Βρισκόμαστε στον Οκτώβρη του 2006 και έχουμε αλλάξει επόπτη και αρχιεπόπτρια. Για κάνα μήνα επικρατεί ηρεμία, μέχρι που σιγά σιγά αρχίζει να ενορχηστρώνεται η κατάσταση. Η αρχή γίνεται με άυξηση των παραγγελιών του καταστήματος. Πιθανά να φαντάζεται κανείς ότι τα καταστήματα είναι εκείνα τα οποία κανονίζουν το πρόγραμμα των παραγγελιών τους. Σε αυτή την εταιρεία αυτό δεν ισχύει. Κάθε εβδομάδα μας λένε το πρόγραμμα παραγγελιών. Λοιπόν, πέραν του ότι μας έβαλε παραγγελία σε μία ακόμη μέρα μας αύξησε και κατα πολύ την ποσότητα του εμπορεύματος που πρέπει να πραγγείλουμε. Είναι προφανές οτι ένα μαγαζί ούτε άπειρο χώρο έχει, ούτε άπειρο χρόνο για να ξεφορτωθούν όλα. Έτσι λοιπόν αρχίζουν να μαζεύονται εμπορεύματα στην αποθηκη. Μέσα σε 2 εβδομάδες η αποθήκη είναι πηγμένη. Έχουμε σε κάποια φάση 43 καρότσια εμπόρευμα στην αποθήκη. (Τα καρότσια είναι εκείνα τα σιδερένια με τις ρόδες. Πέραν του ότι δεν μπορείς να δουλέψεις έτσι, δεν μπορείς ούτε να παραγγείλεις ούτε και να κάνεις ανεφοδιασμό σωστά. Δεν ξέρεις τι έχεις δεν ξέρεις πόσο έχεις. Αυτό αυτοί δεν το καταλαβαίνουν, ή το πιο πιθανό δεν τους νοιάζει, ή ένα ακόμη πιο πιθανό θέλουν να διώξουν εμπόρευμα από τις κεντρικές αποθήκες. Προσπαθήσαμε επανειλλημένα με την Ζ. να κόψουμε παραγγελίες, να μας μειώσουν το πρόγραμμα, αλλά τίποτα δεν άλλαξε. Η αρχιεπόπτρια ήταν απόλυτη. Αυτά θα παραγγείλετε. Ούτε κόβω, ούτε μειώνω. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες με την Ζ. σκαρφιστήκαμε τρόπους να διαχειριστούμε αυτό το πράγμα. Νομίζω ότι δεν έχει ιδιαίτερο νόημα να αναφερθώ λεπτομερειακά σε όλους τους πιθανούς ή απίθανους τρόπους (για παράδειγμα να παραγγελνείς μόνο εμπόρευμα σε μικρά κουτιά, έτσι ώστε εκει που τα 200 κιβώτια είναι 6 καρότσια εσύ να τα κάνεις 3).
Η αλήθεια είναι ότι τότε φάγαμε ήττα. Μέσα στο Δεκέμβρη τα πράγματα ηρέμησαν (παντα ηρεμούν το Δεκέμβρη...), αλλά από Γενάρη ξαναρχίσαμε. Αυτή τη φορά το θέμα ήταν η καθαριότητα του καταστήματος. Ξεκινάει να μας λέει διάφορα στο χαλαρό. Εμείς τι γράφουμε. Αυτή τσιτώνει. Τσιτώνουμε και εμείς. Σημείο τριβής ήταν τέσσερα περίφημα σκαλιά που ανεβαίνουν στην αποθήκη. Και τα οποία ήταν μονίμως βρώμικα. Σημείωση. Το κατάστημα έχει παντού λευκό μάρμαρο στο πάτωμα. Όχι και ότι καλύτερο για έναν τέτοιο χώρο, μιας και το μάρμαρο από τα χρόνια έχει τριφτεί και έχει χάσει το προστατευτικό του με αποτέλεσμα -μιας και είναι πορώδες υλικό- να τραβάει όλη τη βρώμα μέσα. Αυτά μας τα είπε συνεργείο που είχε έρθει να καθαρίσει 2-3 φορές το μαγαζί. Και αυτά ακριβώς της είπαμε και εμείς με τη σειρά μας. Αλλά όχι. Θα κάνετε αυτό που σας λέω εγώ. Με αποκορύφωμα ένα σκηνικό όπου μπαίνει ένα πρωί Δευτέρας στο μαγαζί και αρχίζει να σκούζει στην συνάδελφο για διάφορα σχετικά και άσχετα, σε σημείου η Ζ. να βάλει τα κλάμματα, αποφασίζουμε να κόψουμε την διαλλακτικότητα μας και να αρχίσουμε να την κοντράρουμε στα ίσα. Σε εκείνη τη φάση εγώ πιάνω τον επόπτη και αρχίζω να του λέω διάφορα "Ποια νομίζει ότι είναι αυτή;", "Δεν είμαστε δούλοι να κάνει ότι θέλει.", "Και ας έρθει σε εμένα να μου τα πει."
Την επόμενη φορά που εμφανίστηκε και άρχισε να μας λέει για τα σκαλάκια της απαντήσαμε ευθαρσώς ότι δεν είμαστε καθαρίστριες και ούε πληρωνόμαστε για αυτό, κάνουμε ότι μπορούμε και αμα της αρέσει καλώς αν όχι να μας απολύσει. Αυτή η ιστορία κράτησε κάνα δίμηνο. Κατά τον Μάρτη του 2007 αρχίσαμε να έχουμε άλλα προβλήματα. Μια Κυριακή που έβρεχε έσπασε κάποιος αγωγός από πάνω και τα νερά πλυμμήρισαν το μαγαζί. Εγώ είχα Σάββατο και Δευτέρα ρεπό, και έτσι τη γλύτωσα αλλά την όλη φάση την λούστηκαν οι συνάδελφοι. Τις επόμενες μέρες έκανε λιακάδα και όλες μας οι προσπάθειες να στείλει η εταιρεία ένα υδραυλικό έπεσαν στο κενό. Κάθε μέρα επί 5 μέρες πέρναμε τηλ. αλλά όσο θα δείτε εδώ κάναν υδραυλικό άλλο τόσο είδαμε και εκεί. Την επόμενη Δευτέρα όμως ρίχνει μία βροχή το βράδυ και το πρωί που πάω για να ανοίξω το μαγαζί είναι το μισό πλυμμηρισμένο. Εντωμεταξύ τα νερά έτρεχαν από το ταβάνι πάνω σε κάτι καλώδια που πήγαιναν στις μηχανές και όπου από την πίσω πλευρά ήταν ο πίνακας του καταστήματος. Σε εκείνη τη φάση ανάμεσα σε όλα τα άλλα είχαμε και παραλαβή του φορτηγού όπου έσπρωχνα καρότσια πάνω στα νερά. Λίγο μετά μιλάει ο επόπτης στο τηλ. με την αρχιεπόπτρια ο οποίος είναι στο γλύψιμο. Του παίρνω λοιπόν το τηλ. από τα χέρια και αρχίζω να της εξηγώ πως έχει η κατάσταση γιατί ο άλλος ο ΜΑΛΑΚΑΣ της τα έλεγε και μισά... Τσαντίζεται όμως η αρχιεπόπτρια και μου κλείνει το τηλ. Τα παίρνω και εγώ και του λέω, "Αν δεν έρθει υδραυλικός εγώ πάω να φύγω." Και βασικά μετά από μισή ώρα έφυγα και πήγα στο ΚΕΠΕΚ (κάτι σαν Κέντρο Ενημέρωσης και Πρόληψης Επαγγελματικού Κινδύνου νομίζω), όπου έκανα και την ωραία μου καταγγελία (ανώνυμα) για τις συνθήκες εργασίας μας στο μαγαζί. Το ΚΕΠΕΚ ήρθε μετά από 2 μήνες να "επιθεωρήσει", και φυσικά είχε πέσει τόσο λάδωμα που τσούλήσαν πολύ γρήγορα μέσα από το μαγαζί.
Η υπόλοιπη άνοιξη θα κυλήσει σχετικά ήρεμα, είχαμε τα συνηθισμένα προβλήματα, το συνηθισμένο τρόπο, και τις συνηθισμένες απαντήσεις από τους από πάνω. Ζούσαμε όλοι μας μία όμορφη συνήθεια. Η οποία μπορεί πότε πότε να έσπαγε με μερικά μπινελίκια εκατέρωθεν και μερικές φωνές εκατέρωθεν, αλλά γενικώς εκεί μέσα είχαμε κερδίσει το σεβασμό, και κυρίως τον αυτοσεβασμό μας. Είμασταν εκεί και ότι πρόβλημα υπήρχε πήγαινε συγκροτημένα από εμάς προς τους επάνω. Οι εσωτερικές μας σχέσεις ποτέ δεν απασχόλησαν κανέναν άλλο πέραν από εμάς, τα προβλήματα μας τα λύναμε μόνοι μας, δουλέυαμε όλοι μαζί, λουφάραμε όλοι μαζί.
Όμως ο στόχος μίας εταιρείας δεν είναι να κρατήσει ένα επίπεδο, στόχος της εταιρείας είναι να αυξάνει τα κέρδη, και για να αυξήσει τα κέρδη πρέπει κάποιοι να δουλεύουν περισσότερο και αυτοί φυσικά είμασταν εμείς.
Αυτό που συνειδητοποιήσαμε σε εκείνη τη φάση ήταν ότι με έναν μαγικό τρόπο είχαν καταφέρει να μας φορτώσουν τραγικά πολλές δουλειές πάνω μας. Ο ταμίας έπρεπε να κάνει 15 πράγματα, και είναι η φάση όπου σιγά σιγά έχω αρχίσει να βαριέμαι αφόρητα, και κυρίως να συνειδητοποιώ την ατέλειωτη σωματική κούραση της δουλειάς και κυρίως την ψυχική φθορά ενός καθημερινού τρεξίματος χωρίς το παραμικρό αντίκρυσμα πέρα από έναν εξευτελιστικό μισθό των 710 ευρώ. Είναι Μάης, τα πουλάκια κελαιδάνε, βάζει τις πρώτες ζέστες και η προοπτική ενός ακόμα καυτού καλοκαιριού σε αυτή την κωλοδουλειά με χάλαγε αφάνταστα. Είναι η εποχή όπου παίρνω σιγά σιγά την απόφαση να με απολύσουνε.
Ενά τελευταίο σκηνικό στην όμορφη σχέση με την αρχιεπόπτρια μας έγινε στην απογραφή. Στην εταιρεία απογραφές γίνονται κάθε τρίμηνο περίπου, όπου το κατάστημα κλείνει για ένα τρίωρο περίπου να το μετρήσουμε, το προσωπικό και μια ομάδα απογραφέων 3-4 ατόμων. Το πολύ κακό αυτής της ιστορίας είναι ότι οι απογραφείς μετά αφήνουν το μαγαζί μπουρδέλο. Έχουν έρθει εκείνη τη μέρα να κάνουν την απογραφή, έγω είμαι πρωινός (4 και 30 πρέπει να φύγω), την κάνουν αλλά μένει ενα τελευταίο τσεκάρισμα κάτι αρχείων στη μηχανή κατά τις 4 και 15. Τότε θυμούνται οι απογραφείς να κάνουν διάλλειμα (οι οποίοι σημειωτέον υποτίθεται δουλεύουν 10-18, αλλά στα μαγαζιά εμφανίζονται κατά τις 12 και στις 4 έχουνε φύγει, αφού τα έχουν διαλύσει όλα εκεί). Και η ώρα πάει 5 για να μπουν μέσα να τελειώσουν, τυπικά έγώ έπρεπε να τους περιμένω μιας και δεν υπήρχε εκείνη τη μέρα άλλος 8ωρος στο μαγαζί. Αλλά εγώ τους γράφω κανονικά και 5 και 15 την κοπανάω. Την άλλη μέρα όμως με παίρνει η αρχιεπόπτρια και αρχίζει να μου τα χώνει, επειδή λέει η απογραφείς μου έκαναν αναφορά. Αφού της τα χώνω και εγώ της κλείνω το τηλ. στα μούτρα λέγοντας της να έρθει από το μαγαζί αν θέλει να μου τα πει. Την άλλη μέρα έγραψα και εγώ μία τετρασέλιδη αναφορά λέγοντας τι έγινε και την έστειλα με φαξ στην εταιρεία. Όχι παίζουμε. Μετά από μία εβδομάδα όμως νιώθω τόσο κουρασμένος και παίρνω την απόφαση μου. Αιτία και αφορμή ήταν η συνηθισμένη κατάσταση να παίρνουνε άτομα από το μαγαζί και να τα στέλνουν σε άλλα καταστήματα που έχουν πρόβλημα. Είναι Πέμπτη και έχω ρεπό, και μιλάω με μία κοπέλα που μου λέει ότι θα είναι σε άλλο μαγαζί και αυτή και η τρίτη της βάρδιας και στο δικό μας θα έφερνε άλλο άτομο, από άλλο μαγαζί. Τρελλή αλλαξοκωλιά. Εγώ λέω ΟΚ, αλλά την επόμενη μέρα δεν πάω για δουλειά αλλά παίρνω ένα τηλ. το απόγευμα. Και αρχίζει η ιστορία της απόπειρας απόλυσης μου, την οποία ξεκίνησα τότε να αναρτώ εδώ και μπορείτε να τη διαβάσετε εδω πέρα.
Στην συνέχεια θα περιγράψω τι έγινε από αυτό και μετά το σημείο. Είμαστε πια μόλις ένα εξάμηνο πριν και σιγά-σιγά φτάνουμε στο τώρα.
Η αλήθεια είναι ότι τότε φάγαμε ήττα. Μέσα στο Δεκέμβρη τα πράγματα ηρέμησαν (παντα ηρεμούν το Δεκέμβρη...), αλλά από Γενάρη ξαναρχίσαμε. Αυτή τη φορά το θέμα ήταν η καθαριότητα του καταστήματος. Ξεκινάει να μας λέει διάφορα στο χαλαρό. Εμείς τι γράφουμε. Αυτή τσιτώνει. Τσιτώνουμε και εμείς. Σημείο τριβής ήταν τέσσερα περίφημα σκαλιά που ανεβαίνουν στην αποθήκη. Και τα οποία ήταν μονίμως βρώμικα. Σημείωση. Το κατάστημα έχει παντού λευκό μάρμαρο στο πάτωμα. Όχι και ότι καλύτερο για έναν τέτοιο χώρο, μιας και το μάρμαρο από τα χρόνια έχει τριφτεί και έχει χάσει το προστατευτικό του με αποτέλεσμα -μιας και είναι πορώδες υλικό- να τραβάει όλη τη βρώμα μέσα. Αυτά μας τα είπε συνεργείο που είχε έρθει να καθαρίσει 2-3 φορές το μαγαζί. Και αυτά ακριβώς της είπαμε και εμείς με τη σειρά μας. Αλλά όχι. Θα κάνετε αυτό που σας λέω εγώ. Με αποκορύφωμα ένα σκηνικό όπου μπαίνει ένα πρωί Δευτέρας στο μαγαζί και αρχίζει να σκούζει στην συνάδελφο για διάφορα σχετικά και άσχετα, σε σημείου η Ζ. να βάλει τα κλάμματα, αποφασίζουμε να κόψουμε την διαλλακτικότητα μας και να αρχίσουμε να την κοντράρουμε στα ίσα. Σε εκείνη τη φάση εγώ πιάνω τον επόπτη και αρχίζω να του λέω διάφορα "Ποια νομίζει ότι είναι αυτή;", "Δεν είμαστε δούλοι να κάνει ότι θέλει.", "Και ας έρθει σε εμένα να μου τα πει."
Την επόμενη φορά που εμφανίστηκε και άρχισε να μας λέει για τα σκαλάκια της απαντήσαμε ευθαρσώς ότι δεν είμαστε καθαρίστριες και ούε πληρωνόμαστε για αυτό, κάνουμε ότι μπορούμε και αμα της αρέσει καλώς αν όχι να μας απολύσει. Αυτή η ιστορία κράτησε κάνα δίμηνο. Κατά τον Μάρτη του 2007 αρχίσαμε να έχουμε άλλα προβλήματα. Μια Κυριακή που έβρεχε έσπασε κάποιος αγωγός από πάνω και τα νερά πλυμμήρισαν το μαγαζί. Εγώ είχα Σάββατο και Δευτέρα ρεπό, και έτσι τη γλύτωσα αλλά την όλη φάση την λούστηκαν οι συνάδελφοι. Τις επόμενες μέρες έκανε λιακάδα και όλες μας οι προσπάθειες να στείλει η εταιρεία ένα υδραυλικό έπεσαν στο κενό. Κάθε μέρα επί 5 μέρες πέρναμε τηλ. αλλά όσο θα δείτε εδώ κάναν υδραυλικό άλλο τόσο είδαμε και εκεί. Την επόμενη Δευτέρα όμως ρίχνει μία βροχή το βράδυ και το πρωί που πάω για να ανοίξω το μαγαζί είναι το μισό πλυμμηρισμένο. Εντωμεταξύ τα νερά έτρεχαν από το ταβάνι πάνω σε κάτι καλώδια που πήγαιναν στις μηχανές και όπου από την πίσω πλευρά ήταν ο πίνακας του καταστήματος. Σε εκείνη τη φάση ανάμεσα σε όλα τα άλλα είχαμε και παραλαβή του φορτηγού όπου έσπρωχνα καρότσια πάνω στα νερά. Λίγο μετά μιλάει ο επόπτης στο τηλ. με την αρχιεπόπτρια ο οποίος είναι στο γλύψιμο. Του παίρνω λοιπόν το τηλ. από τα χέρια και αρχίζω να της εξηγώ πως έχει η κατάσταση γιατί ο άλλος ο ΜΑΛΑΚΑΣ της τα έλεγε και μισά... Τσαντίζεται όμως η αρχιεπόπτρια και μου κλείνει το τηλ. Τα παίρνω και εγώ και του λέω, "Αν δεν έρθει υδραυλικός εγώ πάω να φύγω." Και βασικά μετά από μισή ώρα έφυγα και πήγα στο ΚΕΠΕΚ (κάτι σαν Κέντρο Ενημέρωσης και Πρόληψης Επαγγελματικού Κινδύνου νομίζω), όπου έκανα και την ωραία μου καταγγελία (ανώνυμα) για τις συνθήκες εργασίας μας στο μαγαζί. Το ΚΕΠΕΚ ήρθε μετά από 2 μήνες να "επιθεωρήσει", και φυσικά είχε πέσει τόσο λάδωμα που τσούλήσαν πολύ γρήγορα μέσα από το μαγαζί.
Η υπόλοιπη άνοιξη θα κυλήσει σχετικά ήρεμα, είχαμε τα συνηθισμένα προβλήματα, το συνηθισμένο τρόπο, και τις συνηθισμένες απαντήσεις από τους από πάνω. Ζούσαμε όλοι μας μία όμορφη συνήθεια. Η οποία μπορεί πότε πότε να έσπαγε με μερικά μπινελίκια εκατέρωθεν και μερικές φωνές εκατέρωθεν, αλλά γενικώς εκεί μέσα είχαμε κερδίσει το σεβασμό, και κυρίως τον αυτοσεβασμό μας. Είμασταν εκεί και ότι πρόβλημα υπήρχε πήγαινε συγκροτημένα από εμάς προς τους επάνω. Οι εσωτερικές μας σχέσεις ποτέ δεν απασχόλησαν κανέναν άλλο πέραν από εμάς, τα προβλήματα μας τα λύναμε μόνοι μας, δουλέυαμε όλοι μαζί, λουφάραμε όλοι μαζί.
Όμως ο στόχος μίας εταιρείας δεν είναι να κρατήσει ένα επίπεδο, στόχος της εταιρείας είναι να αυξάνει τα κέρδη, και για να αυξήσει τα κέρδη πρέπει κάποιοι να δουλεύουν περισσότερο και αυτοί φυσικά είμασταν εμείς.
Αυτό που συνειδητοποιήσαμε σε εκείνη τη φάση ήταν ότι με έναν μαγικό τρόπο είχαν καταφέρει να μας φορτώσουν τραγικά πολλές δουλειές πάνω μας. Ο ταμίας έπρεπε να κάνει 15 πράγματα, και είναι η φάση όπου σιγά σιγά έχω αρχίσει να βαριέμαι αφόρητα, και κυρίως να συνειδητοποιώ την ατέλειωτη σωματική κούραση της δουλειάς και κυρίως την ψυχική φθορά ενός καθημερινού τρεξίματος χωρίς το παραμικρό αντίκρυσμα πέρα από έναν εξευτελιστικό μισθό των 710 ευρώ. Είναι Μάης, τα πουλάκια κελαιδάνε, βάζει τις πρώτες ζέστες και η προοπτική ενός ακόμα καυτού καλοκαιριού σε αυτή την κωλοδουλειά με χάλαγε αφάνταστα. Είναι η εποχή όπου παίρνω σιγά σιγά την απόφαση να με απολύσουνε.
Ενά τελευταίο σκηνικό στην όμορφη σχέση με την αρχιεπόπτρια μας έγινε στην απογραφή. Στην εταιρεία απογραφές γίνονται κάθε τρίμηνο περίπου, όπου το κατάστημα κλείνει για ένα τρίωρο περίπου να το μετρήσουμε, το προσωπικό και μια ομάδα απογραφέων 3-4 ατόμων. Το πολύ κακό αυτής της ιστορίας είναι ότι οι απογραφείς μετά αφήνουν το μαγαζί μπουρδέλο. Έχουν έρθει εκείνη τη μέρα να κάνουν την απογραφή, έγω είμαι πρωινός (4 και 30 πρέπει να φύγω), την κάνουν αλλά μένει ενα τελευταίο τσεκάρισμα κάτι αρχείων στη μηχανή κατά τις 4 και 15. Τότε θυμούνται οι απογραφείς να κάνουν διάλλειμα (οι οποίοι σημειωτέον υποτίθεται δουλεύουν 10-18, αλλά στα μαγαζιά εμφανίζονται κατά τις 12 και στις 4 έχουνε φύγει, αφού τα έχουν διαλύσει όλα εκεί). Και η ώρα πάει 5 για να μπουν μέσα να τελειώσουν, τυπικά έγώ έπρεπε να τους περιμένω μιας και δεν υπήρχε εκείνη τη μέρα άλλος 8ωρος στο μαγαζί. Αλλά εγώ τους γράφω κανονικά και 5 και 15 την κοπανάω. Την άλλη μέρα όμως με παίρνει η αρχιεπόπτρια και αρχίζει να μου τα χώνει, επειδή λέει η απογραφείς μου έκαναν αναφορά. Αφού της τα χώνω και εγώ της κλείνω το τηλ. στα μούτρα λέγοντας της να έρθει από το μαγαζί αν θέλει να μου τα πει. Την άλλη μέρα έγραψα και εγώ μία τετρασέλιδη αναφορά λέγοντας τι έγινε και την έστειλα με φαξ στην εταιρεία. Όχι παίζουμε. Μετά από μία εβδομάδα όμως νιώθω τόσο κουρασμένος και παίρνω την απόφαση μου. Αιτία και αφορμή ήταν η συνηθισμένη κατάσταση να παίρνουνε άτομα από το μαγαζί και να τα στέλνουν σε άλλα καταστήματα που έχουν πρόβλημα. Είναι Πέμπτη και έχω ρεπό, και μιλάω με μία κοπέλα που μου λέει ότι θα είναι σε άλλο μαγαζί και αυτή και η τρίτη της βάρδιας και στο δικό μας θα έφερνε άλλο άτομο, από άλλο μαγαζί. Τρελλή αλλαξοκωλιά. Εγώ λέω ΟΚ, αλλά την επόμενη μέρα δεν πάω για δουλειά αλλά παίρνω ένα τηλ. το απόγευμα. Και αρχίζει η ιστορία της απόπειρας απόλυσης μου, την οποία ξεκίνησα τότε να αναρτώ εδώ και μπορείτε να τη διαβάσετε εδω πέρα.
Στην συνέχεια θα περιγράψω τι έγινε από αυτό και μετά το σημείο. Είμαστε πια μόλις ένα εξάμηνο πριν και σιγά-σιγά φτάνουμε στο τώρα.
0 Comments:
Νεότερη ανάρτηση Παλαιότερη Ανάρτηση Αρχική σελίδα
Subscribe to:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)