταλαβαίνει κανείς ήταν εκρηκτική. Ένα κίνημα το οποίο συμπύκνωνε όλους τους αγώνες του κινέζικου πληθυσμού τον αντφεουαδαρχικό, τον αντιδυναστικό εναντίον των Μαντσού (θα υποθέσουμε ότι η στήριξη των Αϊχοτουάν στους Τσινγκ ήταν μάλλον μία κίνηση τακτικής και μόνο αφενός για να μην έχουν απέναντι τους τα κυβερνητικά στρατεύματα και αφετέρου για να επικεντρώσουν τον αγώνα τους εναντίον των αποικιοκρατών), τον αντι-αποικιοκρατικό. Τα κυβερνητικά στρατεύματα και οι ξένες στρατιωτικές δυνάμεις δεν ήταν σε θέση να αντισταθούν στους Αϊχοτουάν, οι οποίοι κατευθύνονταν για το Πεκίνο. Όταν οι πρώτοι Αϊχοτουάν μπήκαν στο Πεκίνο, η Τζου Σι κήρυξε –λίγο καθυστερημένα είναι η αλήθεια- τον πόλεμο στις ξένες δυνάμεις. Μία πανέξυπνη κίνηση για να σώσει το τομάρι της. Ταυτόχρονα απαγόρευσε στους Αϊχοτουάν να βάλλουν εναντίον των δυτικών που φρουρούσαν τις ξένες πρεσβείες με κανόνια. Στο Πεκίνο οι δυτικοί ήταν υπό πολιορκία. Οι δυτικοί δεν έκατσαν με σταυρωμένα τα χέρια. Αρχές Ιουλίου αποβιβάζεται πολυεθνική δύναμη 40 χιλ. στρατιωτών η οποία καταλαμβάνει και λεηλατεί το Τιεντζίνγκ. Στην όλη διαδρομή οι δυτικοί σκότωναν, έκαιγαν, λεηλατούσαν και βομβάρδιζαν. Στις 14 Αυγούστου θα καταλάβουν το Πεκίνο. Η πόλη λεηλατήθηκε και ο πληθυσμός της σχεδόν εξολοθρεύτηκε.
Τον Σεπτέμβρη οι κύριες στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον των Αϊχοτουάν είχαν τελειώσει, ωστόσο οι δυτικοί συνέχιζαν να λεηλατούν, να καίνε να καταστρέφουν και να εγκληματούν. Οι αποικιοκρατικές δυνάμεις με αυτήν τους την επέμβαση θέλησαν να οριστικοποιήσουν τον διαμελισμό της χώρας. Ωστόσο, δυσκολεύονταν και οι ίδιες να τα βρουν μεταξύ τους, οι Γάλλοι διαφωνούσαν με τους Άγγλους, και οι Ιάπωνες με τους Γερμανούς.
Όταν οι ξένες δυνάμεις πλησίαζαν το Πεκίνο η αυλή των Μαντσού, με περισσή σύνεση διέταξε τα στρατεύματα να καταπνίξουν την εξέγερση των Αϊχοτουάν και στην συνέχεια όπως κάθε εχέφρων άνθρωπος εγκατάλειψε το Πεκίνο. Παρά τις σκληρές εκκαθαρίσεις και τα αναρίθμητα θύματα οι Αϊχοτουάν συνέχισαν την αντίσταση τους, κάνοντας τολμηρές επιθέσεις εναντίον των ξένων και των κυβερνητικών ακόμα και στο Πεκίνο και το Τιεντζίνγκ. Με την επίδραση του αγώνα των Αϊχοτουάν φούντωσαν και οι αντι-αποικιοκρατικοί και αντικυβερνητικοί αγώνες σε διάφορες επαρχίες. Η ουσιαστικά πια γενικευμένη αντίσταση του κινέζικου πληθυσμού ματαίωσε στην πράξη το οριστικό μοίρασμα της Κίνας.
Τον Σεπτέμβρη του 1901 οριστικοποιήθηκε κάπως η κατάσταση με την υπογραφή του «πρωτοκόλλου των Μπόξερς» (όπως είναι γνωστό). Η Κίνα αναλάμβανε να πληρώσει μία τεράστια πολεμική αποζημίωση στους δυτικούς, η είσπραξη όλων των φόρων εκτός από τον έγγειο πέρασε στην αρμοδιότητα των δυτικών και τέλος οι ξένοι απόκτησαν το δικαίωμα να διατηρούν στρατό στην Κίνα.
Από το 1901 έγινε επιτέλους αντιληπτό ότι ο εκσυγχρονισμός ήταν απαραίτητος σε κάθε πτυχή του κινέζικου κρατικού μηχανισμού, της οικονομίας και της κοινωνίας. Οι οπαδοί της μεταρρύθμισης συνειδητοποίησαν ότι οι Μαντσού δεν ήταν διατεθειμένοι να μοιραστούν την εξουσία και τότε στράφηκαν στην επανάσταση. Οι αστικοδημοκρατικές δυνάμεις της Κίνας θα εξοριστούν ή θα διαφύγουν στο εξωτερικό. Εκεί θα δημιουργηθούν δίκτυα και πολιτικές οργανώσεις οι οποίες θα επιδιώκουν την ανατροπή των Τσινγκ. Επίσης θα είναι και η εποχή της ανάπτυξης του αναρχικού κινήματος.
Η Κίνα από το 1700 εώς και το 1911
1. Το αγροτικό σύστημα κατά τον 18ο αιώνα
Τα κρατικά κτήματα (κτήματα κρατικών ιδρυμάτων, ναών, αξιωματούχων κλπ) έπαιζαν πολύ μεγάλο ρόλο και είχαν μεγάλη έκταση. Ολόκληρη η Μαντζουρία για παράδειγμα ήταν μία τέτοια κτήση , στην οποία μάλιστα απαγορευόταν στους Κινέζους να εγκατασταθούν εκεί. Ακόμα τα πιο καλά εδάφη δίνονταν στο στρατό των Οχτώ Σημαιών (ο στρατός των Μαντσού) και στις φρουρές των πόλεων. Οι στρατιωτικού συνοικισμοί βρίσκονταν στα εδάφη που είχαν κατακτηθεί. Τις εκτάσεις αυτές τις καλλιεργούσαν αγρότες στρατιώτες, όχι όμως σαν ελεύθεροι αγρότες αλλά σαν δουλοπάροικοι. Παράλληλα, υπήρχε και η ιδιωτική ιδιοκτησία της γης την οποία οι κάτοχοι της την μεταχειρίζονταν όπως ήθελαν.
Στον αγροτικό πόλεμο του 17ου αιώνα και στις εξεγέρσεις που ακολούθησαν εναντίον των Μαντσού ένα μεγάλο μέρος της γης πέρασε στα χέρια των αγροτών, αλλά αυτό ήταν πρόσκαιρο, καθότι με την σταδιακή εγκαθίδρυση και σταθεροποίηση της εξουσίας των Μαντσού, αποκαταστάθηκε και το παλιό φεουδαρχικό σύστημα. Οι αγρότες ήταν υποχρεωμένοι να εγκαθίστανται εκεί που δήλωναν και απαγορεύονταν η μετακίνηση τους αλλού. Το φορολογικό σύστημα εκείνη την περίοδο ήταν αρκετά βαρύ, και οι αγρότες έπρεπε να πληρώνουν το φεουδαρχικό κράτος, την αριστοκρατία και την τοπική γραφειοκρατία. Οι πιο πολλοί αγρότες νοίκιαζαν γη από τους φεουδάρχες στους οποίους έδιναν την μισή και παραπάνω σοδειά τους. Υπήρχαν όμως και ακτήμονες αγρότες που πούλαγαν την εργατική τους δύναμη. Ακόμα όλοι αυτοί ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν δώρα στον φεουδάρχη, να δίνουν τα κορίτσια τους για το χαρέμι και να κάνουν θελήματα και εργασίες για το νοικοκυριό του φεουδάρχη.
Σταδιακά αυτή η κατάσταση οδήγησε στην όλο και μεγαλύτερη συγκέντρωση της γης στα χέρια λίγων, το 1760 τα 6/10 της καλλιεργούμενης γης είχε περάσει στα χέρια των γαιοκτημόνων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έδειξαν οι Μαντσού για τα κτήματα του στρατού, τα οποία δεν μπορούσαν να πουληθούν, μιας και οι ιδιοκτήτες τους οι στρατιώτες αγρότες τα υποθήκευαν, αλλά αδυνατούσαν να τα πάρουν πίσω. Αυτές οι υποθήκες όμως ακυρωνόταν και τα χτήματα επιστρέφονταν στους στρατιώτες αγρότες.
Οι μεγάλοι γαιοκτήμονες συμφιλιώθηκαν με τους κατακτητές ενώ η εξαθλίωση των αγροτών επεκτεινόταν. Οι ενοικιαστές της γης έχανα την γη τους και όλο και περισσότεροι γινόταν ακτήμονες. Για τα αλέτρια χρησιμοποιούνταν άνθρωποι, πάρα πολλοί δεν είχαν καν τόπο να μείνουν στη στεριά και έμεναν σε μαούνες και σχεδίες. Οι τιμές των τροφίμων είχαν αυξηθεί και λιμός οδήγησε στο θάνατο εκατομμύρια ανθρώπους.
Στις πόλεις εγκαθιδρύεται σχεδόν από την αρχή της κυριαρχίας των Τσινγκ (η δυναστεία των Μαντσού που βασίλευε) μία εξουσία από υπαλλήλους, εφοριακούς , στρατιώτες και αστυνόμους οι οποίοι ελέγχουν την οικονομική δραστηριότητα που υπάρχει εκεί (μέσω φόρων αλλά και περιορισμών). Οι Τσινγκ φοβούνταν την ανάπτυξη των πόλεων διότι εκεί είχαν συναντήσει αρκετή αντίσταση . Έτσι κατέστρεψαν π.χ. το λιμάνι του Ναντζίνγκ και απαγόρευαν την ναυπήγηση μεγάλων πλοίων. Επανήλθαν ακόμα τα παλιά μονοπώλια στο αλάτι και τα μέταλλα. Επίσης υπήρχαν πολλοί περιορισμοί στο εμπόριο με το εξωτερικό. Στις πόλεις αναπτύσσονται μικρές βιοτεχνίες (μεταξιού, πορσελάνης) και οι τάξεις των βιοτεχνών και των εμπόρων, ακόμα υπάρχουν και αρκετοί τεχνίτες.
2. Το κρατικό σύστημα των Τσινγκ και το σύστημα των καστών
Οι Μαντσού κατακτητές χρησιμοποίησαν και διατήρησαν το διοικητικό σύστημα που προϋπήρχε. Ο αρχηγός του κράτους ήταν απόλυτος μονάρχης με κληρονομική εξουσία. Σε αυτόν υπάγονταν ο φεουδαρχο-γραφειοκρατικός μηχανισμός με τις διακλαδώσεις του: το κρατικό συμβούλιο, τον πρωθυπουργό, τις 6 βουλές και τα άλλα κυβερνητικά όργανα. Οι Τσινγκ στηρίζονταν στο στρατό των «Οχτώ Σημαιών» που τον αποτελούσαν κυρίως Μαντσού, αλλά συμπεριλαμβάνονταν και αρκετά μογγολικά και κινέζικα στρατεύματα όμως χειρότερα εξοπλισμένα.
Το διοικητικό σύστημα της Κίνας είχε το εξής σχήμα:
Αυτοκρατορία
Επαρχία (με 10 διοικήσεις)
Περιοχή
Υποπεριοχή
Διαμέρισμα
Περιφέρεια
(η πιο μικρή μονάδα ήταν τα 10 νοικοκυριά)
Οι διοικητές και οι κυβερνήτες ήταν προσωρινοί και διορίζονταν από το Πεκίνο αλλά είχαν απόλυτη εξουσία. Οι επαρχίες ήταν απομονωμένες μεταξύ τους. Οι υπάλληλοι διορίζονταν με εξετάσεις στις θέσεις τους αλλά συχνά αυτές πωλούνταν.
Στη κορυφή του συστήματος των καστών υπήρχε η αριστοκρατία των Μαντσού και στο αμέσως χαμηλότερο σκαλοπάτι η παλιά κινέζικη αριστοκρατία.
Οι μικροί και μεσαίοι φεουδάρχες ήταν ευγενείς, μόνο οι ίδιοι χωρίς κληρονομικό δικαίωμα, και ήταν αυτοί που διορίζονταν στις δημόσιες υπηρεσίες.
Οι αγρότες δεν είχαν κανένα απολύτως δικαίωμα (χωρίς άδεια δεν έσφαζαν αγελάδα ή δεν μπορούσαν να αγοράσουν αλάτι). Σε κάθε τους βήμα κινδύνευαν να βασανιστούν, να τους δημεύσουν την περιουσία, να τους βάλουν σε καταναγκαστικά έργα ή να τους θανατώσουν.
Παρόμοια ήταν η θέση των βιοτεχνών και των κατώτερων στρωμάτων των πόλεων. Σε κατάσταση δουλείας ήταν ακόμη οι ηθοποιοί και οι κατώτεροι υπάλληλοι των κρατικών υπηρεσιών. Οι Μαντσού απαιτούσαν από όλους να ξυρίζουν το κεφάλι τους και να αφήνουν κοτσίδα ως ένδειξη υποταγής.
3. Οι αγώνες των αγροτών εναντίον των Μαντσού
Οι μυστικές εταιρείες με θρησκευτικό μανδύα αποτελούν την βασική μορφή οργάνωσης των εξεγέρσεων. Μέλη τους είναι βιοτέχνες, αγρότες, φτωχοί των πόλεων, αλήτες, ζητιάνοι. Οι μυστικές εταιρείες ήταν εξαιρετικά μαζικές μυστικές οργανώσεις οι οποίες προπαγάνδιζαν την ανατροπή των Τσινγκ. Οι Τσινγκ πήραν αυστηρά μέτρα εναντίον των μυστικών εταιρειών. Υπήρξε έντονη καταστολή και τα μέλη τους θανατώνονταν. Ακόμα η όποια λογοτεχνική δραστηριότητα που καταφέρονταν ενάντια στην κυριαρχία των Μαντσού απαγορεύτηκε, υπήρχε λογοκρισία, πολλά βιβλία κάηκαν, οι συγγραφείς και οι αναγνώστες θανατώνονταν.
Το 1735 οι Μίαο στο Χουνάν εξεγείρονται στην προσπάθεια των Μαντσού να τους εντάξουν στην δομή της αυτοκρατορίας. Ο αγώνας των Μίαο κράτησε ως και το 1800.
Στο Σετσουάν οι Τσιντσουάν εξεγέρθηκαν το 1772. Το 1783 ξεσηκώθηκαν οι μουσουλμάνοι στην επαρχία Γκανσού. Στην Ταϊβάν έγιναν πολλές εξεγέρσεις. Το 1721 30.000 αγρότες επιτέθηκαν σε πόλεις του νησιού τις κατέλαβαν και δημιουργήθηκε τοπική κυβέρνηση. Οι αξιωματούχοι των Τσινγκ έφυγαν αλλά απέστρεψαν για να αποκαταστήσουν την τάξη. Πάλι εκεί το 1786 οργανώνεται από την μυστική εταιρεία Σανχεχόϊ καινούρια εξέγερση, οι εξεγερμένοι καταλαμβάνουν πολλές πόλεις μέχρι να ηττηθούν το 1788.
Στα τέλη του 18ου αιώνα ξεσπούν πολλές εξεγέρσεις καθοδηγούμενες από τις μυστικές εταιρείες. Η Μπαϊλιαντσιάο οργάνωσε την εξέγερση στο Σαντόνγκ στα 1744-1775. Οι εξεγερμένοι καταλαμβάνουν πολλές πόλεις και κυριαρχούν σε μεγάλο μέρος της χώρας. Θα ακολουθήσει έντονη καταστολή αλλά τα μέλη της Μπαϊλιαντσιάο θα συνεχίσουν την δράση τους. Το 1786 γίνεται στο Γιουνάν και το Σαντόνγκ καινούρια εξέγερση. Η κυβέρνηση απαντάει με διωγμούς και ομαδικές εκτελέσεις αλλά δεν καταφέρνει να εξαλείψει την μυστική εταιρεία. Η Μπαϊλιαντσιάο οργανώνει το 1796 και άλλη εξέγερση όπου ξεσηκώνονται οι αγρότες στο Χουπέι. Μαζί τους ενώνονται και πολλοί κάτοικοι των πόλεων. Οι ξεσηκωμένοι κυριεύουν την πόλη Σινγκάν. Το καλοκαίρι η εξέγερση έχει απλωθεί εκτός από το Χουπέϊ στο Γιουνάν, στο Σενσί, στο Σετσουάν, στο Γκανσού. Η κυβέρνηση στέλνει στρατό αλλά δεν καταφέρνουν να νικήσουν.
Οι ξεσηκωμένοι αρπάζουν τις περιουσίες των πλουσίων και τις μοιράζουν. Επίσης στις εξεγέρσεις αυτές υπάρχει έντονη η συμμετοχή των γυναικών. Το 1800 η εξέγερση έχει ηττηθεί ωστόσο ορισμένα σώματα συνεχίζουν την αντίσταση στο Χουπέϊ και στο Σενσί.
4. Η Κίνα στις αρχές του 19ου αιώνα
Ο 19ος αιώνας είναι η εποχή όπου εντείνονται οι αγώνες των κινέζων ενάντια στην φεουδαρχία και στην δυναστεία των Τσινγκ, παράλληλα όμως θα ενταθούν και οι απόπειρες –συχνά αποτελεσματικές- των αποικιοκρατικών δυνάμεων για διείσδυση στην αχανή έκταση του Μέσου Βασιλείου.
Η Κίνα βασίζονταν στην αγροτική παραγωγή η οποία τότε απασχολούσε ένα ποσοστό πάνω από το 90%. Οι αγρότες δεν παρήγαγαν μόνο αγροτικά προϊόντα αλλά σε μεγάλο βαθμό παρήγαγαν και τα βιοτεχνικά τα οποία είχαν ανάγκη. Το μεγαλύτερο μέρος της αγροτικής και βιοτεχνικής παραγωγής πήγαινε υπό την μορφή ενοικίου στους φεουδάρχες. Αυτοί συνεχίζουν να κατέχουν το μεγάλο ποσοστό της καλλιεργήσιμης έκτασης. Ιδιοκτησίες έκτασης δεκάδων χιλιάδων μου ήταν συνηθισμένο φαινόμενο. Η κατάσταση που επικρατούσε ήδη από τον περασμένο αιώνα, με τα ενοίκια και τους τοκογλύφους, οδήγησε πολλούς από αυτούς στο να γίνουν μικροτσιφλικάδες. Η γη συγκεντρώνονταν διαρκώς σε ολοένα και λιγότερα χέρια. Στις αρχές του 19ου αιώνα η συντριπτική πλειοψηφία των αγροτών ή δεν κατείχε καθόλου γη ή είχε πολύ μικρούς κλήρους. Η βασική παραγωγική μονάδα ήταν το μικρό αγροτικό νοικοκυριό με την οικιακή βιοτεχνία.
Στο κινέζικο φεουδαρχικό σύστημα τα καπιταλιστικά στοιχεία ωρίμαζαν πάρα πολύ αργά. Στις παραθαλάσσιες πόλεις δημιουργούνται ιδιωτικές βιοτεχνίες και εργαστήρια. Στα μέσα του 19ου αιώνα υπάρχουν παράλληλα με τις κρατικές και ιδιωτικές βιοτεχνίες που απασχολούσαν μισθωτούς (ένας συνηθισμένος αριθμός ήταν μερικές δεκάδες, αρκετά συχνό ήταν και ένα νούμερο γύρω στους 100 εργάτες). Στην επαρχία Σενσί λειτουργούσαν 140 εργαστήρια χαρτοποιίας με 10-100 εργάτες το καθένα). Στην περιοχή Φουτζόου λειτουργούσαν 2.500 επιχειρήσεις υφαντουργίας που απασχολούσαν 50.000 εργαζόμενους. Όμως η πολιτική που εφάρμοζε η δυναστεία των Τσινγκ δύσκολα επέτρεπε την ανάπτυξη καπιταλιστικών στοιχείων. Το εμπόριο υπόκεινταν σε αυστηρούς περιορισμούς, βαριά φορολογία, οι κρατικές αρχές προαγόραζαν μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων σε χαμηλότερη τιμή από αυτή της αγοράς. Η παραγωγή εξάλλου των ιδιωτικών βιοτεχνιών παρέμενε ακόμα ασήμαντη μπροστά στον όγκο της βιοτεχνικής παραγωγής των αγροτικών νοικοκυριών. Τέλος, οι Τσινγκ με την πάγια τακτική της απομόνωσης δεν επέτρεπε τις επαφές με το διεθνές εμπόριο, με αποτέλεσμα η όποια εμπορευματική κίνηση να είναι κατά βάση τοπική.
Η κατάσταση των αγροτών συνεχώς χειροτέρευε, και πια πολλοί είναι εκείνοι οι οποίοι εγκαταλείπουν τα σπίτια τους και γίνονται ζητιάνοι ή πύκνωναν τις γραμμές των «ληστών-ανταρτών» που την περίοδο αυτή είχαν απλωθεί πολύ στην Κίνα. Οι εξεγέρσεις των αγροτών και των χαμηλών στρωμάτων των πόλεων μέσα σε αυτό τον αιώνα αρχίζει να παίρνει ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις. Οι Μαντσού αντιπροσώπευαν για τους κινέζους όλο το σύστημα εκμετάλλευσης και καταπίεσης για αυτό και σχεδόν πάντα οι εξεγέρσεις είχαν ένα σαφές αίτημα «Αποκατάσταση της δυναστείας των Μινγκ».
Η γραφειοκρατία της αυτοκρατορίας (η οποία είχε στα υψηλότερα κλιμάκια Μαντσού και στα κατώτερα κινέζους) ήταν ένας ακόμα παράγοντας καταπίεσης και καταλήστευσης πληθυσμού, Στο στρατιωτικό επίπεδο η πειθαρχία του στρατού των Μαντσού είχε κλονιστεί σοβαρά, με αποτέλεσμα να έχει χάσει την πολεμική του αξία.
Το 1813 ξεσπάν ένοπλες λαϊκές εξεγέρσεις στο Χουνάν, το Τζιλίν και στο Σαντόνγκ, υπό την καθοδήγηση της μυστικής εταιρείας «Αίρεση του ουράνιου νόμου». Οι εξεγερμένοι επιτέθηκαν και στα ανάκτορα του Πεκίνου, αλλά συντρίφτηκαν. Στην κατάπνιξη της εξέγερσης έχασαν την ζωή τους 20.000 άνθρωποι. Από το 1820 εώς και το 1840 ξεσπούν σε διάφορες επαρχίες πάνω από 30 εξεγέρσεις με την συμμετοχή των αγροτών, των χαμηλών στρωμάτων των πόλεων και διάφορων εθνικοτήτων. Μερικές από τις εξεγέρσεις αυτές απλώθηκαν σε πολλές περιοχές και κράτησαν πολλά χρόνια. Πολλές όμως συντρίβονταν με λύσσα από τις αρχές των Μαντσού.
5. Ο Πρώτος Πόλεμος του Οπίου
Ο πρώτος πόλεμος του οπίου θα είναι ουσιαστικά το βεβιασμένο άνοιγμα της κίνας στον υπόλοιπο κόσμο. Μέχρι τότε η πολιτική της Κίνας θα χαρακτηρίζεται από την απομόνωση. Το εμπόριο μέχρι το 1840 περιορίζεται σε μία μόνο πόλη, την Καντόνα, όπου τις επαφές με τους δυτικούς εμπόρους τις κάνει ένα σώμα κρατικών υπαλλήλων, αυτοί κανόνιζαν τα πάντα, και οι δυτικοί έμποροι απαγορεύονταν να έχουν επαφές με άλλους εμπόρους ή απλούς κινέζους και ήταν περιορισμένοι σε συγκεκριμένο σημείο της πόλης. Αν θέλουμε να δούμε λίγο τους λόγους αυτής της απομόνωσης θα βρούμε τρεις βασικούς λόγους. Ο πρώτος ήταν κατά βάσην ιδεολογικός, η Κίνα θεωρούνταν το κέντρο του (τετράγωνου) κόσμου, το Ουράνιο Κεντρικό Βασίλειο. Οι υπόλοιποι ήταν βάρβαροι που κατοικούσαν στις γωνίες αυτού του τετραγώνου και οι οποίοι δεν άξιζαν να περπατούν στο ίδιο έδαφος με τον αυτοκράτορα, «το γιο του ουρανού». Ένας δεύτερος λόγος είχε να κάνει με το ότι η οικονομία της χώρας ήταν αυτάρκης και ελάχιστα είχε να κερδίσει από τις εμπορικές σχέσεις με τους δυτικούς. Ένας τρίτος λόγος τέλος, ήταν ακόμα πιο πραγματιστικός. Η Κίνα ήταν απομονωμένη αλλά όχι τόσο ώστε να μην γνωρίζει τι συνέβαινε γύρω από αυτήν. Η αποικιοκρατία στις Φιλιππίνες, στην Μαλαισία, στην Ιαπωνία και κυρίως στον παλιό γείτονα της Κίνας την Ινδία δεν πέρασε απαρατήρητη από τον Γιο του Ουρανού. Στην κινέζικη ιστορία πολύ συχνά μία δυναστεία ανατρέπεται όταν συνδυαστούν εξωτερικοί παράγοντες με εσωτερικές αναταραχές, οι ίδιοι οι Μαντσού με αυτό τον τρόπο κατέκτησαν την εξουσία. Επιπλέον, οι σχέσεις των δυτικών με τους γείτονες της Κίνας ήταν καταστροφικές και βίαιες. Και μάλλον πάνω σε αυτό θα πρέπει να κάνουμε την ερμηνεία της απομόνωσης της Κίνας, και για έναν ακόμη λόγο. Στο βορρά, ήδη εδώ και αρκετό καιρό (από τον 17ο αιώνα) ανθούσε το εμπόριο με την Ρωσία, το οποίο ήταν βασισμένο στην ισοτιμία και την ισορροπία, η πολιτική της απομόνωσης λοιπόν δεν αφορούσε τους Ρώσους εμπόρους.
Ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα οι χώρες της δύσης, με επικεφαλής την Αγγλία επιδιώκουν την είσοδο στην Κίνα. Ο τεράστιος πλούτος της σε πρώτες ύλες, και η δυνατότητα δημιουργίας αγορών για τα εμπορεύματα ήταν αρκετά ισχυρό κίνητρο. Όμως η πολιτική της δυναστείας των Τσινγκ ήταν αυτή της διεθνούς απομόνωσης. Επανειλημμένες προσπάθειες των δυτικών να αποκτήσουν βάσεις για το εμπόριο στην κινέζικη επικράτεια δια μέσου της διπλωματικής οδού (αλλά και περιορισμένης βίας) οδήγησαν σε αποτυχία. Το 1793 φτάνει στην Κίνα η αποστολή του λόρδου Μακάρτνεϋ η οποία ζητούσε να ανοιχτούν μερικά λιμάνια για το αγγλικό εμπόριο, να καταργηθούν κάποια μονοπώλια, και να μετακινούνται ελεύθερα οι Άγγλοι. Όλα απορρίφθηκαν. Το 1808 οι Άγγλοι θα προσπαθήσουν να κατακτήσουν το Μακάο, αλλά τελικά θα υποχωρήσουν. Το 1816 μία καινούρια αποστολή θα πάει στο Πεκίνο με ίδια αιτήματα με αυτά της αποστολής του 1793, όμως οι άγγλοι θα εκδιωχθούν επειδή αρνήθηκαν να προσκυνήσουν 9 φορές τον αυτοκράτορα. Ύστερα από αυτό ο αυτοκράτορας θα απαγορεύσει την είσοδο ξένων πρεσβευτών στο Πεκίνο. Θα ακολουθήσει άλλη μία αποτυχημένη επαφή το 1834.
Την περίοδο αυτή είναι όπου το εμπόριο του οπίου θα πάρει μεγάλες διαστάσεις, συγκριτικά με το σήμερα κανένα καρτέλ διακίνησης δεν φτάνει τις ποσότητες που διακινούσε η Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών. Το όπιο εισάγονταν στην Κίνα ήδη από το τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα. Αρχικά ήταν πολύ περιορισμένο σε μερικές χιλιάδες κιβώτια, αλλά το 1816 φτάνει τις 22 χιλιάδες κιβώτια, και το 1838 ξεπερνά τις 40 χιλιάδες. Το όπιο είχε γίνει μία πληγή, ουσιαστικά όλοι οι άντρες κάτω τον 40 κάπνιζαν, όλος ο στρατός ήταν εθισμένος, ήταν διαδεδομένο σε όλες τις τάξεις από πλούσιους εμπόρους μέχρι Ταοϊστές. Ο συνολικός αριθμός των εθισμένων έφτανε τα 12 εκατ. Το εμπόριο του οπίου ήταν πολύ επικερδές και σύντομα βρήκε μιμητές τις ΕΠΑ , την Πορτογαλία και άλλες χώρες. Η κυβέρνηση των Τσινγκ είχε απαγορεύσει το εμπόριο του οπίου, όμως οι τοπικές αρχές παίρνοντας τεράστια ποσά επέτρεπαν την διακίνηση του. Στα 1830-1840 αρχίζει ένα κίνημα για την απαγόρευση του οπίου με επικεφαλής τον αξιωματούχο Λιν Τσε Σίουι, κάτω από την πίεση του κινήματος αυτού ο αυτοκράτορας θα κάνει τον Λιν Τσε Σίουι ειδικό πληρεξούσιο για να σταματήσει την εισαγωγή οπίου στην χώρα. Ο Λιν Τσε Σίουι το 1839 μεταβαίνει στην Καντόνα (η οποία ήταν και το κέντρο του εμπορίου οπίου) και πιέζει τους άγγλους και αμερικανούς εμπόρους να του παραδώσουν τα αποθέματα που είχαν. Οι δυτικοί έμποροι υπακούν και έτσι 20.000 κιβώτια οπίου θα καταστραφούν. Η Αγγλία τότε κατηγόρησε την Κίνα ότι δεν σεβάστηκε τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των άγγλων εμπόρων. Ο Λιν Τσε Σίουι τότε θα απειλήσει ότι θα διακόψει όλες τις εμπορικές σχέσεις με την Αγγλία και ότι θα απελάσει όλους τους άγγλους. Τον Απρίλιο του 1840, και ύστερα από μία σειρά πειρατικών επιδρομών των άγγλων, η Αγγλία θα κηρύξει τον πόλεμο στην Κίνα.
Οι Άγγλοι ήταν κατά πολύ ολιγάριθμοι ωστόσο ήταν πολύ καλύτερα εξοπλισμένοι και ήταν πολύ περισσότερο συντονισμένοι. Οι Άγγλοι θα κυριεύσουν μία σειρά πόλεων και περιοχών. Σε αυτό τον πόλεμο ωστόσο θα βρουν και συμμάχους αρκετούς κινέζους αξιωματούχους, οι οποίοι επειδή φοβούνταν τον εξοπλισμό των αγροτών και των κατοίκων των πόλεων που είχαν συγκροτήσει εθελοντικά σώματα αντίστασης (τα πιν ιν τουάν «σώματα φρονηματισμού των Άγγλων») συνεργάζονταν στενά με τους Άγγλους. Όταν το 1841 τα σώματα αυτά θα κυκλώσουν ένα μεγάλο σώμα του εγγλέζικου στρατού οι αξιωματούχοι των Τσινγκ θα είναι εκείνοι που θα βοηθήσουν τους Άγγλους να ξεφύγουν από την πολιορκία. Γενικότερα οι Τσινγκ υποχώρησαν σύντομα, ακύρωσαν την απαγόρευση του οπίου, και προσπάθησαν πολλές φορές να συμβιβαστούν με τους Άγγλους. Το τέλος του πολέμου ήρθε όταν το καλοκαίρι του 1842 μία αγγλική μοίρα κινήθηκε για να καταλάβει το Ναντζίνγκ, μπροστά σε ένα τέτοιο κίνδυνο η κυβέρνηση των Τσινγκ συνθηκολόγησε.
Τον Αύγουστο του 1842 υπογράφεται στο Ναντζίνγκ η αγγλοκινέζικη συνθήκη, η οποία ουσιαστικά σήμαινε συνθηκολόγηση της Κίνας. Η συνθήκη αυτή προέβλεπε άνοιγμα για το αγγλικό εμπόριο πέντε λιμανιών της χώρας (Κουαγκτσέου, Σιαμέν, Φουτζόου, Νίγκπο, Σαγκάη), ίδρυση προξενείων σε αυτά τα λιμάνια, παράδοση της νήσου Σιανγκάν (Χονγκ Κονγκ) στην παντοτινή κυριαρχία της Αγγλίας, κατάργηση των μονοπωλίων, τέλος η Κίνα υποχρεωνόταν να θεσπίσει χαμηλούς τελωνειακούς δασμούς στα αγγλικά προϊόντα (από 65% σε 5%). Όμως οι Άγγλοι δεν θα σταματήσουν εδώ, ύστερα από εάν χρόνο θα υπογραφτεί το συμπληρωματικό πρωτόκολλο το οποίο προέβλεπε την παραχώρηση καθεστώτος ετεροδικίας για τους άγγλους υπηκόους, το δικαίωμα της Αγγλίας να οργανώνει settlements στα ανοιχτά λιμάνια της χώρας (χώροι δηλ. όπου οι αλλοδαποί θα είχαν την δικιά τους διοίκηση, στρατό και αστυνομία), και τέλος αναγνωρίζεται στην Αγγλία η ρήτρα του μάλλον ευνοούμενου κράτους, δηλ. η Κίνα ήταν υποχρεωμένη να αναγνωρίζει αυτομάτως στην Αγγλία όλα τα δικαιώματα και τα προνόμια που παραχωρούσε σε κάθε άλλη χώρα.
Έτσι ουσιαστικά θα ανοίξει ο χορός της εισόδου των αποικιοκρατικών δυνάμεων στην Κίνα. Την Αγγλία θα την ακολουθήσει οι ΕΠΑ, με την οποία η Κίνα θα υπογράψει μία σειρά ανάλογων συνθηκών, η Γαλλία, η οποία θα αποκτήσει το δικαίωμα οι ιεραπόστολοι της να κυκλοφορούν ελεύθερα στο εσωτερικό της χώρας και φτιάχνουν εκκλησίες, και η Ρωσία, για την οποία θα ανοιχτούν κάποιες πόλεις και λιμάνια στα βόρεια της χώρας.
Έτσι η Κίνα θα γίνει μισοαποικία και θα χάσει ένα μεγάλο μέρος από τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Η επεμβατικότητα των ξένων στα εσωτερικά της χώρας μεγάλωνε διαρκώς, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση των Τσινγκ να γίνει εντολοδόχος των ξένων. Μία σειρά εξεγέρσεων που θα γίνουν ανάμεσα στα 1842-1849 θα συντριφτούν σκληρά.
Οι ετεροβαρείς συνθήκες θα μετατρέψουν την Κίνα σε μία χώρα στην οποία εισάγονταν προϊόντα των δυτικών κρατών και από την οποία εξάγονταν πρώτες ύλες. Η αξία των εισαγωγών των Άγγλων μόνο από 969.300 λίρες το 1842 ανέβηκε στις 2.394.800 λίρες το 1845. Ανάλογα οι εξαγωγές της Κίνας από 1787 μπάλες ακατέργαστου μεταξιού το 1843 έγιναν 23.000 μπάλες το 1851 και το τσάι στο ίδιο χρονικό διάστημα από 17,7 εκατομ. πάουντ έγινε 99,2 εκατ. πάουντ.
Η κατάσταση του πληθυσμού στα λίγα χρόνια που ακολουθούν χειροτερεύει ολοένα και περισσότερο. Παράλληλα με την αριστοκρατία, τους κρατικούς αξιωματούχους, τους φεουδάρχες και τους τοκογλύφους υπάρχει τώρα και το ξένο κεφάλαιο που απομυζά τον αγροτικό πληθυσμό. Ακόμα το εμπόριο του οπίου επεκτείνεται (το 1851 φτάνει τα 55.600 κιβ.), κάτι που προκαλεί ακόμα μεγαλύτερη εξουθένωση στον πληθυσμό. Το επικερδές εμπόριο μεταξιού και τσαγιού θα οδηγήσει στην μεγάλη επέκταση αυτών των καλλιεργειών και περιορισμό της καλλιέργειας τροφίμων η οποία θα προκαλέσει αύξηση των τιμών των τροφίμων. Τέλος νέοι φόροι, λόγο των πολεμικών αποζημιώσεων και των στρατιωτικών δαπανών, επιβαρύνουν τον πληθυσμό με αποτέλεσμα την αύξηση των τοκογλύφων (τα ενεχυροδανειστήρια γνώρισαν ακόμα μεγαλύτερη αύξηση, μία εκτίμηση κάνει λόγο για την λειτουργία τουλάχιστον 10 σε κάθε επαρχιακή πόλη της χώρας).
Ο πόλεμος του οπίου θα γίνει ακόμα η πρώτη απόπειρα εκμοντερνισμού της Κίνας. Η ήττα από τους Άγγλους ήταν ταπεινωτική με πολλές έννοιες. Ο Λιν Τσε Σίουι εξορισμένος στο Τουρκεστάν θα προσπαθήσει να βγάλει το συμπέρασμα της ήττας. Το οποίο δεν ήταν άλλο από το ότι αν η Κίνα ήθελε να είναι ξανά δυνατή θα έπρεπε να οικειοποιηθεί τα μέσα των δυτικών (τεχνολογίες, πολιτικές και οικονομικές δομές). Ακόμα, θα ξεκινήσει και μία προσπάθεια γνωριμίας με τον δυτικό πολιτισμό, είναι η εποχή που εκδοθούν τα πρώτα περιγραφικά βιβλία με χάρτες και στοιχεία για την δύση, τα οποία θα τοποθετήσουν στην σωστή της διάσταση την εικόνα των κινέζων για την δύση.
6. Η επανάσταση των Ταϊπίνγκ
Τα επίσημα κινέζικα χρονικά γράφουν πως από το 1841 εώς και το 1849 έγιναν πάνω από 110 αγροτικές εξεγέρσεις. Το 1842 θα εξεγερθούν οι Φαν στο Τσινχάι, το 1843 ξεσπά εξέγερση στο Γιουνάν, το 1844 στην Ταϊβάν, στο Χουνάν, και στο Γκουανγκσί, το 1845 στο Γκουαντόνγκ, στο Σαντούγκ, στο Γκανσού, και στο Τσενγιάγκ, το 1846 στο Γκουανγκσί, στο Χουνάν, στο Κιαγκσού και στο Γιουνάν. Μέσα από αυτές τις εξεγέρσεις και στις περιοχές νότια του ποταμού Γιανγκτσέ, αρχίζουν να αναπτύσσονται πολύ οι διάφορες μυστικές εταιρείες οι οποίες συνήθως ονομάζονταν Σανχεχόϊ (Τριάδες). Οι πιο πολλές ήταν τοπικές οργανώσεις με χιλιάδες μέλη χωρίς όμως να συνδέονται μεταξύ τους. Σε αυτές την μεγάλη μάζα την αποτελούσαν οι φτωχοί της υπαίθρου και τα κατώτερα στρώματα των πόλεων, επίσης συμμετείχαν και έμποροι και μικροφεουδάρχες οι οποίοι μισούσαν τους Μαντσού. Το βασικό πολιτικό σύνθημα των τριάδων ήταν «ανατροπή της δυναστείας των Τσινγκ και αποκατάσταση της δυναστείας των Μινγκ». Άλλα συνθήματα: «Οι υπάλληλοι καταπιέζουν ο λαός ξεσηκώνεται.», «Χτύπα τους υπαλλήλους μην αγγίζεις τον λαό», «Πάρτε από τους πλουσίους τις περιουσίες για να βοηθήσουμε τους φτωχούς», «Να γκρεμίσουμε τους φράχτες και να ζούμε όλοι μαζί σαν μία οικογένεια». Οι τριάδες έπαιξαν μεγάλο ρόλο στην ανάπτυξη του ένοπλου αντιφεουδαρχικού αγώνα στην Κίνα, προετοίμασαν και καθοδήγησαν πολλές λαϊκές εξεγέρσεις.
Ο ένοπλος αγώνας θα δυναμώσει πιο πολύ στις νότιες επαρχίες το 1847, μιας και φυσικές καταστροφές θα φέρουν σε ακόμα πιο δύσκολη θέση τους αγρότες. Τον Οκτώβριο εκείνης της χρονιάς θα ξεσπάσουν εξεγέρσεις στο Γιουνάν και το Γκουανγκσί. Η εξέγερση κράτησε μερικούς μήνες. Την άνοιξη του 1848 θα ξεσπάσει και άλλη εξέγερση στα σύνορα του Κουαγκσι και του Κουαγκτούνγκ. Οι εξεγερμένοι σκότωναν τους υπαλλήλους, ελευθέρωναν, τους φυλακισμένους, υποχρέωναν τους εμπόρους και τους μεγαλοτσιφλικάδες να πληρώνουν πολεμική εισφορά και άρπαζαν τα τρόφιμα από τις αποθήκες και τα μοίραζαν στο λαό. Το 1849 θα ξεσπάσει μία ακόμα πιο μεγάλη εξέγερση η οποία θα απλωθεί σε πάνω από 10 περιοχές των επαρχιών Γκουανγκσί, Χουνάν και Κουειτσέου. Αυτή η εξέγερση θα κρατήσει σχεδόν ενάμιση χρόνο μέχρι να συντριφτεί με πολύ δυσκολία από τις δυνάμεις των Τσινγκ.
Μέσα λοιπόν μέσα σε ένα τέτοιο ταραγμένο κλίμα στις νότιες επαρχίες θα ξεπηδήσει η μυστική εταιρεία Μπαϊσαντιχόϊ (Οι Λάτρεις του Υπέρτατου Όντος). Ιδρυτής αυτής της μυστικής οργάνωσης ήταν ο Χογκ Σιουτσιούαν στα 1843, και στην αρχή της δεν είχε παρά τον χαρακτήρα μίας θρησκευτικής σέκτας. Το δόγμα της ήταν μία ανάμειξη χριστιανικών πεποιθήσεων και κινέζικων δοξασιών, σε τέτοιο βαθμό που μάλλον θα πρέπει να μιλάμε για άλλη θρησκεία. Τα όρια όμως μεταξύ μιας θρησκευτικής σέκτας και ενός ριζοσπαστικού πολιτικού κινήματος έμοιαζαν πολύ συγκεχυμένα. Τα μέλη της Μπαϊσαντιχόϊ προπαγάνδιζαν ότι πολεμούσαν εναντίον της κυριαρχίας των Μαντσού, κήρυτταν την ισότητα και ασκούσαν έντονη κριτική. Ένας από τους ηγέτες τους έγραφε «Κάθε χρόνο οι Μαντσού μετατρέπουν τόνους από το χρυσό και το ασήμι της χώρας σε όπιο και αποσπούν εκατομμύρια από το εισόδημα και το υστέρημα του κινέζικου λαού για να τα κάνουν κοκκινάδι και πούδρα… Πως θα μπορούσαν οι πλούσιοι να μην γίνουν φτωχοί; Πως θα μπορούσαν οι φτωχοί να είναι υπάκουοι στους νόμους;» Γρήγορα γνώρισαν μεγάλη ανάπτυξη, στα μέσα του 1849 είχαν 10 χιλιάδες μέλη, και όπως ήταν φυσικό τράβηξαν πάνω τους την προσοχή των αρχών των Τσινγκ. Έτσι θα αρχίσει η καταστολή των μελών της Μπαϊσαντιχόϊ. Όμως τα μέλη της μυστικής εταιρείας μάλλον είχαν δει την ιστορία να επαναλαμβάνεται πάρα πολλές φορές για να την υποστούν ακόμα μία. Γρήγορα άρχισαν να αναδιοργανώνονται σε στρατιωτικό σώμα. Τα μέλη της έδιναν όλα τα χρήματα τους σε κοινά ταμεία από όπου αγοράζονταν τρόφιμα, πολεμοφόδια και όπλα και τα οποία μοιράζονταν με την αρχή της ίσης αναλογίας. Έτσι όταν το 1850, στάλθηκε ένα σώμα στρατού να συλλάβει τους ηγέτες η μυστική εταιρεία ήταν σε θέση να απατήσει στρατιωτικά και να νικήσει το εχθρικό σώμα στρατού. Από τον Αύγουστο εώς και το Δεκέμβρη του 1850 στο στρατιωτικό σώμα της Μπαϊσαντιχόϊ προσχωρούν και πολλές άλλες ομάδες μυστικών εταιρειών και θα νικήσουν επανειλημμένα τα κυβερνητικά στρατεύματα που θα σταλθούν εναντίον τους. Στις 11 Ιανουαρίου του 1851 ανακοινώνεται επίσημα ότι αρχίζει ο ένοπλος αγώνας για την ανατροπή της εξουσίας των Μαντσού και των φεουδαρχών.
Το σύνθημα για την κατάργηση της εξουσίας των Μαντσού όπως ήταν λογικό είχε μεγάλη ανταπόκριση μέσα στον πληθυσμό. Ο στρατός των ξεσηκωμένων σύντομα έφτασε να είναι μερικές δεκάδες χιλιάδες. Το Σεπτέμβριο του 1851 οι εξεγερμένοι καταλαμβάνουν την πρωτεύουσα του Γιουνάν και ιδρύουν το Ταϊπίνγκ Τιενγκό (Ουράνιο κράτος της μεγάλης ευδαιμονίας). Από την ονομασία αυτή πήραν και το όνομα τους οι εξεγερμένοι σαν Ταϊπίνγκ, οι οποίοι πια ελάχιστη σχέση έχουν είτε με την Μπαϊσαντιχόϊ είτε με άλλες μυστικές εταιρείες. Τον Απρίλιο του 1852 ο στρατός των Ταϊπίνγκ διασπά τον κλοιό των κυβερνητικών στρατευμάτων και προχωρεί προς βόρεια στην περιοχή του μέσου Γιανγκτσέ. Οι τολμηρές επιθέσεις των Ταϊπίνγκ και η πειθαρχία τους ήταν τα βασικά όπλα τους. Τον Δεκέμβριο του 1852 θα καταλάβουν το Ιοτσέου ένα σπουδαίο λιμάνι, και τον Ιανουάριο του 1853 ύστερα από σφοδρές μάχες θα καταλάβουν το Βουχάν που είναι ένα από τα πιο μεγάλα κέντρα της κοιλάδας του Γιανγκτσέ. Καθώς οι Ταϊπίνγκ προχωρούσαν από τις επαρχίες Χουνάν και Χουπέι θα γίνουν ακόμα πιο μαζικοί, ο στρατός τους θα φτάσει στις 500 χιλ. Στην συνέχεια οι Ταϊπίνγκ θα κινηθούν ανατολικά ακολουθώντας το ρουν του Γιανγκτσέ και στις 19 Μαρτίου κατέλαβαν το Ναντζίνγκ, μία από τις μεγαλύτερες πόλεις της Κίνας, η οποία έγινε η πρωτεύουσα του κράτους των Ταϊπίνγκ.
Λίγο καιρό μετά την κατάκτηση του Ναντζίνγκ δημοσιεύτηκε ένα σπουδαίο προγραμματικό κείμενο ο νόμος για την γη. Ο νόμος αυτός όριζε πως θα γινόταν το μοίρασμα της γης και το σύστημα οργάνωσης του αγροτικού πληθυσμού. Όριζε ακόμα πως «στο υπουράνιο κράτος όλη τη γη πρέπει να την καλλιεργούν όλοι μαζί οι κάτοικοι του κράτους. Όσοι δεν έχουν αρκετή γη σε ένα τόπο μεταναστεύουν αλλού. Στο υπουράνιο κράτος τυχαίνει σε άλλες περιοχές του η σοδειά να είναι καλή και σε άλλες κακή. Έτσι όταν σε μία περιοχή η σοδειά είναι κακή με την καλή σοδειά θα πρέπει να την ενισχύσουν, Πρέπει να πετύχουμε να υπάρχουν παντού στο υπουράνιο κράτος τα τεράστια αγαθά που παρέχει ο θεός-παντοκράτορας, να καλλιεργούν όλοι μαζί οι άνθρωποι την γη, να τρέφονται κα να ντύνονται όλοι εξίσου, να ξοδεύουν όλοι τα ίδια χρήματα και να μην υστερεί ο ένας από τον άλλο σε τίποτα, έτσι που κανείς να μην πεινάει και κανείς να μην κρυώνει». Σύμφωνα με αυτές τις αρχές όλη η γη θα μοιράζονταν σε εννέα κατηγορίες και να μοιραστεί ανάλογα με τα στόματα που έπρεπε να τραφούν, έτσι ώστε κάθε οικογένεια θα μπορούσε να έχει σοδειά ανάλογη των αναγκών της. Οι γυναίκες θα έπαιρναν ίσους κλήρους με τους άντρες και τα παιδιά κάτω των 16 μισούς.
Σύμφωνα με τον ίδιο νόμο η οργάνωση της ζωής του αγροτικού πληθυσμού θα στηρίζονταν στην αρχή της μισοστρατιωτικής κοινότητας. Κάθε 25 οικογένειες θα αποτελούσαν μία κοινότητα η οποία θα είχε κοινή αποθήκη στην οποία θα δίνονταν τα χρήματα και τα εφόδια που τους περίσσευαν αφού κρατούσαν ότι χρειάζονταν για τις οικογένειες τους. Τα χρήματα αυτά χρησιμοποιούνταν για την βοήθεια των αρρώστων, των ορφανών και των ανίκανων προς εργασία. Ακόμα σε περίπτωση γέννας, γάμου ή κηδείας η οικογένεια είχε δικαίωμα να παίρνει ανάλογο βοήθημα από την αποθήκη. Κάθε οικογένεια ήταν υποχρεωμένη να ορίζει ένα μέλος της για να υπηρετεί στο στρατό. Κάθε κοινότητα συγκροτούσε μία διμοιρία και 500 κοινότητες οργανωμένες σε λόχους και συντάγματα αποτελούσαν την ανώτατη στρατιωτική μονάδα στην περιφέρεια.
Το πρόγραμμα των Ταϊπίνγκ φυσικά δεν μπορούσε να εφαρμοστεί ολοκληρωτικά, αφενός διότι σαν σύστημα ήταν αρκετά περίπλοκο και αφετέρου διότι συναντούσε αντιστάσεις. Σε μεγάλο μέρος των περιοχών που ήταν υπό την εξουσία των Ταϊπίνγκ εξακολουθούσε να υπάρχει η φεουδαρχική ιδιοκτησία, ακόμα κυρίως στις αγροτικές περιοχές, την διοίκηση των Ταϊπίνγκ την κρατούσαν τσιφλικάδες, τέλος σε κάποιες περιοχές οι Ταϊπίνγκ παίρνοντας μεγάλα ποσά για αντάλλαγμα επέτρεπαν στους φεουδάρχες να κατέχουν την γη τους. Αλλά πολλά από τα μέτρα που έλαβαν οι Ταϊπίνγκ στην αγροτική πολιτική βοήθησαν να υπονομευτεί η οικονομική δύναμη των τσιφλικάδων και να χαλαρώσει η εκμετάλλευση των αγροτών. Αυξήθηκε η φορολογία των φεουδαρχών και ταυτόχρονα επιβαρύνονταν με έκτατες πολεμικές εισφορές, ενώ παράλληλα διευκολύνονταν οι φτωχοί στην πληρωμή των φόρων. Σε πολλά μέρη όταν πλησίαζαν οι Ταϊπίνγκ πολλοί φεουδάρχες έφευγαν, σκοτωνόταν ή πιάνονταν αιχμάλωτοι, σε όλες αυτές οι περιπτώσεις η γη περνούσε στα χέρια των αγροτών. Οι φεουδάρχες που παρέμεναν στις περιοχές αυτές σταμάτησαν να καταπιέζουν τους αγρότες και τα νοίκια δεν ήταν πια τόσο υψηλά. Σε ορισμένες μάλιστα περιοχές οι αγρότες αρνούνταν να πληρώνουν ενοίκιο. Το αποτέλεσμα ήταν φυσικά να καλυτερεύσουν οι όροι ζωής των αγροτών, ενώ η ελευθερία του εμπορίου και η χαμηλοί δασμοί βοήθησαν να σταθεροποιηθεί περαιτέρω η κατάσταση.
Στις γυναίκες αναγνωρίστηκαν ίσα δικαιώματα με τους άντρες και ιδρύθηκαν σχολεία για αυτές. Απαγορεύτηκε η πορνεία, η παραμόρφωση των ποδιών και η πώληση των κοριτσιών. Εξάλλου ο στρατός των Ταϊπίνγκ είχε αρκετές δεκάδες γυναικεία τμήματα που μάχονταν εναντίον εχθρού και δεν έλειπαν και οι γυναίκες διοικητές.
Η κυρίευση του Ναντζίνγκ ήταν βαριά ήττα για την κυβέρνηση των Τσινγκ, όμως για να ανατραπεί ολοκληρωτικά το καθεστώς του θα έπρεπε οι Ταϊπίνγκ να νικήσουν την μεγάλη στρατιωτική δύναμη που βρισκόταν στα βόρεια. Έτσι το Μάιο του 1853 άρχισε η εκστρατεία των Ταϊπίνγκ στην βόρεια Κίνα. Περνώντας μία σειρά επαρχιών θα φτάσουν έξω από το Τιεντζίνγκ τον Οκτώβρη, αλλά οι Ταϊπίνγκ δεν θα καταφέρουν κυριεύσουν αυτή την πολύ σημαντική πόλη της βόρειας Κίνας, και θα επιστρέψουν ηττημένοι νοτιότερα. Ταυτόχρονα θα ξεσπάσει και εξέγερση στην επαρχία Χουνάν από την μυστική εταιρεία Νιαντάν, η οποία με ένα στρατό 300.000 νίκησε πολλές φορές τις δυνάμεις των Τσινγκ. Οι Τσινγκ όμως κατόρθωσαν να μην ενωθούν αυτοί οι δύο εξεγερμένοι στρατοί. Από το 1853 εώς το 1856 οι δυνάμεις των Τσινγκ έκαναν επιθέσεις στα εδάφη που κατείχαν οι Ταϊπίνγκ οι οποίοι όμως αντιστέκονταν σθεναρά.
Παράλληλα με την εξέγερση των Ταϊπίνγκ συνεχίζονταν η δράση άλλων μυστικών εταιρειών. Το Μάιο του 1853 οι Τριάδες οργανώνουν ένοπλη εξέγερση στο Φουτζόου και καταλαμβάνουν μία σειρά πόλεων, τον Οκτώβριο οι Τριάδες θα οργανώσουν ένοπλη εξέγερση στην Σαγκάη και θα καταλάβουν την πόλη (εκτός του διεθνούς συνοικισμού) για δύο χρόνια, προσπάθησαν να επικοινωνήσουν με την κυβέρνηση των Ταϊπίνγκ αλλά οι απεσταλμένοι τους πιάστηκαν και εκτελέστηκαν. Στα 1852-1854 οι Τριάδες θα οργανώσουν εξεγέρσεις στο Γκουανγκσί, στο Κουαγκτούγκ και στο Κιαγκσί. Το 1854 θα εξεγερθούν οι Μιάο, η εξέγερση τους θα κρατήσει μέχρι το 1872.
Όλες αυτές οι εξεγέρσεις ήταν τοπικές και ασυντόνιστες και κυρίως δεν κατάφεραν να έρθουν σε επαφή με τους Ταϊπίνγκ, οι οποίοι αρχίζουν να έχουν εσωτερικά προβλήματα, με αποτέλεσμα να οδηγηθούν σε εμφύλιο πόλεμο. Σύντομα οι Τσινγκ βρήκαν ευκαιρία να εξαπολύσουν νέα επίθεση στις βάσεις των Ταϊπίνγκ. Ωστόσο το οριστικό τέλος τους δεν θα έρθει παρά με την συνδρομή, της Αγγλίας, των ΕΠΑ και της Γαλλίας.
Η επανάσταση των Ταϊπίνγκ δεν ήταν παρά το προανάκρουσμα των μεγάλων αναταραχών που θα ακολουθήσουν. Η μικρή διάρκεια του κράτους τους (10 χρόνια) κατάφερε ένα πολύ σημαντικό στρατηγικό πλήγμα στους Μαντσού σχεδόν σε όλα τα επίπεδα. Η ανατροπή τους μισό αιώνα αργότερα είναι προϊόν και της εξέγερσης των Ταϊπίνγκ.
7. Ο Δεύτερος Πόλεμος του Οπίου
Βρισκόμαστε στα 1854 και στην Κίνα υπάρχουν τρεις δυνάμεις, η κυβέρνηση των Τσινγκ, οι αποικιοκρατικές δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, ΕΠΑ) και οι Ταϊπίνγκ. Οι αποικιοκρατικές δυνάμεις εκείνη την στιγμή θεώρησαν ιδανική για να πιέσουν περαιτέρω τον αυτοκράτορα. Έτσι λοιπόν ζήτησαν αναθεώρηση των συμφωνιών του 1842 η οποία θα περιελάμβανε: αναγνώριση του δικαιώματος να εμπορεύονται σε όλη την έκταση της χώρας, να γίνουν δεκτοί στο Πεκίνο μόνιμοι αντιπρόσωποι των χωρών αυτών και νομιμοποιηθεί το εμπόριο οπίου. Ο αυτοκράτορας κάτω από την πίεση και της επανάστασης των Ταϊπίνγκ και φοβούμενους μην ξεσπάσουν νέες αναταραχές και εκμεταλλευόμενος επίσης το γεγονός ότι αυτές οι τρεις χώρες πολεμούσαν εναντίον της Ρωσίας αρνήθηκε να ικανοποιήσει τα αιτήματα τους. Έξι μήνες όμως μετά την λήξη του πολέμου με την Ρωσία (1856) η Αγγλία με μία ασήμαντη αφορμή κήρυξε τον πόλεμο στην Κίνα.
Το αγγλικό ναυτικό βομβάρδισε την Καντόνα καταστρέφοντας 5.000 περίπου σπίτια. Οι αμερικανοί χωρίς να έχουν κηρύξει πόλεμο συνέδραμαν τους Άγγλους. Η Καντόνα θα ξαναβομβαρδιστεί αυτή την φορά από τους Άγγλους και τους Γάλλους τον Δεκέμβρη του 1857, θα αποβιβαστεί στρατός και σχεδόν θα ισοπεδώσει την πόλη. Το 1858 ο πόλεμος θα μεταφερθεί στο Βορρά. Αγγλογαλλικά στρατεύματα καταλαμβάνουν το Τιεντζίνγκ. Η κυβέρνηση της Κίνας συνθηκολογεί και τον Ιούνη του 1858 υπογράφονται νέες συνθήκες. Η Κίνα αναγκάστηκε να δεχτεί μόνιμες διπλωματικές αποστολές στο Πεκίνο, επιτράπηκε στους Άγγλους και τους Γάλλους να ταξιδεύουν σε όλη την έκταση της χώρας και να εμπορεύονται καθ’ όλο το μήκος του Γιανγκτσέ. Ακόμη άνοιξαν και άλλα λιμάνια για το εμπόριο και μειώθηκαν και άλλο οι τελωνειακοί και διαμετακομιστικοί δασμοί. Τέλος νομιμοποιήθηκε το εμπόριο του οπίου. Οι ΕΠΑ αν και δεν συμμετείχαν επίσημα στον πόλεμο κατάφεραν να τους αναγνωριστούν τα ίδια δικαιώματα. Οι αποικιοκρατικές δυνάμεις όμως δεν ήταν διατεθειμένες να σταματήσουν βλέποντας την αδυναμία των Τσινγκ να αντισταθούν, και θεώρησαν ότι ήρθε η ώρα να κατακτήσουν και εδάφη από την χώρα. Έτσι όταν το 1860 στάλθηκαν αντιπρόσωποι για την επικύρωση των συμφωνιών του 1858, οι αποικιοκράτες εξόπλισαν 19 πλοία τα όποια έπλευσαν προς το Τιεντζίνγκ, η κυβέρνηση των Τσινγκ διαμαρτυρήθηκε, οι δυτικοί δεν υποχώρησαν και τότε διατάχτηκαν τα κινέζικα οχυρά να χτυπήσουν τα ξένα πλοία. Οι δυτικοί τότε αποβιβάστηκαν στην χερσόνησο Λιατούγκ, κυρίευσαν και καταλεηλάτησαν το Τιεντζίνγκ και κατευθύνθηκαν προς το Πεκίνο το οποίο και κατέλαβαν.
Ο αυτοκράτορας είχε εγκαταλείψει το Πεκίνο, στο οποίο είχε μείνει ο πρίγκιπας Γκούν για να διαπραγματευτεί. Έτσι επικυρώθηκαν οι συμφωνίες του 1858, η Κίνα έπρεπε να πληρώσει πολεμική αποζημίωση και δόθηκε στην Αγγλία το νότιο τμήμα της χερσονήσου Καουλούν. Η κινέζικη κυβέρνηση δέχτηκε ακόμη να επιτρέψει στους ξένους να εξάγουν από την χώρα εργάτες (κούλι). Την ήττα της Κίνας εκμεταλλεύτηκε και η Ρωσία, στης οποία την κατοχή πέρασε η περιοχή βόρεια και νότια του ποταμού Ουσούρι, ταυτόχρονα άνοιξαν και για την Ρωσία μερικά λιμάνια και πόλεις.
Όμως παρόλη την νικηφόρα προέλαση των δυτικών, το κράτος των Ταϊπίνγκ αντιστέκονταν ακόμα. Οι δυτικοί βοήθησαν σχεδόν άμεσα τα κυβερνητικά στρατεύματα στην προσπάθεια τους να καταλύσουν το κράτος των Ταϊπίνγκ. Ο πόλεμος εναντίον των Ταϊπίνγκ θα κρατήσει σχεδόν άλλα 7 χρόνια. Αν και το 1864 καταλύθηκε ουσιαστικά το κράτος των Ταϊπίνγκ, ο στρατός τους θα συνεχίσει να αντιστέκεται σθεναρά. Αφού χαθεί το Ναντζίνγκ ο στρατός των Ταϊπίνγκ αναδιοργανώνεται, χωρίζεται σε δύο τμήματα. Το πρώτο θα κρατούσε τις περιοχές Χουνάν και Χουπέϊ σαν βάση τους και το δεύτερο θα ενωθεί με τους εξεγερμένους της μυστικής εταιρείας Νιαντάν προσπαθώντας να ιδρύσει ένα νέο επαναστατικό κράτος και φτάνοντας για δεύτερη φορά έξω από το Πεκίνο. Οι Ταϊπίνγκ έχοντας από την μία τον κυβερνητικό στρατό και από την άλλη τις δυτικές δυνάμεις, και πολύ συχνά τον συνδυασμό και τον δύο ηττήθηκε οριστικά τον Ιανουάριο του 1867. Και η δεκαετία του 1860 θα είναι μία δεκαετία συνεχών εξεγέρσεων, όπου εκτός από αυτές που περιγράψαμε στην ανατολική Κίνα, θα εξεγερθούν και οι μουσουλμάνοι των ανατολικών επαρχιών του βορρά και του νότου.
8. Οι προσπάθειες μεταρρύθμισης
Τα χρόνια που ακολούθησαν η χώρα, και ειδικά μετά την ήττα των Ταϊπίνγκ, θα γίνει ακόμα περισσότερο αντικείμενο των επιβουλών του ξένου κεφαλαίου. Στην ύπαιθρο η κατάσταση επανήλθε σε αυτό που συνηθίζονταν: εξοντωτικοί, φόροι, υψηλά νοίκια, τοκογλυφία, καταπίεση, πείνα. Στις πόλεις θα αρχίσουν σταδιακά να αναπτύσσονται εργοστάσια και βιομηχανίες τόσο του ξένου κεφαλαίου όσο και του κινέζικου. Από το 1860 εώς και το 1900 θα δημιουργηθούν μία σειρά εργοστασίων από κινέζους φεουδάρχες και εμπόρους όλα σχεδόν στις παραλιακές περιοχές της χώρας. Το αποτέλεσμα αυτής της ανάπτυξης του κινέζικου καπιταλισμού αλλά και της αποικιοκρατίας ήταν να δημιουργηθούν καινούρια κοινωνικά υποκείμενα. Η αστική τάξη της Κίνας, θα προέλθει από τους εμπόρους, τους γραφειοκράτες και τους φεουδάρχες και η περίοδος που αναφέραμε είναι η εποχή της γέννησης της. Οι αγρότες και τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα θα αποτελέσουν το προλεταριάτο, το οποίο θα κάνει την εμφάνιση του πρωτύτερα λόγο της αποικιοκρατίας και του ξένου κεφαλαίου. Η κατάσταση βέβαια για τους εργάτες δεν ήταν ιδανική: χαμηλοί μισθοί, απεριόριστη εργάσιμη μέρα, μηδενική ασφάλιση, πρόστιμα και παράνομες κρατήσεις. Ακόμα σαν αποτέλεσμα των συνθηκών του 1860 εκατομμύρια εργάτες στρατολογήθηκαν και μεταφέρθηκαν στο εξωτερικό, κυρίως στην αμερικάνικη ήπειρο για να εργαστούν.
Σύντομα οι αγώνες του κινέζικου πληθυσμού θα στραφούν ενάντια στους ξένους και κυρίως τους ιεραπόστολους οι οποίοι δεν σέβονταν καθόλου τις παραδόσεις των κινέζων. Οι ιεραπόστολοι επιδίδονταν στην τοκογλυφία, αγόραζαν και νοίκιαζαν γη με όρους υποδούλωσης. Το 1869-1870 θα ξεσπάσουν εξεγέρσεις βόρεια Κίνα εναντίον των ιεραπόστολων. Το 1883 στο Χαντζόου θα ξεσπάσουν αντιβρεταννικές ταραχές. Στο γαλλικινέζικο πόλεμο του 1884-1885 οι εργάτες των ναυπηγείων του Χονγκ Κονγκ θα αρνηθούν να επισκευάσουν γαλλικά πολεμικά πλοία. Το 1889 στο Τσενγίαγκ θα καταστραφούν από τους εξεγερμένους το αγγλικό και αμερικάνικο προξενείο. Το 1891 θα ξεσπάσουν καινούριες ταραχές εναντίον των ιεραποστόλων. Στα 1892-1893 σε πολλές πόλεις των επαρχιών Χουνάν, Χουπέϊ και Σετσουάν επικεφαλείς των εξεγέρσεων κατά των ξένων μπήκαν οι τριάδες.
Σταδιακά θα αρχίσουν και οι προσπάθειες μεταρρύθμισης. Οι αλλαγές στην οικονομική ζωή θα έχουν άμεσο επακόλουθο. Μερικοί εκπρόσωποι της φεουδαρχικής γραφειοκρατίας θα προτείνουν την θεωρία της μίμησης των ξένων. Πρότειναν το «αυτοδυνάμωμα» της αυτοκρατορίας με το να δανειστεί η Κίνα στοιχεία των δυτικών κρατών, προκειμένου να φτιάξει ισχυρό στρατό, «γερά πλοία και εξαιρετικά κανόνια» και να μπορέσει να αντισταθεί η χώρα στο κομμάτιασμα της και να συντριβούν οι εξεγέρσεις των αγροτών. Όμως σε εκείνο το σημείο δεν έμπαινε καν σαν ζήτημα η όποια πολιτική μεταρρύθμιση.
Ο πόλεμος του 1894-1895 με την Ιαπωνία και η ταπεινωτική ήττα ξεσήκωσαν νέο κλίμα λαϊκής δυσαρέσκειας. Ο πληθυσμός της Ταϊβάν θα ξεσηκωθεί τότε εναντίον των Μαντσού, αλλά αυτοί θα παραδώσουν το νησί στους Ιάπωνες οι οποίοι και θα το καταλάβουν. Ταυτόχρονα η ήττα από την Ιαπωνία θα ωθήσει ακόμα παραπέρα το αίτημα για μεταρρυθμίσεις. Με αφορμή την συνθήκη θα ξεκινήσουν από φοιτητές μία σειρά προσπαθειών μεταρρύθμισης με ηγέτη τον Κάγκ Γιουγουέι. Αυτοί θα υπογράψουν ένα υπόμνημα προς τον αυτοκράτορα με το οποίο θα ζητήσουν να συνεχιστεί ο πόλεμος εναντίον της Ιαπωνίας, να προστατευθούν τα συμφέροντα των κινέζων επιχειρηματιών, να δημιουργηθούν ευνοϊκές συνθήκες για τις επιχειρήσεις, για την αγροτική παραγωγή, της βιομηχανίας και τις μεταφορές. Το κυριότερο αίτημα του υπομνήματος αυτού ήταν η δημιουργία συντάγματος και κοινοβουλίου. Τον Αύγουστο του 1895 θα ιδρυθεί η «Εταιρεία για το δυνάμωμα του κράτους» που θα γίνει το επιτελείο του κινήματος για τις μεταρρυθμίσεις. Από το 1895 εώς και το 1898 στην Κίνα εκδίδονται κάμποσες εφημερίδες με βασικό άξονα τις αστικοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις.
Παράλληλα με τις μεταρρυθμιστικές αυτές κινήσεις θα ιδρυθεί η πρώτη επαναστατική οργάνωση η «Ένωση για την αναγέννηση της Κίνας», την οποία αποτελούσαν κατά βάση εκπρόσωποι της αστικής τάξης και διανοούμενοι, και η οποία είχε σαν ρητό σκοπό το γκρέμισμα της κυριαρχίας των Μαντσού, ηγέτης της οργάνωσης ήταν ο Σουν Γιατ Σεν γιατρός με καταγωγή από φτωχή αγροτική οικογένεια, ο οποίος πρωτύτερα άνηκε σε μυστική εταιρεία. Η πρώτη εξέγερση της Ένωσης τον Οκτώβρη του 1895 απέτυχε, διότι δεν είχε μαζική βάση. Ο Σουν Γιατ Σεν και άλλα μέλη αναγκάστηκαν να φύγουν από την χώρα για το εξωτερικό.
Τα τέλη του 19ου αιώνα θα δυναμώσει η πίεση των αποικιοκρατικών δυνάμεων. Το 1897 37 από τα μεγαλύτερα λιμάνια της χώρας είναι ανοιχτά στις ξένες δυνάμεις, οι οποίες απροκάλυπτα τώρα πια έχουν μπει σε μία διαδικασία εδαφικών κατακτήσεων. Παράλληλα θα κάνουν την εμφάνιση τους και νέες αποικιοκρατικές δυνάμεις με εξέχουσες την Γερμανία και την Ιαπωνία. Η χώρα θα πλημμυρίσει από επενδυτές και οικονομολόγους οι οποίοι με χαριστικές συμβάσεις θα πάρουν υπό την δικαιοδοσία τους τον πλουτοπαραγωγικό πλούτο της χώρας. Η οικονομική εξάρτηση επιπλέον της αυλής των Μαντσού είχε μεγαλώσει σε τεράστιο βαθμό. Το 1898 η κυβέρνηση χρωστούσε σε ξένες τράπεζες περισσότερα από 250 εκατ. δολάρια.
Το 1897 η Γερμανία με πρόσχημα την δολοφονία δύο ιεραπόστολων θα αποβιβάσει στρατό στην χερσόνησο Σαντόνγκ και λίγο αργότερα ένα εκστρατευτικό σώμα. Η Γερμανία ζητούσε να της παραχωρηθεί ο όρμος Κιατσέου στην χερσόνησο Σαντόνγκ, να έχει στρατό στο έδαφος της χώρας, να κατασκευάσει σιδηρόδρομο και να εκμεταλλεύεται το υπέδαφος. Η κινέζικη κυβέρνηση υποχώρησε. Μετά από αυτή την επέμβαση των Γερμανών θα αρχίσει η λεγόμενη «μάχη για τις χαριστικές συμβάσεις» όπως ονομάστηκε το μοίρασμα της Κίνας στις αποικιοκρατικές δυνάμεις. Η Ρωσία θα επιβάλλει στην Κίνα την ενοικίαση του Πορτ Άρθουρ και του Ταλιάν. Η Αγγλία πήρε το λιμάνι Ουάι Αι Ουάι και κατόρθωσε να της αναγνωριστεί σαν σφαίρα αγγλικών συμφερόντων η πεδιάδα του Γιανγκτσέ. Η Γαλλία νοίκιασε τον κόλπο της Καντόνας και στην Ιαπωνία αναγνωρίστηκαν τα «ιδιαίτερα συμφέροντα» της στην επαρχία Φουτζόου.
Οι νέες ήττες της Κίνας θα κάνουν ακόμα πιο επιτακτικό το ζήτημα της μεταρρύθμισης της αυτοκρατορίας. Σημαντικό ρόλο σε αυτό θα παίξει ο Καγκ Γιου Γουέι, του οποίου το κόμμα υποστήριζε ο νεαρός αυτοκράτορας Κουαγκχσού. Ύστερα από συμβουλή του Καγκ Γιου Γούει ο αυτοκράτορας θα εγκαινιάσει με διάταγμα του στις 11 Ιουνίου 1898 μία σύντομη περίοδο (που κράτησε 102 μέρες)μετριοπαθών αστικών μεταρρυθμίσεων στην Κίνα. Η περίοδος αυτή θα μείνει γνωστή σαν οι «εκατό μέρες μεταρρυθμίσεων». Ύστερα από αυτό το διάταγμα θα εκδοθούν πάνω από 60 ακόμα για την ενίσχυση της βιομηχανίας, της αγροτικής οικονομίας και του εμπορίου, για το άνοιγμα σχολείων και πανεπιστημίων, για την ανάπτυξη των μεταλλείων, για την κατασκευή σιδηρόδρομων, για τον εκσυγχρονισμό του στρατού, για την μετάφραση ξένων επιστημονικών βιβλίων, για την ενθάρρυνση των εφευρέσεων, για την ίδρυση οπλοποιείων, για την ριζική αντιμετώπιση των καταχρήσεων στον κυβερνητικό μηχανισμό. Οι επαρχίες πλημμύριζαν την κυβέρνηση με ένα χείμαρρο από σχέδια και προτάσεις για τον εκδημοκρατισμό του κοινωνικού συστήματος. Οι συντάκτες των σχεδίων αυτών επιμένανε ότι έπρεπε το συντομότερο να εφαρμοστεί συνταγματική διακυβέρνηση στην χώρα και να συγκληθεί συντακτική συνέλευση για να προετοιμάσει την εγκαθίδρυση κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Όμως οι δυνάμεις του κόμματος των μεταρρυθμίσεων δεν ήταν αρκετές για να υπερνικήσουν τις αντιδραστικές δυνάμεις που το υποστήριζε η αυτοκρατόρισσα Τζου Σι και ισχυροί αξιωματούχοι. Έτσι αποφάσισαν με ένα αυλικό πραξικόπημα να συλλάβουν τους πιο ονομαστούς αντιδραστικούς με πρώτη από όλους την Τζου Σι. Όμως, ο στρατηγός που θα υλοποιούσε τα σχέδια των μεταρρυθμιστών τους πρόδωσε. Η Τζου Σι συνέλαβε τον Κουαγκχσού και άλλα ηγετικά στελέχη των μεταρρυθμιστών τα οποία και εκτελέστηκαν. Η Τζου Σι ανέλαβε τον θρόνο και με διάταγμα της κατάργησε όλες τις μεταρρυθμίσεις.
9. Η εξέγερση των Αϊχοτουάν
«Θάνατος στους ξένους κατακτητές και τους πουλημένους υπαλλήλους». Αυτό το σύνθημα που ακούγονταν ολοένα και περισσότερο στην ύπαιθρο και στις πόλεις στα 1898-1899 ήταν το πιο αντιπροσωπευτικό της γενικής κατάστασης που επικρατούσε. Η εξέγερση των Αϊχοτσιουάν (Γρόνθοι της επουράνιας δικαιοσύνης-εξού και μπόξερς) θα ξεκινήσει από την επαρχία Σαντόνγκ στην οποία οι Γερμανοί συμπεριφέρονταν σαν απόλυτοι κατακτητές. Η Αϊχοτσιουάν οργάνωσε παραστρατιωτικά σώματα και ανάπτυξε μεγάλη προπαγανδιστική δράση. Τα μέλη της είχαν σιδερένια πειθαρχία και δρούσαν οργανωμένα εναντίον των ξένων ιεραποστόλων, των στρατιωτικών, των προξένων και των εμπόρων καθώς και εναντίον των Κινέζων που είχαν σχέσεις μαζί τους. Η συμπάθεια του πληθυσμού ήταν μεγάλη, εκτός από τους αγρότες, τους βιοτέχνες και τους εμπόρους στο κίνημα πήραν μέρος ορισμένοι τσιφλικάδες και κυβερνητικοί υπάλληλοι. Επικεφαλείς του κινήματος ήταν ο βετεράνος της εξέγερσης των Ταϊπίνγκ Λί Λαϊτσούν, ο βαρκάρης Τσαν Ντε Τσεν, ο αρχηγός των φτωχών των πόλεων Τσάο Φουτιάν και άλλοι.
Οι αιτίες της εξέγερσης των Αϊχοτουάν δεν είναι μονοσήμαντες, είναι ουσιαστικά μία ένδειξη του βαθμού που το Μέσο Βασίλειο έχει χάσει πια την συνοχή του εξαιτίας των αποικιοκρατικών επεμβάσεων. Η οικονομική και παραγωγική δραστηριότητα της Κίνας είχε δύο βασικούς άξονες, την κοιλάδα του Γιανγκτσέ και το Μεγάλο Κανάλι (με μήκος περίπου 1500 χλμ). Αυτά αποτελούσαν τους βασικούς δρόμους του εμπορίου, ενώ οι περιοχές που διαπερνούσαν αποτελούσαν και την βάση της αγροτικής του παραγωγής. Από τον πρώτο Πόλεμο του Οπίου και ύστερα, καθώς και όλα τα γεγονότα που αναφέραμε παραπάνω (δεύτερος Πόλεμος του Οπίου, εξέγερση των Ταϊπίνγκ, περαιτέρω αποικιοκρατική εισβολή) είχαν και μία επιπλέον συνέπεια την διάλυση της παραγωγικής αυτής βάσης καθώς και την παραμέληση του συγκοινωνιακού δικτύου (το οποίο στον άξονα βορρά-νότου γινόταν μέσω του μεγάλου Καναλιού). Το 1890 θα λάβουν χώρα ξηρασίες και πλημμύρες, οι οποίες θα έχουν σαν άμεσο επακόλουθο τον λιμό. Στο παρελθόν, το Μεγάλο Κανάλι αποτελούσε το μέσο διακίνησης της βοήθειας προς τις πληγέντες περιοχές. Όμως πια στα 1890, σχεδόν ολόκληρο το σύστημα άρδευσης και πλεύσης είναι παραμελημένο, από την άλλη οι μηχανισμοί αντιμετώπισης των ξηρασιών, των πλημμύρων και των λιμών, υπολειτουργούσαν. Σε αυτό θα συμβάλλουν και οι αποικιοκράτες οι οποίοι θα δημιουργήσουν ένα καινούριο συγκοινωνιακό δίκτυο για το εμπόριο το οποίο θα συντελέσει στην παραμέληση των παλιών συγκοινωνιακών δικτύων της χώρας αλλά δεν θα είναι ικανό στην αντιμετώπιση των λιμών, και αυτό γιατί το συγκοινωνιακό δίκτυο της Κίνας είχε δημιουργηθεί και για αυτό το λόγο.
Ο διοικητής της επαρχίας Σαντόνγκ βλέποντας πως η αιτία της αντίστασης του πληθυσμού ήταν η αποικιοκρατική καταπίεση αναγκάστηκε να έρθει σε συμφωνία με τους αρχηγούς της οργάνωσης. Οι τοπικές αρχές αποφάσισαν να την αναγνωρίσουν και αυτή με την σειρά της θα παραιτούνταν του αγώνα για την ανατροπή των Μαντσού που ήταν και βασικό χαρακτηριστικό κατά την πρώτη περίοδο δράσης της οργάνωσης. Έτσι η οργάνωση τώρα ρίχνει το σύνθημα υποστήριξης των Μαντσού και εξόντωσης των ξένων. Τώρα η οργάνωση ονομάζονταν Αϊχοτουάν (Στρατιά της επουράνιας δικαιοσύνης).
Το χειμώνα του 1899 οι ΕΠΑ και η Γερμανία θα καταφέρουν να αλλάξει ο διοικητής της επαρχίας επειδή υποστήριζε τους Αϊχοτουάν. Ο καινούριος διοικητής που ήταν φυσικά της αρεσκείας τους μόλις πάτησε το πόδι του στην επαρχία άρχισε μαζί με τον γερμανικό στρατό να καταδιώκει τους Αϊχοτουάν. Οι ξεσηκωμένοι που δεν είχαν πυροβόλα όπλα αντιστάθηκαν και κατόρθωσαν όχι μόνο να αποκρούσουν τα κυβερνητικά και γερμανικά στρατεύματα αλλά και να απλώσουν την δράση τους στην επαρχία Τζιλίν, στην οποία βρίσκεται και το Πεκίνο.
Οι δυτικοί βλέποντας την αύξηση του κινήματος των Αϊχοτουάν ζητούσαν από την κυβέρνηση να λάβει μέτρα. Στις 21 Μαΐου του 1900 οι δυτικοί απαίτησαν από την κυβέρνηση να αρχίσει δραστήριο αγώνα εναντίον των Αϊχοτουάν αλλιώς θα έπαιρναν αυτοί τα όπλα. Λίγες μέρες μετά ένα πολυεθνικό σώμα στρατού θα αποβιβαστεί στο Τιεντζίνγκ και θα αρχίσει να κατευθύνεται προς το Πεκίνο, όμως θα συναντήσει σθεναρή αντίσταση από τους Αϊχοτουάν και δεν θα καταφέρει να φτάσει εκεί. Ταυτόχρονα θα ξεσπάσουν και αγροτικές εξεγέρσεις: άρνηση πληρωμής φόρων και ενεργή αντίσταση στην καταπίεση των τσιφλικάδων και των γραφειοκρατών. Η κατάσταση στην καρδιά της αυτοκρατορίας όπως καταλαβαίνει κανείς ήταν εκρηκτική. Ένα κίνημα το οποίο συμπύκνωνε όλους τους αγώνες του κινέζικου πληθυσμού τον αντφεουαδαρχικό, τον αντιδυναστικό εναντίον των Μαντσού (θα υποθέσουμε ότι η στήριξη των Αϊχοτουάν στους Τσινγκ ήταν μάλλον μία κίνηση τακτικής και μόνο αφενός για να μην έχουν απέναντι τους τα κυβερνητικά στρατεύματα και αφετέρου για να επικεντρώσουν τον αγώνα τους εναντίον των αποικιοκρατών), τον αντι-αποικιοκρατικό. Τα κυβερνητικά στρατεύματα και οι ξένες στρατιωτικές δυνάμεις δεν ήταν σε θέση να αντισταθούν στους Αϊχοτουάν, οι οποίοι κατευθύνονταν για το Πεκίνο. Όταν οι πρώτοι Αϊχοτουάν μπήκαν στο Πεκίνο, η Τζου Σι κήρυξε –λίγο καθυστερημένα είναι η αλήθεια- τον πόλεμο στις ξένες δυνάμεις. Μία πανέξυπνη κίνηση για να σώσει το τομάρι της. Ταυτόχρονα απαγόρευσε στους Αϊχοτουάν να βάλλουν εναντίον των δυτικών που φρουρούσαν τις ξένες πρεσβείες με κανόνια. Στο Πεκίνο οι δυτικοί ήταν υπό πολιορκία. Οι δυτικοί δεν έκατσαν με σταυρωμένα τα χέρια. Αρχές Ιουλίου αποβιβάζεται πολυεθνική δύναμη 40 χιλ. στρατιωτών η οποία καταλαμβάνει και λεηλατεί το Τιεντζίνγκ. Στην όλη διαδρομή οι δυτικοί σκότωναν, έκαιγαν, λεηλατούσαν και βομβάρδιζαν. Στις 14 Αυγούστου θα καταλάβουν το Πεκίνο. Η πόλη λεηλατήθηκε και ο πληθυσμός της σχεδόν εξολοθρεύτηκε.
Τον Σεπτέμβρη οι κύριες στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον των Αϊχοτουάν είχαν τελειώσει, ωστόσο οι δυτικοί συνέχιζαν να λεηλατούν, να καίνε να καταστρέφουν και να εγκληματούν. Οι αποικιοκρατικές δυνάμεις με αυτήν τους την επέμβαση θέλησαν να οριστικοποιήσουν τον διαμελισμό της χώρας. Ωστόσο, δυσκολεύονταν και οι ίδιες να τα βρουν μεταξύ τους, οι Γάλλοι διαφωνούσαν με τους Άγγλους, και οι Ιάπωνες με τους Γερμανούς.
Όταν οι ξένες δυνάμεις πλησίαζαν το Πεκίνο η αυλή των Μαντσού, με περισσή σύνεση διέταξε τα στρατεύματα να καταπνίξουν την εξέγερση των Αϊχοτουάν και στην συνέχεια όπως κάθε εχέφρων άνθρωπος εγκατάλειψε το Πεκίνο. Παρά τις σκληρές εκκαθαρίσεις και τα αναρίθμητα θύματα οι Αϊχοτουάν συνέχισαν την αντίσταση τους, κάνοντας τολμηρές επιθέσεις εναντίον των ξένων και των κυβερνητικών ακόμα και στο Πεκίνο και το Τιεντζίνγκ. Με την επίδραση του αγώνα των Αϊχοτουάν φούντωσαν και οι αντι-αποικιοκρατικοί και αντικυβερνητικοί αγώνες σε διάφορες επαρχίες. Η ουσιαστικά πια γενικευμένη αντίσταση του κινέζικου πληθυσμού ματαίωσε στην πράξη το οριστικό μοίρασμα της Κίνας.
Τον Σεπτέμβρη του 1901 οριστικοποιήθηκε κάπως η κατάσταση με την υπογραφή του «πρωτοκόλλου των Μπόξερς» (όπως είναι γνωστό). Η Κίνα αναλάμβανε να πληρώσει μία τεράστια πολεμική αποζημίωση στους δυτικούς, η είσπραξη όλων των φόρων εκτός από τον έγγειο πέρασε στην αρμοδιότητα των δυτικών και τέλος οι ξένοι απόκτησαν το δικαίωμα να διατηρούν στρατό στην Κίνα.
Από το 1901 έγινε επιτέλους αντιληπτό ότι ο εκσυγχρονισμός ήταν απαραίτητος σε κάθε πτυχή του κινέζικου κρατικού μηχανισμού, της οικονομίας και της κοινωνίας. Οι οπαδοί της μεταρρύθμισης συνειδητοποίησαν ότι οι Μαντσού δεν ήταν διατεθειμένοι να μοιραστούν την εξουσία και τότε στράφηκαν στην επανάσταση. Οι αστικοδημοκρατικές δυνάμεις της Κίνας θα εξοριστούν ή θα διαφύγουν στο εξωτερικό. Εκεί θα δημιουργηθούν δίκτυα και πολιτικές οργανώσεις οι οποίες θα επιδιώκουν την ανατροπή των Τσινγκ. Επίσης θα είναι και η εποχή της ανάπτυξης του αναρχικού κινήματος.
0 Comments:
Νεότερη ανάρτηση Παλαιότερη Ανάρτηση Αρχική σελίδα
Subscribe to:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)